«Σύγχρονη Τουρκική ποίηση για τα νησιά του Αιγαίου» Γράφει η Κατερίνα Παπαθωμά

5
1320

   H εκλεκτή συμπατριώτισσά μας κ. Κ.Παπαθωμά – Μαστοροπούλου εδημοσίευσε το 1982 στο τότε  περιοδικό «ΤΑ ΨΑΡΑ» μία εργασία με τίτλο:  «Σύγχρονη Τουρκική ποίηση για τα νησιά του Αιγαίου». Το δημοσίευμα εκείνο προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση με αποτέλεσμα να σχολιασθεί  εκτενώς από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , την ΑΥΓΗ και το περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ. Λόγω όμως της περιορισμένης  εμβέλειας του περιοδικού, δεν έγινε ευρέως γνωστό στον δικό μας Δωδεκανησιακό και ιδιαίτερα τον Κωακό χώρο.

Και επειδή εξακολουθεί και σήμερα να είναι όχι απλώς επίκαιρο, αλλά  απροκάλυπτα πλέον υλοποιούμενο , σκεφθήκαμε να το αναδημοσιεύσομε. Παραθέτομε λοιπόν το κείμενο της κ.Παπαθωμά, τα περιλαμβανόμενα ποιήματα (χωρίς τις βιβλιογραφικές υποσημειώσεις λόγω χώρου) και μία μόνο φράση, ως σημερινή προσθήκη της ίδιας: «Αν η γείτων χώρα νιώθει τέτοια νοσταλγία για τα 400 χρόνια κατοχής, η Ελλάδα τι θα πρέπει να νιώθει για τις τρισχιλιόχρονες Αιγαιακές και Μικρασιατικές ρίζες της;».

 

– – – – – – – – – – –  +  – – – – – – – –

Από το 1974 και μετά  η πολυσυζητημένη Ελληνο-Τουρκική φιλία που θεμελιώθηκε ρεαλιστικά (το 1930), με βάση το πραγματικό συμφέρον των δύο Λαών (έστω και αν οι  μεγάλοι «οικοδόμοι» της πατούσαν πάνω στη στάχτη του Μικρασιατικού Ελληνισμού) κινδυνεύει, μετά από αλλεπάλληλους κλυδωνισμούς, να βουλιάξει οριστικά στα «ταραγμένα» νερά του Αιγαίου. Η γειτονική Τουρκία, απαλλαγμένη πλέον από τον  μακροχρόνιο φόβο της «Μεγάλης Ιδέας» των Ρωμιών, σταθεροποιημένη στις Μικρασιατικές ακτές, εκμεταλλευόμενη τα γνωστά λάθη μας και ενθαρρυνόμενη από την υπολογισμένη πολιτική των «Μεγάλων», προβάλλει αξιώσεις που προφανώς αποσκοπούν στην δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων, όπως στην Κύπρο. Οι αξιώσεις αυτές μέρα με τη μέρα κλιμακώνονται με διάφορες προκλήσεις, εσωτερικής βασικά κατανάλωσης, που φθάνουν όμως στο σημείο να απειλούν ουσιαστικά την εδαφική μας ακεραιότητα. Θα μπορούσε επομένως να μιλήσει κανείς για απροκάλυπτες επεκτατικές βλέψεις, πράγμα εξ άλλου που φαίνεται καθαρά και σε διάφορες δηλώσεις Τούρκων επισήμων – παρά τις κατά καιρούς φιλειρηνικές διακηρύξεις.

Πολλές τέτοιες δηλώσεις, στις οποίες διατυπώνονται με ωμότητα οι στόχοι της τουρκικής πολιτικής στο Αιγαίο  -κυρίως από το 1974 κι’ εδώ-  είναι συγκεντρωμένες στο βιβλίο του πρώην υπουργού Εξωτερικών Δ.Μπιτσίου «Πέρα από τα Σύνορα, 1974-1977», Αθήναι 1982. Για παράδειγμα, στις 20/1/1975 ο υπουργός Αμύνης Ινχάμι Σανκάρ δήλωνε:  «Η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο είναι σαφώς υπέρ της Τουρκίας. Σε τέτοιο σημείο, ώστε τα βλέμματα και οι σκέψεις των Τούρκων που ήσαν παλαιοί κάτοικοι των νήσων αυτών παραμένουν πάντοτε προσηλωμένες στα νησιά αυτά, που απέχουν λίγα μίλια από τις τουρκικές ακτές, με την ελπίδα ότι θα εγκατασταθούν πάλι εκεί». Κανένας  Τούρκος πρωθυπουργός από το 1974 μέχρι σήμερα δεν έπαψε να υπενθυμίζει τα «δικαιώματα» της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ ακολουθίαν στα νησιά του.

Αντίθετα όμως από την επίσημη πολιτική, πρέπει να ομολογήσομε, πως σε πρόσφατη επίσκεψή μας στα Μικρασιατικά παράλια αντικρύσαμε μια πραγματικότητα, διαφορετική από εκείνη που περιμέναμε. Ο λαός  (πιο πολύ ίσως οι Τουρκοκρητικοί), είναι βασικά ευγενικός και αυθόρμητος, ιδιαίτερα μάλιστα θερμός με τους Ρωμιούς. Εξ άλλου τα «χούγια»  μας μοιάζουν τόσο πολύ, που νοιώθεις αμέσως οικειότητα. Δεν μπορεί βέβαια να ξέρει κανείς κατά πόσο η εγκαρδιότητα είναι απόλυτα ειλικρινής, αν οφείλεται σε ένα αίσθημα  ενοχής έναντι των Ρωμιών ή αν εκφράζει την ψυχολογία αντιπάλου, αφού το σημερινό κατευθυνόμενο γενικό κλίμα είναι τόσο βαρύ. Εμείς τουλάχιστον πιστέψαμε στο πρώτο, ίσως γιατί  και τα δικά μας αισθήματα είχαν ειλικρινή θερμότητα,  αφού μάλιστα πάντα  θυμόμαστε πως σε ανύποπτο χρόνο, συγκεκριμένα στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής, χιλιάδες ελληνικές οικογένειες των νησιών φιλοξενήθηκαν από τους απλούς χωρικούς των παραλίων,  διαφεύγοντας στο ουδέτερο –τότε- έδαφος της Τουρκίας (έτσι ήσαν οι σχέσεις των δύο λαών στο Αιγαίο, πριν από την σημερινή τεχνητή ένταση).

Γεγονός είναι πάντως, πως κατά τα τελευταία χρόνια ο τουρκικός λαός άρχισε σιγά- σιγά να αφυπνίζεται από τον λήθαργο μιας πολύμορφης καταπίεσης, πράγμα που θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα την ιθύνουσα τάξη. Γι’αυτό  και γίνεται μια μεθοδευμένη προσπάθεια αποπροσανατολισμού από την άθλια πολιτική, οικονομική και πολιτιστική του κατάσταση.

Παράλληλα λοιπόν με τις διάφορες προκλήσεις και τις επίσημες εκρηκτικές δηλώσεις, που αναφέραμε παραπάνω, επιστρατεύονται και άλλες μέθοδοι, όπως δημοσιεύσεις διαφόρων «ιστορικών» ή λογοτεχνικών κειμένων πατριωτικο-σωβινιστικού χαρακτήρα  -πολλές φορές μάλιστα υπογεγραμμένα από πρόσωπα της πνευματικής ηγεσίας-  που, για να λειτουργήσουν  καλύτερα, απευθύνονται στην καρδιά και την αμάθεια του Τούρκου αναγνώστη.΄Ετσι το περιεχόμενό τους, παρά τις εξωφρενικές διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας και της σύγχρονης πραγματικότητας, γίνεται, όπως είναι φυσικό, ευκολότερα αποδεκτό. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Επιστήμη και η Τέχνη στρατεύονται στην υπηρεσία της σωβινιστικής προπαγάνδας καλλιεργώντας έτσι στον λαό την επικίνδυνη για την ειρήνη της περιοχής ιδέα της Μεγάλης Τουρκίας. (Κάθε Λαός βέβαια δικαιούται –και επιβάλλεται θα λέγαμε- να έχει την δική του «Μεγάλη Ιδέα». Δεν έχομε όμως καμία αμφιβολία πως το Αιγαίο είναι μια υπόθεση εντελώς φτιαχτή «εκ των άνω»).

Παραλείπομε εδώ τους τίτλους σχετικών  τουρκικών δημοσιευμάτων, που περιλαμβάνονται στην Βαλκανική Βιβλιογραφία η οποία εκδίδεται από το ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών  Χερσονήσου του Αίμου). Στο παράρτημα του 6ου τόμου (Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 237-251) δημοσιεύονται μεταφρασμένα 17 από τα 29 ποιήματα μιας ποιητικής συλλογής με τίτλο Adalara Destanlar  (=Έπη για τα νησιά),΄Αγκυρα 1978. Η Συλλογή δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό Turk  Kulturu, όργανο του (Κρατικού) «Ινστιτούτου Ερεύνης του Τουρκικού Πολιτισμού». Ποιητής-συγγραφέας, σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα των μεταφραστών Κ.Πρίγκου-Α.Μαντάκου, είναι ο Sukru Elcin, Prof.Dr. (Καθηγητής Πανεπιστημίου  δηλαδή) και διευθυντής του παραπάνω περιοδικού.

Τα ποιήματα αυτά, παρά την τυχόν καλλιτεχνική τους αξία, δεν φαίνονται να απευθύνονται μόνο σε ορισμένο κύκλο με λογοτεχνική παιδεία, αλλά στο πλατύ κοινό, με απώτερο σκοπό να κεντρίσουν την νοσταλγία και κατ’ επέκτασιν τον φανατισμό του. Απόδειξη ότι κυκλοφόρησε σε ανεξάρτητη έκδοση στην εξευτελιστική μάλιστα τιμή των 25 λιρών Τουρκίας δηλαδή 15 περίπου δραχμές!  (Σημ.  0.20 ευρώ!!)

Τα 17 αυτά ποιήματα αναφέρονται στα νησιά του Αιγαίου: Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο,Κω, Σύμη, Ρόδο, Καστελλόριζο, Κρήτη. (Τα ψαρά, το νησί σύμβολο, δεν αναφέρονται πουθενά. Να πρόκειται άραγε για παράλειψη  (λόγω της σμικρότητάς του)  ή για εσκεμμένη παρασιώπηση, αφού και μόνο το όνομά του θυμίζει στον Τούρκο ποιητή ένα πνεύμα του   οποίου την αναβίωση θα πρέπει οπωσδήποτε να φοβάται.

Για λόγους καθαρά πατριωτικούς αξίζει, νομίζω, να γίνουν γνωστά τα ποιήματα αυτά ιδιαίτερα στους νησιώτες μας των παραμεθορίων περιοχών. Αυτός είναι βασικά ο λόγος που με παρακίνησε στην αναδημοσίευση των ποιημάτων αυτών γνωρίζοντας, πως δεν πρωτοτυπώ σε τίποτε. Και επιπλέον για να ενημερωθούν και άλλοι, εκτός των ειδικών, για την σοβαρή δουλειά που γίνεται στο ΙΜΧΑ. Αξίζει ίσως να παρουσιάσει κανείς όλα τα ποιήματα. Θα παραθέσομε όμως μόνον αυτά που αναφέρονται στη Χίο, Λέσβο, Καστελλόριζο, που για λόγους ειδικούς σχετίζονται ιδιαίτερα με το περιοδικό «ΤΑ ΨΑΡΑ».

1)   Γ Ι Α  Τ Η Ν  Χ Ι Ο:

α) ΟΙ  ΛΕΒΕΝΤΕΣ  ΤΟΥ  ΤΣΑΚΑ  ΜΠΕΗ                                                                                                 Από το Καντιφέκαλε (το βυζαντινό κάστρο τής Σμύρνης) έστειλα γεράκι με μαντάτο στον Τσεσμέ, παράξενο! Αντίκρυ στον Τσεσμέ βλέπει ένα γαλανό νησί μόνο του να συλλογιέται. Λεβέντες του Τσακά Μπέη (του πρώτου καταχτητή της Σμύρνης και των νησιών), πού είστε σπαθάτοι;  Η ιαχή ένας είναι ο Αλλάχ να αντηχήσει στη δική μας Χίο. (15.8.1976)

β)  ΣΑΝ  ΒΓΕΙΣ ΜΕ  ΤΟΝ  ΜΠΑΡΠΑΡΟΣΑ  ΣΤΑ  ΝΗΣΙΑ                                                                      Στη Σμύρνη το Μπακάλικο «ΧΙΟΣ» το ‘χει ο γιός του Χατζή-Ομέρ. Με είδε να περπατώ αφηρημένος στο Κορδόνμπογιου. Μπράβο σου, δεν μας μιλάς; Να ξέρεις πειράχτηκε αυτός. Μια  Παρασκευή βρήκα καιρό και πήγα να φιλήσω το χέρι της παραμάνας μου. Μάτια μου, είπε, άλλο δε βαστώ, γέρασα. Έστειλα γράμμα στη Χίο, στο φτερό του πουλιού. Απόκριση δεν  πήρα, η καρδιά μου κομμάτια, κομμάτια. Στο σεντούκι της προίκας μου υπάρχει μια σημαία, ένα σπαθί κι’ ένα κοράνι μεινεμένα από τον παππού μου. Σαν πατήσεις τα νησιά με τον Μπαρπαρόσα πήγαινέ τα στο σπίτι που γεννήθηκα.( 4.4.1978).

γ)   ΕΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ  ΠΑΙΔΙΑ

(11.10.1977. Παραλείπεται  εδώ λόγω εκτάσεως)

 

2)  Γ Ι Α  Τ Η  Λ Ε Σ Β Ο:

Από τις απομιμήσεις αρχαίων Ιωνικών επικράνων παραστάδων στο μεγάλο Τέμενος της Μυτιλήνης (YENI CAMI). Κτίστηκε το 1823! (Λεπτομέρεια αποτύπωσης αρχιτεκτ. Καθηγητών Π. και Κ. Μυλωνά)

α)   ΑΝΑΜΝΗΣΗ                                                                                                                                        Ο παππούς μου, ο Τσαλεγκλίογλου  Χαλίλ, ο θείος μου ο Ρεϊχάν Σπαχή, τα δύο μισά του μήλου πάνω σε ψιλόλιγνα άλογα, παράξενο! Κατέβηκαν στον κάμπο του Μοναστηριού  με γυμνά σπαθιά μια ‘μέρα. Χρονιά το 77. Εγώ είμαι στ’ Αϊβαλί. Η θάλασσα είναι μπλέ, πράσινη, μώβ. Ο χρόνος ξετυλίχθηκε κομματιαστά με την ταχύτητα της σκέψης. Ο πρίγκηπας Κορκούτ έμπηξε απόψε το λάβαρο στο κάστρο της Μυτιλήνης. (25.8.1977).

β)   ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ                                                                                                                                 Στο απέναντι βουνό χρυσό φως καίει, παράξενο! Στη μέση καθισμένη είναι μια κοπελιά , τα μάτια της υγρά. Εγώ δεν είμαι άσπλαχνος, μια απλωτή, μια απλωτή ακόμα απ’ τ’ Αϊβαλί. Περίμενέ με Μυτιλήνη, που σε ξέρω από το 1455.  (10.8.1976).

γ )   ΕΠΩΔΟΣ                                                                                                                                            Το ταξίδι άρχισε απ’ τ’ Αϊβαλί, πήρε τέλος στη Μυτιλήνη.΄Ένα ψάρι, μια κίσσα, μια ελιά, παράξενο! Είδαν τη Μυτιλήνη να φλέγεται, τα βουνά να καπνίζουν. Το ψάρι πεθύμησε να κολυμπήσει στο νησί, η κίσσα να πετάξει, η ελιά να απλώσει τις ρίζες της. Εγώ εδώ πώς μπορώ να μείνω, αναρωτήθηκε ο πρόσφυγας Αλή Καπτάν. Του Αλή Καπτάν το σκαρί είναι φτιαγμένο στο Μποντρούμ από τον μάστορα Ερντάλ. Απ’ τα βουνά Καζντάγ  φύσηξε αγέρας με τη μυρωδιά του πεύκου. Το ψάρι κολύμπησε, η κίσσα πέταξε, η ελιά άπλωσε τις ρίζες της. Οι τέσσερεις χωριανοί   κινήσαν απ’ το Αϊβαλί με ούριο άνεμο. Τα στοιχειά πήραν αχτίδες φωτεινές από τη νύχτα. Φτάσαν στην Μυτιλήνη, το πράσινο περιδέραιο στο λαιμό της Ανατολής. Το ψάρι, την κίσσα, την ελιά καλοδεχτήκαν οι περαστικοί. Μεγάλος ο Θεός είπε ο Αλή Καπτάν και βγήκε στη στεριά. Το χώμα φίλησε και τα δυό του μάτια, δυό βρύσες από δάκρυα. Αυτή τη μέρα ανοίξαν οι τουλίπες, οι ποτισμένες με το αίμα των μαρτύρων. Άλλος λεβέντης, άλλος σπαχής κι’ άλλος πεζός. Απέναντι πρόβαλε το Τσινάρ τζαμί. Στο μιναρέ «Μεγάλος ο Αλλάχ». Δώσαν τα χέρια ο Αλή, ο Γκιουλέ, ο Μόλβα κι’ ο Σαρλίτζα. Μιά λάμψη χαράς, μια θλίψη στην καρδιά του Αλή. Δεξιά είναι το Μπαλτσίκ, το Ολουκλού, το Τσεσμέ, το Ιντζέ Μπουρούν και η Ιλίτζα. Ο Νακίμ Κεμάλ από το κιόσκι του πασά στέλνει γραφή στην Υψηλή Πύλη.Τρέχει ξέπνοα  η βρύση  Σαλίχ Αγά. Απ’ το βουνό  Παλαμούτ κατεβήκαν τα ζαρκάδια στη μεγάλη λίμνη.Το περιστέρι το σταλμένο από το γέρο Καλαϊτζή παρατηρεί το Ντικιλί. Η Νατζιέ από τη Σαρλίτζα πήγε νύφη στη Μόλβα στις 15 του μήνα Σαμπάν. «Καρλπουμπαστή»  έκανε η κουνιάδα της. Το μουγγό Ομέρ στο Ζαφνέδο πνίξαν οι Ρωμιοί. Από τον Ισκεντέρ Μπαμπά ζήτησε αγόρι η Νατζιέ τη νύχτα των προσευχών.

Το ψάρι, η κίσσα, η ελιά είπαν: «Εδώ είναι ο τόπος μας», «θάνατος παρά επιστροφή» και αγκάλιασαν τον Αλή. Το φεγγάρι βγήκε, τ’ αστέρια άναψαν, το μισοφέγγαρο κάλυψε τη Μυτιλήνη. Το ταξίδι άρχισε  απ’ τ’ Αϊβαλί και πήρε τέλος στη Μυτιλήνη.   (15.8.1977).

 

Γ Ι Α  Τ Ο  Κ Α Σ Τ Ε Λ Λ Ο Ρ Ι ΖΟ:

ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ                                                                                                                                                 Στη σκέψη μου γυρνάς ρόδινο Καστελλόριζο, εσύ εκεί, εγώ εδώ, ντρέπομαι. Στην καρδιά μου αντηχεί η κραυγή των πουλιών, που αφήσαν τη φωλιά τους, ντρέπομαι. Στις χαρές, στις γιορτές, έρχεσαι στο μυαλό μου, οι λυγμοί μου πνίγουν το λαιμό, ντρέπομαι.   Οι μάρτυρες που έρχονταν απ’ τον  Δούναβη, τη Λιβύη, τη Βαγδάτη, στ’ όνειρό τους σε ζητούν, ντρέπομαι.   Όταν βρέχει, όταν ανθίζουν τα λουλούδια, όταν περνούν τα πλοία, όταν ο Σουλτάνος  Γκιγιασεντίν ρωτά για σένα, ντρέπομαι.   Απ’ τον Ταύρο, απ’ το Κας το πόσιμο νερό στους διαβάτες χάρισμα κι’ αν δίνω, ντρέπομαι.   Αν ψάχνεις ένα δρόμο στους δρόμους, δρόμο κοντινό, δρόμο μακρινό η καρδιά μου εσένα πεθυμάει, ντρέπομαι.   Εγώ εσένα Καστελλόριζο χωρίς πατέρα και μάνα σ’άφησα, πώς να το πω, πώς να το εξηγήσω, ντρέπομαι.       (18.2.1978)

 

Όλα σχεδόν τα ποιήματα είναι γραμμένα στο πλαίσιο μιας Μεγάλης Τουρκικής Ιδέας,  δηλαδή με το όραμα της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ευαισθησία και ο λυρισμός που ξεχειλίζουν αναμφισβήτητα, καθώς και οι συχνές αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, συνδυάζονται πάντα με μια νοσταλγία για τις «χαμένες Πατρίδες» και μιαν ευχή  να ξανάρθουν πάλι τα παλιά μεγαλεία! Ο ποιητής δεν περιορίζεται σε μια απλή και ίσως ως ένα βαθμό θεμιτή, θα λέγαμε, νοσταλγία  κάποιων «χαμένων πατρίδων», αλλά προχωρεί στη σύνθεση σκηνικού, με το οποίο υπαινίσσεται σαφέστατα στρατιωτική απόβαση! (βλ. ποίημα (γ) για την Λέσβο). Ιδιαίτερα σχόλια δε νομίζω ότι χρειάζονται. Στίχοι, όπως οι παρακάτω, καθιστούν ολοφάνερο τον σκοπό και το μήνυμα των ποιημάτων: «Περίμενέ με Μυτιλήνη, που σε ξέρω από το 1455», «Η ιαχή ένας είναι ο Αλλάχ να αντηχήσει στη δική μας Χίο»,  «Είναι η Κως που περιμένει τον σεισμό, που έρχεται από τεσσάρων αιώνων δρόμο»,  «Το μισοφέγγαρο κάλυψε την Μυτιλήνη»,  «Εσάς περιμένουν παιδιά»,  «Σίγουρα μια μέρα το φώς θα πνίξει το σκοτάδι»,  «Η νοσταλγία της Ρόδου μου καίει την καρδιά»,  «Ντρέπομαι»,  «Αν ψάχνεις ένα δρόμο στους δρόμους, δρόμο κοντινό, δρόμο μακρυνό, η καρδιά μου εσένα πεθυμάει»,  «Στη Σάμο το φανάρι που άναψε ο Τσακά Μπέης με περιμένει στο λιμάνι»,  «Σήμερα σε ποιούς έμεινε ο τόπος που κυμάτιζε η σημαία μου»,  «Σαν πατήσεις τα νησιά με τον Μπαρπαρόσα…»  κ.α.

Θα θέλαμε να πιστεύαμε πως τα παραπάνω ποιήματα εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τις απόψεις του συγγραφέα, οπότε η σημασία τους για μας θα ήταν πολύ περιορισμένη. Η ιδιότητα όμως του Πανεπιστημιακού καθηγητή μας κάνει να υποθέσομε πως έτσι περίπου θα σκέπτεται για τα νησιά και ένα σοβαρό μέρος της Τουρκικής κοινής γνώμης.

Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του: Δεν πρέπει να ζούμε με αυταπάτες για τις πραγματικές προθέσεις  των γειτόνων μας. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν μένουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Από την επίσημη πλευρά μάλλον όχι. Μόνον αν οι δύο λαοί πάρουν τις τύχες στα χέρια τους, συνειδητοποιώντας τα πραγματικά τους προβλήματα, θα μπορέσουν να απαλλαγούν από περιπέτειες,  που μόνο τα δικά τους συμφέροντα δεν εξυπηρετούν. Χρειάζεται βέβαια πολύς δρόμος, μα που σίγουρα οι Λαοί μπορούν να τον βρουν μόνοι τους. Μια ακτίδα ελπίδας μας έδωσαν οι θαμώνες της παραλιακής ταβέρνας του Τσεσμέ  (φάτσες εντελώς όμοιες με τις δικές μας, ρυτιδιασμένες  -ας μην κρυβόμαστε-  από τα ίδια σεκλέτια)  όταν με υψωμένα τα ποτήρια μας φώναζαν εγκάρδια:  «Serefinize Yunan  arcadaslar”,  (= στην υγειά σας φίλοι Έλληνες).

Άγνωστε φίλε Τσεσμελή. Το «φώς» της ταβέρνας δεν πρέπει με κανένα τρόπο να σβήσει. Σε προσκαλώ, αν θέλεις, στο νησί, για να ενώσομε πάλι, όχι τις γροθιές, όπως θέλουν οι Άλλοι, μα τα ποτήρια με το γλυκό κρασί του χωριού μου. Έλα, μη διστάσεις. Σαν είσαι φίλος τα νησιά εύκολα μπορείς να τα πατήσεις.

Κατερίνα Παπαθωμά – Μαστοροπούλου, (1982)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

5 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Καθηγητής μου ιστορικός το 1972... Παιδιά, ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται.

    Είναι φίδι στον κόρφο μας. Σε δύο χρόνια είχαμε την εισβολη. Αττίλας 1 & 2. Και γιατί ποτέ δεν άκουσα τους δικούς μας πολιτικούς να λένε ότι αυτά τα χώματα – Πολις – Ιωνια- είναι σκλαβωμένα εδώ και 500 χρόνια? Όλοι μοκο. Τούρκος = ΜΠΑΠΕΣΗΣ.

  2. Είμαστε και για κλάματα. Πόσοι έχουν στο επίθετο το Ογλου? Παρα πολλοί. Γιατί δεν το αλλάζουνε? Την στιγμή που οι ξένοι έχουν χιλιάδες ελληνικές λέξεις ΔΑΝΕΙΑ, εμείς έχουμε στην καθημερινότητα μας το Μανάβης μπακάλης χασάπης κατάλοιπα του φτωχού μυαλού μας και μιας αξιοθρηνητης αξιοπρέπειας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ