Η νηστεία 14 ωρών και η κατανάλωση φαγητού μέσα στις υπόλοιπες 10 ώρες της ημέρας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για διαβήτη, εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακές παθήσεις σύμφωνα με νέα μελέτη
Η διαλειμματική νηστεία διάρκειας 14 ωρών ημερησίως και η κατανάλωση φαγητού μέσα στις υπόλοιπες 10 ώρες της ημέρας είναι πιθανό να μειώνει τον κίνδυνο διαβήτη, υποστηρίζει μια νέα μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές του Πανεπιστημίου της California.
Συγκεκριμένα, η μελέτη έδειξε ότι ένας άνθρωπος που τρώει αποκλειστικά μέσα σε διάστημα 10 ωρών κάθε μέρα απολαμβάνει πλεονεκτήματα όπως η απώλεια βάρους και τα καλύτερα επίπεδα χοληστερόλης.
Ενδεικτικά, μέσα σε μόλις 12 εβδομάδες, οι 19 συμμετέχοντες στη δοκιμή (οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν παχύσαρκοι), παρατήρησαν μείωση στον δείκτη μάζας σώματος, τα κιλά και το σωματικό τους λίπος, ενώ κάποιοι παρουσίασαν βελτιωμένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και σακχάρου στο αίμα.
Πριν από τη μελέτη, οι συμμετέχοντες είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζουν σημάδια διαβήτη, με τους ερευνητές να υποστηρίζουν ότι πλέον υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αποφύγουν την εκδήλωση της νόσου.
Αναλυτικότερα, η ερευνητική ομάδα συμπεριέλαβε στη μελέτη αυτή 19 άτομα που έπασχαν ήδη από μεταβολικό σύνδρομο, οι περισσότεροι ήταν παχύσαρκοι και το 84% λάμβανε τουλάχιστον μία θεραπευτική αγωγή για την κατάστασή του.
Κλήθηκαν, λοιπόν, να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα διαλειμματικής νηστείας για 12 εβδομάδες, σύμφωνα με το οποίο δεν θα κατανάλωναν κανένα τρόφιμο για 14 ώρες κάθε μέρα, ενώ στις υπόλοιπες 10 ώρες μπορούσαν να φάνε ό,τι, όποτε και όσο ήθελαν.
Όπως αποδείχθηκε, όλοι έτειναν να τρώνε το πρωινό τους γεύμα αργότερα από ό,τι συνήθως (σχεδόν δύο ώρες μετά το ξύπνημα) και το βραδινό γεύμα νωρίτερα. Μετά από μόλις 12 εβδομάδες, τα επίπεδα σωματικού λίπους, ο δείκτης μάζας σώματος και το βάρος των συμμετεχόντων είχαν μειωθεί κατά σχεδόν 3%. Στο τέλος της μελέτης φάνηκε επίσης ότι κάποια είχαν χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και σακχάρου στο αίμα, ενώ το 70% κοιμόταν καλύτερα.
Μάλιστα, οι συμμετέχοντες ήταν τόσο ικανοποιημένοι από την πρόοδό τους, που τα 2/3 συνέχισε τη διαλειμματική νηστεία, τουλάχιστον κατά διαστήματα, για έως και ένα χρόνο μετά το τέλος της μελέτης.
«Όταν ένας άνθρωπος διαγιγνώσκεται με μεταβολικό σύνδρομο, οι παρεμβάσεις είναι κρίσιμες, καθώς όταν γίνει διαβητικός ή αρχίσει να λαμβάνει πολλαπλές θεραπευτικές αγωγές όπως η ινσουλίνη, η εξέλιξη της νόσου είναι πολύ δύσκολο να αναστραφεί», εξηγεί ο Δρ. Pam Taub, καρδιολόγος ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης και καταλήγει:
«Το να αλλάξουμε το διατροφικό πλάνο και το πρόγραμμα άσκησης αυτών των ασθενών είναι σημαντικό αλλά δύσκολο. Προσπαθούμε, λοιπόν, να δουλέψουμε με τους ασθενείς και να τους ενθαρρύνουμε να πραγματοποιήσουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, αν και δύσκολα καταφέρνουμε οι αλλαγές αυτές να είναι μακροχρόνιες και ουσιώδεις».
ygeiamou.gr