Από τα άγνωστα ανθρώπινα «αποκαΐδια» της φλεγόμενης Σμύρνης

0
860

ΑΠΟ  ΤΑ  ΑΓΝΩΣΤΑ  ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ  «ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ»  ΤΗΣ  ΦΛΕΓΟΜΕΝΗΣ  ΣΜΥΡΝΗΣ

Όταν ήμουν μαθητής Δημοτικού στο Φιλώτι τής Νάξου, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εμφανίστηκε μερικές φορές «από το πουθενά», ένας άγνωστος πλανόδιος φωτογράφος με τον πτυσσόμενο τρίποδα και δύο μπουκαλάκια με τα ειδικά υγρά για την επιτόπια εκτύπωση. Έβγαζε φωτογραφίες (μαυρόασπρες εννοείται) ατομικές, οικογενειακές κ.ά., κυρίως όμως εστίαζε στα γραφικά πανηγυράκια της εποχής. Την αμοιβή την άφηνε στην προαίρεση των ενδιαφερομένων. Ήταν περίπου σαραντάρης, βαθυοκουρεμένος, με τιράντες για το παντελόνι και πάνινα παπούτσια. Τα λόγια του ελάχιστα. Τα απολύτως απαραίτητα. Σε κανέναν δεν απαντούσε στις επίμονες ερωτήσεις (την εποχή εκείνη της κλειστής ακόμα κοινωνίας), για το ποια ήταν η πατρίδα του, αν είχε οικογένεια κ.ά. Ήταν κλειστός. Θεόκλειστος. Μοναχικός. Το μόνο που μάθαμε ήταν το όνομά του, «κυρ Τάσος», και το επώνυμό του από την σφραγίδα που έβαζε στο πίσω μέρος των φωτογραφιών: «Foto ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΥΚΙΔΗΣ”. Τίποτα άλλο. Το 1960 η πολύτεκνη  οικογένειά μου, πλην του πατρός, μετακομίσαμε στην Αθήνα, στον προσφυγικό οικισμό του Υμηττού, όπου όλοι οι γείτονές μας, (αρκετοί απ’ αυτούς τουρκόφωνοι Καραμανλήδες), προέρχονταν κυρίως από τα μέρη των Αδάνων, Κιλικίας, Καππαδοκίας και Πισιδίας ενώ στους γειτονικούς προσφυγικούς Δήμους Βύρωνα και Καισαριανής οι ταλαίπωροι άνθρωποι ήταν κυρίως από τα μέρη της Σμύρνης κ.α. Οι συγκλονιστικές εμπειρίες μου παραμένουν ολοζώντανες. Κάποια μέρα συνάντησα τυχαία τον κυρ-Τάσο να κάθεται κατάμονος σε ένα ακραίο παγκάκι του Ζαππείου. Χωρίς τα φωτογραφικά του. Με ταύτισε εύκολα γιατί ήμουν ο «ανήσυχος» γιος του ιερέα του χωριού. Κυρ-Τάσο, πες μου σε παρακαλώ, εδώ που είμαστε οι δυό μας: Ποιός είσαι; Ποια είναι η πατρίδα σου; Γιατί αρνείσαι να μας το πεις; Τι μυστικό κρύβεις; Ώ της απρόσμενης εκπλήξεως! Ήταν η στιγμή να ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει: «Όταν καιγόταν η Σμύρνη ήμουν έξι χρονών. Τον πατέρα μας τον σκότωσαν. Μέσα στο χάος και τον πανικό στην παραλία, χάθηκε η επαφή με τα μεγαλύτερα αδέλφια και τους υπόλοιπους συγγενείς μου. Η μάνα μου με κρατούσε δυνατά από το χέρι.. Βρεθήκαμε στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο μέσα σε ένα πλεούμενο. Στη μέση της διαδρομής η μανούλα μου ξεψύχησε. Την αναποδογύρισαν και την έριξαν νεκρή στη θάλασσα. Μπροστά στα μάτια μου!! Εκείνη τη στιγμή, Γιώργο, η ζωή σταμάτησε για ‘μένα». Ο αμίλητος μυστηριώδης κυρ-Τάσος ξέσπασε σε ασυγκράτητους λυγμούς ενώ κοιτούσαν ανυποψίαστοι οι διαβάτες. Για ‘κείνον, και για χιλιάδες άλλους δυστυχισμένους ανθρώπους, οι φλόγες της Σμύρνης δεν έσβησαν ποτέ.

30 Αυγούστου 2022, Γ.Σ.Μ., εκ Βουρλών Σμύρνης Μ. Ασίας

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ