Την Κυριακή 30 Ιουλίου το βράδυ πραγματοποιήθηκε η πρώτη παρουσίαση στην Κάσο του βιβλίου-Ποιήματος «Μαρία Βουνάρα», του συμπατριώτη μας Δημήτρη Βοναπάρτη.
Το βιβλίο διατίθεται στην Κω στα βιβλιοπωλεία Θαλασσινού και ΕΚΦΡΑΣΗ Σ. Κλάδη.
Την εκδήλωση στην πλατεία δημαρχείου Κάσου τίμησε πλήθος συμπατριωτών μεταξύ των οποίων η δήμαρχος Κάσου κ. Μαίρη Σορώτου-Τσανάκη, μέλη του Δ.Σ. του Δήμου Κασίων, όπως και εκπρόσωποι τοπικών και παροικιακών σωματείων Αττικής, κ.π.α.
Τον συντονισμό είχε ο Μηνάς Μαλαδρής, ο οποίος έδωσε τον λόγο στον Γιάννη Φραγκούλη, πρόεδρο της Ο. Δ. Σ. Α -Π. Για τον ποιητή και το έργο του μίλησε ο Μιχάλης Σκουλιός. Ενώ την περαιτέρω διαδικασία της παρουσίασης είχε η Εύα Δ. Βοναπάρτη, με τους τους μουσικούς Δημήτρη Σ. Περσελή (λύρα), Ηλία Α. Διακάκη (λαούτο), Γιώργο Βοναπάρτη (βιολί), Θωμαϊδα και Ειρήνη Βοναπάρτη (παιδιά του ποιητή) και την Ελισσάβετ Κωνσταντινίδη, οι οποίοι απάγγειλαν και ερμήνευσαν αποσπάσματα, που μελοποίησε ο ίδιος ο Δ. Βοναπάρτης.
Η Μαρία Βουνάρα είναι μια όμορφη λαϊκή ιστορία. Είναι είναι ένας ύμνος στον αγνό έρωτα και την παντοτινή αγάπη. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα πρόσωπα και η τοποθεσία που λαμβάνουν χώρα στο έργο είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητά τους, ουδεμία σχέση έχουν με άτομα που έζησαν κατά το παρελθόν στο νησί και στο συγκεκριμένο τοπωνύμιο, τη Βουνάρα.
Το έργο του Δ. Βοναπάρτη δεν είναι ιστορικό. Είναι καθαρά λυρικό. Παρ’ όλο που η εξέλιξη της υπόθεσης ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά των αντιστοίχων μυθιστοριών, παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς τη δομή του. Ο Δ. Βοναπάρτης δεν μιμείται, ούτε διασκευάζει. Η πλοκή του είναι οργανωμένη. Και βέβαια, οι χαρακτήρες των προσώπων έχουν ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας τους.
Εκτός από τα επικά στοιχεία, σε όλους σχεδόν τους στίχους κυριαρχεί το αγνό ερωτικό πάθος, συστατικό της αγάπης. Άλλωστε ο σχολαστικός αναγνώστης θα παρατηρήσει έντονη την παρουσία δραματικών στοιχείων, ενώ η συχνή παρουσία του διαλόγου προσδίδει στο δράμα μια θεατρικότητα η οποία είναι συνδεδεμένη με τη σύλληψη του έργου του ποιητή.
Ο Δ. Βοναπάρτης επιμελείται σχολαστικά τη στιχουργία του κειμένου. Μεστός ο λόγος του, απλός, κατανοητός και πλούσιος. Δεν υπάρχουν ψεγάδια στην ομοιοκαταληξία.
Η γλώσσα της Μαρίας Βουνάρας, βασίζεται στην ομιλούμενη κασιώτικη διάλεκτο, ωστόσο δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες του ενός ιδιώματος…
Τίποτε άλλο δεν θέλω να προσθέσω, παρά να ευχηθώ στο φίλο Δημήτρη Βοναπάρτη να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του. Να είναι καλά αυτός και η οικογένειά του. Να επισκέπτονται συχνά την Κάσο μας. Περιμένω και άλλα έργα σου φίλε Δημήτρη. Συγχαρητήρια.
Από το: kasosnews.wordpress.com
Μιχάλης Κ. Σκουλιός
ο Μιχάλης Σκουλιός, με έντονη την παρουσία του στα γράμματα, και βραβευμμένος απ την Ακαδημία Αθηνών, παρουσίασε το βιβλίο ως εξής:
Για τον ποιητή Δημήτρη Βοναπάρτη, του οποίου σήμερα έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε στην Κάσο το τελευταίο έργο του, επιτρέψτε μου να σας πω δυο λόγια.
Η ιστορία όλων μας έχει αφετηρία το Ολοκαύτωμα της Κάσου. Το Ιούνιο του 1824, όταν συντελέστηκε εκείνη η φοβερή αιματοχυσία, όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στα δουλοπάζαρα της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης, κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να κρυφτούν σε σπηλιές και βουνά του νησιού. Μέσα στην παραζάλη τους, κάποιοι ψυχραιμότεροι, είχαν καλύτερη τύχη. Βρήκαν το κουράγιο και μια βάρκα και κατευθύνθηκαν για να γλιτώσουν στην γειτονική Κάρπαθο, την Κρήτη, την Αμοργό, την Ίο, την Πάρο, την Νάξο και άλλα παρακείμενα νησιά.
Από το 1826, οι διασωθέντες στην Κάσο, μαζί με αυτούς που επέστεψαν δειλά, επικέντρωσαν τις ισχνές δυνάμεις τους στην αναστήλωση του νησιού.
Περί το 1860, ο Γιάννης Μηνά Βοναπάρτης, παππούς του Δημήτρη, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία πάνω στο νησί, κάποια από τα επόμενα χρόνια, αναγκάζεται λόγω μεγάλης ανομβρίας, να μεταφέρει τα ζώα του για βοσκή στην Κω με δύο καΐκια των αδελφών Διακάκη.
Για τον Γιάννη Μηνά Βοναπάρτη, το νησί της Κω, από εκεί κι ύστερα, γίνεται τόπος μόνιμης κατοικίας και φυσικά δημιουργίας της οικογένειάς του. Μη έχοντας όμως χαρτιά, όπως και πολλοί άλλοι περιπλανώμενοι Κασιώτες, κάποια στιγμή όταν χρειάστηκε την έκδοση πιστοποιητικού ταυτότητος, θα χρησιμοποιήσει το πατριδωνυμικό Κασιώτης. Έτσι ο Βοναπάρτης πολιτογραφείται στο νησί της Κω ως Κασιώτης.
Εξ’ άλλου δεν ήταν ο μοναδικός με αυτό το προσωνύμιο. Είναι γνωστό, το αναφέρω σε ένα από τα βιβλία μου, ότι βρέθηκαν να είναι καταχωρημένοι σε διαφόρους καταλόγους μεταναστών 19 παραλλαγές επιθέτων, τα οποία είχαν ως παράγωγο το προσωνύμιο Κάσος, Κάσιος, Κασιώτης, Κασιωτάκης κ.λπ…
Βέβαια, όλοι αυτοί, έκαναν χρήση αυτού του επιθέτου, για να ξεχωρίζουν από κάποιους άλλους αγνοημένους Έλληνες…
Το πατριδωνυμικό Κασιώτης, το οποίο χρησιμοποιεί η οικογένειά του στην Κω, αλλά και ο ίδιος ο τιμώμενος σήμερα ποιητής μας, θα θελήσει να δώσει τη θέση του στο πραγματικό πατρωνυμικό, Βοναπάρτης. Με δικαστική απόφαση, μετά από την επίσκεψή του στο νησί μας, το 1987, αναζητώντας πλέον περισσότερες πληροφορίες για τις ρίζες της οικογένειάς του μέσα από τις τελευταίες γενιές των Βοναπάρτηδων.
Ο Δημήτρης Βοναπάρτης γεννημένος στην Κω της Δωδεκανήσου, αν και μακριά από την γενέτειρα των παππούδων του, θα μεγαλώσει σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του νησιού μας. Τα πρώτα ακούσματα από το σπίτι του, η ντοπιολαλιά του παππού και πατέρα του Γιώργη, η μουσική, οι μαντινάδες τις οποίες σκαρώνουν κατά καιρούς οι παππούδες του, αλλά και το πλήθος των αναμνήσεων και των αφηγήσεων από τον μακρινό κάποτε τόπο τους, την Κάσο, με τον καιρό γίνονται βίωμά του.
Ο Δ. Βοναπάρτης, μετά το λύκειο θα σπουδάσει θέατρο. Αποφοιτώντας, επιστρέφει στο νησί του την Κω, όπου θα ετεροαπασχοληθεί ως ελεύθερος επαγγελματίας, ενώ παράλληλα με την άσκηση του επαγγέλματος του εκδότη-δημοσιογράφου, μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα, θα εκδώσουν την ιδιόκτητη εφημερίδα «Παγκωακή». Φύση ανήσυχο και καλλιτεχνικό πνεύμα ο Δ. Βοναπάρτης, υπό την ιδιότητα του σκηνοθέτη-ηθοποιού, θα συγκροτήσει θεατρική ομάδα, και θα ανεβάσει διάφορα διασκευασμένα έργα αρχαίων και νεώτερων συγγραφέων, αλλά και δικά του.
Ας έρθουμε τώρα, στο σημερινό έργο που παρουσιάζουμε, την «Μαρία Βουνάρα».
Η Μαρία Βουνάρα είναι μια έμμετρη μυθιστορία που εξελίσσεται κατά τον δημιουργό της, τα νεώτερα χρόνια. Είναι ένα ποίημα που αποτελείται από 24 μέρη, γραμμένο σε 1600 περίπου ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Κεντρικό θέμα είναι ο αγνός έρωτας, η αγάπη ανάμεσα σε δύο νέους, οι οποίοι γνωρίζονται τη νύχτα της Ανάστασης.
Όπου αγαπήθηκαν κρυφά και μπιστεμένα οι δυό τους,
και βάσταξε η αγάπη τους έως το θάνατό τους.
Η Μαρία ήταν τότε 16 ετών. Μικρή ορφάνεψε και ζούσε ολομόναχη στο μονόσπιτο των γονιών της. Παρέα της είχε τα ζώα της που καθημερινά έβοσκε στο μικρό λόφο του νησιού, τη Βουνάρα. Εκείνος, ο Φωτεινός, βοσκαρόπουλο, λίγο μεγαλύτερός της.
Την κόρη την πεντάμορφη π’ αντίκρισε το φως του,
καλό είναι να λευτερωθεί από κείνη ο λογισμός του.
Ο ένας στη βουνοκορφή, που ο ήλιος βασιλεύγει,
κι η άλλη στην Ανατολή, στ’ άλλο βουνό αρνεύγει.
Το ζευγάρι αρχίζει σιγά σιγά να χτίζει τον έρωτά του. Η κοπέλα, τον σκέπτεται στα όνειρά της. Κι ο νέος το ίδιο, μέχρι που φθάνει στο σημείο, να στείλει προξενιτάδες…Αλλά.
Πιο πάνω από την ανάσα μου, πιο πάνω από τη ζωή μου,
έχω εσένα για ζωή, εσένα για πνοή μου. Του λέει η Μαρία.
Κι εκείνος της απαντά:
Χωρίς εσένα είμαι μισός, σαν τη μισή τη μέρα,
που στο καταμεσήμερο, ξάφνου πλακώνει εσπέρα.
Μ’ αυτά τα βασανίσματα περνούσαν οι βραδιές τους,
δυο νέοι, χώρια μακριά, ζούσαν τις μοναξιές τους.
Κι ενώ ο έρωτας το δύο νέων μέρα με τη μέρα φουντώνει, ξάφνου μεσολαβούν τρεις χρονιές, άγονες για το νησί τους, δεν βρέχει ούτε μια σταγόνα.
Η γης δεν επρασίνισε, τα δέντρα δεν καρπίσαν,
αλέτρια δεν όργωσαν, δρεπάνια δεν θερίσαν.
Τα ζα όσα ήταν ισχνά, όλα τους λιανιστήκαν,
και τ’ άλλα δεν γυρέψανε, και δεν εγκαστρωθήκαν.
Τι να κάνει ο νέος πάνω σ’ αυτό τον έρημο τόπο;… Πώς να τα βγάλει πέρα;… Η μόνη λύση στο αδιέξοδό του είναι η ξενιτιά:
Πρώτος και καλύτερος, ως ήταν παλικάρι,
σε υπερπόντιες θάλασσες, ο Φωτεινός μπαρκάρει…
Η μάνα του στενοχωριέται:
Σβηστό καντήλι σκοτεινό, κρέμομαι ξεχασμένο,
μ’ ακόμα και στα τέλη μου, γιε μου θα σ’ ανιμένω.
Η Μαρία που η αγάπη της γι αυτόν δεν περιγράφεται, παλεύοντας με το χρόνο, όλες τις ώρες τον έχει στο νου της και τον περιμένει:
Κι όσο τα μάτια μου ανοιχτά, θωρούν αυτή την πλάση,
θα περιμένω εκείνονε, ναρθεί να μ’ αγκαλιάσει.
Τα χρόνια βασανιστικά περνούν για την Μαρία. Πάει τώρα τόσος καιρός και κανένας δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο Φωτεινός. Ένας φόβος κυριεύει την ψυχή της. Ακούγονται πολλά, όπως:
Δεν χάθηκε ο Φωτεινός, δεν ακούστηκε να χάθη,
δεν άργησε πρώτη φορά, ξενιτεμένος νάρθη…
Και όσο περνούσε ο καιρός, κι οι μέρες εδιαβαίνα,
στο πλάι της η κάθε μια μετά την άλλη επέρνα.
Η Μαρία φέρνει στη θύμησή της τα περασμένα με τον Φωτεινό. Τις όμορφες στιγμές του αθώου έρωτά τους. Το κλάμα της όμως δεν είναι αρκετό να μαλακώσει έστω για λίγο τη στεναχώρια της. Πρέπει να δεχτεί την απώλειά του. Την απώλεια του αγαπημένου της, που γι αυτήν είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο της. Η εμμονή στον λατρεμένο της, την οδηγεί στον παραλογισμό. Στο μυαλό της πολλά στριφογυρίζουν. Έτσι αποφασίζει μιαν αυγή να δώσει τέλος στο μαρτύριό της.
Σηκώνεται ταχύ-ταχύ, αφήνει το κρεβάτι,
και παίρνει μόνη το στρατί-στρατί το μονοπάτι.
Το τέλος του έργου είναι δραματικό γιατί πέφτει και σκοτώνεται η Μαρία. Γκρεμίζεται στ’ άγρια κλαδιά και σκοίνα, εκεί που πρωτοαντίκρισε τον πολυαγαπημένο της.
Πιο πολλοι οι ομιλητες απο οσους διαβασαν το βιβλιο ….τοσγ διαφημιση πια ελεος
….το διάβασα το βιβλίο δεν λέει και τίποτα το ιδιαίτερο