Δημήτρης Κ. Βοναπάρτης: Ολόρθοι στους αιώνες

2
934
Η 31η Μαρτίου 1947 ήταν η πρώτη μέρα που ανυψώθηκε η Ελληνική σημαία στα Δωδεκάνησα -στη Ρόδο, ύστερα από 638 χρόνια σκλαβιάς και φοβέρας .Τη μέρα αυτή οι Δωδεκανήσιοι
πάντα την θυμόμαστε και την τιμούμε.ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΛΑ.
(Μια μικρή αφιέρωση)
Ολόρθοι στους αιώνες
(Ρόδος 31 του Μάρτη 1947)
Ελεύθεροι πολίτες, Αθηναίοι,
δεν σκύβουν το κεφάλι πουθενά.
Δεν σκύβουν μπρός σε τύραννους και βασιλιάδες.
Όρθιοι μιλούν σ’ ανθρώπους και θεούς.
Τα χέρια υψώνουν κάποτε στους όρκους,
σημάδι ότι φυλάττουνε το λόγο της τιμής τους!
Ελεύθεροι Έλληνες, της οικουμένης! Δεν σκύβουν
στις αβάσταχτες ανάγκες των αιώνων.
Και προ παντός, δεν γονατίζουν
σε κανένα επίβουλο μπροστά!
Ολόρθοι, σ΄όλο το μάκρος μαύρων εξίμισυ αιώνων!
Κατάμαυρα, ασήκωτα, βασανισμένα χρόνια,
έφερναν πόνο, αίμα και σκλαβιά, μέρα τη μέρα.
Μύρια μαρτύρια φρικτά, μύριους θανάτους γοερούς,
που ο ανθρώπινος ο νους, δεν βάζει, δεν αντέχει.
Γενιές γενιών κληροδοτούνται οι πόνοι,
γενιές γενιών κάτω απ΄τη δήθεν θεόθεν εφ’ ημάς αρχή.
Και σοϊκή η διαδοχή της βαρβαρότητας στο σβέρκο,
πως τάχα η χρυσωμένη τους μακάβρια βασιλεία,
δεν έχει τέλος, μ΄ από θεού διαιωνίζεται στους θώκους.
Σε ποικιλώνυμα, χρυσόντυτα μέγαρα και παλάτια.
Κι ήρθε το πολυπόθητο ξημέρωμα της μέρας,
όπου στη Ρόδο, συναθροισμένος, σαστίζει σύμπας ο λαός,
μπροστά του π΄αντικρίζει στην εξέδρα ,
επίσημους, παραταγμένους αδερφούς, από Αθήνας,
να αναγγέλλουν λευτεριά, απ΄ τα δεσμά της μαύρης τυραννίας
και ν’ ανυψώνουν ανεμπόδιστα, στα μάτια των Ελλήνων,
των πονεμένων ακριτών του πατρικού Αιγαίου,
τη Γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας!
Ναι! Κυματίζει και χτυπά, ξαστράφτοντας στον ήλιο!
Τι θέαμα! Τι θάμα! Θεϊκό μαθές ετούτο!
Τα μάτια ολονών θαμπώνουνε στο δάκρυ!
Τα γόνατα λυγίζουν μονομιάς και ακουμπούν στη γη!
Όλος ο αρίφνητος λαός, αρθρώθη σ’ ένα σώμα!
Σε μια ψυχή, σε μια καρδιά. Και μ’ ένα πάθος,
πετάνε τα καπέλα, και κασκέτα στον αέρα!
Εξίμισι φρικτοί αιώνες, έγιναν καπνός αυτοστιγμής!
Γονατιστές, οι όρθιες ψυχές,
κι απάνω απ’ τα κεφάλια τους,
φτερούγισμα θεόχαρο, τρελό κάνει η σημαία.
Σαν πρωτοπέταχτο πουλί, στης Άνοιξης τα μύρα.
Αιώνες κρυμμένη στα σεντούκια των φτωχόσπιτων,
και στις ψυχές σκελετωμένων γενεών,
καθώς κυρίευε η μαυρίλα, και ο φόβος και ο τρόμος.
Οι επίσημοι βρέχουνε τις γιορτινές στολές τους
με δάκρυα, τραυλίζοντας, «θεέ μου, τι θάμα είναι τούτο;»
Μπρος τους θωρούν αλώβητους τον Όμηρο,
και τους επτά σοφούς! Τους τραγικούς! Το Διαγόρα
Ρόδιο, το μέγα Ολυμπιονίκη!
Την Ήριννα, Θεόκριτο, Ιπποκράτη,
να σμίγουν με τον Πίνδαρο, και το Σωκράτη!
Κι ύστερα ,τα γόνατα μεμιάς τα ξεδιπλώνουν,
και δίχως το παράγγελμα Θεού ή άλλου ανθρώπου,
άντρες , γυναίκες και παιδιά , σαν βουερό ποτάμι,
ξεχύνονται διασχίζοντας την πόλη του Ηλίου,
και παν γραμμή, με ιαχές , προς ένα τέρμα.
«Πού πάνε; Τι κάμνουν; Πού τραβούν;»
Αναρωτιούνται κι απορούν πάντες απ’ την εξέδρα.
Κι όπως ο ποταμός κυλά και πίσω δεν γυρνά,
τρέχουνε! Σκίζουνε δρόμους και πλατείες!
Και φτάνουν γρήγορα στους άγιους τόπους!
Κει που κοιμούνται οι πατεράδες ολονών
κι οι θυγατέρες πούπεσαν, σκληρά βασανισμένες.
Για να τους πουν πως «ΗΡΘΕ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ !
Τη φέραν οι ψυχές σας, τα φρικτά σας πάθη και μαρτύρια.
Ήρθε η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ, κι ας είναι μ’ αίματα βαμμένη,
η άσπρη της η φορεσιά, εμείς τήνε γνωρίζουμε,
την «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, των Ελλήνων τα ιερά».
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

2 ΣΧΟΛΙΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ