Αρχική Ειδήσεις Εν Δωδεκανήσω Γιώργος Τρικοίλης: «Το μετρητό, να το δώσει η νύφη στον γαμπρό, ο...

Γιώργος Τρικοίλης: «Το μετρητό, να το δώσει η νύφη στον γαμπρό, ο γαμπρός να το πάρει, να το δώσει για τις αδελφές του…»

0
1248

Ο 92χρονος Καλύμνιος, Γιώργος Τροικίλης που αφηγείται μια ζωή ίδια με των περισσοτέρων της γενιάς του

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Κάνουνε «συναυλία»  στο σπίτι τους, τρεις φορές την εβδομάδα! Ο Μιχάλης τραγουδάει, η Μαριγό, η καλή τους φίλη, γρατζουνάει την κιθάρα, ο Εργάλης όπως λένε τους Γιώργηδες στην Κάλυμνο, ο Γιώργος Τροικίλης, ο Κέζος που αν δεν τον πεις έτσι δεν τον βρίσκεις γιατί η μισή Κάλυμνος Τρικοίληδες είναι, παίζει βιολί! Τώρα στα 92 του, εδώ στη Ρόδο που περνάει πια το μισό του χρόνο,  το αγαπάει πιο πολύ. Τότε είχε να δουλέψει, και δούλεψε πολύ σ’ αυτή τη ζωή.

Αγόγγυστα, όπως δούλευαν οι περισσότεροι της γενιάς του, για να παντρέψουν αδελφές, κι ας μέναν  πίσω οι ίδιοι, από ένα ιερό καθήκον που ο κόσμος- αυτό που λένε στην Τουρκία- «η πίεση της γειτονιάς», τους επέβαλε. Πόσες φορές δεν άλλαξε προσανατολισμό!

Έφτασε πάνω, και ξανακύλησε κάτω, σαν το μύθο του Σίσυφου, κι αυτός που κυλάει μια πέτρα προς την κορυφή του βουνού, αλλά αυτή η πέτρα ποτέ δεν θα σταθεί. Κυλάει κάτω και πάλι ο Σίσυφος κυλάει την πέτρα πάνω. Ο καθένας σπρώχνει τη δική του πέτρα. Κι ο φλογερός αυτός Καλύμνιος, με την απόλυτη διαύγεια στη σκέψη που κάθεται απέναντί μου, μεσημέρι Κυριακής, ποτέ δεν την άφηνε  στη μέση της διαδρομής.

«Για να μάθεις ένα όργανο πρέπει να πας σ’ ένα δάσκαλο, μου λέει. Εγώ το έμαθα μόνος, από ηλικίας 14 ετών. Γεννήθηκα Γενάρη μήνα  του 1931. Οι Ιταλοί έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και για να μπορεί η οικογένεια να αγοράζει τρόφιμα, έπρεπε να πηγαίνουν τα παιδιά σε ιταλικό σχολείο».

Άδειαζε η Κάλυμνος το καλοκαίρι, έφευγαν οι άντρες για τα σφουγγάρια. Τι θυμάστε, ως παιδί;
Έφευγαν κάθε χρόνο 200 πλεούμενα, καΐκια, βάρκες, όλα για την Αφρική, τη Λιβύη, την Αλεξάνδρεια. Με κουπιά και με πανιά, δεν υπήρχαν μηχανές τότε. Και 1.150 «μηχανικοί», αυτοί που πέφταν στο νερό, με  το σκάφανδρο, την περικεφαλαία. Κάθε χρόνο καμιά δεκαπενταριά από αυτούς δεν γύριζαν πίσω. Ή σφουγγάρι ή τομάρι. Να βγάλουν πάνω σφουγγάρια, αυτό ήταν το θέμα για να οικονομήσει ο καπετάνιος. Κάνανε Πάσχα στο νησί, και μετά μία εβδομάδα, όλοι φεύγανε. Γυρνούσαν Οκτώβρη μήνα. Κι όταν γυρνούσαν τα πλεούμενα στο νησί, η σημαία ήταν μεσίστια.

Πράγματι, γινόταν μεγάλο γλέντι στο νησί πριν φύγουνε;
Δικαιολογημένα. Γιατί μπορεί να μη γυρνούσαν και ποτέ. Παίρνανε την προκαταβολή από τον καπετάνιο και συνήθως τη σπαταλούσαν στα βιολιά. Ο μηχανικός!  Έτσι τους λέγαμε, τους βουτηχτάδες. Επειδή τους δίνανε αέρα με τη μηχανή.  Πήγαιναν κάτω με την πέτρα για να πάνε γρήγορα. Τα παπούτσια τους είχαν βάρος δέκα κιλά.

Ήταν κι ο δικός σας πατέρας;
Ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική μικρός, κι έμεινε 29 χρόνια. Γύρισε το 1927 και παντρεύτηκε τη μάνα μου που ήταν από το Χωριό της Καλύμνου. Είχε φέρει δολάρια, χιλιάδες. Δούλεψε εκεί, στο φούρνο που έκαιγε το μέταλλο. Γυρνώντας έκανε στάση στην Αθήνα και κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα το μεγαλύτερο μέρος τους. Επί γερμανικής  κατοχής ανέβηκαν με τη μάνα μου στην Αθήνα να δουν τι απέγιναν, τα χρήματα.

Τα είχαν κατασχέσει οι Γερμανοί. Ήταν 29.000 δολάρια. Πήγαν οι κόποι χαμένοι. Από τότε για την οικογένεια φτώχεια. Ήμασταν οκτώ παιδιά στην οικογένεια. Τελειώνοντας το σχολείο άρχισα να πηγαίνω στη ναυτική σχολή πιο πολύ για να μου δίνουν να τρώω. Ήρθε περίοδος που δεν μιλούσα τα ελληνικά καθόλου. Μια μέρα μ΄ ακούνε οι γονείς μου, τους πήραν τα δάκρυα. Από το 1937 που οι Ιταλοί σκλήρυναν τη στάση τους, έβαλαν λουκέτα στις ελληνικές εκκλησίες. Και τότε έγινε ο πετροπόλεμος, στο Χωριό. Στη δεκαετία του ΄30 η Κάλυμνος είχε 13.000 πληθυσμό.

Ήμουν έξι χρονών όταν έγινε ο πετροπόλεμος. Οι Καλυμνιές, φόρτωσαν  πέτρες τις τσέπες της στολής τους  και πήγαν στην Αστυνομία, στο Στρατό τον ιταλικό, κι έριχναν πέτρες. Έσπασαν όλα τα τζάμια, το θυμάμαι πολύ καλά. Κι ήταν κι ένας που εκσφενδόνιζε τις πέτρες με τη σφεντόνα. Και οι Ιταλοί τον πυροβόλησαν. Εξεγέρθηκε το Χωριό, μέχρι που τελείωσαν οι πέτρες. Ήμουνα έξι ετών. Έρχονται οι Γερμανοί το 1942. Πείνα, πείνα, πείνα, Παναγία μου. Ήμουνα περίπου 11,5 ετών. Πήγα εκεί που τρώγανε  οι Γερμανοί αξιωματικοί.

Άρχισα να πλένω τα πιάτα τους, με είδαν ότι ήμουν παιδάκι επιδέξιο, με πήρανε. Για ένα πιάτο φαγητό, κάθε μεσημέρι. Έπλυνα τα πιάτα για δέκα αξιωματικούς, κι έτρωγα ένα πιάτο φαΐ. Τα αποφάγια τους τα μάζευα για το σπίτι. Μία μέρα, δύο, τρεις, τέσσερις, γέλασα με κάτι που έκαναν μεταξύ τους, παιδάκι εγώ, με πέταξαν έξω. Ο Μαξ, τον θυμάμαι σαν τώρα,  με πιάνει από τα μαλλιά, με σηκώνει πάνω, με πάει στην πόρτα και με ρίχνει με τα μούτρα στο προαύλιο.

Τότε από την Κάλυμνο έφυγαν 9.500 Καλύμνιοι για τη Μέση Ανατολή. Με το που έφευγαν, οι Γερμανοί χαλάγανε τα σπίτια για να πάρουν τα ξύλα. Η δική μου η οικογένεια δεν είχε χρήματα για να πάρει καΐκι να φύγει. Μια φορά, ανακάλυψα ρουφιάνο των Γερμανών που είχε γεμίσει το σπίτι της θείας του, με τρόφιμα. Της θείας του, για να μη δίνει στόχο. Εγώ 11,5 ετών.

Άνοιξα την καταπακτή και μπήκα μέσα, μ΄ ένα κερί. Βρίσκω ένα βουνό corned beef. Εκατό δεκατέσσερις κονσέρβες και τρία μεγάλα κιβώτια των τριών κιλών. Με βοήθησε ο αδελφός μου, κουβαλήσαμε τις κονσέρβες και τις κρύψαμε σε μοναστήρια. Όλη νύχτα κουβαλούσαμε. Την άλλη μέρα έρχεται αυτός. Κατάλαβε και μας κουβάλησε δύο Γερμανούς στο σπίτι. Το σπίτι μας το κάνανε άνω κάτω.

Ενώ βρισκόταν στην Αθήνα σπουδάζοντας Ιατρική

Ενώ βρισκόταν στην Αθήνα σπουδάζοντας Ιατρική

Παίζατε βιολί, μεγαλώνοντας! Ξεκινήσατε ως μουσικός και μετά θελήσατε να γίνετε γιατρός!
Σε ηλικία 16,5 ετών έκανα τον πρώτο γάμο. Μια φορά έσπασα το βιολί πάνω σε κάποιον γιατί με πρόσβαλε, μου κόλλησε τα χρήματα στο κούτελο! Για χρόνια δεν μπόρεσα να αγοράσω άλλο βιολί. Από τον καημό εκείνο τώρα έχω τέσσερα βιολιά εδώ και τέσσερα στο σπίτι στην Κάλυμνο.  Τελείωσα το γυμνάσιο στα 21 μου χρόνια.

Πήγα στην Αθήνα, κι ήθελα να γίνω γιατρός! Το πάσο του φοιτητή Ιατρικής, το πήρα το 1955. Έμενα στην Ομόνοια, μ’ άλλους εννέα Καλύμνιους φοιτητές, σε σπίτι  που μας το είχε δωρίσει να μένουμε ένας Καλύμνιος της Αμερικής, ως φτωχά παιδιά. Με τα πόδια πήγαινα στη Σχολή. Πέρασα όλα τα μαθήματα των δύο ετών, κι έβγαζα χαρτζιλίκι κρατώντας το ίσο, ως ψάλτης, στη Μητρόπολη Αθηνών, δίπλα στον ονομαστό ψάλτη, Περιστέρη.

Τα καλοκαίρια γυρνούσα στην Κάλυμνο, δούλευα και έβγαζα τα έξοδα για την επόμενη σχολική χρονιά. Το καλοκαίρι για το τρίτο έτος, όμως αναγκάστηκα να δώσω τα χρήματα του καλοκαιριού, ως πρόσθετη προίκα για την αδελφή μου που θα παντρευόταν. Ήταν κάτι εκτός προγράμματος που με κράτησε τελικά στην Κάλυμνο και μ’ έκανε να εγκαταλείψω τα όνειρα για ιατρική.

Και άντε πάλι από  την αρχή!
Έμαθα μόνος μου ωρολογοποιός, πήγα στην Αυστραλία, δούλεψα δεκαπέντε χρόνια, αλλά αυτό που δεν σας είπα είναι ότι  πήρα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τους δύτες. Τραβούσαν το σχοινάκι για να ειδοποιήσουν για τον κίνδυνο, κι εγώ εφεύρα το βυθόφωνο, για την επικοινωνία. Όμως, μ’ αυτό θα έχανε τη δουλειά του ο κολαουζιέρης… Ήταν  μια σπουδαία εφεύρεση, για την οποία μου απονεμήθηκε  το 1958, Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας από το Υπουργείο Εμπορίου. Έφτιαξα τη συσκευή με τη οποία επιτυγχάνετο η δια λόγου επικοινωνία των δυτών, μετά των επιτηρητών των (των κολαουζιέρηδων).

Το δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας που του απένειμε το Υπουργείο Εμπορίου

Το δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας που του απένειμε το Υπουργείο Εμπορίου

Μ’ αυτό το δυνατό μυαλό που είχατε καταφέρατε στη συνέχεια να επιδιορθώνετε τα ρολόγια!
Ο πατέρας μου είχε φέρει ένα χρυσό ρολογάκι, από την Αμερική. Κάποτε σταμάτησε και δεν είχαμε λεφτά να το φτιάξουμε. Το ξεβίδωσα, το έκανα κομμάτια και το ξανάφτιαξα να δουλεύει. Έγινα ωρολογοτεχνίτης. Έμαθα μόνος μου βιολί, μόνος μου τα ρολόγια. Έφυγα για 15 χρόνια στην Αυστραλία, ο αδελφός μου, μου έκανε την πρόσκληση για το Μπρίσμπέιν, όπου έμεινα εκεί κοντά σε μια πόλη με  85.000 πληθυσμό, κι ήμουν  ο μοναδικός ρολογάς.  Οι αδελφές μου οι άλλες στο νησί, έτοιμες  να παντρευτούν. Αλλά δεν είχαν ούτε σπίτι, ούτε προίκα, δηλαδή μετρητό. Το μετρητό, να το δώσει η νύφη στο γαμπρό, ο γαμπρός να το πάρει να το δώσει στον πατέρα του για τις αδελφές του!

Αυτή ήταν η διαδρομή;
Αυτή. Έστελνα τότε χιλιάδες λίρες στην Ελλάδα, στου πατέρα μου το όνομα. Μιχαήλ Τρικοίλης, σε παρένθεση Κέζος, Κάλυμνος, Greece. O πατέρας μου πέθανε στα 80 του χρόνια, κι η μητέρα μου στα 98 της. Έχασα τη γυναίκα μου όταν ήταν πολύ νέα. Κι ας ήταν είκοσι χρόνια νεότερη μου. Αρρώστησε. Για χρόνια είχα το ωρολογάδικό μου, στο Νιοχώρι. Όλη η Ρόδος περνούσε από εκεί. Ας είχα τη γυναίκα μου να ζει, και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Αλλά εκείνη δεν τους ήθελε τους γιατρούς, και να τι πάθαμε!

 

Θυμήθηκε πολλά σ’ αυτή την κουβέντα που κράτησε ώρες, αφού  κι εμένα μ’ αρέσει η συναναστροφή με τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Το απόγευμα πάλι θα τραγουδούσαν, ο γιός του ο Μιχάλης, η φίλη τους η Μαριγό… Του αρέσει η μουσική, το τραγούδι, κι αυτό  το όμορφο πράγμα που είναι η ζωή!

πηγή: https://www.rodiaki.gr/article/478240/to-metrhto-na-to-dwsei-h-nyfh-ston-gampro-o-gampros-na-to-parei-na-to-dwsei-gia-tis-adelfes-toy

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ