Θ. Διακογιάννης: Έτσι πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του φίλου μου Τέλη και επιτέλους αποδόθηκε τιμή στους ηρωικούς βοσκούς της Κω

1
2460

Αγαπητέ μου Γιάννη

Για την χτεσινή τελετή, το τρισάγιο που έγινε από τον Δεσπότη μας στη μνήμη των απαγχονισμένων ηρώων βοσκών, ήθελα να δώσω ορισμένες λεπτομέρειες για την ιστορία. 

Ήτανε Μάρτιος, πριν περίπου δύο χρόνια, λίγες μέρες πριν από τον εορτασμό της 7ης Μαρτίου ημέρα της Ενσωμάτωσης. Στο Ιπποκράτειο Μέλαθρο συζητούσα με τον πρόεδρο του ιδρύματος τον Αριστοτέλη Παυλίδη για της τεράστιας σημασίας υπηρεσίες που πρόσφεραν κατά τη διάρκεια του πολέμου οι αντιστασιακές οργανώσεις των Κώων, ιδίως εκείνων που με κίνδυνο της ζωής τους συμμετείχαν στο κατασκοπευτικό συμμαχικό δίκτυο.

Ήρθε ο λόγος και για τους βοσκούς που κρέμασαν οι Γερμανοί, οι οποίοι υπηρέτησαν σαν σύνδεσμοι μεταξύ των Ιερολοχιτών και των Άγγλων κομάντος με τους δικούς μας του κλιμακίου κατασκοπίας  της  πόλης. Μου λέει ο Παυλίδης, χρόνια τώρα ακούω ότι πρέπει να τιμήσουμε τους ανθρώπους αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα και κανένας δεν έκαμε τίποτα. Θεωρώ ότι πρέπει να παραγγήλουμε μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των απαγχονισμένων και να την αναρτήσουμε σε ένα τοίχο της μάντρας εκεί που τους συνέλαβαν οι Γερμανοί. Μάλιστα την επομένη πήγαμε στο κοκινόνερο για να δούμε το μέρος  και εντοπίσουμε το σημείο. Μεσολάβησε όμως το ταξίδι του στο Λονδίνο για λόγους υγείας και έτσι δε μπόρεσε να υλοποιηθεί η επιθυμία του.

Πριν τρις μήνες περίπου δέχτηκα στο Ίδρυμα την επίσκεψη του φίλου Δαυίδ Χατζηδαυίδ  ο οποίος μου μίλησε για το ταλέντο του στην κατασκευή ψηφιδωτών με μια δική του ξεχωριστή τεχνοτροπία, με λεία την επιφάνεια του έργου και μου ζήτησε αν μπορούσε να φτιάξει κάτι για το Ίδρυμα, μια εικόνα του Ιπποκράτη ή κάτι άλλο που θα ταίριαζε στο χώρο. Τότε ξαφνικά μου πέρασαν από το μυαλό οι προσπάθειες του Παυλίδη για την επιγραφή στη μάντρα του Θεόκριτου. Του λέω λοιπόν, άκου Δαυίδ προέχει ένα άλλο έργο που πρέπει να γίνει και του μίλησα για την πλάκα με ψηφιδωτά έστω γράμματα για τους Ήρωες βοσκούς.  Αμέσως πήγαμε επί τόπου στο κοκινόνερο είδε τον χώρο και μου λέει: Όχι δεν θα κάμουμε μια σκέτη πλάκα θα φτιάξουμε μια επιγραφή σαν σε αρχαίο μνημείο. Άστο πάνω μου κάτι θα σκεφτώ και θα σε ενημερώσω.  Χωρίσαμε, πέρασαν λίγος καιρός  και μου τηλεφωνεί να του ετοιμάσω το κείμενο που θα μπει στην επιγραφή. Το επόμενο του τηλεφώνημα ήταν για να μου πει ότι μου έστειλε φωτογραφία του έργου του και αν θέλω να πάω στο εργαστήριο του να το δω. Το έργο ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Ο Δαυίδ ανέλαβε με δικά του χρήματα όλα τα έξοδα της κατασκευής της μεταφοράς και της τοποθέτησης του έργου.   Συμφωνήσαμε στις 16 Απριλίου ημερομηνία  εκτέλεσης  των βοσκών να φωνάξουμε τον Δεσπότη μας και να γίνει ένα τρισάγιο στη θέση που θα στηνόταν το μνημείο και θα προσκαλούσαμε τις αρχές και τους πολίτες να παρακολουθήσουν την τελετή, για να τιμηθούν οι νεκροί.  Μεσολάβησε όμως ο κορονοϊός  και 16 Απριλίου ήταν η Μεγάλη Πέμπτη  οπότε ο Μητροπολίτης μας  κανόνισε το τρισάγιο να γίνει την Κυριακή του Θωμά.  Έτσι πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του φίλου μου Τέλη και επιτέλους  αποδόθηκε τιμή στους ηρωικούς βοσκούς της Κω.

Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης

 

 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗ

Αυτό το σημείωμα που αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας του νησιού μας είναι αφιερωμένο στη μνήμη του  ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗ λίγα χρόνια μετά αφότου έφυγε από κοντά μας, χτυπημένος από την καταραμένη αρρώστια.

 

Ήταν  ένα βροχερό Κυριακάτικο απόγευμα. Μετά από ένα γεύμα, κουτσοπίναμε ο Παντελής κι εγώ κι αρχίσαμε τη συζήτηση γύρο  από την εκτέλεση του Θεόκριτου Κώστογλου. Μου έλειπαν μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τις μέρες εκείνες και ο Παντελής ήταν ο ποιο κατάλληλος άνθρωπος για να μου δώσει τις πληροφορίες που ζητούσα. Αν και ήταν δύσκολο να κάμεις τον Παντελή να μιλήσει για κείνη την περίοδο της ζωής του. Εκείνο το απόγευμα ανοίξαμε τη συζήτηση  και τότε για πρώτη φορά άκουσα από τον ίδιο, πως κατάφερε μαζί με το  Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου και τον Στέφανο Παπαδημητρίου να διαφύγουν από την Κω τις ημέρες που οι Γερμανοί συνέλαβαν τον Θεόκριτο και τους άλλους πατριώτες.

Τις δύσκολες κείνες μέρες δρούσαν στην Κω, δύο  κλιμάκια κατασκοπείας τα οποία δεν  είχαν μεταξύ τους καμία συνεργασία, αν και το  ένα γνώριζε την ύπαρξη του άλλου. Το πρώτο, το αποτελούσαν οι Νίκος Γεωργιάδης και Μιχάλης  Κουγιομζής οι οποίοι την ημέρα της σύλληψης του Θεόκριτου και των άλλων βοσκών, ειδοποιήθηκαν  από τον Έλληνα ιερολοχίτη υπολοχαγό  Τσιτσιλώνη που συνεργαζόταν μαζί τους, και ο μεν Γεωργιάδης προλαβαίνει και φεύγει μαζί με τους κομάντος  στη Σύμη , ο δε Κουγιουμζής καταφέρνει σε λίγες μέρες να διαφύγει κι αυτός αρχικά με μια βάρκα με την οποία έφτασε στην Τουρκία και στη συνέχεια από κεί, με ένα  Αγγλικό πολεμικό, στη Σύμη.

Το  δεύτερο κλιμάκιο  που το αποτελούσαν για την πόλη της Κω ο Παντελής Τριπολίτης, ο Ζαχαρίας  Παπαζαχαρίου  και ο ασυρματιστής Στέφανος  Παπαδημητρίου από τη Σάμο, είχε διασυνδέσεις και στα χωριά της Κω με αγνούς πατριώτες όπως  ο Δημήτρης  Χατζηάμαλλος  και ο Δημήτρης Οικονόμου στο Πυλί  ο Ζαχαρίας Οικονόμου και Γιάννης Φάκος  στην Αντιμάχεια, ο Γιάννης Σοφός  στην Καρδάμενα ο Νίκος Φουρτούνης και ο Παντελής Πίκος  στην Κέφαλο, καθώς και ο καλόγερος στον Άϊ-Γιάννη στην Κρίκελο  Χαράλαμπος  Ρούσος , ο οποίος συνελήφθη , βασανίστηκε και δολοφονήθηκε  από τους Ιταλογερμανούς φασίστες.

Άλλοι  συνεργάτες του δικτύου της πόλης της Κω ήταν ο Αντώνης  Βραχνάς ο οποίος πολύ νωρίς έφυγε για την Μέση Ανατολή , ο Γιαννακός  Παπαζαχαρίου, αδελφός του Ζαχαρία που υπηρετούσε  με τον μικρότερο του αδελφό Όμηρο  στο γραφείο της Αλικαρνασσού  ( ο Όμηρος σκοτώθηκε σε ναρκοπέδιο της Λέρου κατά την διάρκεια μιας αποστολής) ο Βαγγέλης  Σταυράκης , ο Σταμάτης Μουζάκης ,  ο Κ. Τσακνόγλου     ο  Σταυριανός Μπάρβας , ο Γεράσιμος  Ματθαίος , ο Γιώργος ο Κουτσουράδης, ο Χριστόφορος Φουρνάρης , ο Σταμάτης  Ρεϊσης, ο Γιώργος  Κουρούνης, ο Μάνος Παρθενιάδης  οι  αδελφοί  Κρασά  ο Δημήτρης Ιεροκλής  καθώς και ο διοικητής της  Ιταλικής Αστυνομίας  Τζουκέλλη. Το δίκτυο πλαισίωναν και άλλοι πατριώτες οι οποίοι ότι μάθαιναν σχετικό με τον κατακτητή το μετέφεραν αμέσως στον Παντελή ή τον Ζαχαρία και κείνοι αφού αξιολογούσαν κάθε πληροφορία την μετέδιδαν μέσω του ασυρματιστή Παπαδημητρίου στο αρχηγείο στο Πετρούμι .

 

Η σύλληψη  του Θεόκριτου και των άλλων βοσκών έγινε τη νύχτα της  27ης  Φεβρουαρίου 1945 . Την επόμενη μέρα πρωί-πρωί ο Παντελής Τριπολίτης βρισκόταν κάτω από τις καμάρες της  Αγοράς όταν τον πλησίασε ο γιος του Γ.Μυλωνά, Δημήτρης και του λέει  ότι :  «Οι Γερμανοί πιάσανε τους τσοπάνηδες».

Ο Παντελής διαισθάνεται  τον κίνδυνο  και  αμέσως πάει στο σπίτι του συντρόφου του  Ζαχαρία Παπαζαχαρίου. Ευτυχώς τον βρίσκει   εκεί , του ανακοινώνει τα δυσάρεστα νέα και οι δυο μαζί  φτάνουν στο Πελεζίκι στο σπίτι που είχε ενοικιάσει ο Σταυριανός Μπάρβας  για την πεθερά του Αφρόδω η οποία  φρόντιζε και έκρυβε τον Παπαδημητρίου. Ο Παπαδημητρίου  στήνει  αμέσως τον ασύρματο  και επιχειρεί και έχει επαφή με το γραφείο στην Αλικαρνασσό,  όπου εκθέτει τα γεγονότα και ζητά  οδηγίες. Η Αλικαρνασσός του λέει να κλείσει και να ξαναπάρει σε λίγη ώρα. Πράγματι σε μισή ώρα περίπου πραγματοποιείται η δεύτερη επαφή και οι οδηγίες που δίνει το Πετρούμι είναι καθαρές.  Πρέπει να εγκαταλείψουν αμέσως το νησί. Τους ορίζεται σαν τόπος  συνάντησης τους, με το καίκι  που  θα τους παραλάβει, η τρίτη χαράδρα μετά του Χαβάρου. Η  χαράδρα του Χαβάρου ήταν πια τώρα επικίνδυνη μετά τις συλλήψεις των βοσκών. Καθορίστηκε και η ώρα. Ακριβώς τα μεσάνυχτα της επόμενης νύχτας, καθώς και ο τρόπος εντοπισμού τους, θα αναβόσβηναν  το κλεφτοφάναρο τέσσερεις συνεχείς φορές σε σύντομα χρονικά διαστήματα για να γίνουν αντιληπτοί από το σκάφος.

Φορτώνουν αμέσως τον ασύρματο σ’ ένα γαϊδουράκι  και τον καμουφλάρουν με δέματα σανού. Ο Παπαδημητρίου  οδηγείται στο σπίτι της δασκάλας Τασίας  στο δρόμο προς το κακό Πρινάρι  όπου και θα περάσει τη  νύχτα . Ο Παντελής θα κοιμηθεί  στο εξοχικό που ενοικίαζε ο Σταυράκης  στον Αϊ  Γιάννη  που είναι στο δρόμο  του Αγίου Νεκταρίου. Ο Ζαχαρίας πάλι σε ένα σπίτι στον Αμπάβρη.

Την άλλη μέρα  το πρωί  και οι τρεις συναντήθηκαν στο σπίτι της Τασίας. Ήλθε και ο Σταμάτης ο Μουζάκης  ο οποίος έμαθε τα νέα και ήθελε και κείνος να φύγει . Από

εκεί ξεκίνησαν για το βουνό. Ανέβηκαν στην βουνοκορφή και αφού εντόπισαν την τρίτη χαράδρα  σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν πάρει , άρχισαν να κατηφορίζουν.

Κατέβηκαν μέχρι  τη θάλασσα , όπου  βρήκαν ένα μικρό σύμπετρο που σχημάτιζε μια  μικρή ρηχή σπηλιά . Εκεί εγκαταστάθηκαν. Μπροστά τους η θάλασσα ο δρόμος για την ελευθερία. Στο σημείο εκείνο  η βραχώδης   ακτή διακόπτετε από μια μικρή παραλία με χοντρά βότσαλα. Ξεφόρτωσαν τον ασύρματο και τον οπλισμό τους και εγκαταστάθηκαν στην κουφάλα του βράχου. Πιο πάνω σε μικρή απόσταση από την παραλία υπήρχε μια μάντρα εγκαταλειμμένη. Σχεδίαζαν μόλις νύχτωνε να ζητήσουν εκεί καταφύγιο  γιατί ο καιρός , ένας δυνατός βοριάς , μάζευε συνέχεια σύννεφα.

Σε λίγο άρχισε να ψιλοβρέχει . Ένα χιονόνερο που όλο και δυνάμωνε. Όσο και να προσπαθούσαν να προφυλαχτούν κάτω από τα βράχια , η βροχή τους μούσκευε ως το κόκαλο. Έμειναν εκεί ακίνητοι τουρτουρίζοντας . Οι ώρες περνούσαν και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Πέρασε έτσι όλο το απόγευμα . Μόλις σκοτείνιασε ανέβηκαν  στη  μάντρα, μπήκαν μέσα  αλλά τα βρεμένα ρούχα τους , τους έκαναν να τουρτουρίζουν καθώς  ο  βοριάς  δυνάμωνε και έμπαινε από τα ξεχαρβαλωμένα παλιά παράθυρα. Τουλάχιστον δεν είχαν την βροχή  που δεν έλεγε να σταματήσει . Τα  ρούχα τους στέγνωσαν πάνω τους. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ξανακατέβηκαν στην παραλία . Ο  Βαγγέλης βάλθηκε να αναβοσβήνει το κλεφτοφάναρο  προς τη μεριά της θάλασσας . Η ώρα περνούσε και  κανένα σημάδι ελπίδας δε φαινόταν από  τον  μαύρο όγκο του νερού που  σφύριζε καθώς ο βοριάς έπεφτε επάνω του. Μετά μια  ώρα  προσπάθειας με το φακό  απελπισμένοι  ξαναγύρισαν μουσκεμένοι πάλι στη μάντρα. Τι να συνέβη  άραγε;  Δεν κατάλαβαν  τον τόπο της συνάντησης; άραγε το μικρό καΐκι να μη μπορούσε με τη φουρτούνα να έλθει;  Περίμεναν μέχρι να ξημερώσει για να  στήσουν πάλι τον ασύρματο και να ζητήσουν εξηγήσεις από το αρχηγείο. Η Αλικαρνασσός έκπληκτη  τους βεβαίωσε ότι το καίκι  είχε φύγει ,κάτι συνέβη που δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν τους  συμβούλεψαν πάντως να παραμείνουν    στην ίδια θέση και να περιμένουν την επόμενη νύχτα πάντα στην ίδια ώρα.

Όλη τη μέρα η βροχή δε σταμάτησε. Εν το μεταξύ  ο Σταμάτης Μουζάκης  ήθελε να γυρίσει . Πράγματι  όπως του είπαν και οι άλλοι  ο Σταμάτη δεν είχε έλθει ποτέ σε  επαφή με τους βοσκούς και εκείνοι δεν τον γνώριζαν.  Κι αν ακόμα μιλούσαν, εκείνος δε διέτρεχε κανένα κίνδυνο.  Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει στην Κω,  αποχαιρέτησε τους φίλους του, πήρε και το γαϊδούρι, καβάλησε και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια τους.

Μόλις  σκοτείνιασε πάλι ανηφόρισαν προς τη μάντρα. Στέγνωσαν τα ρούχα τους πάνω τους πάλι  και μόλις έφτασαν μεσάνυχτα  γεμάτοι ελπίδα ξανακατέβηκαν πάλι στην παραλία.  Όπως και την περασμένη νύχτα  άρχισε η διαδικασία με το κλεφτοφάναρο η ώρα περνούσε κι απ’ τη θάλασσα τίποτα δεν κουνιόταν. Το μόνο καλό ότι σταμάτησε η βροχή.  Μετά από καμιά ώρα άδικου αγώνα  ξανανέβηκαν πάλι στη μάντρα για να περάσουν  την υπόλοιπη νύχτα , αποκαρδιωμένοι  απελπισμένοι.

Την άλλη μέρα το πρωί  πάλι η επικοινωνία με την Αλικαρνασσό.  «Ότι και να γίνει εσείς δεν θα το κουνήσετε από  εκεί . Παραμείνατε  στη  θέση  σας» ήταν η απάντηση από το Πετρούμι.  Όμως κάτι  τρυπούσε  το μυαλό τους και των τριών. Μόλις ο Παπαδημητρίου  έκλεισε τον ασύρματο , ο Παντελής κάτι παρατηρούσε προς τα πάνω   και  αντιλήφθηκε  την περίπολο. Ήταν καμιά δεκαριά Γερμανοί στρατιώτες, οπλισμένοι σαν τους αστακούς που ακροβολισμένοι προχωρούσαν στην βουνοκορφή. Οι  τρεις φίλοι  κοιτάχτηκαν  παγωμένοι από το φόβο και την αγωνία. Τώρα ότι είναι να γίνει ας γίνει. Όπλισαν τα περίστροφα τους , αυτός ήταν ο κύριος οπλισμός τους και ένα μικρό τόμιγκαν που είχε ο Παπαδημητρίου  μαζί με πέντε ή έξι  χειροβομβίδες.  ταμπουρώθηκαν πίσω από τις πέτρες και περίμεναν αν οι Γερμανοί κατέβαιναν προς τα κάτω θα έπρεπε τουλάχιστον να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Περίμεναν την συνέχεια και η αγωνία τους συνεχώς μεγάλωνε. Η περίπολος τώρα βρισκόταν   περίπου στο ύψος της κρυψώνας  τους. Σταμάτησε για λίγο. Οι φωνές των  Γερμανών ακουγόντουσαν καθαρά. Κάτι είπαν και συνέχισαν το δρόμο τους. «Να πάνε στον αγύριστο»  ακούστηκε να σιγοψιθυρίζει ο Παπαδημητρίου. Ο κίνδυνος είχε πια περάσει.

Την ίδια νύχτα, ακριβώς  τα μεσάνυχτα  μετά το  συνθηματικό αναβόσβημα  του κλεφτοφάναρου ακούστηκε  η  εξάτμιση  του καϊκιού και φάνηκε το φωτάκι  από τη θάλασσα .  Εν τω μεταξύ η βροχή είχε ξαναρχίσει . Μια βάρκα με δυο κουπιά ξεκόλλησε από το σκάφος  και προσάραξε στη χαλικούρα της ακτής.  Φόρτωσαν πρώτα τον ασύρματο και ανέβηκαν  κι αυτοί . Σε λίγα λεπτά της ώρας βρίσκονταν στο αμπάρι του καϊκιού καταμουσκεμένοι  αλλά  γεμάτοι  χαρά.

Το καΐκι  έβαλε πλώρη ανατολικά προς τον κάβο Κριό, να πιάσει πρώτα τα Τούρκικα νερά. Μετά γύρισε αριστερά  μέχρι που έπιασε τα  τούρκικα παράλια, για να αποφύγει τον δυνατό προβολέα  που είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί  για να ελέγχουν το στενό της Κω,  και από κει τα έδωσε για το  Πετρούμι.

Ο Ζαχαρίας κι ο Παπαδημητρίου  ρώτησαν  ένα ναύτη  γιατί καθυστέρησαν τρεις μέρες για να ‘ρθουν να  τους πάρουν, και κείνος  με όλη την αφέλεια  τους διηγήθηκε ότι ξεκίνησαν πριν τρεις μέρες νωρίς  αλλά για να μην περιμένουν είπαν να πάνε στη Νίσυρο  για να περάσει η ώρα. Εκεί  γινόταν ένας γάμος και στρώθηκαν στο φαγοπότι  κι αφού ο γάμος βάσταξε τρεις μέρες εκείνοι δε μπορούσαν να φύγουν. Τότε  ξέσπασε ένας καυγάς τρικούβερτος  με τον καπετάνιο. Τον καπετάνιο τον λέγανε  Νικόλα Τρικοίλη  αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι ο Χοντρόκωλος και ήταν από την Κάλυμνο.

Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε  περίπου τρεισήμισι ώρες  έφτασαν στο Πετρούμι. Τους περίμεναν στο λιμάνι  ο Γιώργος Σαμάρκος και ο διευθυντής της Τούρκικης αντικατασκοπίας .

Έτσι σώθηκαν και οι πατριώτες του δεύτερου κλιμακίου. Η Τύχη και η ατυχία τους έπαιξαν ένα τρελό παιχνίδι  τις τελευταίες  μέρες εκείνες του πολέμου. Μετά  λίγες  μέρες, στις 10 Μαϊου ο Παντελής και ο Ζαχαρίας  θα επιστρέψουν  πάλι στην Κω αλλά αυτή τη φορά στην ελεύθερη  πια  Κω.

 

Θ.Ν.Διακογιάννης.

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ