Αφιέρωμα στους παλιούς πραματευτάδες, τους γυρολόγους της Κω. Πόσοι τους θυμούνται; (Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

11
3357
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Αφιέρωμα στους παλιούς πραματευτάδες, τους  γυρολόγους της Κω. Πόσοι  τους θυμούνται;

(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

Ο πραματευτήηηηης!!!!

‘Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό,

Πήρα δρόμους και σοκάκια, την αγάπη μου να βρω.

Μανταλάκια τσιμπιδάκια πραματειές λογιών, λογιών τον πλανόδιο θα κάνω ίσως και την ξαναβρώ.’

Τραγουδούσε  ή μάλλον διαλαλούσε, ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης (7/7/1936- 8/2/1980)  σε στίχους του αείμνηστου Κώστα Μουντάκη.

Τι να πρωτοθυμηθούμε για τον πραματευτή. Ήταν  η χαρά της γυναικείας φιλαρέσκειας, η ψυχή της γειτονιάς.

Περνούσε  από γειτονιά σε γειτονιά, από τα πιο απόμακρα χωριά και τις μάντρες, για να προμηθεύει  κυρίως  τις γυναίκες, από όλου του κόσμου τα καλά.  Αυτές  όλο και του παράγγελλαν, από ποδιές κουζίνας, μέχρι κορδέλες και ειδή ραπτικής και από τσιμπιδάκια και νάιλον κάλτσες, μέχρι κρέμες με μαρμαρόσκονη και πούδρες για να ασπρίζουν, σουλουμάδες για να  γυαλίζουν  και κοκκινάδια, δηλ κραγιόν για τα χείλη να κοκκινίζουν.

Ο πραματευτής, ταξίδευε με ένα υποζύγιο στην αρχή φορτωμένο με καλάθια και κοφίνια. Αργότερα  γύριζε με ένα θορυβώδες μηχανάκι τύπου Ζoundar,   που ξεκούφαινε και ξεσήκωνε τα χωριά, μέχρι που τελικά έπαιρνε και ένα κλειστό, αυτοκίνητο  φορτηγάκι.

Έδενε ο γυρολόγος γερά την πούγκα, τον μποξιά, τον μπόγο ή την κατουμάδα και την στερέωνε  πίσω από το μηχανάκι ή πάνω στο υποζύγιο. Όπως  και να την έλεγαν, έκλεινε μέσα της πολλά και ποικίλα είδη ρουχισμού, κυρίως ένδυσης.  Αργότερα αντικαταστάθηκε η πούγκα, με μια βαλίτσα.            Πολλές  φορές δε περιείχε και μερικά σεντόνια, μαξιλάρια, κουβέρτες και κλινοσκεπάσματα.

Οι πρώτοι πλανόδιοι πωλητές αυτού του είδους, ήταν οι αξέχαστοι αδελφοί Σούλη, που άνοιξαν αργότερα το ομώνυμο κατάστημα Νεωτερισμών, επί της οδού 25 ης Μαρτίου, δίπλα στο θρυλικό Φαρμακείο του αείμνηστου φαρμακοποιού,  Νίκου  Πετρά.                                            Σήμερα  τα παιδιά τους, επάξια συνεχίζουν το εμπόριο ένδυσης του πατέρα τους.

Ένας άλλος  γυρολόγος, με είδη ένδυσης κυρίως γυναικεία ρούχα και εσώρουχα,  που μέχρι σήμερα οργώνει τους δρόμους του νησιού μας, είναι ο  ‘Στάθης’. Ο  κ. Ευστάθιος Παπαμανώλης από την γειτονική Ρόδο, παντρεύτηκε στην Κω, έκανε υποδειγματική οικογένεια και δραστηριοποιήθηκε στο πλανόδιο εμπόριο. Επίσης  άνοιξε και  ένα κατάστημα,   στην ενορία του  Αγίου Παύλου Κω.

 

Για τα είδη υπόδησης, πλανόδιοι πωλητές που αργότερα άνοιξαν καταστήματα, ήταν οι αξέχαστοι Ελευθέριος Τρακόσσας, στην Ιπποκράτους  και Κώστας Τυράς, με τις χιλιάδες παντούφλες, κάτω από το κεντρικό Τζαμί, στην Πλατεία Ελευθερίας.

Ο Μυτιληνιός,  ο Τιμολέων Μπόλκας και αργότερα εξέλιξε τη δουλειά τους ο γιος του ο Μανώλης,  όργωνε τους δρόμους, τα χωριά και τις γειτονιές, με το βαν φορτωμένο με διάφορα  κουζινικά. Στην αρχή  εμαγιέ κατσαρολάκια, τσίγκινα καφερά, πήλινα πιάτα, κατσαρόλες μπακιρένιες, ταψιά κουταλοπίρουνα και αργότερα λεκάνες,  κούπες και ποτήρια πλαστικά.

Στις πιο απόμακρες μάντρες και χωριά, έφτανε με το γαιδουράκι του ο γανωτής. Ήταν ο Οθωμανός ο Ακής, από τα Χαλουβαζιά. Αυτός περιόδευε τακτικά  και  γάνωνε τα μπακιρένια σκεύη. Συνήθως   γύριζε πριν τις Μεγάλες Γιορτές και πριν τα χοιροσφάγια, γανώνοντας τα μεγάλα καζάνια και τηγάνια, καθώς και το πλατύ ταψί, το  σινί του μπακλαβά.

Τον  ακολουθούσε ένας ηλικιωμένος ακονιστής με τον φορητό τροχό  του, που  ακόνιζε όλα τα ψαλίδια και τα μαχαίρια.

Επίσης και ο πεταλωτής,  γυρνούσε και πετάλωνε τα υποζύγια στα απόμακρα  χωριά και στις στάνες.

Υπήρχαν  και ο καρεκλάς με τον λουστραδόρο. Γυρνούσε  ο λουστραδόρος και φρεσκάριζε τα παλιά έπιπλα στα σπίτια. Ο  καρεκλάς, γυρνούσε με ένα τρίκυκλο ποδήλατο και φώναζε καρεκλάς. Μάζευε  τις φθαρμένες καρέκλες και τις επέστρεφε καινούργιες. Μερικοί  ίσως τους θυμούνται, που είχαν ένα μικρό εργαστήρι, επί της μεγάλου Αλεξάνδρου, δίπλα στο Παρεκκλήσιο  της Αγίας Άννας.

Ένας δραστήριος γυρολόγος, ο Καλύμνιος ο Νικολαΐδης, ανέλαβε να προμηθεύει τις γειτονιές με ό, τι Θρησκευτικό είδος κυκλοφορούσε τότε. Όπως  ημερολόγια, Βίους των Αγίων,  Ιερά Σύνοψη,  τις Παρακλήσεις, τον Ακάθιστο Ύμνο, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, το Μοιρολόι του Χριστού από την Παναγία, τα Εγκώμια της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής. Παράλληλα  πουλούσε φυλακτά, κομποσκοίνια, από διάφορα  Μοναστήρια, καθώς και  λιβάνια, θυμιάματα και θυμιατά. Επίσης  Αγιοταφίτικα κεράκια και Αγιασμένα λαδάκια, από τα θαυματουργά καντήλια, όπως και μικρές Εικονίτσες και Σταυρουδάκια. Ερχόταν συνήθως τις Άγιες ημέρες του Πάσχα,  σύχναζε στα Εκκλησιαστικά  πανηγύρια και φυσικά στη Μεγάλη Γιορτή των Ασωμάτων Ασφενδιού, όπως πολλοί θα τον θυμούνται.

Φωτογράφος!! Φωτογράφος !! διαλαλούσε στις γειτονίες  ερχόμενος από την Αθήνα ο φωτογράφος, κρατώντας  μερικά κάδρα και κορνιζαρισμένες φωτογραφίες στα χέρια του.  Ο πλανόδιος Αθηναίος φωτογράφος,  συνήθως έπαιρνε παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τις μεγέθυνε ή τις χρωμάτιζε και τις έκανε ωραία κάδρα. Επίσης  καδράριζε και διάφορους κεντητούς, διακοσμητικούς πίνακες.  Αλλά  δεν ήταν ο μόνος. Υπήρχε  στην Κω ο πλανόδιος φωτογράφος, που σύχναζε στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, ιδίως τις Απόκριες και τις μεγάλες γιορτές. Ήταν  ο αείμνηστος Κώστογλου, που αποθανάτιζε όσους διασκέδαζαν  σε στιγμές κεφιού και γλεντιού, στα ανεπανάληπτα μπουζούκια  της Κω.

Ένας πλανόδιος πωλητής, που σημάδεψε την μουσική ζωή του τόπου μας ήταν και ο μοναδικός, ο  αείμνηστος Μπάμπης Καραμπεσίνης.  Μαζί  με την ταλαντούχα σύζυγο του αξέχαστη Άννα Σαρρή,  άνοιξαν  το πρώτο δισκάδικο  μαγαζάκι, επί της οδού Ιπποκράτους.

Πριν ο Μπάμπης Καραμπεσίνης κατασταλάξει στο δισκάδικο, φόρτωνε σε ένα ξύλινο καρότσι ένα μεγάλο φωνόγραφο, αργότερα ένα πικάπ και αρκετούς μικρούς και μεγάλους, μαύρους δίσκους βινυλίου.

Πλημμύριζαν με μουσική, οι όμορφες γειτονιές της καταπράσινης Κω, από την στεντόρεια φωνή του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση και από τις μελωδικές, λαϊκές φωνές της πολύ Πάνου και της Καίτη Γκρέυ.     Και βέβαια  από τα Δημοτικά τραγούδια, της Άννας Καραμπεσίνη και Ευτυχίας Σαρρή.

Κάπου εκεί περνούσαν φορτωμένοι με  φρούτα και λαχανικά, οι αξέχαστοι Ελπιδοφόρος Μπαλαλής και ο αξέχαστος  Νίκος ο Χατζηπαναγιώτης. Αλλά  και ο μέχρι και σήμερα Σεβαστός Τρακόσσας, καθώς και ο ‘Μιχάλης,’ ο Πης, που συνεχίζουν  να εφοδιάζουν  με φρούτα και ζαρζαβατικά όλες τις γειτονιές.

Λίγο πιο  κάτω ήταν οι ψαράδες.  Οι  αξέχαστοι  αδελφοί Λέγγου, ο Μιχάλης και ο Δημήτρης, διαλαλούσαν τα ολόφρεσκα τους ψάρια και θαλασσινά. Παράλληλα  υπήρχαν  και οι    Καρδαμιώτες, οι πλανόδιοι ιχθυοπώλες για τα χωριά, όπως ο Καζάντης και ο Σταυριανός.

Από τους πλανόδιους αρτοποιούς,  που εφοδίαζαν με ψωμί  τις γειτονιές, έχουμε τον αξέχαστο Πέτρο Καλούδη, που αργότερα άνοιξε τον γνωστό φούρνο και μέχρι το βαθύ γήρας του ακούραστα έφτιαχνε υπέροχα ψωμιά και βουτήματα, με ξεχωριστές πρωταγωνίστριες, τις γευστικές,  Σαρακοστιανές ταχινόπιτες.

Επίσης από την Αντιμάχεια, ο Μιχάλης ο Φρατζής και ο Μιχάλης ο Αγρέλλης, αξέχαστοι και ακούραστοι, καθημερινά, εφοδίαζαν  τα πρατήρια και τις γειτονιές, από τον κεντρικό  Αντιμαχείτικο φούρνο, του Αντώνη και τη Μαρίας Καματερού,  ‘τον άρτο τον επιούσιο,’ σε όλα τα χωριά της Κω.

Ο τυροπιτάς, ο αείμνηστος  Κατζόγλου, μεγάλωσε και ανάθρεψε  υποδειγματική οικογένεια,   γυρνώντας ακούραστα όλη μέρα με τις νοστιμότατες τυρόπιτες και τα κουλούρια του, όπως ο πλανόδιος κουλουράς.

Φυσικά  τα ζεστά καλοκαίρια  δρόσιζε τη γειτονιά, ο πλανόδιος  παγωτατζής, ο αξέχαστος Αντωνάκης ο Σαλαχώρης, με τα υπέροχα παγωτά, φτιαγμένα από τα χέρια του ταλαντούχου ζαχαροπλάστη, του φημισμένου Ιμπραήμ Φαναρτζή. Τους Χειμωνιάτικους μήνες, πουλούσε  διάφορα γλυκίσματα.

Υπήρχαν παλιότερα και άλλοι πλανόδιοι πωλητές, όπως ο γαλατάς, που έφερνε κάθε πρωί σε φιάλες  το  φρέσκο γάλα στην πόρτα των σπιτιών.

Την  ιδία διανομή έκανε  και ο γιαουρτάς, ο Χιλμής ο Παπουτσαλάκης, ο  Οθωμανός με το εξαιρετικό στραγγιστό γιαούρτι. Αργότερα  άνοιξε καφέ-γαλακτοπωλείο στο κέντρο της πόλης Κω.

Θα πρέπει να αναφέρουμε και στον αείμνηστο Σταμάτη Γαλαθρή, που εκτός από τα πρώτα αναψυκτικά από το Εργοστάσιο του, με  γκαζόζες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μοίραζε και παγοκολόνες, σε όσα σπίτια διατηρούσαν τα μνημειώδη, ξύλινα ψυγεία του πάγου.

Μέχρι  και σήμερα, υπάρχουν ακόμη μερικοί πλανόδιοι έμποροι. Αυτοί που γυρίζουν και πουλάνε βιβλία, καλλυντικά, είδη κεντήματος, πλεξίματος και ραπτικής.

Πολλοί  γυρολόγοι ιδίως  Ρομά, Αθίγγανοι,  γυρίζουν με λουλούδια και γλάστρες. Εμπορεύονται επίσης είδη προικός, κεντήματα, διάφορα  πήλινα αντικείμενα,  πλεκτά καλάθια και πλαστικά έπιπλα έξοχης, πέρα από   κοτόπουλα και αυγά, όπως και οι παλιοί αυγουλάδες.

Επίσης   από την Κέφαλο,  κυρίως γυρνούσαν  οι τυράδες και οι μελάδες. Αυτοί πουλούσαν φρέσκα τυριά και μυζήθρες.  Έβγαιναν κυρίως, λίγες μέρες  πριν το Πάσχα, για να κάνουν οι νοικοκυρές τα Λαμπριάτικα κουλούρια και τις Λαμπρότητες τους.

Ο ‘μελάς’ προμήθευε κατόπιν παραγγελίας με αγνό, θυμαρίσιο μέλι, τα νοικοκυριά της Κω

Γ ια να μην τον  ξεχάσουμε, ας  αναφερθούμε και στον ιστορικό θρύλο του μπάρμπα  Γιάννη, του κανατά. Τον ακούραστο  νερουλά, που εφοδίαζε προπολεμικά  νερό με τα κανάτια, κυρίως την πρωτεύουσα Αθήνα.

Φυσικά στις μεγάλες πόλεις, υπήρχε ο σαλεπιτζής και ο καστανάς. Ο  πρώτος  γυρνούσε τις γειτονιές και πουλούσε ζεστό  σαλέπι και ο άλλος στο δρόμο, ζεστά ψημένα κάστανα στην θράκα.

Υπήρχε και η χορταριού, μια γυναίκα η οποία γυρνούσε στα σπίτια και πουλούσε φρεσκοκομμένα  αγριόχορτα ή  σαλιγκάρια της εξοχής.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον υπαίθριο εφημεριδοπώλη που γυρνούσε και πουλούσε διάφορες εφημερίδες.

Ακολουθούσε  ο Ηλίας ο λαχειοπώλης όπου και αυτός γυρνούσε στους δρόμους και στις πλατείας πουλώντας τα λαχεία του.

Θα κλείσουμε νε τον περιοδεύοντα αρκουδιάρη. Αυτός  ήταν διασκεδαστής. Συνήθως  τον συνόδευε  κάποιος αυτοδίδακτος μουσικός και έπαιζαν μουσική. Παράλληλα  μια αρκούδα αιχμαλωτισμένη και καλά εκπαιδευμένη, χόρευε διασκεδάζοντας τον κοσμάκη της εποχής εκείνης. Όταν  τότε δεν υπήρχαν,  ούτε οι κινηματογράφοι, ούτε τα θέατρα και φυσικά ούτε οι τηλεοράσεις και το διαδίχτυο.

Πάντα ακολουθούσαν  οι περιοδεύοντες θίασοι,  καθώς και οι διάφοροι   παλαιστές,  που εντυπωσίαζαν το φιλοθεάμον κοινό που διψούσε, ‘για άρτο και θεάματα’.

Όλοι  αυτοί οι πλανόδιοι έμποροι, οι γυρολόγοι, κάθε είδους και επαγγέλματος, πληρώνονταν κυρίως  με δόσεις και τους έλεγαν και δοσάδες. Αμείβονταν και   σε είδος, αν δεν έπαιρναν ρευστό χρήμα. Τους  έδιναν για πληρωμή,   ένα κοτόπουλο, ένα κουνέλι, λίγα αυγά, ένα μπουκάλι λάδι ή κρασί, λίγα κιλά ελιές και έτσι ξεπληρώνονταν. Οι  πλανόδιοι πωλητές, συνέβαλλαν  σε ένα ξεχωριστό τρόπο  εμπορίου και σε μια διαφορετική οικονομία, στην ανταλλακτική οικονομία σε είδος. Αυτό  ήταν ένα άλλο είδος εμπορίου, που άνθιζε στο νησί μας και σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο σε μια γωνιά, στο βιβλίο των αναμνήσεων μας.

Υ.Γ. Αγαπητοί αναγνώστες ζητάμε συγγνώμη, όσων τα επίθετα δεν μπορέσαμε να θυμηθούμε και αν ακούσια παραλείψαμε κάποιους. Παρακαλούμε θερμά,  να μας τους αναφέρετε. Σας  ευχαριστούμε.

Ξανθίππη   Αγρέλλη

11 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ποιος θυμάται τον Χαλιλη που γύριζε τα χωριά με ένα τρίκυκλο και πουλούσε ρούχα και υφάσματα?

  2. ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΛ.ΔΙΑΓΟΡΑ ΠΟΥ ΓΥΡΝΟΥΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΩ ΜΕ ΤΡΙΚΥΚΛΟ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΤΟΥ ΓΙΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ!

  3. Κα Αγρελλη σας ευχαριστώ για την αναφορά σας στον Πατέρα μου Τιμολέων και για όλο το άρθρο σας.Αυτο που μου έχει μείνει από τότε είναι η αγάπη του κόσμου στο πρόσωπο του Πατέρα μου.Θελω να επισημάνω ότι με το συγκεκριμένο βανακι τύπου VW γνώρισα και εγώ την γυναίκα μου . Καί πάλι συγχαρητήρια για το άρθρο σάς.

  4. Σ ένα απ τα επόμενα αφιερώματα, ν αναφερθείς σ έναν θρύλο της Κω.

    Κάποιον άνδρα απ το Ψαλίδι που ‘σιδέρωνε’ ..έχει μείνει στην ιστορία η φράση.. ΄πήγαινε στον ..Βρο@βα να σε σιδερώσει..’ και τα ανδραγαθήματά του. Έχει ακουστεί ότι είχε ‘ουρές’ έξω απ την αυλή του….

  5. Κ Μαρία μου στην Αντιμάχεια ήταν οπαπους των δηλαδή τη κ Μαρίας Καματερού ο πατέρας κ πηγενε το ψωμί στο Μαστιχάρι με το κάρω κ επερνε κ εμάς κάθε πρωί στο σχόλιο παρά το ότι ο δρόμος ήταν χώμα κ όλο λακούβες ευχαριστώ που μας τα θυμιζης

  6. Αγαπητή Μαρία ευχαριστώ για την υπενθύμιση .Τον Θαλασσινό δεν τον γνώρισα ούτε τον θυμάμαι. Παρακαλώ όσους τον θυμούνται να μας τον περιγράψουν. Ευχαριστώ για τα σχόλια.

  7. ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΗΛ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΕΡΟΥΛΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ . ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΙΣΩΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΑΤΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ .

  8. ΕΓΩ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΤΟΝ ΒΕΛΙΓΡΑΔΗ, ΤΟ ΧΟΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΝΕΡΙΑ ΨΑΘΙΝΑ ΜΕ ΞΗΡΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ, ΜΗΛΑ ΚΑΡΑΜΕΛΩΜΕΝΑ, ΜΥΛΟΥΣ, ΚΑΙ ΓΥΡΝΟΥΣΕ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ….

  9. Ποιος δε θυμαται το βασιλη φακκο απο μεσαρια, που ηταν πανω στο γαιδουρι και πουλουσε σταφυλια, και ζαρζαβατικα ολο το καλοκαιρι;;;;

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ