Ήρθε για 2 χρόνια στο Ζηπάρι, κι έμεινε 55!
Η ΜΑΡΘΟΥΛΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΗΣ, ΤΟΥΣ ΑΣΦΕΝΔΙΑΝΟΥΣ
ΔΕΝ ΘΑ ΚΟΣΜΕΙ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΑΚΙ ΤΗΣ
Τί έγινε ρε παιδί; Πώς πάει;
Έτσι συνήθιζε να με ρωτάει η Μαρθούλα από το μπαλκονάκι του σπιτιού της, το «στρατηγείο» της. Και πάντα περίμενε την απάντησή μου για να ανοίξουμε κουβεντούλα. Τα πολιτικά στο προσκήνιο, αλλά πάντα καταλήγαμε στα πιο προσωπικά, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δίνοντας «μητρικές» συμβουλές.
Δεν ρωτούσε μόνο εμένα, άλλα όποιον περνούσε από το δρόμο.
Όλους τους χαιρετούσε εγκάρδια. Άνοιγε συζήτηση με περαστικούς, γείτονες και φίλους και «έσκυβε» στα προβλήματά τους.
Άλλωστε, τόσα χρόνια ως «Κοινοτάρχισσα» είχε δεχθεί όλο το Ασφενδιού στην πόρτα της, αλλά είχε επισκεφτεί και κάθε σπιτικό με τον αείμνηστο «Ζορμπά της Αυτοδιοίκησης» Κώστα Κιαπόκα (όπως υπενθυμίζει ο Λαγουδιανός συνάδελφος Γιάννης Κιάρης).
Όταν δε, περνούσα και την έβλεπα μ’ ένα ακουστικό στο χέρι, τότε το πείραγμα πήγαινε σύννεφο. Πήρες μετοχές στον ΟΤΕ κι έχεις κάνει σκουλαρίκι το ακουστικό; Όλο μιλάς, μιλάς. Ήθελα να ‘ξερα ποιον παίρνεις συνεχώς; Τον Κυρίτση, τον Καΐσερλη, ή τον Νικηταρά;
Πάντα συνήθιζε να παίρνει τηλέφωνα και να ενημερώνεται για φίλους και γνωστούς, ωστόσο όταν περιορίστηκε κινητικά το τηλέφωνο έγινε η παρέα της, το παράθυρο επικοινωνίας της με τον κόσμο.
Η μεγάλη της αδυναμία ήταν τα παιδιά της, η Πόπη Κιαπόκα κι ο Takis Kiapokas. Δεν ήθελε να τα βλέπει και να τα ακούει στενοχωρημένα. Τίμησε τον ρόλο της μάνας και της συζύγου στο ακέραιο. Στάθηκε βράχος δίπλα τους, ανταπόδοση που πήρε, φεύγοντας ήρεμη κι ανακουφισμένη, αφήνοντας μια γλυκιά ανάμνηση σε παιδιά κι εγγόνια.
Από το 2010 που εγκαταστάθηκα «σώγαμπρος» στο Ζηπάρι, συνήθιζα να βλέπω την κυρα Διονυσία στο ένα μπαλκονάκι, την κυρά Αφράτη στο παραδιπλανό και την Μαρθούλα στο παραδίπλα δρόμάκι.
Μια καθημερινότητα, που χανόταν γιατί τα χρόνια περνούσαν. Και μπορεί οι σούπερ γιαγιάδες του Ζηπαριού να γειτόνευαν, ωστόσο η Μαρθούλα «κλείστηκε» στο σπίτι, δίνοντας το σήμα ότι άρχισε το φευγιό για το αιώνιο ταξίδι και τον αγαπημένο της Κώστα.
Για να συναντήσει τον άνθρωπό της, που της είπε ότι θα έρθουν για 2 χρόνια στο Ασφενδιού, και λόγω της αγάπης τους έμεινε 55!
Αγάπησε – μέσα από τον Κώστα της – όλους τους Ασφενδιανούς, αλλά κι αγαπήθηκε από αυτούς.
Άλλωστε, μια ήταν η Μάρθα του Ζηπαριού, η αγαπητή μας Μαρθούλα, της οποίας η παρουσία ήδη μας λείπει από το μπαλκονάκι της, που είναι σκοτεινό.
Ο Θεός να την αναπαύει και να της χαρίσει μια θέση εκεί που της αξίζει, ψηλά και ήρεμα.
Θερμά συλλυπητήρια στην Πόπη και στον Τάκη, καθώς στα εγγόνια και στους λοιπούς συγγενείς και οικείους.