Χριστουγεννιάτικο ποίημα του Κώου Δασκάλου Ιωάννη Γ. Περίδη (1852-1939) | Από το αρχείο του Β. Χατζηβασιλείου

0
1397

ΕΝΑ  ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΑΠΟΠΝΕΕΙ ΓΝΗΣΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΤΟ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΚΩΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

 ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΠΕΡΙΔΗΣ (1852-1939)

 

Γέρος με κάτασπρα μαλλιά, χρόνια φορτωμένος

μπρος σε τραπέζι πλούσιο καθόταν αναπαυμένος.

Είχε γαλήνη στη ματιά και ειρήνη στην καρδιά του

και με γλυκό χαμόγελο κοίταζε την κυρά του.

 

Γύρω τριγύρω του παιδιά, εγγόνια, θυγατέρες

ζέσταιναν το γέροντα σαν όμορφες ημέρες,

όπως τη γέρικη ελιά τα λιόδεντρα κυκλώνουν

και κάτω απ’ τον ίσκιο της πληθαίνουν και φουντώνουν.

 

Έξω  το χιόνι έπεφτε, ο άνεμος βογκούσε

και στη γωνιά περήφανη φωτιά φωτοβολούσε.

Ήτανε σπίτι του Θεού, γεμάτο ευλογία

γιατί δεν το ακούμπησε ποτέ η αμαρτία.

 

Όπου του γέρου η ματιά η πατρική γυρνούσε,

φιλόστοργο χαμόγελο αγάπης του σκορπούσε.

Λευκά, ολόχρυσα μαλλιά τον είχαν κυκλωμένο

κι εγγόνι χάιδευε μικρό, το πιο αγαπημένο.

 

Σε άλλες μέρες και αυτός-αχ! πως περνούν οι χρόνοι-

παιδί μικρό καθότανε στου πάππου του το γόνυ.

Από τους δρόμους  κάποτε μαζί με τον  αγέρα

Ακούγονταν γιορτάσιμα τραγούδια και φλογέρα.

 

Γιατ’ ήταν  η Παραμονή της μέρας της Αγίας

που η κατάρα λύθηκε της  πρώτης αμαρτίας,

καθώς τη μέρα  εκείνη της  Βηθλεέμ η κόρη

γεννούσε μέσα στη σπηλιά το άχρονο αγόρι.

 

Της μάμμης τα μικρά παιδιά το φόρεμα τραβούσαν

όλα μαζί εφώναζαν και κάτι της  ζητούσαν.

Είχαν χαρά για του  Χριστού τη Γέννηση μεγάλη,

μα είχανε, τα  πονηρά, ακόμα και μιαν άλλη.

 

Προσμέναν  το Χριστόψωμο κι απ’ την πολλή χαρά τους

χτυπούσαν ανυπόμονα τα χέρια τα μικρά τους.

Κι εκείνη χαμογέλαγε κι επίτηδες αργούσε

έριχνε λάδι στη φωτιά, σ’ άλλη μεριά κοιτούσε.

 

Αχ! όσο τρέχουν οι καιροί και φεύγουνε τα χρόνια,

εκείνη η γλυκιά Παραμονή, οι μέρες οι δροσάτες,

στη μνήμη μου γυρίζουνε σα  νάναι  χελιδόνια

γεμάτες  κελαηδήματα,  χαρά Θεού  γεμάτες.

 

Γλυκά, γλυκά ολόχαρη, φιλόστοργη  σα  μάνα,

ακούγονταν  της  εκκλησιάς  γιορτάσιμη  η καμπάνα.

Ήταν  ο  ήχος  της  φιλί, αγάπη, ευτυχία,

μανούλας χάδι, όνειρο, γεμάτο ευλογία.

 

Του κάκου χιόνι έπεφτε στη Γέννα του Σωτήρα.

Κανένας δεν  εκρύωνε. Εδώ κι εκεί γυρνούσαν

μέσα στους δρόμους  τα παιδιά με τύμπανα και λύρα

και τ’ Άγια  Χριστούγεννα στα σπίτια τραγουδούσαν.

 

Ο γέρος αφουγκράζετο τους αγιασμένους ήχους

και σιγανά ψιθύριζε του τραγουδιού  τους  στίχους.

Με πόνο και χαρά μαζί θυμόταν καιρούς άλλους

όταν παιδάκι και αυτός  το ίδιο τραγουδούσε.

 

Ξάφνου η θύρα ανοίχτηκε με θρίαμβο μεγάλο

και φάνηκε η μάμμη τους με το χριστόψωμο στο χέρι

ζεστό και ροδοκόκκινο σκορπίζοντας τη μέθη

κι όλα  μοσχοβόλησαν σε μια στιγμή τα μέρη.

 

Μόλις  εφάνη άστραψε κάθε παιδιού η όψη

μαχαίρι πήρε ο παππούς, αλλ’  όμως πριν το κόψει

με το μαχαίρι τρεις φορές το σταύρωσε στη μέση

και να το κόβει άρχισε ο γέροντας με ζέση.

 

Κάθε κομμάτι κι όνομα…. Αυτό το πιο μεγάλο,

το πρώτο είναι  του  Χριστού  και του φτωχού το άλλο.

-Αλλά παππού , είπ’  έξαφνα το πιο μικρό αγόρι,

τόκοψες μεγαλύτερο κι  απ’ του  Χριστού ακόμα

κι εκείνος θα θυμώσει. Του φτωχού μικρό του φθάνει-

ψιθύρισε σιγά-σιγά το ζαχαρένιο στόμα.

 

-Παππού, μεγάλο κόψε μου σαν του φτωχού κομμάτι!

Κι εκείνος χαμογέλασε με δακρυσμένο μάτι.

Τότε ακούστηκε φωνή αδύνατη και λύρα

γλυκόφθογγη και θλιβερή απέξω από  τη θύρα.

 

 

Έψαλλε του Χριστού τη Γέννα και τη χάρη.

Ανοίξτε, είπε ο γέροντας, ήλθε ο φτωχός να πάρει

ο  ίδιος το κομμάτι του. Και μπήκε χιονισμένος

γέρος με  γένια  κάτασπρα, χλωμός  και κουρασμένος.

 

«Χριστός Γεννάται Σήμερον» γλυκόφθογγα υμνούσε

και τον χαρούμενο σκοπό η λύρα ακολουθούσε.

Χριστός Γεννάται σαν κι αυτή την αγιασμένη ώρα

σαν τούτη τη γλυκιά στιγμή στης Βηθλεέμ τη χώρα.

 

Γέννησε τον αγέννητο αφροπλασμένη  κόρη

κι έλαμψε γη και ουρανός και θάλασσες και όρη.

Και χίλιους ήλιους βάσταξαν αμέτρητα αστέρα

τους κόσμους όλους,  τ’ άπειρο, θνητής Παρθένου χέρια…

ΑΡΧΕΙΟ  ΒΑΣΙΛΗ  Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ                                                                 .

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ