Η ιστορία της προσφυγιάς του ξενοδόχου Γιάννη Παπαβασιλείου που τον έδεσε για πάντα με τον Πολωνικό λαό.
Η ταινία “The way back”, του 2010 ξεκινάει με την εξής φράση: «To 1941, τρεις άντρες περπάτησαν από τα Ιμαλάια στην Ινδία. Είχαν περπατήσει 4.000 μίλια για την ελευθερία. Αυτή η ταινία είναι αφιερωμένη σ΄ αυτούς»…
Στους Πολωνούς αξιωματικούς δηλαδή, που ο Γιάννης Παπαβασιλείου θυμάται σήμερα με αγάπη γιατί ήταν εκείνοι που τον βρήκαν 10 χρονών παιδάκι πάνω στους αμμόλοφους της Γάζας και τον γέμισαν σοκολάτες γιατί θυμήθηκαν τα δικά τους.
Την απόδραση από τη Σιβηρία όπου τους είχαν φυλακίσει ως κατασκόπους οι Σοβιετικοί, ρίχνοντάς τους να δουλεύουν στα γκουλάγκ.
Η τρομερή περιπέτεια έγινε βιβλίο από τον ένα Πολωνό εκ των τριών οι οποίοι διέσχισαν με τα πόδια τη Μογγολία και τα Ιμαλάια, με τελικό προορισμό την Ινδία. Δραπέτευσαν ενώ είχε χιονοθύελλα για να μη δουν τα ίχνη τους οι Σοβιετικοί και το ταξίδι τους κράτησε 11 μήνες.
Συγκινείται ο Γιάννης Παπαβασιλείου όταν θυμάται τα 2,5 χρόνια της προσφυγιάς που ως παιδάκι έζησε και πιο πολύ συγκινείται και μιλάει με θέρμη γι αυτούς τους Πολωνούς που τους έδειξαν τότε αγάπη. Τον Πολωνικό λαό που αγάπησε τελικά, εξ αυτής της αιτίας και δέχεται κάθε φορά με ενθουσιασμό στο ξενοδοχείο του!
Ζήσατε τον πόλεμο και την προσφυγιά, ποιες είναι οι πρώτες μνήμες σας;
Γεννήθηκα στη Σάμο, από Μικρασιάτες γονείς. Ο παππούς μου ο Γιαννάκης που έχω τ΄ όνομά του ήταν άρχοντας την εποχή εκείνη. Στις φωτογραφίες που έχω φορούσε φράκο και παπιγιόν την εποχή που όλοι φορούσαν βράκες και κυκλοφορούσε με άμαξα που τη συνόδευαν τρία άλογα μπροστά και τρία πίσω. Χάθηκαν όλα με την καταστροφή, αλλά όταν ήμουν στη Σάμο μικρός κι έπαιζα στην αλάνα μου λέγαν οι γειτόνισσες «και να ΄ξερες Γιαννάκη μου, τίνος εγγονός είσαι…»… Στη Σάμο ζούσαμε στα προσφυγικά όπου οι γονείς μου μικρά παιδιά κατέφυγαν μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Όταν ήμουνα περίπου 10 χρονών και ξέσπασε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, τη Σάμο την είχαν καταλάβει οι Ιταλοί. Με τους Ιταλούς περνούσαμε ομαλά, εκτός από την πείνα. Ήμασταν τέσσερα αδέλφια δίδυμα, δύο και δύο κι όταν βρίσκαμε πανίνο μας το ‘κοβαν στα τέσσερα για να φάμε όλα. Θυμάμαι σαν να ΄ναι σήμερα, το Νοέμβρη του 1943 όταν οι Ιταλοί συμμάχησαν με τους Άγγλους. Ήταν μεσημέρι και ξαφνικά γέμισε ο ουρανός Γερμανικά στούκας που βομβάρδιζαν το Βαθύ, την πρωτεύουσα. Το υπόγειο του δικού μας σπιτιού το είχε επιτάξει ο Δήμος και το μετέτρεψε σε καταφύγιο για τον κόσμο. Κατεβήκαμε κι εμείς. Πολύ κοντά στο σπίτι μας ήταν οι φυλακές που οι Άγγλοι είχαν συλλάβει και είχαν φέρει από άλλα μέρη, 2.000 Γερμανούς στρατιώτες.
Οι Γερμανοί είχαν αυτή την πληροφορία και τα στούκας βομβάρδιζαν ολόγυρα για να ανοίξουν οι πόρτες να φύγουν οι Γερμανοί. Το πέτυχαν. Ήμασταν μέσα στα πυρά. Υπάρχουν εικόνες που έμειναν ανεξίτηλες στο μυαλό μου. Αγωνία, τρόμος, σκεφτόσουν «αυτή η βόμβα είναι για εμένα», και μέσα στο καταφύγιο θυμάμαι ένα γεροντάκι που έλεγε: «πάψτε τις φωνές, μας ακούν τ΄ αεροπλάνα», και μια γριούλα έλεγε σ΄ εμάς τα παιδιά, «έλα παιδάκι μου, πέσε πάνω μου…»… για να καλυφθεί αυτή. Κάνανε βουτιά, ανέβαιναν, έκαναν τον κύκλο, ξανάρχονταν. Μέχρι να ξανάρθουν εμείς τρέχαμε στα βουνά να σωθούμε. Στο δρόμο έπεφταν πάλι βόμβες, βλέπαμε νεκρούς, ακούγαμε φωνές, φώναζαν ονόματα οι οικογένειες για να ενωθούνε.
Η μαμά και τα δίδυμα της οικογένειας Παπαβασιλείου
Σωθήκατε και πήρατε το δρόμο για την προσφυγιά!
Βρήκαμε καταφύγιο σ΄ ένα μοναστήρι και κατεβαίναμε στην ακτή. Μείναμε έξι μέρες χωρίς νερό, πίναμε θάλασσα. Κάποιοι κατάφεραν να έρθει καΐκι να τους πάρει, κι εμείς οι υπόλοιποι είπαμε «θα το βουλιάξουμε αν δεν πάρει κι εμάς…». Πλησιάζει το μεγάλο ελληνικό καΐκι, μας πετάνε κι εμάς μέσα και βρεθήκαμε στο Κουσάντασι.
Μας παρέλαβε ο ΟΗΕ μας βάζουν σε αντίσκηνα 10 μέτρων εμάς που ήμασταν μεγάλη οικογένεια και μετά μας βάζουν σε τρένα που μετέφεραν ζώα, μας πέταξαν μέσα, το αδιαχώρητο και επί οκτώ μέρες ντούκου-ντούκου, διασχίσαμε Τουρκία, Συρία, φτάσαμε στην Παλαιστίνη, στη Γάζα. Ο ένας κολλημένος πάνω στον άλλο, δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσεις, μόνο να σταθείς. Ήταν Νοέμβρης του 1943 και ο ΟΗΕ μας μοίρασε σε τολ με λαμαρίνες και σε αντίσκηνα. Εμείς που ήμασταν έξι άτομα, δύο γονείς και τέσσερα παιδιά ήμασταν σε τολ.
Ποιες ήταν οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες τότε;
Στο στρατόπεδο της Γάζας καθίσαμε ενάμιση χρόνο. Ήταν οργανωμένο και είχε και σχολείο. Τελείωσα την πρώτη Γυμνασίου εκεί και θυμάμαι ότι φιλόλογο είχα τον παππού του δημοσιογράφου Γιώργου Αυτιά. Παίζαμε με μπάλες από πανιά, δύο πέτρες για τέρμα, πάνω στο χώμα. Ήμασταν χίλια άτομα, νησιώτες κυρίως, Καλύμνιοι, Ροδίτες… Κάθε οικογένεια είχε μία κάρτα για φαγητό. Το κάθε αντίσκηνο ή το κάθε τολ, ανάλογα με τη νοικοκυρά, χώριζε με κουβέρτες κι έκανε υπνοδωμάτιο, κουζίνα μέχρι κήπο μπορούσες να φτιάξεις. Τώρα βλέπω στην τηλεόραση και κλαίω τα ανοργάνωτα στρατόπεδα για τους πρόσφυγες. Ήμουνα πρόσφυγας πολέμου και πονάω. Πονάω τους πρόσφυγες τους τωρινούς.
Τους Πολωνούς δραπέτες των Σοβιετικών πώς τους συναντήσατε, παιδάκι στους αμμόλοφους;
Μια μέρα κάναμε περίπατο, οι γονείς βαδίζανε σε δρόμους με τσιμέντο όπου στα δεξιά ήταν πορτοκαλεώνες με πορτοκάλια Γιάφας και στα αριστερά ήταν αμμόλοφοι. Εγώ λοιπόν το μικρό αυτό παιδί, ανεβαίνω τον αμμόλοφο και σε κάποιο ύψος του γράφω με κεφαλαία γράμματα «Σάμος», το όνομα του νησιού μου. Την ώρα εκείνη περνούσε μια ομάδα Πολωνών αξιωματικών. Ήταν το Β΄ εκστρατευτικό σώμα των Πολωνών τους οποίους είχαν συλλάβει οι Ρώσοι ως κατάσκοπους και τους είχαν στείλει εξορία στη Σιβηρία για καταναγκαστικά έργα σε γκουλάγκ.
Όταν έγινε η συνθήκη μεταξύ Ρώσων και Βρετανών οι Πολωνοί απελευθερώθηκαν και διασχίζοντας όλη την απόσταση με τα πόδια εγκαταστάθηκαν στο Ιράν και δημιούργησαν το Β΄ εκστρατευτικό σώμα της Πολωνίας, υπό τον στρατηγό Άντερς με έδρα τη Γάζα της Παλαιστίνης. Μάλιστα ο στρατηγός αυτός είναι εθνικός ήρωας στην Πολωνία γιατί ήταν ο νικητής της μάχης του Μόντε Κασίνο, αργότερα στην Ιταλία. Βλέπουν λοιπόν αυτοί που είχαν περάσει χειρότερα που είχαν περπατήσει με τα πόδια από τη Σιβηρία έως το Ιράν και από το Ιράν ως την Παλαιστίνη, βλέπουν το παιδάκι, συγκινούνται διότι θυμήθηκαν τα δικά τους παιδιά και ζήτησαν από τους γονείς μου την άδεια να με πάρουν από το στρατόπεδό τους και να με γεμίσουν δώρα.
Έτσι ξαφνικά πήγαμε με τα αδελφάκια μου και μας έδωσαν σοκολάτες, μπισκότα και άλλα. Οι αξιωματικοί αυτοί είχαν άψογη συμπεριφορά. Όταν έρχονταν στον καταυλισμό μας, τις γυναίκες τις χαιρετούσαν με ευγένεια και χειροφίλημα. Κι έλεγαν δύο προτάσεις αβροφροσύνης που τις θυμάμαι μέχρι σήμερα και τις λέω στους Πολωνούς τουρίστες που φιλοξενούμε στο ξενοδοχείο μας: «Ντόβε τζένια, πρόσο μπάρτζο». Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς το λαό αυτό, τα βιώματα είναι ανεξίτηλα.
Ο μικρός Γιάννης Παπαβασιλείου το 1943 όταν οι Πολωνοί αξιωματικοί τον γέμιζαν σοκολάτες
Η περιπέτεια συνεχίστηκε, φύγατε κι από εκεί πήγατε στο Σουέζ!
Κάποια στιγμή γίνεται αποστολή στην Αβησσυνία και είπαν όσοι πρόσφυγες θέλουν να πάνε. Βασιλιάς ήταν ο Χαιλέ Σελασιέ. Οι πρώτοι που έφυγαν ήταν μέχρι το γράμμα «Π», στη δεύτερη αποστολή, από το «Π» έως το «Ω» ξεκινάει και η οικογένειά μου. Για να πάμε στην Αβησσυνία έπρεπε να περάσουμε από την Αίγυπτο και συγκεκριμένα από το Σουέζ (Πηγές του Μωυσέως). Εκεί μείναμε πάλι σε αντίσκηνα και δεν φτάσαμε ποτέ στην Αβησσυνία γιατί ήταν επικίνδυνη αποστολή. Κι αυτό το στρατόπεδο ήταν πολύ οργανωμένο. Όταν τελείωσε ο πόλεμος μας πήγαν από το Σουέζ στην Αλεξάνδρεια και μ΄ ένα πολύ μεγάλο υπερωκεάνιο ξανά στη Σάμο.
Και επιβιώσατε, και σπουδάσατε και διαγράψατε τη δική σας επιτυχημένη πορεία.
Για την επιστροφή μας στο νησί, έγραψε ονομαστικά και η εφημερίδα «Παράρτημα της Σάμου». Δυόμιση χρόνια μετά, στη Σάμο δεν βρήκαμε τίποτα απ΄ αυτά που αφήσαμε. Απελπισμένος ο πατέρας μου πήγε στην Αθήνα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου για να δουλέψουν και μετά ακολούθησε η υπόλοιπη οικογένεια. Η οικογένεια κατάφερε να επιβιώσει, εγώ να τελειώσω το 6ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και στη συνέχεια να σπουδάσω Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ.
Το 1962 έδωσα εξετάσεις και διορίστηκα εφοριακός στη Ρόδο. Είμαι εδώ 56 χρόνια, έγινα πια Ροδίτης, παντρεύτηκα τη Χαριτωμένη Ασκητή, έκανα τρία παιδιά, έχω τέσσερα εγγόνια, είχα το μεγαλύτερο φοροτεχνικό γραφείο στη Ρόδο, έγινα πρόεδρος των Λάιονς, έχω το ξενοδοχείο μου στα Κολύμπια. Τα βιώματα τα παιδικά όμως είναι ανεξίτηλα. Κάθε φορά που έχουμε πελάτες Πολωνούς χαίρομαι ιδιαίτερα και νιώθω ότι είναι δικοί μου άνθρωποι.
Ποιο είναι το απόσταγμα των τόσο πλούσιων εμπειριών σας, τι θα λέγατε σ΄ εμάς μετά τη ζωή που ζήσατε;
Αυτός που επιμένει και υπομένει, εργαζόμενος τίμια είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει, διότι όλη η διαδρομή μου υπήρξε μια ευθεία. Υγεία και τύχη εύχομαι αυτή είναι η ευτυχία. Είχε πει ο Θουκυδίδης: «ο ισχυρός δεν διαπραγματεύεται, ορίζει. Αλίμονο από τον αδύνατο…», κι αυτό είναι σωστό. Ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει συνέχεια, να απασχολεί το μυαλό του. Μόνο τότε δεν γερνά. Να μην πηγαίνουν τα λεπτά χαμένα.
Πηγή: rodiaki.gr
Μη βάζετε τέτοια άρθρα και σκυλιάσουνε οι χρυσοπορδίτες και οι ναζί….