Το εστιατόριο του Ασκληπιείου της Κω | Γράφει ο Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης

1
7416

ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΩ

Lo hestiatorion dell’ Asklepieion di Kos

Η εργασία αυτή βασίζεται σε μια μελέτη της Ελληνοϊταλίδας Αρχαιολόγου Μόνικας Λειβαδιώτη με την οποία προσπαθεί να αποδείξει ότι το κτίριο με τις δύο αίθουσες που βρίσκεται νότια του Ναού του Ασκληπιού στο δεύτερο άνδηρο, (κτίριο D), του Ασκληπιείου της Κω, δεν ήταν το ΑΒΑΤΟ, όπως προτείνει ο Herzog, αλλά το εστιατόριο, εκεί που γινόντουσαν τα ιερά δείπνα μετά τις θυσίες στο βωμό, που οι ασθενείς πρόσφεραν στον θεό.

Η κυρία Λειβαδιώτη αναφέρεται στον 4ο μιμίαμβο του Ηρώνδα “Ασκληπιώ Ανατιθείσαι και θυσιάζουσαι” του οποίου το κείμενο ακολουθεί σε μετάφραση.

ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΑΝΑΤΙΘΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΖΟΥΣΑΙ

ΚΥΝΝΩ

Χαίρε θεέ Ασκληπιέ που κατοικείς στην Τρίκκη

και τώρα στη γλυκιά την Κω έχεις το σπιτικό σου

καθώς και στην Επίδαυρο. Κι η Κορωνίς η μάνα

κι ο κύρης σου ο Απόλλωνας να ‘χουν χαρά μεγάλη

κι αυτή που εσύ με το δεξί το χέρι σου χαϊδεύεις

η Υγεία κι όσοι τους βωμούς τους έχουνε δω πέρα

κι οι κόρες σου η Ιησώ, η Ηπιώ, η Πανάκη1

δόξα μεγάλη να ‘χουνε και κείνοι που το κάστρο

τ’ άρχοντα Λαομέδοντα πάτησαν και κουρσέψαν

γιατροί κακών ασθενειών, δοξάζω τ’ όνομα τους

Μαχάων, Ποδαλείριος, κι όσοι θεοί ακόμα

μα και θεές, πάτερ ημών, μένουνε στο ναό σου,

ίλεοι , δεύτε και σε μας. Τον πετεινό ετούτον

π’ ήταν στους τοίχους του σπιτιού κήρυκας της ημέρας,

δεχθείτε τον σαν πρόσφορο. Μόνο για τη θυσία

δεν έχουμε πολλά λεφτά κι εύκολα δεν τα βρίσκεις,

αλλιώς με δίχως δισταγμό θα φέρναμε και βόδι

είτε γουρούνι παχουλό για βίζιτα σε σένα

κι όχι μονάχα πετεινό, σε σέ που τις αρρώστιες

όλες καλά τις γιάτρεψες μονάχ’ αγγίζοντας μας

θεέ με τα θαυματουργά τα θεϊκά σου χέρια.

Κοκκάλη εκεί στα δεξιά το ψυχοχάρτι άσε

υπέρ υγείας.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Τι όμορφα, Κυννώ καλή μου φίλη,

πανέμορφα αγάλματα, ποιος τούτο το λιθάρι

άραγε να πελέκησε και ποιος τ’ αφιερώνει;

ΚΥΝΝΩ

Του Πραξιτέλη τα παιδιά, δε διάβασες στη βάση;

κι ο Ευθίας γιος του Πράξωνα το ‘χει αφιερώσει.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Απ’ τον Ασληπιό αυτοί ευλογημένοι να ‘ναι

κι ο Ευθίας πού ‘ναι ο δωρητής, για τα καλά τους έργα.

ΚΥΝΝΩ

Την κόρη κείνη κοίταξε που βλέπει προς το μήλο

λες κι η ψυχή της θε να βγει το μήλο αν δεν πιάσει.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Κείνον τον γέροντα Κυννώ;

ΚΥΝΝΩ

Πράγματι μα τις Μοίρες

Δύναμη πούχει το παιδί τη χήνα για να πνίξει;

μπροστά σου αν δεν ήτανε, αληθινό λιθάρι,

λες θα μιλούσε τ’ άγαλμα. Κάποτε οι ανθρώποι

και στα λιθάρια θα μπορούν πνοή, ζωή να δώσουν.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Βλέπεις ετούτο τ’ άγαλμα Κυννώ μου της Βατάλης;

της θυγατέρας του Μυττά. τι όμορφα που στέκει;

εάν κανείς δε γνώριζε την ίδια τη Βατάλη,

κοιτώντας το δε θα ‘θελε να ξαναδεί εκείνη.

ΚΥΝΝΩ

Φίλη μου κάτι όμορφο ακόμα θα σου δείξω

τέτοιο που σ’ όλη τη ζωή στ’ αλήθεια δεν ξανάδες.

(Στη δούλα της)

Τον νεωκόρο Κύδιλλα να τρέξεις να φωνάξεις.

Ναι λέω εσένανε μωρή π’ εδώ και κει χαζεύεις.

-Άραγε μα τη πίστη μου κατάλαβε τι είπα;

στέκετ’ ακόμα σαν χαζή σαν κάβουρας κοιτάζει.-

Τον νεωκόρο πήγαινε σου λέω να φωνάξεις

φαγάνα που δεν πρόκειται κανείς να σε παινέψει

το ίδιο στέκεσαι παντού, και τον θεό τον ίδιο

μάρτυρα βάζω Κύδιλλα. Χωρίς καν να το θέλω

ανάβεις μου τα αίματα και θάρθει κάποια μέρα,

το βρώμικο κεφάλι σου να γδάρεις δίχως άλλο.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Να μην παίρνεις κατάκαρδα αγαπητή Κυννώ μου

Δούλα, της δούλας τα αυτιά η τεμπελιά τα φράζει.

ΚΥΝΝΩ

Μέρα, κι κοσμοσυρροή σιγά-σιγά αρχίζει

Εσυ να παραμείνεις δω. Ανοίξανε τη θύρα

τον πέπλο τον σηκώσανε.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Καλέ Κυννώ δε βλέπεις

τι έργα; Κείνη η θεά; Της Αθηνάς τα χέρια

θαρρείς και την πελέκησαν. Δόξα συ δέσποινα μου.

Αν τούτο το γυμνό παιδί θελήσω να το ξύσω

αίμα θα βγάλει ε Κυννώ; Ακόμα κολλημένες

οι σάρκες του στα κόκαλα ζεστές-ζεστές κινούνται

πάνω στο ξύλο. Ο Μύελλος καθώς κι ο Παταικίσκος

οι δυο γιοί του Λαμπρίωνα θα γούρλωναν τα μάτια

την ασημένια τη μασιά σαν έβλεπαν κι οι δυο τους

νομίζοντας πως φτιάχτηκε από ατόφιο ασήμι.

Το βόδι κι ο αγωγιάτης του, κι η κοπελιά από πίσω,

που ακολουθεί, κι ο μυταράς ο χοντρομάλλης άνδρας

δε φαίνονται όλοι ζωντανοί; πραγματικοί λες κι είναι.

Νομίζω αν δεν ξεπέρναγε τη γυναικεία φύση,

θα ‘βαζα τώρα τις φωνές, γιατί θαρρώ το βόδι,

θα με κλωτσήσει ως με κοιτά με το λοξό του μάτι.

Κυννώ ειν’ ολοζώντανα τα έργα του Εφεσίου

του Απελλή, και πρόσεξε τις λεπτομέρειες τους

και δε θα πεις ο άνθρωπος το ένα έχει διαλέξει

και τ’ άλλο το παράλειψε, όταν στο νου του βάλει

να ζωγραφίσει ένα θεό, με προθυμία το κάνει.

Ωστόσο όποιος τα έργα του γνώρισε ή εκείνον

αντίκρισε και έβγαλε κάποα άδικη κρίση

να κρεμαστεί ανάποδα μέσα στο πλυσταριό μου.

ΝΕΩΚΟΡΟΣ

Κυράδες μου αγαπητές τα πρόσφορα σας γίναν

δεκτά εντελώς απ’ το θεό. Ευτυχισμένες θα ‘στε.

Κανένας τον Ασκληπιό δεν έχει ευχαριστήσει

πιότερο και αληθινά όπως εσείς βεβαίως.

Δόξα Παιήον Κύριε και βοηθός τους γίνου

για τις καλές τους προσφορές καθώς και των συζύγων

όποιοι κι αν είναι φυσικά καθώς και των παιδιών τους.

Δόξα συ Κύριε θεέ αμήν-αμήν θεέ μου.

ΚΟΚΚΑΛΗ

Αμήν θεέ μου άγιε ξανά όλο υγεία

να ‘ρθουμε με τους άνδρες μας μαζί και τα παιδιά μας

και πρόσφορα να δώσουμε και άγιες λειτουργίες.

ΚΥΝΝΩ

Τεμάχισε τον πετεινό καλά-καλά Κοκκάλη

και το μπουτάκι μη ξεχνάς δώσε στον νεωκόρο

μέσα στο στόμα του φιδιού το πρόσφορο να βάλεις

με ευσέβεια, και μέλωσε καλά-καλά την πίτα.

Τ’ άλλα θα τα μοιράσουμε σαν φτάσουμε στους οίκους

να μη ξεχάσεις μοναχά μαζί σου να τα φέρεις.

ΝΕΩΚΟΡΟΣ

Πρέπει από το πρόσφορο να δώσει λίγο ακόμα.

Πάντως είναι καλύτερα και ο θεός το θέλει

όταν όλο το πρόσφορο στο τέμενος του μείνει.

Ο 4ος μιμίαμβος του Ηρώνδα γράφτηκε γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ. και διαδραματίζεται στην Κω και μιλά για την επίσκεψη στο Ιερό του Ασκληπιού δύο ευσεβών γυναικών που συνοδεύονται με τη δούλα της μιας. Περιγράφουν τα έργα τέχνης και τα μνημεία που υπήρχαν στον χώρο, τις ζωγραφικές εικόνες στους τοίχους του πρόναου έργα του Απελλή, και τον βωμό με τα αγάλματα που αποδίδονται στους γιους του Πραξιτέλη, τους γλύπτες Κηφισσόδωτο τον νεότερο και Τίμαρχο. Διακόπτει την περιγραφή ο νεωκόρος ο οποίος τους αναγγέλλει ότι η θυσία έγινε αποδεκτή από τον θεό.

Η κυρία Λειβαδιώτη επικεντρώνει την αναφορά της στους τελευταίους στίχους του ποιήματος με τους οποίους η Κυννώ απευθύνεται στην Κοκκάλη και της ζητά να κομματιάσει τον κόκορα της θυσίας, με σκοπό ένα μπουτάκι να δώσει στον νεωκόρο και τα υπόλοιπα κομμάτια να μην ξεχάσει να τα φέρει στους κοντινούς οίκους (τάλλα δ’οικίοις), προφανώς για να δειπνήσουν και προσθέτει ότι ο προορισμός των “οίκων’ πιθανώς ήταν το εστιατόριο, δηλαδή οι αίθουσες για τα τελετουργικά δείπνα.

Για να τεκμηριώσει την άποψη της στη συνέχεια του άρθρου μας λέει ότι ο Herzog πίστευε ότι το κτίριο νότια του ναού, ήταν το άβατο παρόλο που και άλλοι μελετητές συμφωνούν με το κείμενο του μιμιάμβου και με τη δομή του κτιρίου με τις δύο αίθουσες, οίκους, δίπλα-δίπλα διαστάσεων 6,50 Χ 5,50μ. και προσθέτει ότι το μέγεθος των δωματίων είναι πραγματικά κατάλληλο για τη διάταξη κατά μήκος των καθισμάτων (κλίναι) για τους συνδαιτυμόνες που θα ξάπλωναν με την αριστερή πλευρά και θα χωρούσαν 11 θέσεις στην κάθε πλευρά. Αναφέρει ακόμα την ομοιότητα του κτίσματος με τις αίθουσες δεξιώσεων της Περαχώρας και του Ασκληπιείου της Κορίνθου, που είχαν 11 θέσεις καθώς και με τις αίθουσες του Ασκληπιείου των Αθηνών (τρεις αίθουσες 6,30Χ6,30), της Επιδαύρου (6 αίθουσες 6,33Χ6,36) που χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. και δίνει τις παρόμοιες διαστάσεις γιά τη Δήλο, για το Ηραίο του Άργους, τους Δελφούς, της Αλίκης στη Θάσο, του κτιρίου-στοά στην ακρόπολη των Αθηνών δίπλα στα προπύλαια, του ιερού του Ποσειδώνα στην Καλαβρία, με τον ανάλογο προσανατολισμό τους προς Νότο. Όλες αυτές είναι αίθουσες, για τελετουργικά συμπόσια που έχουν επιβεβαιωθεί από παλιά των οποίων η παρουσία σε ιερά αφιερωμένα σε ένα θεό θεραπευτή είναι γενικευμένη.

Υπήρχε μια υπόθεση, από επιγραφές που βρέθηκαν, ότι το κτίριο D χρησιμοποιήθηκε ως βιβλιοθήκη. Όμως η αρχαιολόγος υπενθυμίζει ότι μόνο κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. το ασκληπιείο της Κω εξοπλίστηκε με βιβλιοθήκη, δωρεά στο ιερό, από τον επιφανή Κώο γιατρό Γάϊο Στερτίνιο Ξενοφώντα, γνωστό από τον Τάκιτο, για την ιστορία με την δηλητηρίαση του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Δεν αποκλείεται όμως το κτίριο να είχε μετατραπεί σε βιβλιοθήκη μετά την καταστροφή του αρχαιότερου εστιατορίου.

Με όσα αναφέραμε παραπάνω η κυρία Λιβαδιώτη αποδεικνύει ότι στη θέση αυτή του κτιρίου D δεν υπήρχε άβατο αλλά εστιατόριο για τα ιερά δείπνα.

Στη συνέχεια του άρθρου της, η αρχαιολόγος, κάνει μια σύντομη περιγραφή του Ασκληπιείου της Κω, ένα προαστιακό ιερό, το οποίο βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης και είναι χτισμένο στις πλαγιές ενός χαμηλού λόφου που το υψόμετρο του φτάνει τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, με κλίση προς τη βόρεια πεδιάδα του νησιού.

Η θέση του ιερού στο πρώτο άνδηρο, ήταν στην τοποθεσία που βρισκόταν μια ερειπωμένη Βυζαντινή εκκλησία, η Παναγία Ταρσού, υπόλοιπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης μονής του Άλσους και βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της τρίτης από τις τέσσερις αναβαθμίδες του Ασκληπιείου, που αποτελούσαν το συγκρότημα των λουτρών. Η τοποθεσία αναγνωρίστηκε από τον Κώο λόγιο Ιάκωβο Ζαρράφτη ο οποίος έπεισε τον Herzog να αρχίσει την ανασκαφή από εκεί.

Από τις πηγές, ήταν γνωστή η ύπαρξη ενός βωμού του θεού Απόλλωνα, η λατρεία του οποίου ξεκινά από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. αλλά η θέση του μνημείου δεν τεκμηριώνετε παρά μόνο μετά τον συνοικισμό της πόλης της Κω, το 366 π.Χ. και πρέπει να εντοπιστεί η θέση του βωμού στο πρώτο άνδηρο, το ψηλότερο από τα τρία, στα οποία χωρίζεται το Ασκληπιείο κατά την Ελληνιστική εποχή. Εδώ βρισκόταν και το ιερόν άλσος με τα κυπαρίσσια που αναφέρεται σε μια επιγραφή των ιερών νόμων, που αρχικά συνδέθηκε με τον Κυπαρίσσιο Απόλλωνα και αργότερα αφιερώθηκε στον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, και μαρτυρούνται από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.

Το πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, άρχισαν σημαντικές οικοδομικές επεμβάσεις που κορυφώθηκαν με το σύνολο των κτισμάτων που σίγουρα περιορίζονταν μόνο στην λατρεία του Ασκληπιού. Αυτή η οικοδομική φάση πρέπει να τελείωσε το 242 π.Χ. όταν άρχισαν οι πενθήμερες γιορτές των Μεγάλων Ασκληπιείων.

Σε ένα σημείο του άρθρου της η Μόνικα Λειβαδιώτη εκφράζει τις ευχαριστίες της στον σύζυγο της Giorgio Rocco και στους φίλους της αρχαιολόγους ερευνητές Δημήτρη Μποσνάκη, Roberta Belli και Luigi Calio.

Ο δικός μας Δημήτρης Μποσνάκης ο οποίος υπηρέτησε ως προϊστάμενος της Αρχαιολογικής Υπηρεσία, Γραφείο Κω αρκετά χρόνια, με αξιόλογο ερευνητικό έργο, συμμετείχε ως συγγραφέας δοκιμίων και λημμάτων των επιστημονικών καταλόγων σε πολλές περιοδικές εκθέσεις στο εξωτερικό και εσωτερικό σχετικά με την Κω , και σήμερα είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο), ήταν και ο συγγραφέας του εξαιρετικού Οδηγού του Ασκληπιείου της Κω, εκδόσεις ΤΑΠΑ.

1049426 DSC 0172 as 2

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ