Γ. Κυρίτσης: Αποχαιρετισμός στον π. Σταύρο |»Θα περάσω να τα πούμε…» Άμα με προλάβεις…»

3
9533

«ΘΑ ΠΕΡΑΣΩ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤΑΥΡΟ…»

«ΑΜΑ ΜΕ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ…»

 

Όπως πάντα η κουβέντα μας ήταν πολύωρη και τελευταία γινόταν μόνο από τηλεφώνου.

«Δε βγαίνω από το σπίτι φίλε μου.»

«Θα περάσω από το σπίτι να τα πούμε.» σου είπα.

«Άμα με προλάβεις» απάντησες και κατάλαβα ότι βούρκωσες…

«Όχι ρε φίλε, θα περάσω» και έμεινα μόνο στην υπόσχεση.

Αυτήν που δεν πραγματοποίησα για νάναι πιο βαρύς ο πόνος σήμερα που ήρθε το κακό μαντάτο.

Συγχώρα με αδερφέ. Συγχώρα με για να μη με  βαραίνει η ασυνέπεια μου και νάχω μόνο τις καλές μας στιγμές στη θύμηση.

Τότε που παιδιά στο Γυμνάσιο μοιραζόμασταν τις χαρές και τις δυσκολίες.

Τότε που η ανεμελιά  της ηλικίας γέμιζε τις καρδιές μας, τότε που τα όνειρα ήταν πολλά και οι χαρές μας επίσης.

«Χωριατάκια» και οι δύο, ζωηροί από την ορμή της νιότης δεν αφήναμε χωρίς πείραγμα αθώο φίλους και συμμαθητές.

Για να συνεχίσουμε πιο αραιά μετά στην Αθήνα. Φοιτητής εγώ, σπουδαστής εσύ σ’ αυτό που σε συνέπαιρνε, τη μουσική που ήταν η ψυχή σου.

«Εσύ ήσουν η αιτία» μούλεγες. «Πες – πες με έπεισες».

Τόχες το χάρισμα φίλε και ήταν αμαρτία να μη σε χαρούν οι πατριώτες μας.

Αργότερα βρεθήκαμε στον αγώνα για την επιβίωση.

Άριστος τεχνίτης και επαγγελματίας στις κατασκευές, συνεργάτες σε δουλειές μαζί, φίλος πάντα και πάνω απ’ όλα, διόρθωνες τα λάθη μου.

Ποτέ δε ζήλεψες το χρήμα και πάντα ήσουν απλόχερος ακόμα και στα δύσκολα σου.

Πιο νωρίς από εμένα στο ελεύθερο επάγγελμα, όμως κατά βάθος ήξερα πάντα τι ήθελες.

«Το ράσο είναι ο προορισμός σου ρε Σταύρο, έλεγα, γιατί δεν το παραδέχεσαι;»

Χαμογελούσες με κείνο το χαμόγελο που σε έκανε να λάμπεις και δεν το διέψευδες.

«Έχω αμαρτίες» έλεγες.

«οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει» απαντούσα και έσκαγες στα γέλια. «Εσύ μάλλον είσαι πιο έτοιμος» έλεγες και άλλαζες κουβέντα.

Είχες κάνει ήδη οικογένεια και τόβλεπα ότι εκεί πήγαινες.

Τόθελε η ψυχή σου και όσα εμπόδια έμπαιναν τα ξεπέρασες.

Οι συμπατριώτες σου στην Κοίμηση, την εκκλησία του Παπά σου του Παπαστεφανή σε αγάπησαν και σ’ αγαπούν.

Ήταν το σπίτι σου. Άλλωστε εκεί, μαζί με του περισσότερους μεγάλωσες. Και οι νεότεροι σ’ αγάπησαν και μοιράστηκαν τη λύπη με τη χαρά, όταν έφυγες πηγαίνοντας σε μεγαλύτερη ενορία. Στον Άγιο Παύλο της Κω.

Και εκεί οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους ήταν γήινη, ανθρώπινη και πατρική όποτε σε χρειάστηκαν.

Στον Άγιο Παύλο σε καμάρωνα και εγώ κάποιες Κυριακές και ανελλιπώς κάθε Μεγάλη Πέμπτη, όταν με τη φωνή σου με έκανες συμμέτοχο στο Θείο Πάθος.

«Ρε ο μικρός μας έγινε Δεσπότης» ήταν η φωνή σου γεμάτη χαρά, πριν προλάβω να σου πω καλημέρα στο τηλεφώνημα.

«Το ξέρω Σταύρο, το ξέρω», δεν σταμάταγες με τίποτα.

«Ξέρεις πόσο χαίρομαι που θα τον υποδεχτείς εσύ σαν Δήμαρχος;» και μια γελούσες μια έκλαιγες.

Ταλαιπωρήθηκες με την υγεία σου τελευταία, αλλά δεν έχασες ποτέ το γέλιο και το κουράγιο σου.

«Μέχρι το μπαλκόνι πάω να δω κανένα άνθρωπο να περνά» έλεγες και εγώ που δεν μπόρεσα να περάσω τόχω μεγάλο βάρος σήμερα.

Έφυγες φίλε Σταύρο και το κενό που προσωπικά μου αφήνεις είναι μεγάλο.

Είναι μεγαλύτερη η στενοχώρια της απραγματοποίητης υπόσχεσης μου να τα πούμε από κοντά…

Θάσαι όμως πάντα εδώ, στη σκέψη και την καρδιά μου.

Στην οικογένεια σου και σε όλους τους δικούς σου ανθρώπους κουράγιο και υπομονή.

Σε όλους εμάς που σε αγαπήσαμε θα μείνεις πάντα ο Σταύρος μας.

 

Γιώργος Ι. Κυρίτσης

 

 

3 ΣΧΟΛΙΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ