Οχι «οι τοίχοι», «τα τοίχια» έλεγε η γιαγιά μου κι ας την κορόιδευα. Ωστόσο, όλο και πιο συχνά με πιάνω να χρησιμοποιώ την ίδια λέξη.
Τα «τοίχια» αποδίδουν δραματικότητα. Πώς αντέχουν τα «τοίχια» των καταστημάτων; Συχνά αναρωτιέμαι. Αν κάποιος προσπαθήσει να βγάλει ωράριο σε μαγαζί που δεν στεριώνει πελάτη, έχοντας παράλληλα γνώση των χρεών και των υποχρεώσεων που αναλογούν στο ταμείο του, θα φτάσει στην παράνοια. Πού άραγε βρίσκουν το κουράγιο να στήσουν βιτρίνα, να ξεσκονίσουν, να ανάψουν φώτα; Να προβλέψουν για να παραγγείλουν; Τι να προβλέψουν;
Πόση δύναμη χρειάζεται ο άνθρωπος να παλεύει με το μάταιο; Τόσα χρόνια! Σ’ εκείνα τα μαγαζιά με τα θαμπά τα φώτα. Και μέσα, σκυφτές φιγούρες να περιμένουν και να περιμένουν και να περιμένουν, σε κοινή θέα αναμονής, έναν πελάτη. Τους παρατηρείς πότε μια μουντζούρα να σημειώνουν σ’ ένα χαρτί, πότε να στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια σαν μαθητές του κάποτε, πότε στον υπολογιστή…
To fb στις μέρες μας σώζει ζωές! Πότε να περπατάνε πέρα δώθε, σαν ασθενείς που ο γιατρός τούς συνέστησε βηματάκια «για να κινηθεί το αίμα». Πότε ως άλλες «Δεσποινίδες της Αβινιόν». Κι αν τα φέρει ο Θεός και μπει πελάτης… Τι λαχάνιασμα η ψυχή! Τι εσωτερικό «μακάρι!». Μα η άτιμη πώληση παίζει μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του αγώνα της. Κρεμιέσαι, στην κυριολεξία, από το στόμα της πελάτισσας. Από τη διάθεση της στιγμής της. Μπορεί να έχεις απλώσει στα μάτια της όλο σου το εμπόρευμα. Να παίρνεις θάρρος από τον ενθουσιασμό της, μα εντέλει να προσγειωθείς σε ένα «Πολύ ωραίο! Θα ξαναπεράσω». Μπορεί να περπατάς προς το ταμείο, όταν η φίλη-συνοδός θα πετάξει το φαρμάκι «Πάντως, εγώ θα σου έλεγα να το σκεφτείς λίγο ακόμα.
Πίσω, μπορεί εσύ να μην το έβλεπες, αλλά δεν σε κολάκευε». «Καλά, θα ξαναπεράσω!». Και ξανά περιμένεις, και περιμένεις, και περιμένεις. Και μπαίνει επόμενο «Μακάρι!». Και ναι! Ναι! Ετούτη τη φορά φτάνεις ταμείο! Αλλά προκύπτει πρόβλημα με το μηχάνημα των καρτών. «Δεν περνάει. Δεν δέχεται τη συναλλαγή λέει», λες χαμογελώντας τόσο που απορείς και πώς το κάνεις. «Περίεργο. Θα ξαναπεράσω». Δεν υπάρχει πυροβολισμός σαν το «Θα ξαναπεράσω», στα ατέλειωτα χρόνια της ατέλειωτης κρίσης μας!
Τι μ’ έπιασε και σας τα γράφω όλα αυτά; Χθες διέσχιζα τη Βουλιαγμένης. Είχα καιρό. Τετράγωνα ολόκληρα με εγκαταλειμμένα μαγαζιά. Η απόγνωση χτυπάει τετράγωνα. Λες κι αποφασίζουν όλοι μαζί μια ηρωική έξοδο… Σαν του Μεσολογγίου. Και σε ματώνουν τα σημάδια του φευγιού του καθενός. Μια καρέκλα σπασμένη που ξέμεινε μόνη. Μια στραπατσαρισμένη χαρτόκουτα. Μια κούκλα σαν πτώμα που περιμένει ιατροδικαστή. Αψυχα αντικείμενα που άφησε πίσω ένας θάνατος μιας ακόμα ψυχής εμποράκου. Τα γράφω όλα αυτά γιατί χθες είδα μπροστά στα μάτια μου ότι αυτοκτόνησε και η Βουλιαγμένης.
Πόσο θα ήθελα, σχεδόν ηδονικά, να κλείσω έναν-έναν τους κυβερνώντες σ’ ένα εμπορικό μαγαζί. Να τους παραδώσω υποχρεώσεις, χρέη, ασφαλιστικές εισφορές, εφορίες, αποδόσεις ΦΠΑ ως μερίδιο αιματηρού κόπου μιας πώλησης. Να ζήσουν το συναίσθημα του να περιμένεις πελάτη… Πόσο θα ήθελα, σχεδόν ηδονικά, να χοντρύνω ακόμα πιο πολύ το παιχνίδι… Να περιμένουν, και να περιμένουν, και να περιμένουν εναγωνίως έναν πελάτη ψηφοφόρο… Εναν που να ψαχουλεύει, που στυγνά να τσεκάρει το «εμπόρευμά» τους. Λέξη-λέξη, πόντο-πόντο… «Θα ξαναπεράσω», να τους τάζει. Και να ξέρουν ότι δεν θα ξαναπεράσει.
ΥΓ.: Αντί της Βουλιαγμένης, γράψτε όποιον δρόμο θέλετε. Ουουουουου! Κι αν έχουμε δρόμους που αυτοκτόνησαν!…
[…] Το διαβάσαμε εδώ:AegeaNews Διαβάστε περισσότερα… (adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({}); […]