Πρέπει οι Χριστιανοί να πηγαίνουν ο ένας τον άλλο στα δικαστήρια για μεταξύ τους διαφορές; | Η Δικαιοσύνη του κόσμου και η δικαιοσύνη Του Θεού

0
1010

Τι λέει η Αγία Γραφή για τα δικαστήρια /δίκες;

Η Α` Κορινθίους 6:1-8 βεβαίως δίνει εντολή στους Χριστιανούς να μην πηγαίνουν στα δικαστήρια ο ένας τον άλλο. Με το να δηλώσεις ότι οι Χριστιανοί δεν μπορούν να συγχωρήσουν ο ένας τον άλλο και να συμβιβάσουν τις διαφορές τους, δηλώνεις πνευματική ήττα. Γιατί κάποιος να θέλει να γίνει Χριστιανός αν οι Χριστιανοί έχουν τόσα προβλήματα και είναι τόσο ανήμποροι να τα λύσουν; Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που μια δίκη είναι η σωστή κίνηση. Αν το Βιβλικό πρότυπο για συμφιλίωση ακολουθηθεί (Κατά Ματθαίον 18:15-17) και ο παραβάτης παραμένει στο λάθος του, σε μερικές περιπτώσεις, μια δίκη μπορεί να είναι η σωστή λύση. Αυτό πρέπει να γίνεται μόνο μετά από πολύ προσευχή για σοφία (Ιάκωβος 1:5) και μετά από συμβουλή πνευματικής ηγεσίας.

Α` Κορινθίους 6:4 δηλώνει «Όταν λοιπόν έχετε να κρίνετε τέτοια ζητήματα, να ορίζετε δικαστές μέσα στην εκκλησία έστω και τους πιο περιφρονημένους». Όλη η περικοπή της Α` Κορινθίους 6:1-6 ασχολείται με φιλονικίες στην εκκλησία, αλλά ο Παύλος αναφέρει το δικαστικό σύστημα όταν μιλάει για ζητήματα της καθημερινής ζωής. Ο Παύλος εννοεί ότι για θέματα αυτής της ζωής που είναι έξω από την εκκλησία, γι αυτό υπάρχει το δικαστικό σύστημα. Ο Παύλος λέει ότι τα προβλήματα της εκκλησίας δεν θα πρέπει να πηγαίνουν στο δικαστικό σύστημα, αλλά να κρίνονται μέσα στην εκκλησία.

Πράξεις κεφάλαιο 21 αρχίζοντας από το εδάφιο 26 μιλάει για τη σύλληψη του Παύλου και την ψευδή κατηγορία για κάτι που δεν έκανε. Μετά τον πήραν οι Ρωμαίοι και στο κεφάλαιο 22 αρχίζοντας από το εδάφιο 24 διαβάζουμε, «ο διοικητής διέταξε να τον φέρουν στο στρατόπεδο να τον ανακρίνουν μαστιγώνοντάς τον, για να μάθει την αιτία για την οποία φώναζαν έτσι οι Ιουδαίοι εναντίον του. Όταν τον έδεναν με τους ιμάντες, ο Παύλος είπε στον αξιωματικό που στεκόταν εκεί: Σας επιτρέπεται λοιπόν να μαστιγώνετε έναν Ρωμαίο πολίτη, και μάλιστα χωρίς δίκη;» Ο Παύλος χρησιμοποίησε τον νόμο των Ρωμαίων και την ιδιότητά του ως Ρωμαίου πολίτη για να προστατέψει τον εαυτό του. Δεν είναι κακό να χρησιμοποιείς το δικαστικό σύστημα αρκεί να γίνεται αυτό με το σωστό κίνητρο και καθαρή καρδιά.

Η Α` Κορινθίους 6:7 δηλώνει, «Και μόνο το γεγονός ότι έχετε δίκες μεταξύ σας αποτελεί ήδη πλήρη αποτυχία σας. Γιατί δεν προτιμάτε να είστε οι αδικημένοι; Γιατί δεν προτιμάτε να ζημιώνεστε;» Αυτό που τον ανησυχεί εδώ τον Παύλο είναι η μαρτυρία των πιστών. Θα ήταν πολύ καλύτερο για μας να μας εκμεταλλευτούν, ή να μας κακοποιήσουν, παρά να ωθήσουμε κάποιον ακόμα πιο μακριά από το Χριστό φέρνοντάς τον στο δικαστήριο. Τί είναι πιο σημαντικό, μια νομική μάχη, ή η μάχη για την ψυχή ενός ανθρώπου;

Συμπερασματικά, πρέπει οι Χριστιανοί να πηγαίνουν ο ένας τον άλλο στα δικαστήρια για θέματα της εκκλησίας; Οπωσδήποτε όχι! Πρέπει οι Χριστιανοί να πηγαίνουν ο ένας τον άλλο στα δικαστήρια για μεταξύ τους διαφορές; Αν μπορούν με οποιονδήποτε τρόπο να το αποφύγουν, όχι. Πρέπει οι Χριστιανοί να πηγαίνουν τους μη-Χριστιανούς στα δικαστήρια για μεταξύ τους διαφορές; Ξανά, αν μπορούν να το αποφύγουν, όχι. Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις, όπως η προστασία των δικαιωμάτων μας (όπως το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου), ίσως είναι κατάλληλο να επιδιώξουμε μια νόμιμη άμυνα.

Η Δικαιοσύνη του κόσμου και η δικαιοσύνη Του Θεού

Αγαπητοί Αναγνώστες Χριστός Ανέστη! Με αφορμή την πρόσφατη εύρεσή μας σε δικαστική αίθουσα, ως μάρτυρας, στους χώρους των Δικαστηρίων της πρώην σχολής Ευελπίδων,

και τις λίγες ώρες που βρεθήκαμε σε αυτό το «ιδιόρρυθμο» περιβάλλον, μου γεννήθηκαν κάποιοι προσωπικοί προβληματισμοί, που θέλησα να μοιραστώ μαζί σας, στο σημερινό άρθρο μας. Φυσικά δεν είμαστε νομικοί και επομένως αρμόδιοι να εξετάσουμε το θέμα, στην ειδική του ορολογία και επιστημονική του ευρύτητα και ακρίβεια. Ως Κληρικός-Θεολόγος όμως και πολίτης αυτής της χώρας, της Ελλάδας μας, θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσου το θέμα απλά και χειροπιαστά, καταθέτοντας την δική μας οπτική και ο κάθε ενδιαφερόμενος ας λάβει υπόψη του ή ακόμη και ας απορρίψει, απλά θα παρακαλούσαμε να γράψει και να μας κοινοποιήσει τους λόγους της απόρριψης, θα είχε για εμάς ενδιαφέρον και ωφέλεια.

Ξεκινώντας την προσέγγιση, σίγουρα προβληματίζεται και απορεί κανείς, πως είναι δυνατόν, τόσα πολλά κτήρια και αίθουσες, αλλά και το προαύλιο, ακόμη και ο εξωτερικός χώρος των δικαστηρίων όλα να είναι γεμάτα από κόσμο. Δικαστικοί, Εισαγγελείς, Αστυνομικοί, Δικηγόροι, Δικαστικοί Επιμελητές, Διοικητικοί και Βοηθητικοί Υπάλληλοι και κυρίως απλός κόσμος χωρισμένος σε κατηγορούντες και κατηγορούμενους και μάλιστα σε μια μικρή χώρα, σε πληθυσμό και την έκτασή της, σαν την δική μας. Μια καθημερινή ολόκληρη ανθρώπινη πολιτεία στην κυριολεξία, που δεν είναι βέβαια ο χώρος, κατοικία κανενός, αλλά ρυθμίζει από τις αποφάσεις και τις νομικές διατάξεις, να εξαρτούνται και επηρεάζονται οι ζωές όλων μας.

Εννοείται ότι σε μία πολιτισμένη και σύγχρονη χώρα, είναι τιμή και καμάρι να υπάρχει και να λειτουργεί η δικαιοσύνη και μάλιστα να είναι ανεξάρτητη από την κυβερνητική-εκτελεστική εξουσία και όλοι να αντιμετωπίζονται ισότητα και με αντικειμενικότητα, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή το ύψος των χρηματικών καταθέσεων που διαθέτει ή όχι κάποιος. Όμως θεολογικά και εκκλησιαστικά, πόσο θεμιτό και επιτρεπτό είναι να καταφεύγουμε στα δικαστήρια για υποθέσεις, ακόμη και αν έχουμε δίκιο;

Στους Μακαρισμούς έχουμε τον ίδιο τον Κύριο να λέει : «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» (Ματθ. 5,6). Το παραθέτουμε και σε απλή νεοελληνική απόδοση :  Μακάριοι (είναι), όσοι πεινούν και διψούν δια να αποκτήσουν οι ίδιοι, (αλλά) να επικρατήσει δε και στον κόσμο η δικαιοσύνη και η αρετή, διότι αυτοί θα χορτάσουν.  Στην πατερική ερμηνεία αυτού του Μακαρισμού, δανειζόμαστε και παραθέτουμε μία πολύ σύντομη του Ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος τονίζει, πως με τη λέξη δικαιοσύνη δεν τη χρησιμοποιεί ο Κύριος, ως έννοια γενικώς, αλλά ως έννοια αντίθετη της πλεονεξίας, επειδή στη συνέχεια, στον επόμενο μακαρισμό ομιλεί  για την ελεημοσύνη. Η φράση «πεινώντες και διψώντες» χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ολόψυχη προσήλωση στη δικαιοσύνη που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Τέλος, στον μακαρισμό αυτό ο Χριστός καθορίζει εκτός πνευματικής και υλικής επιβραβεύσεως. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται ότι θα γίνει φτωχός αν είναι δίκαιος, γιατί όσοι μοιράζονται τα δικά τους αγαθά, θα αποκτήσουν πολύ περισσότερα.

Το δεύτερο που μας ερχόταν έντονα στο μυαλό μας, όσο ήμασταν μέσα στη δικαστική αίθουσα είναι ότι πίσω και πάνω από τους δικαστές, δέσποζε η εικόνα του Χριστού μας και μπροστά τους ανάμεσα στα έδρανα και τους μάρτυρες, ήταν το Ιερό Ευαγγέλιο Του. Όμως στην εποχή της επίγειας παρουσίας Του Κυρίου, ένα τέτοιο δικαστήριο τον ίδιο τον καταδίκασε ένοχο και μάλιστα σε σταυρικό θάνατο. Τα ανθρώπινα κριτήρια και η ανθρώπινη οπτική γωνία της αλήθειας, δεν μπορεί να προσεγγίσει την Αλήθεια (με α κεφαλαίο) που είναι ο ίδιος ο Χριστός, ως πρόσωπο. Δεν μπορεί να προσεγγίσει τα μέτρα που κρίνει ο Θεός, ο μόνος απόλυτος, που είναι η Φιλανθρωπία του, που γι αυτούς που υπηρετούν την δικαιοσύνη με τον τύπο και τις διατάξεις, όπως και οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, σκανδαλίζονται, γιατί η δικαιοσύνη Του Θεού είναι η φιλανθρωπία Του. Αυτή την αλήθεια, έρχεται αιώνες μετά να γράψει στο έργο του ο Ρώσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογέφσκη, όπου στο βιβλίο του «Αδελφοί Καραμαζώφ» και στο Κεφάλαιο ¨Μέγας Ιεροξεταστής¨, βλέπουμε ο Χριστός να συλλαμβάνεται, να περνά από δίκη και να καταδικάζεται πάλι, από τον Ιησουίτη Εξεταστή, ο οποίος στο όνομα του Χριστού καταδίκασε και εξόντωσε πολύ κόσμο στο Μεσαίωνα και τώρα τον ίδιο τον Χριστό με το σκεπτικό που διασώζει ο μονόλογος του Ιεροξεταστή, μπροστά στη σιωπή Του Κυρίου.

Τέλος το τρίτο και τελευταίο, είναι ότι όποιος λέει με πίστη την Κυριακή προσευχή, το γνωστό μας «Πάτερ ημών» και εννοεί λέξη προς λέξη αυτά που λέει και προσεύχεται, είναι αδιανόητο να παρακαλούμε τον Θεό και στην πράξη να αναιρούμε τα εξής «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»· Επομένως αν υπήρχε αυτή η συγχωρητικότητα και η διάθεση, θα πήγαινε κανείς στα δικαστήρια, αφού προϋπόθεση να συγχωρεθώ είναι να συγχωρέσω; Επομένως πως θα τρέξω σε δίκη κάποιον, όταν υπάρχει αγάπη και ενδιαφέρον και μάλιστα διάθεση ακόμη και να αδικηθώ, παρά να αδικήσω; Εμείς στη Δικαιοσύνη Του Θεού ελπίζουμε και όχι στην ανθρώπινη. Ιεροσπουδαστής το 1996 ήμασταν όταν αξιωθήκαμε να επισκεφθούμε πρώτη φορά το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιος Όρος. Εκεί είχαμε την ευλογία, να συναντήσουμε τον Μακαριστό πλέον γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, στο κελί του. Εκεί του θέσαμε αυτό το ερώτημα, αν πρέπει να προσφεύγουμε ως Χριστιανοί, στα κοσμικά δικαστήρια. Ο Γέροντας ήταν  κατηγορηματικά αρνητικό: «Οι ελπίδες μας είναι στο Θεό και όχι στους ανθρώπους, που για να δικαιώσουν τον ευατό τους, θα αποκρύψουν ή θα διαστρέψουν στοιχεία, για να «δικαιωθούν» ή αλλιώς γλυτώσουν». Φυσικά έχουμε και το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος επικαλέστηκε την ιδιότητά του ως «Ρωμαίος Πολίτης» προκειμένου να γλυτώσει από τις άγριες διαθέσεις των συμπατριωτών του, που ήθελαν να τον εξοντώσουν, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο Απόστολος το χρησιμοποίησε  ως τελευταίο αμυντικό μέσο, όχι ως φόρμα να εξοντώσει ο ίδιος τους διώκτες και εχθρούς του. Αυτά τα λέμε γιατί υπάρχουν μεταξύ μας πολλοί «δικομανείς», οι οποίοι με το παραμικρό, τρέχουν τους άλλους στα δικαστήρια και οι δεύτεροι πρέπει να αποδείξουν ότι ¨δεν είναι ελέφαντες»! Ας είμαστε λοιπόν συνεπής με την ορθόδοξη χριστιανική ιδιότητα την οποία έχουμε, αναζητώντας την αιώνια δικαιοσύνη Του Θεού και όχι την εφήμερη των ανθρώπων! Αμήν!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ