Σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έχει περιέλθει γνωστή εταιρεία, που εδρεύει στην Κω και δραστηριοποιείται στον τομέα των ξενοδοχειακών, τουριστικών και ναυτιλιακών, πρακτορειακών, εμπορικών, εργολαβικών, γεωργικών, κτηνοτροφικών και άλλων συναφών επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο της δράστηριότητάς της αυτής διατηρεί πέντε ξενοδοχειακές μονάδες, τεσσάρων και πέντε αστέρων, δυναμικότητας συνολικά 1.522 δωματίων και 5.079 κλινών καθώς και δύο συνεδριακά κέντρα, χωρητικότητας συνολικά τουλάχιστον 5.500 συνέδρων.
Πιο συγκεκριμένα το Πρωτοδικείο της Κω με την Ειδική Διαδικασία απέρριψε την από 29 Ιανουαρίου 2018 ανακοπή της ξενοδοχειακής εταιρείας και το από 23 Απριλίου 2018 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής και επικύρωσε διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω που εξέδωσε η Τράπεζα Πειραιώς εις βάρος της, ενώ την καταδικάζει και στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, τα οποία όρισε στο ποσό των 370.000 ευρώ.
Οι επιχειρηματίες ζήτησαν με την ανακοπή τους και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να ακυρωθεί, η διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην τράπεζα, το ποσό των 18.793.322,40 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από κοινό ομολογιακό δάνειο και τις πρόσθετες αυτού πράξεις, καθώς και την από 27.3.2015 πράξη τροποποίησης, κωδικοποίησης και ρύθμισης, στα οποία συμβλήθηκαν η μεν πρώτη από αυτούς ως εκδότρια του ομολογιακού δανείου, οι δε δεύτερος και τρίτη ως εγγυητές.
Η απαίτηση της τράπεζας, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απορρέει από την από 18.9.2006 σύμβαση κοινού ομολογιακού δανείου ύψους (κεφαλαίου) 30.000.000 ευρώ και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, που καταρτίστηκαν μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας ως εκδότριας και της Τράπεζας Κύπρου, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η Τράπεζα Πειραιώς, ως ομολογιούχου δανείστριας, ενώ οι δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές.
Συμφωνήθηκε δε η εξόφληση του δανείου σε 38 δόσεις έως την 30η.11.2026. Λόγω προβλημάτων ρευστότητας που άρχισε να αντιμετωπίζει η πρώτη ανακόπτουσα και αδυναμίας της να ανταποκριθεί στις παραπάνω συμβατικές υποχρεώσεις της, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων τα από 24.4.2012 και 24.4.2015 ιδιωτικά συμφωνητικά ρύθμισης οφειλών (standstill agreements), όπως και ιδιωτικό συμφωνητικό παράτασης, με τα οποία παρεχόταν στην πρώτη ανακόπτουσα μία περίοδος χάριτος, ώστε μέσω της ρύθμισης των χρηματοδοτήσεων και των καταβολών προς τους πιστωτές της, και δη την αναστολή καταβολής του δανειακού κεφαλαίου και πληρωμή μόνο των τρεχόντων τόκων, να μπορέσουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ανακάμψουν οικονομικά.
Τέθηκαν προς τούτο σε αυτήν συγκεκριμένοι όροι, που θα επέτρεπαν τον έλεγχο των ταμειακών ροών και τη βελτιστοποίηση των αποδόσεων στη διαχείριση διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων (όρων) ήταν ο διακανονισμός των καταβαλλόμενων δόσεων τόκων από τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρίας, ο έλεγχος των δαπανών και πληρωμών αυτής, η απαγόρευση επιβάρυνσής της με νέο δανεισμό και ο ορισμός ενός προσώπου κοινής αποδοχής ως ελεγκτή της επιχείρησης.
Οι πιστωτές, όπως και η καθ’ ης, δεσμεύθηκαν ότι δεν θα προβούν σε δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους έναντι της εταιρίας ή των εγγυητών, καθώς και ότι θα απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε συντηρητικού ή αναγκαστικού μέτρου κατ’ αυτών μέχρι την 31η.3.2016, οπότε και ορίστηκε η λήξη της εν λόγω συμφωνίας.
Ωστόσο, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των ανακοπτόντων, δεν αποδείχθηκε ότι οι πιστωτές δεσμεύθηκαν παράλληλα να προβούν σε οριστική συνολική ρύθμιση των οφειλών τους, καθώς δεν περιέχεται σχετικός όρος στα παραπάνω ιδιωτικά συμφωνητικά.
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εφαρμογής των ιδιωτικών συμφωνητικών γίνονταν συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων για την εξεύρεση λύσης με σκοπό την επιβίωση των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της πρώτης ανακόπτουσας και την ταυτόχρονη (ρυθμιζόμενη) εξυπηρέτηση των διανειακών της υποχρεώσεων έναντι της τράπεζας Πειραιώς, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επιπλέον, όπως δέχεται η απόφαση, η πρώτη ανακόπτουσα δεν υπήρξε συνεπής στην τήρηση των υποχρεώσεων που ανέλαβε με τα ιδιωτικά συμφωνητικά, με συνέπεια τη διαρκή διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της.
Έτσι, η καθ’ ης προέβη σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης το μήνα Ιούνιο του έτους 2017, οπότε η απαίτησή της είχε ήδη ανέλθει στο ποσό των 37.974.578,73 ευρώ, και στην υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής το μήνα Νοέμβριο του έτους 2017.
Προέκυψε ότι, μολονότι η πρώτη ανακόπτουσα ήταν ληξιπρόθεσμη στις συμβατικές της υποχρεώσεις από το έτος 2012, η τράπεζα ανέμεινε καλόπιστα επί μακρόν την ομαλοποίηση των εκ μέρους αυτής καταβολών, αναστέλλοντας τις ατομικές διώξεις ενόψει εξεύρεσης μίας κοινά αποδεκτής λύσης ως προς την τακτοποίηση των οφειλών της. Έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο συναλλακτικής πίστης και αφού αξιολόγησε τα πορίσματα ελεγκτικών εταιριών, ώστε να σταθμίσει την εισπραξιμότητα των απαιτήσεών της, την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της πρώτης ανακόπτουσας, προέβη σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης, όπως είχε δικαίωμα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης εγγράφηκαν προσημειώσεις υποθήκης σε ακίνητη περιουσία (ξενοδοχειακά συγκροτήματα) της πρώτης ανακόπτουσας, η εμπορική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 71.400.000 ευρώ πλην όμως η αξία της σε περίπτωση βίαιης ρευστοποίησης εκτιμήθηκε ότι θα υπολείπεται της ως άνω εμπορικής και ότι δεν θα επαρκέσει για την ικανοποίηση της απαίτησης της τράπεζας.
Η τράπεζα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Ρόδου κ. Γιάννη Καρατζαφέρη.
Στο πλαίσιο της δράστηριότητάς της αυτής διατηρεί πέντε ξενοδοχειακές μονάδες, τεσσάρων και πέντε αστέρων, δυναμικότητας συνολικά 1.522 δωματίων και 5.079 κλινών καθώς και δύο συνεδριακά κέντρα, χωρητικότητας συνολικά τουλάχιστον 5.500 συνέδρων.
Πιο συγκεκριμένα το Πρωτοδικείο της Κω με την Ειδική Διαδικασία απέρριψε την από 29 Ιανουαρίου 2018 ανακοπή της ξενοδοχειακής εταιρείας και το από 23 Απριλίου 2018 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής και επικύρωσε διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω που εξέδωσε η Τράπεζα Πειραιώς εις βάρος της, ενώ την καταδικάζει και στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, τα οποία όρισε στο ποσό των 370.000 ευρώ.
Οι επιχειρηματίες ζήτησαν με την ανακοπή τους και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να ακυρωθεί, η διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην τράπεζα, το ποσό των 18.793.322,40 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από κοινό ομολογιακό δάνειο και τις πρόσθετες αυτού πράξεις, καθώς και την από 27.3.2015 πράξη τροποποίησης, κωδικοποίησης και ρύθμισης, στα οποία συμβλήθηκαν η μεν πρώτη από αυτούς ως εκδότρια του ομολογιακού δανείου, οι δε δεύτερος και τρίτη ως εγγυητές.
Η απαίτηση της τράπεζας, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απορρέει από την από 18.9.2006 σύμβαση κοινού ομολογιακού δανείου ύψους (κεφαλαίου) 30.000.000 ευρώ και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, που καταρτίστηκαν μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας ως εκδότριας και της Τράπεζας Κύπρου, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η Τράπεζα Πειραιώς, ως ομολογιούχου δανείστριας, ενώ οι δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές.
Συμφωνήθηκε δε η εξόφληση του δανείου σε 38 δόσεις έως την 30η.11.2026. Λόγω προβλημάτων ρευστότητας που άρχισε να αντιμετωπίζει η πρώτη ανακόπτουσα και αδυναμίας της να ανταποκριθεί στις παραπάνω συμβατικές υποχρεώσεις της, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων τα από 24.4.2012 και 24.4.2015 ιδιωτικά συμφωνητικά ρύθμισης οφειλών (standstill agreements), όπως και ιδιωτικό συμφωνητικό παράτασης, με τα οποία παρεχόταν στην πρώτη ανακόπτουσα μία περίοδος χάριτος, ώστε μέσω της ρύθμισης των χρηματοδοτήσεων και των καταβολών προς τους πιστωτές της, και δη την αναστολή καταβολής του δανειακού κεφαλαίου και πληρωμή μόνο των τρεχόντων τόκων, να μπορέσουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ανακάμψουν οικονομικά.
Τέθηκαν προς τούτο σε αυτήν συγκεκριμένοι όροι, που θα επέτρεπαν τον έλεγχο των ταμειακών ροών και τη βελτιστοποίηση των αποδόσεων στη διαχείριση διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων (όρων) ήταν ο διακανονισμός των καταβαλλόμενων δόσεων τόκων από τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρίας, ο έλεγχος των δαπανών και πληρωμών αυτής, η απαγόρευση επιβάρυνσής της με νέο δανεισμό και ο ορισμός ενός προσώπου κοινής αποδοχής ως ελεγκτή της επιχείρησης.
Οι πιστωτές, όπως και η καθ’ ης, δεσμεύθηκαν ότι δεν θα προβούν σε δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους έναντι της εταιρίας ή των εγγυητών, καθώς και ότι θα απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε συντηρητικού ή αναγκαστικού μέτρου κατ’ αυτών μέχρι την 31η.3.2016, οπότε και ορίστηκε η λήξη της εν λόγω συμφωνίας.
Ωστόσο, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των ανακοπτόντων, δεν αποδείχθηκε ότι οι πιστωτές δεσμεύθηκαν παράλληλα να προβούν σε οριστική συνολική ρύθμιση των οφειλών τους, καθώς δεν περιέχεται σχετικός όρος στα παραπάνω ιδιωτικά συμφωνητικά.
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εφαρμογής των ιδιωτικών συμφωνητικών γίνονταν συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων για την εξεύρεση λύσης με σκοπό την επιβίωση των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της πρώτης ανακόπτουσας και την ταυτόχρονη (ρυθμιζόμενη) εξυπηρέτηση των διανειακών της υποχρεώσεων έναντι της τράπεζας Πειραιώς, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επιπλέον, όπως δέχεται η απόφαση, η πρώτη ανακόπτουσα δεν υπήρξε συνεπής στην τήρηση των υποχρεώσεων που ανέλαβε με τα ιδιωτικά συμφωνητικά, με συνέπεια τη διαρκή διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της.
Έτσι, η καθ’ ης προέβη σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης το μήνα Ιούνιο του έτους 2017, οπότε η απαίτησή της είχε ήδη ανέλθει στο ποσό των 37.974.578,73 ευρώ, και στην υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής το μήνα Νοέμβριο του έτους 2017.
Προέκυψε ότι, μολονότι η πρώτη ανακόπτουσα ήταν ληξιπρόθεσμη στις συμβατικές της υποχρεώσεις από το έτος 2012, η τράπεζα ανέμεινε καλόπιστα επί μακρόν την ομαλοποίηση των εκ μέρους αυτής καταβολών, αναστέλλοντας τις ατομικές διώξεις ενόψει εξεύρεσης μίας κοινά αποδεκτής λύσης ως προς την τακτοποίηση των οφειλών της. Έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο συναλλακτικής πίστης και αφού αξιολόγησε τα πορίσματα ελεγκτικών εταιριών, ώστε να σταθμίσει την εισπραξιμότητα των απαιτήσεών της, την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της πρώτης ανακόπτουσας, προέβη σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης, όπως είχε δικαίωμα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης εγγράφηκαν προσημειώσεις υποθήκης σε ακίνητη περιουσία (ξενοδοχειακά συγκροτήματα) της πρώτης ανακόπτουσας, η εμπορική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 71.400.000 ευρώ πλην όμως η αξία της σε περίπτωση βίαιης ρευστοποίησης εκτιμήθηκε ότι θα υπολείπεται της ως άνω εμπορικής και ότι δεν θα επαρκέσει για την ικανοποίηση της απαίτησης της τράπεζας.
Η τράπεζα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Ρόδου κ. Γιάννη Καρατζαφέρη.
Πηγή:www.dimokratiki.gr