Ρόδος: Ο Γιάννης ο Καραντής από τ’ Αφάντου, στα 94 είναι λεβέντης και ενήμερος για όλα!

0
8501

Η ζωή και η πορεία του, τα σκαμπανεβάσματα και τα διδάγματά του

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που βρίσκει γαλήνη στο σπίτι του, είχε πει ένας μεγάλος. Κι ο Γιάννης Παπαβασιλείου, τους έχει όλους γύρω του, στα 94 του χρόνια που είναι αρχηγός ακόμα της οικογένειας.

Να γερνάς όμορφα, αυτό έχει αξία. Πίνει τη μπυρίτσα του, πάει στα καφενεία και στις επισκέψεις του, διαβάζει τη «Ροδιακή», είναι ενήμερος για τα πάντα όλα αυτός ο Αφαντενός που σήμερα μου μιλά για μια ζωή που μοιάζει με πολλών δημιουργικών ανθρώπων αυτού του νησιού.

Πήγα στ’ Αφάντου όπου όλη η οικογένεια ήταν εκεί, και παρακολουθούσε και συμπλήρωνε, αλλά το γενικό πρόσταγμα το είχε ο Γιάννης ο Καραντής.
«Είμαι ο Γιάννης Παπαβασιλείου, το τελευταίο παιδί της οικογένειας, μου λέει. Τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Η μία αδελφή μου χάθηκε το 1938, από τύφο, στα 17 της. Το 1942 πέθανε ο πατέρας μου.

Η κακουχία, ο πόλεμος… Πηγαίναμε στη Λαχανιά και αλλάζαμε με σιτάρι, με αλεύρι τα βερίκοκα που έβγαζε εδώ το χωριό μας, το πιο μεγάλο χωριό της Ρόδου, μαζί με τα Τριάντα. Η μητέρα μου, μ’ έβαζε στο γαϊδουράκι από πίσω και πηγαίναμε στον Αρχάγγελο δύο φορές την εβδομάδα. Οι γιαρένηδες οι φίλοι μας εκεί μας φιλοξενούσαν στα σπίτια τους. Είχαμε κουμπαριές, τρεις- τέσσερις οικογένειες. Φέρναμε τα φύλλα από τη Μαλώνα και κάναμε μεταξοσκώληκες, τις καλαμιές με τα κουκούλια. Ήταν ο Αριστείδης Αραπούλης που είχε το εργοστάσιο και επεξεργαζόταν τα κουκούλια. Έτσι περνούσαμε τότε.

Οι Γερμανοί ήταν η κακή μοίρα, ο φόβος, κι ο τρόμος. Τον Ιταλό ό,τι κι αν έκανες τον βόλευες. Εγώ όταν ήμουνα μικρός, πήγαινα και φύλαγα τα χωράφια μας. Τον έπιανες τον Ιταλό που έκοβε τα σταφύλια ή τα σύκα και σου έλεγε «συγνώμη». Ο Γερμανός έμπαινε μέσα δεν είχες το δικαίωμα ούτε να γυρίσεις να τον δεις. Το 1940, τα παιδιά τα δικά μας έπαιζαν ποδόσφαιρο με τους Ιταλούς που ήταν οι εγκαταστάσεις τους εδώ. Μαγείρευαν, κι εμάς τα παιδιά μας έβαζαν φαί.

Ήμασταν θεονήστικοι. Το 1944, που ήμουνα 15 χρονών ήρθε ο γιατρός ο Μαστρογιαννάκης, να κουρευτεί στο κουρείο και εμφανίστηκε Γερμανός μεθυσμένος και του είπε «ψηλά τα χέρια». Με το πιστόλι, πίσω του αυτός, από τη μέση του χωριού τον πήγε στον Περνό (στη γέφυρα). Εμείς τα παιδιά ακολουθήσαμε για να δούμε πού τον πάει. Ανεβήκαμε σ΄ ένα ύψωμα και ρίχναμε πέτρες από πάνω στον Γερμανό, κι έτσι γλιτώσαμε τον γιατρό! Δεκαεπτά χρονών έβαλα παπούτσια.

Το ίδιο και παντελόνι, από τσουβάλι. Όταν ήρθανε οι Εγγλέζοι έφεραν από την Κύπρο αστυνομικούς για να στελεχώσουν τις υπηρεσίες. Τότε και πολλοί ντόπιοι πήγαν και πήραν θέσεις».

Είσαστε από τους πρώτους Ρόδιους που πήγατε στρατιώτης για να υπηρετήσετε την Ελλάδα!
Εμείς που γεννηθήκαμε το 1929 ήμασταν η δεύτερη φουρνιά που πήγε στον στρατό. Εγώ εμφανίστηκα στη Φλώρινα. Είκοσι μήνες στις Πρέσπες. Είχα φτιάξει ένα μαγαζάκι στ’ Αφάντου, παντοπωλείο. Μόλις το είχα ανοίξει και δρομολογήσει, το 1951 πήγα στρατιώτης. Φεύγοντας το κράτησε η μάνα μου. Κέρβερος, αν και αγράμματη γυναίκα, μου το κράτησε μέχρι που ήρθα. Μετά αγόρασα φορτηγό, κι έκανα μεταφορές σε εμπορεύματα και τροφοδοσίες. Το κύριο προϊόν του χωριού, το βερίκοκο. Τόνους βερίκοκου του Παυλή, αλλά και πρώιμο έβγαζαν τ’ Αφάντου. Ασχολήθηκα κι εγώ. Βουνά τα βερίκοκα. Έκανα εμπόριο.

Γίνατε ταξιτζής, στη συνέχεια!
Το 1964 αγόρασα καινούργιο ταξί ενώ και μέχρι το 1983 κράτησα το μαγαζί. Από τους παλαιότερους ταξιτζήδες, αλλά πριν από εμένα ξεκίνησε ο Φίλιππος Φιλιππάκος, ο κουνιάδος μου που είναι ο παλαιότερος ταξιτζής στη Ρόδο, να είναι καλά. Η νύχτα είχε τα περισσότερα λεφτά, στο ταξί. Ο συνεταίρος μου είχε την ιδέα να αγοράσουμε άλλο ένα ταξί, κι έτσι ξεχωρίσαμε και είχε ο καθένας το δικό του. Έδωσα 3.000 χρυσές λίρες που θα μπορούσα μ΄ αυτές ν΄ αγοράσω τη μισή Ρόδο, σε οικόπεδα. Έρχεται η χούντα και ανοίγει το επάγγελμα του ταξιτζή, κι ήταν ελεύθερος όποιος ήθελε να πάρει με 60.000 δραχμές ταξί και να μπει στην αγορά. Τράβηξα κι αυτό το κούσπουρο (την αγωνία και την ταλαιπωρία), αλλά τα έβγαλα πέρα.

Έβγαλα πολλά λεφτά από τους Ιταλούς τουρίστες που έρχονταν κι είχαν υπηρετήσει εδώ στον πόλεμο. Τους γνωρίζαμε, τους θυμόμασταν, έρχονταν με τα παιδιά τους. Έναν αξιωματικό τον έβαλα και τον πήγα στ’ Αφάντου, μου έλεγε εκείνος που βρισκόμασταν. Όταν φτάσαμε στ’ Αφάντου, κέρασε όλους όσοι κάθονταν στο καφενείο. Έπαιρνα κόσμο από το κέντρο του Μπαμπούλα, από του Αλέξη στην Παλιά Πόλη… Το 1964 εκλέχτηκα δημοτικός σύμβουλος Αφάντου με δήμαρχο τον Βασίλη Διακίδη. Τότε τα σκουπίδια τα μαζεύαμε με το γαϊδουράκι, κι εμείς αγοράσαμε αυτοκίνητο, κάναμε συνεργείο αποκομιδής απορριμμάτων, βάλαμε μεγάλες βάσεις. Έμεινα 12 χρόνια συνολικά στα κοινά.

Περιμένατε την εξέλιξη που είχε στη συνέχεια η Ρόδος;
Ναι, γι’ αυτό πήγα προς τα εκεί. Κι έκανα γνωριμίες με ανθρώπους της πόλης επιφανείς, ανθρώπους εμβέλειας: Μαρκουλή, Καράκιζα, Κοντολέων, χίλιους δυό. Με το ταξί έπαιρνα τον αείμνηστο Μιχάλη Ιντζά που είχε έρθει από την Αίγυπτο, τελείωσε τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων από τους πρώτους, μόρφωση τεράστια που έβλεπε πολύ μπροστά.

Έκανε πέντε η κούρσα, μου έδινε δέκα. Άνθρωπος υψηλού επιπέδου όπως και ο Μάκης ο αγαπημένος μας που χάθηκε πρόσφατα τόσο νέος και χάθηκε όλος ο κόσμος μας όπως και η Σοφία. Μέχρι το 1990 είχα το ταξί. Έφευγα το πρωί και ερχόμουν στο σπίτι στις 12 τη νύχτα.

Κάνατε μία ωραία μεγάλη οικογένεια!
Με τη γυναίκα μου τη Δέσποινα Φιλιππάκου, που την έχω χάσει, κάναμε τέσσερα παιδιά τη Βάσα, την Παρασκευή, τον Γιώργο και τον Κυριάκο. Λεφτά πάρα πολλά έκανα. Αγορές, έκανα. Αλλά τα ξόδευα κιόλας. Έκανα γλέντια στο σπίτι με τον Μιχάλη Πελλό, με το βιολί. Η προτεραιότητά μου ήταν να μορφώσω τα παιδιά μου και το έκανα. Αυτά που κατόρθωσα να φτιάξω ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Αλλά ήμουν πείσμων, ευγενής, ευπαρουσίαστος, κι είχα μέτρο.

Αν είχα μάθει γράμματα η εξέλιξή μου θα ήταν πολύ καλύτερη. Εγώ τα γράμματα τα έμαθα στην πορεία. Διάβασα και διαβάζω εφημερίδες, γνωρίζω την ιστορία και όλα τα γεγονότα τα ιστορικά. Αξιώθηκα να δω τα παιδιά μου σπουδασμένα, τον γαμπρό μου τον Βασίλη Χρύση, βουλευτή.

Γιατί σας λένε Καραντή;
Ο Γιάννης του Καραντή. Ο πατέρας μου και ο αδελφός του ήταν δύο αδέλφια. Πήγαν και οι δύο στην Αμερική, ο πατέρας μου ο μικρότερος, ο θείος μου ο μεγαλύτερος. Ο θείος μου, γύρισε πίσω με το βαπόρι «Αβέρωφ». Ήρθε με το Αβέρωφ, ο Αβέρο… ο Αβέρο, αν δεν τον έλεγες Αβέρο, δεν τον έβρισκες. Ο πατέρας μου πέρασε από καραντίνα για να μπει στην Αμερική όπως όλοι. Κι έτσι έμεινε να τον λένε, Καραντή. Ήρθανε με το πλοίο Αβέρωφ και πέσανε σε καραντίνα. Κι ο ένας έγινε Αβέρο, κι ο άλλος Καραντής.

Σηκώθηκα να φύγω και σκεφτόμουνα πώς τον προσέχουν παιδιά κι εγγόνια, τον Καραντή. Πού θα κοιτάξει, τι θα πει.. Λίγες μέρες μετά, είχε τα γενέθλιά του. Τηλεφώνησα κι εγώ για τις ευχές. Τους είχε όλους δίπλα του στο μεσημεριανό τραπέζι όταν έσβησε το κεράκι.

πηγή: https://www.rodiaki.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ