Μικρές ψευδεπίγραφες ιστορίες για τον Ιπποκράτη | Γράφει ο Θεοδόσης Διακογιάννης

0
4790
OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης

ΚΩΣ

 

ΜΙΚΡΕΣ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ

 

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΡΤΑΞΕΡΞΗ

 

Η ιστορία μας αρχίζει τότε που ο βασιλιάς των βασιλέων ο Μέγας Αρταξέρξης έστειλε εκείνη την επιστολή στον Πάϊτο τον σατράπη της Περσίας με την οποία του εξιστορούσε την λοιμική που έπεσε στα στρατεύματα της Περσίας. Του έγραφε:

 

Η αρρώστια θερίζει το στράτευμα. Μεγάλη ταραχή επικρατεί στα πλήθη των στρατιωτών που κάνει   την αναπνοή ακατάπαυστη και βαριά. Χωρίς να πολεμούν η αρρώστια τους σκοτώνει και δεν υπάρχει ελπίδα γιατρειάς. Οι Αιγύπτιοι γιατροί του παλατιού δεν μπορούν να σταματήσουν το κακό. Τα πικρά βέλη της αρρώστιας εξολοθρεύουν το στράτευμα. Γιαυτό απευθύνομαι σε σένα, δώσε όσο χρυσάφι και όσα δώρα μπορείς αν υπάρχει κάποια συμβουλή ή κάτι άλλο από την ιατρική τέχνη που να μπορεί να γιατρέψει την αρρώστια. Δεν το υποφέρω άλλο, δεν ξέρω τι να σκεφτώ μαζί με τους σοφούς συμβούλους μου. Απάντησε μου χωρίς καθυστέρηση συμβουλεύοντας με σωστά.

 

Ο Πάϊτος τότε απάντησε στον Μέγα Βασιλέα:

Τα φυσικά βοηθήματα δεν θα δώσουν τέλος στην επιδημία της λοιμικής, μόνο η ιατρική τέχνη μπορεί να την θεραπεύσει. Ο γιατρός Ιπποκράτης είναι ο μόνος που μπορεί να πολεμήσει αυτή την αρρώστια. Είναι από δωρική γενιά από την πόλη της Κω, γιος του Ηρακλείδη που κατάγεται από τη οικογένεια των Ασκληπιαδών. Αυτός έχει θεϊκές ικανότητες και από τις αρχαίες γνώσεις των πρακτικών γιατρών προήγαγε την ιατρική σε επιστήμη. Αυτός είναι απόγονος του Κρίσαμη ένατου απόγονου του Ασκληπιού και εγγονός της Πραξιθέας από τη γενιά των Ηρακλειδών. Έμαθε την ιατρική από τον πατέρα του τον Ηρακλείδη και τον παππού του Ιπποκράτη. Αυτός καθαρίζει τους ανθρώπους από τις αρρώστιες. Αυτόν να στείλεις να φέρουν κοντά σου προτείνοντας του όσα χρήματα και χρυσάφι θέλει.

 

(Επιστολή του Αρταξέρξη στον Υστάνη σατράπη του Ελλησπόντου)

Η φήμη του γιατρού Ιπποκράτη από την Κω που κρατεί από τη γενιά του Ασκληπιού έφτασε και σε μένα. Να του δόσεις λοιπόν όσο χρυσάφι θέλει και ότι άλλο ζητήσει και στείλε τον σε μας, θα είναι ισότιμος με τους καλύτερους ανάμεσα στους Πέρσες, γιατί το να βρεις ανθρώπους που μπορούν να ωφελήσουν όπως ένας καλός γιατρός δεν είναι εύκολο.

 

(Επιστολή του Ιστάνη στον Ιπποκράτη)

Ο Μέγας Βασιλέας Αρταξέρξης σε χρειάζεται. Μου ζητά να σου δώσω χρήματα και χρυσάφι όσο θέλεις και να σε στείλω σ΄ εκείνον γρήγορα. Θα είσαι ισότιμος με τους καλύτερους ανάμεσα στους Πέρσες. Σπεύσε το γρηγορότερο να βρεθείς κοντά του.

 

Ο Ιπποκράτης απαντά στον Υστάνη.

Μήνυσε στον βασιλιά σου όσα σου γράφω το πιο γρήγορο δυνατόν. Από εισοδήματα και ρούχα και κατοικία και όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του έχω αρκετά. Δεν επιτρέπεται εγώ να καρπωθώ πλούτη από τους Πέρσες ούτε να θεραπεύσω τις αρρώστιες των βαρβάρων που είναι εχθροί των Ελλήνων, δεν ξέρει ότι για μένα η σοφία έχει μεγαλύτερη αξία και δύναμη από το χρυσάφι.

 

Ο Υστάνης έστειλε τότε στον Μέγα Βασιλέα τον έμπιστο του Γυμνάσβη Διευτύχη με την απάντηση του Ιπποκράτη και ο βασιλέας αγανακτισμένος έγραψε την παρακάτω  επιστολή προς το Δήμο της Κω.

 

Να παραδώσετε στους Αγγελιοφόρους μου τον γιατρό Ιπποκράτη που έχει κακούς τρόπους και φέρεται με ασέβεια σε μένα και τους Πέρσες. Διαφορετικά θα πληρώσετε και το παλιό σας χρέος τότε που στους περσικούς πολέμους αρνηθήκατε να συμμαχήσετε μαζί μας και να δηλώσετε υποταγή αρνούμενοι να πάρετε τα όπλα εναντίον των Ελλήνων. Γιαυτό και εγώ θα καταστρέψω την πόλη σας και θα βυθίσω το νησί σας στο πέλαγος, ώστε κανείς να μη γνωρίζει πια αν υπήρξε ποτέ στο σημείο εκείνο το νησί και η πόλη της Κω.

 

Οι Κώοι βέβαια πατριώτες και ευσεβείς έδιωξαν τους αγγελιοφόρους λέγοντας τους να πάνε στο βασιλιά τους και να του δώσουν την απάντηση τους.

 

Επιστολή του Δήμου των Κώων

Ο Δήμος των Κώων αποφάσισε ότι οι Κώοι δεν θα κάμουν τίποτε ανάξιο ούτε του Μέροπα ούτε του Ηρακλή ούτε του Ασκληπιού. Από σεβασμό σε εκείνους, οι πολίτες  σύσσωμοι δεν θα παραδώσουν τον Ιπποκράτη, ακόμα κι αν έμελλε να χαθούν από τον χειρότερο όλεθρο. Όταν ο Δαρείος και ο Ξέρξης απαιτούσαν από τους πατέρες μας γη και ύδωρ ο Δήμος δεν τα έδωσε και τώρα την ίδια απόφαση παίρνει.

Φύγετε από τη γη των Κώων γιατί δε θα σας παραδώσουμε τον Ιπποκράτη. Και σεις οι αγγελιοφόροι πείτε στον βασιλιά σας ότι οι θεοί δεν θα μας ξεχάσουν.

 

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

 

Η ιστορία με τον Δημόκριτο ξεκίνησε από μια επιστολή που έστειλε ο Δήμος και η Βουλή των Αβδηριτών στον Ιπποκράτη. Του έγραφαν με μεγάλο παράπονο ότι ο σοφός της πόλης τους ο Δημόκριτος αρρώστησε βαριά. Ξεχνούσε τα πάντα και ξαγρυπνούσε μέρα και νύχτα γελώντας για το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο και περνούσε τον καιρό του πιστεύοντας πως ολόκληρη η ζωή δεν είναι τίποτα. Και όταν κάποιος παντρεύεται, ή εμπορεύεται, ή εξασκεί μια τέχνη, ή κυβερνά ή αναλαμβάνει ένα αξίωμα, ή αρρωσταίνει, ή πληγώνεται ή πεθαίνει, εκείνος γελά. Λέει πως ο αέρας είναι γεμάτος είδωλα, ότι ακούει κραυγές ορνέων και σηκώνεται τη νύχτα και αρχίζει να σιγοτραγουδά. Το χρώμα του είναι αλλοιωμένο όσο και η σκέψη του. Σώσε μας λοιπόν και έλα γρήγορα να βοηθήσεις την πατρίδα μας. Η γη μας βγάζει πολλά βότανα που θεραπεύουν την τρέλα.

 

Ο Ιπποκράτης θα πάει στα Άβδηρα, θα τον φιλοξενήσει ένας παλιός φίλος της οικογένειας του ο Φιλοποίμενας.

Την πρώτη νύχτα, την ώρα που άρχισε να ξημερώνει είδε ένα όνειρο, που τον έκανε να πιστέψει πως τίποτα σοβαρό δεν συμβαίνει με τον Δημόκριτο. Το διηγήθηκε στον φίλο του τον Φιλοποίμενα.

 

Είδα τον ίδιο τον Ασκληπιό στις πύλες της πόλης. Ο θεός δεν ήταν μειλίχιος και πράος όπως τον βλέπουμε συνήθως στις αναπαραστάσεις του, αλλά ταραγμένος και πιο αγριωπός στην όψη. Πίσω του ερχόντουσαν δράκοντες τεράστια ερπετά που σέρνονταν βιαστικά με τις μακριές ουρές τους αφήνοντας ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα. Ο θεός μου άπλωσε το χέρι. Εγώ το έπιασα με ευχαρίστηση και τον παρακαλούσα να έλθει μαζί μου και να μη με αφήσει να θεραπεύσω μόνος μου τον άρρωστο και κείνος μου είπε: “δεν με χρειάζεσαι στην περίπτωση αυτή, όμως θα σε συνοδεύει η θεά τούτη”. Στράφηκα και αντίκρισα μια ψηλή όμορφη γυναίκα, με τα μαλλιά της χτενισμένα απλά και με ένα σαγηνευτικό βλέμμα. Οι κύκλοι των ματιών της έλαμπαν μ’ ένα φως καθαρό σαν τη μαρμαρυγή των άστρων. Ο θεός αποτραβήχτηκε, εξαφανίστηκε σαν φάντασμα λέγοντας μου: “αύριο θα σε συναντήσω στο σπίτι του Δημόκριτου.” Εγώ τότε στρέφοντας το πρόσωπο προς την υπέροχη γυναίκα της είπα: “πες μου σε παρακαλώ υπέροχη ποια είσαι και πως σε φωνάζουν;” “Είμαι η Αλήθεια” μου αποκρίθηκε “και αυτή που βλέπεις να έρχεται, και ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου μια άλλη γυναίκα που και αυτή δεν ήταν άσχημη, αλλά δεν είχε την μεγαλοπρέπεια της πρώτης, ονομάζεται Γνώμη και κατοικεί μαζί με τους Αβδηρίτες. Εγώ ξύπνησα και εξήγησα στον εαυτό μου το όνειρο. Ο Δημόκριτος δε χρειάζεται γιατρό, αφού ο θεός έφυγε σαν να μην υπήρχε κάτι για να θεραπεύσει. Η Αλήθεια, που φανερώνει ότι ο Δημόκριτος είναι καλά ήλθε μαζί του ενώ η Γνώμη, πως είναι άρρωστος, μένει με τους Αβδηρίτες.

“Εγώ δεν απορρίπτω τα όνειρα που έχουν λογική. Η ιατρική και η μαντική έχουν πολύ μεγάλη συγγένεια, γιατί πατέρας τους είναι ο Απόλλωνας, αυτός που είναι πρόγονος μας και προλέγει τις αρρώστιες και τώρα και πάντα”.

Την άλλη μέρα ο Ιπποκράτης με συνοδεία των Αβδηριτών θα συναντήσει τον Δημόκριτο ο οποίος κείνη την πρωινή ώρα ήταν καθισμένος κάτω από έναν χαμηλό πλάτανο με πολύ πυκνή φυλλωσιά. Φορούσε έναν χοντρό χιτώνα μόνος και ατημέλητος, είχε με πολλή ευπρέπεια στα γόνατα του ένα βιβλίο και γύρω του ήταν ριγμένα, σφαγμένα και ανοιγμένα ζώα. Σκυμμένος έγραφε με ένταση, και άλλοτε πάλι σταματούσε, μένοντας ακίνητος και συγκεντρωμένος στον εαυτό του. Μετά από λίγο σηκωνόταν και εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων και ξαναγύριζε στη θέση του και καθόταν. Ο Ιπποκράτης τον πλησίασε και ο Δημόκριτος γύρισε τον κοίταξε και τότε ακολούθησε η παρακάτω στιχομυθία.

Δημ.: «Χαίρε ξένε»

Ιππ. : «Χαίρε κι εσύ στ’ αλήθεια, Δημόκριτε, σοφότατε ανάμεσα στους ανθρώπους».

Δημ.: «Κι εσύ πως λέγεσαι; γιατί σε προσφώνησα ξένο, επειδή δε ήξερα το όνομα σου».

Ιππ. : «Είμαι ο Ιπποκράτης ο γιατρός».

Δημ.: «Η ευγενική καταγωγή σου από το γένος των Ασκληπιαδών και η φήμη της ιατρικής σου σοφίας έχουν φτάσει και σε μένα. Τι σε φέρνει λοιπόν εδώ φίλε μου; Ήρθες εδώ για κάποια ιδιωτική υπόθεση ή για κάποιο θέμα που απασχολεί την πόλη; Πες μου καθαρά και εγώ θα σε βοηθήσω σε ότι μπορώ».

Ιππ.: « Η αλήθεια είναι πως ήρθα εδώ για χάρη σου, για να συναντήσω ένα σοφό άνδρα. Την αφορμή μου την έδωσε η πατρίδα σου της οποίας εκτελώ αποστολή.

Δημ.: «Πρώτα απ’ όλα λοιπόν θα έχεις τη φιλοξενία μου.»

Ο Ιπποκράτης του είπε τότε, ότι τον φιλοξενεί ο Φιλοποίμενας ένας φίλος του πατέρα του, που τον γνώριζε από παλιά και τον ρώτησε τι γράφει με τόση επιμέλεια. Ο Δημόκριτος του απάντησε ότι γράφει σχετικά με τη μανία και ότι τα ζώα που έχει σφάξει είναι για να κάνει τις παρατηρήσει του αφού ψάχνει να βρει τη φύση και τη θέση της χολής.

Ο Ιπποκράτης τότε του φανέρωσε ότι τον θεωρεί ευτυχισμένο που μπορεί και απολαμβάνει τόση ηρεμία ενώ εκείνος με τις φροντίδες του για τους αρρώστους του, το σπίτι του, τα παιδιά του, τους υπηρέτες, τους γάμους και τους θανάτους που αντιμετωπίζει κάθε μέρα δεν έχει την ευκαιρία να απολαμβάνει αυτή την ηρεμία.

Τότε ο Δημόκριτος άρχισε να γελά ασταμάτητα. Μόλις σταμάτησε, ο Ιπποκράτης τον ρωτά με τι γελά απ’ αυτά που του είπε, τα καλά, ή τα κακά; Εκείνος όμως άρχισε πάλι να γελά ακόμα πιο δυνατά μέχρι που για μια στιγμή σταμάτησε το γέλιο και λέει στον Ιπποκράτη: “Εσύ νομίζεις πως είναι δύο οι αιτίες του γέλιου μου, τα καλά και τα κακά. Εγώ όμως γελώ με ένα μόνο, τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανοησία που δεν κάνει τίποτα σωστό, που υποφέρει αβάσταχτους πόνους χωρίς να υπάρχει καμιά ωφέλεια, που σκάβει τη γη, με χέρια αλυσοδεμένων ανθρώπων, για να βρει ασήμι και χρυσάφι και νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος επειδή είναι πλούσιος και αγοράζει γη για να ξαναχώσει τους θησαυρούς του για να μην του τους κλέψουν, και ξέρει ότι σαν πεθάνει δε θα πάρει τίποτα από όλα αυτά μαζί του.

Γελώ με τους ανθρώπους που σκοτώνει ο ένας τον άλλο, που δεν σέβονται τους νόμους, αδιαφορούν για τη δύσκολη κατάσταση των φίλων τους και της πατρίδας τους, αγοράζουν ανδριάντες και αγάλματα και έργα τέχνης που τα λατρεύουν ενώ δεν έχουν ψυχή και μισούν τον συνάνθρωπο τους που ζει δίπλα τους. Κατοικούν στη στεριά και νοσταλγούν τη θάλασσα κι όταν πάλι βρεθούν στη θάλασσα, σε κάποιο νησί, λαχταρούν τη μεγάλη στεριά.

Το γέλιο μου Ιπποκράτη, κατακρίνει την απερισκεψία και τη φαυλότητα τους, παίρνουν άλλη γυναίκα ενώ έδιωξαν την πρώτη, θάβουν μόλις γέννησαν και γεννούν μόλις έθαψαν, οι ηγεμόνες και οι βασιλιάδες μακαρίζουν τους απλούς πολίτες και οι απλοί πολίτες ορέγονται την εξουσία, οι πολιτικοί ζηλεύουν τους επιχειρηματίες και αυτοί θέλουν να πολιτευτούν για τη δύναμη, κατακαίγονται από άνομους έρωτες και γλιστρούν κρυφά σε ξένα κρεβάτια χωρίς να τους συγκρατεί καμιά ντροπή.

Ποιο από τα πάθη τους συγκρίνεται με αυτά των άγριων ζώων; γιατί ποιο λιοντάρι έκρυψε στη γη χρυσάφι; Ποιος ταύρος όρμισε με τα κέρατα του από πλεονεξία; Ποια λεοπάρδαλη έδειξε απληστία; Κι ο λύκος κατασπαράζοντας αυτό που έπιασε, όταν φάει όσο έχει ανάγκη, σταματά. Ο άνθρωπος όμως δεν χορταίνει.

Πως να μη γελάσω με εκείνον που ρίχνει το καράβι στη θάλασσα φορτωμένο ως τα μπούνια κι ύστερα διαμαρτύρεται γιατί η θάλασσα του το βύθισε γεμάτο; Μου φαίνεται λοιπόν ότι δεν γελώ όσο τους πρέπει.

Ο πρόγονος σου ο Ασκληπιός ας μας χρησιμεύσει για παράδειγμα. Έσωζε ανθρώπους και οι ευχαριστίες που δέχτηκε ήταν οι κεραυνοί. Δε βλέπεις ότι κι εγώ είμαι κομμάτι αυτής της τρέλας κι ότι ψάχνοντας την αιτία της μανίας σκοτώνω και κομματιάζω ζώα;”

Χαμογελούσε καθώς τα έλεγε αυτά, το πρόσωπο του έλαμπε και φαινόταν σαν θεός. Ο Ιπποκράτης τότε μαγεμένος με την εικόνα του απάντησε: «Μεγαλόδοξε Δημόκριτε θα πάρω μαζί μου επιστρέφοντας στην Κω μεγάλα δώρα από τη φιλοξενία σου, γιατί με γέμισες με μεγάλο θαυμασμό για τη σοφία σου. Γυρίζω πίσω για να διαλαλήσω ότι διερεύνησες και κατάλαβες την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης. Πήρα από σένα το φάρμακο για το πνεύμα μου. Μεγάλη χάρη χρωστώ στους συμπολίτες σου για την πρόσκληση τους γιατί γνώρισα εσένα Δημόκριτε τον σοφότατο, τον μόνο που έχει τη δύναμη να σωφρονίσει τους ανθρώπους.

Ένας βαθύς και αμοιβαίος σεβασμός και μια δυνατή και ειλικρινής φιλία ένωσε από τότε τους δύο σοφούς.

Από τα βιβλία της ιπποκρατική Συλλογής των επιδημιών, πρώτο και τρίτο, προκύπτει ότι ο Ιπποκράτης επισκέφτηκε τα Άβδηρα.

 

ΠΕΡΔΙΚΑΣ

 

Μια ιστορία, που, μοιάζει με ωραίο παραμύθι είναι αυτή, που αναφέρεται στις σχέσεις του Ιπποκράτη με τον βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκα. Μετά το θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου του Α΄, (όχι βέβαια του μεγάλου στρατηλάτη  αλλά του παππού του), στο θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Περδίκας.

Μια παράξενη αρρώστια χτύπησε τον βασιλιά. Ξαφνικά τον έπιανε μια ζάλη, κοκκίνιζε το πρόσωπο του, η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα,έχανε την ισορροπία του και λιγοθυμούσε. Οι γιατροί του παλατιού δεν μπορούσαν να διαγνώσουν την αρρώστια ούτε να τον θεραπεύσουν. Κάλεσαν τότε τον Κνίδιο γιατρό Ευρυφώντα, ξακουστό για τις ιατρικές του ικανότητες ο οποίος ήταν ο πιο αξιόλογος εκπρόσωπος της περίφημης ιατρικής σχολής της Κνίδου, ο οποίος αναφέρεται ως συγγραφέας του βιβλίου Κνίδιαι Γνώμαι. Ο Ευρυφώντας εξέτασε τον Περδίκα του έκαμε ορισμένες θεραπείες και απεφάνθη ότι πάσχει από φυματίωση δίνοντας του σαν φάρμακο όνειο (γαϊδουρινό) και γυναικείο γάλα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η αρρώστια να μην υποχωρήσει και ο Περδίκας να εξακολουθεί να υποφέρει από το περίεργο πάθος του.

 

Τότε οι ακόλουθοι του βασιλιά αποφάσισαν να καλέσουν και τον Ιπποκράτη από την Κω του οποίου η φήμη είχε φτάσει στην Μακεδονία. Ο Ιπποκράτης εξετάζοντας και συνομιλώντας με τον Περδίκα παρατήρησε ότι το πρόβλημα του ήταν ψυχολογικό. Κάθε φορά που περνούσε από κοντά τους η Φίλα μια πανέμορφη κοπέλα, παλλακίδα του πατέρα του, τα συμπτώματα της αρρώστιας επανέρχονταν. Ο Ιπποκράτης κατάλαβε τότε ότι υπήρχε μια ερωτική επιθυμία του βασιλιά για την Φίλα, σύστησε τότε στον Περδίκα να συνευρεθεί με την κοπέλα για να σταματήσει το πάθος του. Αρχικά ο Περδίκας δυσανασχέτησε με τη διάγνωση του γιατρού, όταν όμως ακολούθησε τη συμβουλή του, τότε σταμάτησαν τα συμπτώματα και η ψυχοσωματική του ασθένεια.

 

Πάντως κι αν ακόμα η ιστορία μας δεν είναι αυθεντική, οι σχέσεις της οικογένειας του Ιπποκράτη με τους βασιλιάδες της Μακεδονίας θα συνεχιστούν. Ο γιος του ο Θεσσαλός θα ζήσει για χρόνια στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου και θα γίνει προσωπικός γιατρός του.

Ο Κριτόβουλος πάλι, Κώος Ασκληπιάδης, κατάφερε να βγάλει από το μάτι του Φιλίππου, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένα βέλος και να επουλώσει με διάφορα βότανα την πληγή που άφησε η αιχμή ώστε να μην μείνει σημάδι στη θέση της πληγής.

Ένας άλλος Κώος γιατρός της οικογένειας των Ασκληπιαδών ο Κριτόδημος, θα συνοδεύσει τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στη μακρινή χώρα της Ινδικής, όπου σε μια μάχη για την κατάληψη του τείχους στην πόλη των Μαλών, ο Αλέξανδρος θα τραυματιστεί στο στήθος από εχθρικό βέλος. Από την πληγή, μαζί με το αίμα, θα βγαίνει και αέρας, γιατί το βέλος είχε τρυπήσει και τον πνεύμονα (είναι για πρώτη φορά στα ιατρικά χρονικά που αναφέρεται περίπτωση πνευμοθώρακα). Ο Κριτόδημος, αφού έκοψε με δυσκολία και πολύ κόπο το βέλος και αφού έτσι λύθηκε ο θώρακας, με προσοχή προσπάθησε να βγάλει την αιχμή που είχε μπηχτεί σε ένα από τα οστά του. Λέγεται ότι το πλάτος της πληγής ήταν τρία δάχτυλα και το μήκος τέσσερα και όταν έβγαλλαν την αιχμή του βέλους, από τις λιποθυμίες κινδύνευσε να πεθάνει. Ο Κριτόδημος με διάφορα βότανα που τοποθετούσε στην πληγή κατάφερε να θεραπεύσει τελείως το νεαρό Αλέξανδρο που παρουσιάστηκε στους στρατιώτες του οι οποίοι τον πίστευαν νεκρό, και συνέχισε την εκστρατεία του ως τον Ύφαση ποταμό από όπου άρχισε η επιστροφή στα Σούσα.

Μα και ο γιατρός της Ρωξάνης, της γυναίκας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και του γιου της Αλέξανδρου Γ΄ ήταν Ασκληπιάδης από την Κω. Λένε ότι ήταν γιος του Δράκοντα εγγονός του Ιπποκράτη και ονομαζόταν κι αυτός Ιπποκράτης. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τη Ρωξάνη και το γιο της, Αλέξανδρο που δεν τους εγκατέλειψε στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν, όταν ο Κάσσανδρος τους δολοφόνησε ομαδικά για να εξασφαλίσει τη διαδοχή στο θρόνο της Μακεδονίας. Από το γεγονός αυτό και ύστερα δεν αναφέρονται πια σχέσεις Ασκληπιαδών και Μακεδόνων βασιλιάδων

 

Ο   Λ Ο Ι Μ Ο Σ

 

Ιπποκράτης, από τις ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, δεν πήγε στην Αθήνα την εποχή του λοιμού που χτύπησε την πόλη κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, ούτε συμβούλεψε τους Αθηναίους για την αντιμετώπιση του.

Ο λοιμός αυτός ξεκίνησε από την Αιθιοπία και στη συνέχεια πρόσβαλε τη Λιβύη την Αίγυπτο και την Περσία και μετά από το λιμάνι του Πειραιά μεταδόθηκε στην Αθήνα.

Ο Ιπποκράτης αντιμετώπισε έναν άλλο λοιμό που ήρθε από το βορρά και έσωσε τους Έλληνες από την καταραμένη επιδημία που είχε αποδεκατίσει τους βάρβαρους λαούς των Παιώνων και των Ιλλυριών. Να πως τα διηγείται ο Θεσσαλός στον «Πρεσβευτικό»: «Έρχομαι τώρα, για όσους δεν την ξέρουν, στην ευεργεσία του πατέρα μου, του Ιπποκράτη, και δεν θα πω τίποτα που να μην είναι αλήθεια. Ο λοιμός που μάστιζε τους βάρβαρους που κατοικούν πάνω από τη χώρα των Ιλλυριών και των Παιόνων, έφτασε κάποτε και στη χώρα αυτή. Τότε οι βασιλιάδες των εθνών αυτών έχοντας υπ’ όψη τους την φήμη για την ιατρική τέχνη του, που όντας αληθινή έφτανε ως αυτούς ισχυρή από παντού, έστειλαν στον πατέρα μου απεσταλμένους στη Θεσσαλία (γιατί και προηγουμένως και τώρα εκεί μένει ο πατέρας μου) ζητώντας τη βοήθεια του και υποσχόμενοι όχι μόνο ότι θα του στείλουν χρυσό και ασήμι κι άλλα πλούτη, αλλά και ότι αν τους βοηθήσει, θα τον αφήσουν να πάρει μαζί του φεύγοντας και ότι άλλο θέλει ο ίδιος.

Εκείνος ζήτησε να μάθει ποιες ήταν οι μεταβολές της θερμοκρασίας, των ανέμων, της ομίχλης και των άλλων πραγμάτων που από τη φύση τους μεταβάλλουν τη συνηθισμένη κατάσταση των σωμάτων κι όταν έλαβε όλες τις πληροφορίες που ήθελε ζήτησε από τους απεσταλμένους να γυρίσουν πίσω, λέγοντας τους ότι δεν μπορούσε να πάει στη χώρα τους. Έπειτα όσο μπορούσε πιο γρήγορα φρόντισε να ενημερώσει τους Θεσσαλούς για το πώς θα αντιμετώπιζαν το κακό που ερχόταν και γράφοντας τον τρόπο θεραπείας τον έκανε γνωστό στις πόλεις.

Εμένα με έστειλε στη Μακεδονία, γιατί στους Ηρακλείδες βασιλείς που έχουν εκεί την εξουσία υπήρχε για μας από την εποχή των προγόνων μας φιλοξενία. Κι εγώ πήγα, αφήνοντας τη Θεσσαλία, όπως με διέταξε ο πατέρας μου, για να βοηθήσω τους εκεί κατοίκους.

Τον αδερφό μου το Δράκοντα τον διέταξε να πλεύσει γρήγορα από τις Πασαγές στον Ελλήσποντο, χωρίς να του δώσει οδηγίες παρόμοιες με εκείνες που εφάρμοζε ο ίδιος, γιατί τα βοηθήματα που προσφέρονται δεν είναι ίδια σε όλους τους τόπους, επειδή και ο αέρας και το περιβάλλον δεν είναι ίδιο σε όλα τα μέρη.

Τον Πόλυβο που είχε παντρευτεί την κόρη του, την αδελφή μου δηλαδή, και άλλους μαθητές, τους έστειλε να πορευτούν σε διάφορες άλλες πόλεις και αγορές και δρόμους για να βοηθήσουν όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους.

Όταν τέλειωσε με τη Θεσσαλία, πήγε να βοηθήσει τους γειτονικούς της λαούς. Ερχόμενος στις Θερμοπύλες πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους Δωριείς και όλους τους άλλους κατοίκους της Φωκίδας. Κι όταν έφτασε στους Δελφούς, παρακάλεσε το θεό για τους Έλληνες, πρόσφερε θυσία, και ύστερα πήγε στη χώρα των Βοιωτών, προσφέροντας ανάλογη βοήθεια στους κατοίκους της. Ύστερα ήρθε σε σας και είπε με όλη του την ειλικρίνεια αυτά που ήταν αναγκαία για τη σωτηρία σας και τα οποία σας υπενθυμίζω εγώ τώρα. Νομίζω ότι πολλοί ανάμεσα σας γνωρίζουν ότι λέω τα πράγματα όπως πραγματικά έγιναν. Γιατί δεν έγιναν αυτά πολύ παλιά, αλλά φέτος κλείνουν εννιά χρόνια, απ’ όταν πέρασα από την πόλη σας κι ύστερα στάλθηκα στην Πελοπόννησο για να βοηθήσω και κείνης τους κατοίκους.

Κι από παντού τιμηθήκαμε και με λόγια και με έργα αντάξια με όσα κάναμε, ώστε να μη μετανιώσουμε που ανταλλάξαμε αυτές τις υπηρεσίες με εκείνες που θα προσφέραμε με αμοιβή στους Ιλλυριούς και τους Παιάνες. Σε σχέση όμως με εκείνα που μας έδωσαν οι άλλες πόλεις, αυτά που μας δώσατε εσείς ήταν πολύ σημαντικά. Η πόλη σας ξεπέρασε τις άλλες, γιατί η Αθήνα βρίσκεται λίγο πιο ψηλά από τις άλλες πόλεις στη δόξα και με το χρυσό στεφάνι με το οποίο μας στεφανώσατε μέσα στο θέατρο σας ο ζήλος σας έφτασε στα άκρα.

Αλλά και τούτο το καλό το ξεπεράσατε, μυώντας και τον πατέρα μου κι εμένα στα Μυστήρια και τα Όργια της Δήμητρας και της κόρης με δημόσια δαπάνη…….» Αυτά λέει ο γιος του Ιπποκράτη για το λοιμό που χτύπησε τους βάρβαρους λαούς από το βορρά και φρόντισε να σώσει την Ελλάδα από τις καταστροφικές του συνέπειες.

Ο Αγαπητός φίλος, καθηγητής Αχιλλέας Κουτσουράδης, όταν του μίλησα για τα «Ιπποκρατικά Θέματα» και για την προσπάθεια μου να συγκεντρώσω στοιχεία για το βιβλίο, παραπονούμενος  για τη φτωχή βιβλιογραφία που διαθέτουν όσοι ασχολούνται με την έρευνα στην Κω, προθυμοποιήθηκε να μου στείλει ένα Ιατρικό Περιοδικό που εκδίδεται από την Ιατρική Εταιρία Δυτικής Ελλάδας – Πελοποννήσου με τίτλο «ΑΧΑΪΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ», στο οποίο είχε διαβάσει ένα ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή Νέαρχου Γαλανάκη σχετικό με τον λοιμό των Αθηνών κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως τον περιγράφει ο Θουκυδίδης.

Πράγματι τις επόμενες μέρες βρήκα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου το περιοδικό με το επίμαχο άρθρο. Ο Συντάκτης του άρθρου επιχειρεί να προσδιορίσει το νόσημα που προκάλεσε την καταστροφή μεταξύ της ευλογιάς, του εξανθηματικού τύφου και της ιλαράς από τα κλινικά και επιδημιολογικά στοιχεία και από τα παλαιοπαθολογικά ευρήματα και σαν μοναδική αιτία προτείνει τον τυφοειδή πυρετό. Ακόμα αναφέρει ότι ο λοιμός κατάστρεψε το ¼ του πληθυσμού της Αθήνας και οδήγησε στο θάνατο τον Περικλή, ηγέτη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Αναφέρει ακόμα ότι ο λοιμός είχε επιπτώσεις στην οικονομία και την οργάνωση της ζωής στην πόλη των Αθηνών με ολέθριες συνέπειες στα ήθη και την κοινωνία.

Ζητώντας τη γνώμη του φίλου Ιπποκρατιστή γιατρού Χαράλαμπου Κιάρη, ο οποίος με βοήθησε πολύ δίνοντας μου διευκρινήσεις σε πολλά θέματα που με απασχόλησαν κατά τη συγγραφή του βιβλίου, εκείνος δέχτηκε τα τρία νοσήματα πλην της Ιλαράς, τονίζοντας ότι ο λοιμός προήλθε από μικρόβιο. Αυτός ήταν και ο λόγος που κατά την παράδοση άναβαν φωτιές για την αντιμετώπιση της επιδημίας. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης είχε νοσήσει από τη νόσο και η περιγραφή που κάνει είναι αξιόπιστη μια και ο ίδιος υπήρξε θύμα της. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε τη μετάφραση του αρχαίου κειμένου που έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την οποία θα χρησιμοποιήσουμε ορισμένα αποσπάσματα.

«Η νόσος ήρχησε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθεη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς”

«Το έτος εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ’ εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμμία άλλην σθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι, εξ άλλου, ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγένοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος και δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ’ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ’ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. Και η αδυναμία των ν’ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ’ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγον την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον αγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ’ όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφινε τα ίχνη του. Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και των ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των». Ερευνώντας τα κείμενα στα 7 βιβλία των επιδημιών εντόπισα στο «Περί Επιδημιών το τρίτον», μετά το δωδέκατο άρρωστο, στην κατάσταση, στο τρίτο μέρος του βιβλίου και στο κεφ. 3, μια περιγραφή επιδημίας που έχει κοινά χαρακτηριστικά συμπτώματα με τα συμπτώματα του λοιμού των Αθηνών όπως τα περιγράφει ο Θουκυδίδης: Κεφ.3, Από τις αρχές της άνοιξης, ταυτόχρονα με τα κύματα ψύχους, παρατηρήθηκαν πολλές περιπτώσεις ανεμοπυρώματος, άλλες από κάποια παθολογική αιτία κι άλλες όχι. Ήταν κακοήθεις και θανάτωσαν πολλούς ανθρώπους. Σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώθηκαν παθήσεις του λαιμού, αλλοιώσεις της φωνής, καύσοι, φρενίτιδες, άφθες στο στόμα, όγκοι στα γεννητικά όργανα, οφθαλμίες, άνθρακες, διαταραχές του πεπτικού συστήματος, απώλεια της όρεξης, σε κάποιες περιπτώσεις δίψα, σε άλλες όχι, ούρα θολά, άφθονα και άσχημα, παρατεταμένοι λήθαργοι εναλλασσόμενοι με αϋπνίες. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρήθηκε απουσία κρίσεων. Παρουσιάστηκαν επίσης υδρωπικίες και σε πολλές περιπτώσεις φυματίωση. Κεφ.4. Σε πολλούς απογυμνώθηκε ο βραχίονας και ολόκληρος ο πήχης. Σε μερικούς παρουσιαζόταν απογύμνωση σε ολόκληρο το μηρό ή στην κνήμη και ακόμη και σε ολόκληρο το πόδι.

 

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΛΛΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 

Ο Ιπποκράτης και μετά το θάνατο του συνέχισε να έχει καλή φήμη και να εξάπτει τη φαντασία των ανθρώπων. Ο Λουκιανός στο έργο του «Φιλοψευδής» και στο κεφ. 21 μας πληροφορεί ότι ο Αντίγονος, ένας γιατρός της εποχής του, είχε ένα μπρούτζινο άγαλμα του Ιπποκράτη στο οποίο πρόσφερε θυσίες και το λάτρευε σαν να ήταν άγαλμα θεού.

Κυκλοφορούσε στα Ελληνιστικά χρόνια μια επιστολή, την οποία δήθεν ο Ιπποκράτης είχε στείλει στον βασιλιά της Αιγύπτου τον Πτολεμαίο Σωτήρα (ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο της Αιγύπτου αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του Ιπποκράτη). Φαίνεται ότι η επιστολή αυτή ήταν ένα ευχάριστο αφήγημα, γιατί κυκλοφορούσε τότε πάρα πολύ, αφού έφτασαν ως εμάς περίπου 30 αντίγραφα της. Να και μια ιστορία που προκαλεί το γέλιο. Πρέπει να γράφτηκε το μεσαίωνα. Ο Ιπποκράτης ερωτεύεται τρελά μια ωραία Γαλάτισσα (Γαλιδούλα) η οποία όμως τον απατούσε. Το ζευγάρι καυγάδιζε συνεχώς και στο τέλος η κοπέλα κατάφερε να ρίξει τον Ιπποκράτη μέσα σε ένα κοφίνι έξω από το σπίτι τους. Οι περαστικοί τον περιγελούσαν γιατί πίστευαν ότι πρόκειται για εγκληματία που περίμενε το δήμιο. Την ιστορία αυτή μας μεταφέρει ο καθηγητής της Σορβόνης  Jacques Jouanna, στο βιβλίο του Hippocrate, των εκδόσεων Fayard. Σελ.63.

Μια άλλη ιστορία όλως διόλου αντίθετη με την επιστολή του Ιπποκράτη προς τον Αρταξέρξη, με την οποία αρνήθηκε να θεραπεύσει το στράτευμα του, εδώ ο Ιπποκράτης θεραπεύει το γιο του Πέρση βασιλιά, Αντώνιο.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους πολλοί πίστευαν ότι ο Ιπποκράτης θεράπευσε τον ανεψιό του Ιουλίου Καίσαρα στη Ρώμη. Έτσι έλεγε η ιστορία που κυκλοφορούσε τα χρόνια εκείνα. Και ο Καίσαρας από ευγνωμοσύνη και για να τον ευχαριστήσει παράγγειλε και έφτιαξαν δύο χρυσά αγάλματα του, σε φυσικό μέγεθος, που τα έστησε στο κέντρο της Ρώμης.

Ένας ιστορικός της Ιατρικής, σε κάποιο του ταξίδι στην Κω, ζήτησε από τους κατοίκους του νησιού αν ξέρουν, να του διηγηθούν ιστορίες σχετικές με τον Ιπποκράτη. Μάζεψε έτσι 5 ιστορίες τις οποίες δημοσίευσε σε ένα περιοδικό της Γερμανίας. Μια από αυτές είναι η παρακάτω: Κάποτε ο Ιπποκράτης περπατούσε με ένα φίλο του στην εξοχή. Από κοντά τους πέρασε μια νεαρή βοσκοπούλα την οποία ο Ιπποκράτης χαιρέτησε λέγοντας της «χαίρε κόρη». Όταν το απόγευμα ξαναπέρασε η κοπέλα, ο Ιπποκράτης την χαιρέτησε ξανά και της είπε αυτή τη φορά «χαίρε γύναι». Ο φίλος του τότε (που λέγετε πως ήταν ο Δημόκριτος) των ρώτησε γιατί το πρωί την είπες κόρη και τώρα το απόγευμα την λες γυναίκα; και ο Ιπποκράτης του απάντησε ότι το πρωί πέρασε μια κοπέλα παρθένα, ενώ το απόγευμα μια γυναίκα διακορευμένη. Η απάντηση του Ιπποκράτη γέμισε περιέργεια το φίλο του ο οποίος φώναξε την κοπέλα, η οποία ήρθε κοντά τους κατακόκκινη από ντροπή και στην ερώτηση που της έκανε ο φίλος του Ιπποκράτη απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Τους είπε λοιπόν πως πηγαίνοντας στον στάβλο του πατέρα της για να περιποιηθεί και να ταΐσει τα ζώα τους, την παρακολούθησε ένα βοσκόπουλο που χρησιμοποιώντας βία την διακόρευσε. Ο φίλος του Ιπποκράτη θαύμασε την ικανότητα και την εξυπνάδα του μεγάλου γιατρού και του ζήτησε να του πει πως κατάλαβε την αλλαγή στην κοπέλα. Εκείνος τότε του απάντησε, από το βάδισμα. Γιατί αλλιώς περπατά μια παρθένα και αλλιώς μια γυναίκα.

Μια άλλη ιστορία που λένε οι βοσκοί της Κω στη Ζυιά και σήμερα ακόμα, (εμένα μου την αφηγήθηκε ο γερο-Νιότης που είχε το καφενείο στην πλατεία του χωριού το καλοκαίρι του 1968), μας διηγείται ότι κάποιος «πιστικός» αρρώστησε βαριά και συνεχώς αδυνάτιζε. Πήγε λοιπόν στον Ιπποκράτη για να του ζητήσει να τον θεραπεύσει. Όμως με μεγάλη του στεναχώρια άκουσε από το στόμα του μεγάλου γιατρού ότι η ασθένεια του δε θεραπεύεται και γι’ αυτό του σύστησε να γυρίσει στη μάντρα του για να πεθάνει εκεί. Ο βοσκός απελπισμένος γύρισε στο μαντρί του γεμάτος απογοήτευση και μελαγχολία. Μια μέρα εκεί που ήταν σκυμμένος και άρμεγε τις κατσίκες του, είδε ένα μεγάλο πράσινο φίδι να πίνει γάλα από την καρδάρα που είχε προηγουμένως γεμίσει και ήταν λίγα μέτρα πιο κει. Για μια στιγμή το φίδι, από το πολύ γάλα που είχε πιει έκαμε εμετό και έβγαλε ένα ασπροπράσινο υγρό. Ο Τσοπάνος τότε σκέφτηκε ότι η ζωή του δεν άξιζε τίποτα αφού όπως του είπε ο γιατρός θα πέθαινε γρήγορα με δυνατούς πόνους. Μάζεψε λοιπόν τον εμετό του φιδιού και τον έφαγε, πιστεύοντας ότι το δηλητήριο του φιδιού θα έφερνε πιο γρήγορα το τέλος του και θα τον απάλλασσε από τους φοβερούς πόνους. Όμως με μεγάλη του έκπληξη ένοιωσε τα σωθικά του να δυναμώνουν και να υποχωρούν οι πόνοι. Σε δυο μέρες δυναμωμένος και εφτάγιανος πήγε και βρήκε τον Ιπποκράτη και του είπε: «Ιπποκράτη εσύ με καταδίκαζες σε θάνατο και να τώρα που είμαι γιατρεμένος και δυνατός σαν πρώτα». Τότε ο Ιπποκράτης του απάντησε: «Πως μπορούσα να φανταστώ ότι θάβρισκες πράσινο φίδι, που είχε πιει γάλα κατσίκας και έκαμε εμετό, τον οποίο θάπρεπε να φας, για να γίνεις καλά». Ο Τσοπάνης τον έβλεπε καλά-καλά ακούγοντας τα λόγια του και γύρισε στο μαντρί του γεμάτος θαυμασμό για τις γνώσεις του μεγάλου γιατρού.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ