Το χρονικόν του Μαχαιρά | Γράφει ο Θεοδόσης Διακογιάννης

0
2494

Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης

 

 

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

 

Το Χρονικό της γλυκείας χώρας Κύπρου που έγραψε ο Λεόντιος Μαχαιράς χρονικογράφος του 15ου αιώνα είναι ένα σημαντικό μνημείο λογοτεχνίας της Κύπρου κατά την περίοδο του μεσαίωνα.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς γόνος μιας εύπορης οικογένειας ιερωμένων γεννήθηκε το 1360 και πέθανε το 1450 στην Κύπρο που κατείχαν τότε οι Γάλλοι Λουζιάν. Κατάφερε να μάθει την γαλλική γλώσσα και να αποκτήσει μια μόρφωση που του επέτρεψε να αναλάβει διάφορα αξιώματα κοντά στους φράγκους που κυριαρχούσαν στο νησί.

Υπήρξε γραμματικός του τιμαριούχου Ιωάννη ντε Νόρες. Η αυλή των Λουζιανών βασιλιάδων τον χρησιμοποίησε σε σημαντικές αποστολές όπως στο κίνημα για την εκδίωξη των Γενουατών από την Αμμόχωστο, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του βασιλιά Ιανού για την εκδίωξη των Μαμελούκων Αράβων και Τούρκων και στην διπλωματική αποστολή προς τον ηγεμόνα του Ικονίου για τις διαπραγματεύσεις ανανέωσης των συνθηκών ειρήνης.

Ο Μαχαιράς, έλαβε υπ’ όψη του για να γράψει το Χρονικό παλαιότερα κείμενα, αναζητήσεις και πληροφορίες, πρόσθεσε τις δικές του πληροφορίες και εμπειρίες και χρησιμοποίησε και τα επίσημα αρχεία του κράτους, στα οποία είχε πρόσβαση.

Το κείμενο είναι σε ελληνική λαϊκή γλώσσα που περιέχει μεγάλο αριθμό λέξεων της Κυπριακής ντοπιολαλιάς και είναι διανθισμένο με γαλλικές και λατινικές λέξεις. Το πρόβλημα της γλώσσας την εποχή εκείνη στην Κύπρο ήταν τεράστιο και όπως λέει ο ίδιος: «πήραν τον τόπον οι Λαζανιάδες και από τότε αρκέψα να μαθαίνουν φράγκικα και βαρβαρίσαν τα ρωμαίικα».

Το Χρονικό του Μαχαιρά έχει καταγράψει ιστορικά γεγονότα με επί μέρους αναφορές της εποχής του Κυπριακού μεσαίωνα. Αφηγείται την ιστορία του νησιού από την κατάκτηση του από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και το ταξίδι της Αγίας Ελένης στους άγιους τόπους μέχρι και τον θάνατο του βασιλιά Ιωάννη Β΄.

Σε περίληψη αφηγείται την ανάληψη της εξουσίας από τον Πέτρο Α΄ Λουζινιάν και όσα αφορούν την περίοδο της βασιλείας του. Το έργο χωρίζεται σε έξι βιβλία και σε 713 παραγράφους. Το πρωτότυπο κείμενο δεν σώζεται υπάρχουν όμως τρία χειρόγραφα αντίγραφα στις βιβλιοθήκες της Βενετίας της Οξφόρδης και της Ραβένας. Στο τέλος του κειμένου από το αντίγραφο της Οξφόρδης υπάρχει η εξής πληροφορία:

Εγράφη εν τη πόλη Κτίμα ε-

νορίαν της Πάφου εχρονίας

του κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1555, μηνός Ιουνίου

τη ημέρα Πέμπτη.

 

Το κείμενο του χρονικού αρχίζει με την εξής παράγραφο:

-Ἐβουλεύτηκα ἐν ὀνόματι τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν τριάδι προσκυνουμένου, νὰ ἐξηγηθῶ περὶ τῆς ἀκριβῆς χώρας Κύπρου. Ὡς χρόνοι εἶνε γʹ ἐν τῷ κόσμω, ὁ περασμένος, ὁ εὑρισκόμενος, καὶ ὁ ἐρχόμενος, ἤτζου εἶνε καὶ οἱ ᾿μέραι τῆς ζωῆς μας, ὡς γοιὸν λαλεῖ ὁ Δαβίθ· ὅτι οἱ ᾿μέρες μας διαβαίννουν καὶ μεῖς καταλυοῦμεν τοὺς καρποὺς ἄγουρους, καὶ θανατώννομεν τοὺς γονίους μας, νὰ πάρωμεν τὴν κληρονομιάν τους, ὡς μωροί· καὶ πόσον καιρὸν ν᾿ ἀπαντήσωμεν, μέλλει νὰ ποθάνωμεν, καὶ γιὰ τοῦτον ἂς ἀπομεινίσκωμεν ὥστη νὰ θέλῃ ὁ Θεὸς νὰ σηκώννῃ τοὺς γονίους μας καὶ νὰ παίρνωμεν τὴν κληρονομίαν. ᾿Δὲ πῶς μᾶς παραπονᾶ ὁ φρένιμος Σολομών, καὶ λαλεῖ: ψέματα τῶν ψεμάτων, ὅλα εἶνε ψέματα.

Η δική μας αναφορά επικεντρώνεται στο δεύτερο βιβλίο του Χρονικού που αφηγείται τα γεγονότα της βασιλείας του Πέτρου Α΄. Αρχίζει από την παράγραφο 232 και τελειώνει με την παράγραφο 281. Στις πρώτες παραγράφους ή στα αποσπάσματα των παραγράφων αυτών θα παρουσιαστεί το αυθεντικό κείμενο με γράμματα έντονα πλάγια  και θα ακολουθεί η διήγηση στα νεοελληνικά όμως από ένα σημείο και μετά θα συνεχίσουμε με μόνο την μετάφραση του κειμένου.

Για την εργασία αυτή πήραμε στοιχεία από το βιβλίο του Άντρου Παυλίδη «Λεοντίου Μαχαιρά Χρονικόν». ‘Έκδοση ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΣ.

 

 

 

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ

 

  • 232.-Καὶ ἐλησμόνησα νὰ σᾶς ξηγηθῶ πῶς ἀλλάξαν τὸ κουντάτο ἀπὲ τὸ πριντζάτο· καὶ πολομῶ νὰ τὸ ξεύρετε, καὶ θέλετε τὸ μάθειν εἰς τὸ στέψιμον τοῦ Τζάκου τε Λαζανία.

232 Λησμόνησα να σας διηγηθώ ότι αλλάξαν την κομητεία σε πριγκιπάτο και προσπαθώ να σας το κάμω γνωστό για να το ξέρετε και θα το μάθετε όταν γίνει η στέψη του Ιακώβου ντε λουζινιάν.

  • 233.-Καὶ ἁντὰν ἐστέφθην ὁ ἀφέντης ὁ ρὲ Πιέρ, ὠρδίνιασεν καὶ τὰ ᾿φφίκια τοῦ ρηγάτου τὰ χηράτα… Καὶ ὁ ρὲ Πιὲρ ἁρμάστην μίαν ὄμορφην κόρην ἀπὸ τὴν Καταλονίαν, τὴν Λιονόραν τε Ραού. Καὶ ἐστέφθην μὲ τὸν ἄνωθεν ρὲ Πιὲρ ἀντάμα.]

233 Και όταν στέφθηκε ο αφέντης ο βασιλιάς Πέτρος, τακτοποίησε και τα αξιώματα του βασιλείου που είχαν χηρέψει… Και ο βασιλιάς Πέτρος νυμφεύτηκε μια όμορφη κόρη από την Καταλονία, την Ελεονώρα της Αραγκόν, η οποία παντρεύτηκε τον βασιλιά.

  • 234.-Τὸ λοιπὸν ἀφίννομεν τὴν ἐξήγησιν τοῦ σκύλλου τοῦ σουλτάνου, καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς ἄλλην τῆς ρήγαινας, ὀνόματι Λινόρας, γυναῖκα τοῦ ἄνωθεν ρὲ Πιέρ. Ὁ καλὸς ρήγας, ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον πλημελᾶ, τὸν ἐκόμπωσεν τὸν ρήγαν, καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν μὲ μίαν ζιτὶλ ἀρχόντισσα ὀνόματι Τζουάνα Λ᾿ Αλεμά, γυναῖκαν τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Μουντολὶφ τοῦ κυροῦ τῆς Χούλου, καὶ ἀφῆκεν την ἀγκαστρωμένην μηνῶν ηʹ. Καὶ πηγαίνωντα ὁ ρήγας τὴν δεύτερην φορὰν εἰς τὴν Φρανγγίαν, ἔπεψεν καὶ ἔφερέν την εἰς τὴν αὐλὴν ἡ ρήγαινα· καὶ τὸ νὰ ἔλθῃ ὀμπρός της, ἐτίμασέν την ἀντροπιασμένα λογία, λαλῶντα της: «Κακὴ πολιτική, χωρίζεις με ἀπὸ τὸν ἄντρα μου!» Καὶ ἡ ἀρχόντισσα ἐμούλλωσεν· καὶ ἡ ρήγαινα ὥρισεν τὲς βάγες της καὶ ἔριψάν την χαμαί, [καὶ ἕναν γδὶν] καὶ ἐβάλαν το ἀπάνω εἰς τὴν κοιλιάν της καὶ ἐκουπανίσαν [πολλὰ πράματα,] διὰ νὰ ρίψῃ τὸ βρέβος· καὶ ὁ θεὸς ἐγλύτωσέν το καὶ δὲν ἔππεσεν. Θωρῶντα πῶς τὴν ἐτυράνιζεν ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ δὲν ἔππεσεν, ὥρισεν καὶ ἐσφαλίσαν την εἰς ἕναν σπίτιν ὡς πισαυρίου· καὶ ὅνταν ἐξημέρωσεν, ὥρισεν καὶ ἐφέραν την ὀμπρός της, καὶ ἐφέραν καὶ ἕναν χερομύλιν, καὶ ἁπλῶσάν την χαμαὶ καὶ ᾿βάλαν το εἰς τὴν κοιλίαν της καὶ ἀλέσασιν [αʹ πινάκιν] σιτάριν ἀπάνω εἰς τὴν κοιλιάν της, καὶ ἐκρατοῦσαν την, καὶ δὲν ἔππεσεν τὸ παιδίν. Καὶ ᾿ποῖκεν της πολλὰ κακά, καὶ μυρίσματα, τζίκνες, βρώμους, καὶ ἄλλα κακά, καὶ ὅσα ὠρδινιάζαν οἱ γιλλοῦδες, γ-οἱ μαμμοῦδες· καὶ τὸ παιδὶν περίτου ἐδυνάμωννεν εἰς τὴν κοιλιάν της. Ὥρισέν τη νὰ πάγῃ ἔσσω της, καὶ [ἐπαράγκειλεν τῆς ὑποταγῆς της, ὅσον γεννήσῃ τὸ παιδὶν νὰ τὸ φέρουν τῆς ρήγαινας· καὶ ἤτζου ἐγίνην, καὶ δὲν ἠξεύρομεν τίντα ἐγίνην τὸ βρέφος τὸ καθαρὸν καὶ ἄπταιστο

Λοιπόν, ας εγκαταλείψουμε  την διήγηση για τον σκύλο τον σουλτάνο και ας περάσουμε σε μια άλλη, για τη βασίλισσα που λεγόταν Ελεονώρα, σύζυγο του  παραπάνω βασιλιά Πέτρου. Όπως θα ξέρετε, ο Δαίμων της Πορνείας βασανίζει όλο τον κόσμο, έτσι μάγεψε και τον βασιλιά ο οποίος αμάρτησε με μια αρχόντισσα που λεγόταν Ιωάννα ντ’ Αλεμάν, ήταν χήρα του κυρίου Ιωάννη ντε Μοντολίφ, του αφέντη της Χούλου και την άφησε έγκυο και ήταν 8 μηνών. Και όταν ο βασιλιάς έφυγε για δεύτερη φορά στη Γαλλία, η βασίλισσα έστειλε και την έφεραν στο παλάτι. Και μόλις παρουσιάστηκε μπροστά της, την έβριζε με προσβλητικά λόγια, λέγοντας της: «Πόρνη, εσύ είσαι που θέλεις να με χωρίσεις από τον άντρα μου;» και η αρχόντισσα σώπαινε.  Η βασίλισσα τότε διέταξε τις δούλες της και την ξάπλωσαν κάτω και έφεραν ένα μεγάλο μαρμάρινο γουδί και το έβαλαν πάνω στην κοιλιά της και κοπάνισαν ένα δοχείο με αλάτι και πολλά άλλα πράγματα, για να ρίξει το παιδί, αλλά ο θεός το έσωσε και δεν το έριξε. Βλέποντας η βασίλισσα ότι την βασάνιζαν όλη τη μέρα χωρίς να ρίξει το βρέφος, διέταξε και την έκλεισαν σε ένα δωμάτιο, μέχρι την επόμενη μέρα. Και όταν ξημέρωσε, διέταξε και την έφεραν μπροστά της, έφεραν και ένα χειρόμυλο, την ξάπλωσαν στο έδαφος και τον έβαλαν πάνω στην κοιλιά της και άλεσαν δύο κιβώτια σιτάρι αλλά το παιδί δεν το έριξε. Της έκαμε πολλά βασανιστήρια με μυρωδιές, τσίκνες, βρωμιές και άλλα βάσανα όσα σοφίζονταν οι μαμές. Μα το παιδί δυνάμωνε στην κοιλιά της. Τότε την διάταξε να πάει στο σπίτι της και παράγγειλε  σε όλες τις μαμές, όποια την ξεγεννήσει να πιάσει αμέσως το παιδί και να της το πάει, διαφορετικά θα της έκοβε το κεφάλι και μόλις γέννησε της πήραν το παιδί και το πήγαν στην βασίλισσα. Έτσι έγιναν τα πράγματα και δεν ξέρουμε και κανένας δε μπορεί να μάθει τι έγινε το αγνό και αθώο βρέφος.

235.-Καὶ μοναῦτα ὥρισεν ἡ κακὴ ρήγαινα καὶ ἐπῆραν τὴν κακότυχην τὴν λειχοῦσαν εἰς τὴν Κερυνίαν, καὶ ἐβάλαν την εἰς τὴν γούφαν ἤτζου ματωμένην, καὶ ἐκεῖ ἐστεντίασεν πολλά, ἀπ))ὸ πᾶσ§α πρᾶμαν στερε(υ)ομένη ἀπὸ τὸν καπετάνον, διὰ νὰ τελειώση τὸν κακὸν ὁρισμὸν τῆς ἄθεης καὶ κακῆς ρήγαινας. Καὶ διαβαίννοντα ζʹ ἡμέρες ὁ πρίντζης ἔπεψεν καὶ ἄλλαξεν τὸν καπετάνον καὶ ἔβαλεν ἄλλον καπετάνον, τὸ(ν) σὶρ Οὗνγκε τ᾿ Ἀτιαμέ, [ὁ ποῖος] ἦτον συνγκενὴς τῆς ἀρχόντισσας· καὶ ὁ κουβερνούρης ὥρισέν τον κρυφὰ νὰ τὴν ἀναπαύσῃ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ρηγός· ὁ ποῖος σὶρ Λουκὲς ἐγέμωσεν τὴν γούφαν [μίαν κάνναν χῶμαν] καὶ ἔβαλεν κάτω πελεκάνον καὶ ἐκάρφωσάν την μὲ τὰ σανιδία, καὶ ἔδωκέν της ροῦχα καὶ ἐκοιμάτον· καὶ ᾿δῆγαν καλὰ καὶ τὸ φᾶν της καὶ τὸ πγεῖν της. Τοῦτα οὗλα τὰ μαντάτα έφτάσαν εἰς τὴν Φραγγίαν εἰς τ᾿ αὐτία τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου.

Και αμέσως έδωσε διαταγή η κακή βασίλισσα και πήραν την δυστυχισμένη λεχώνα στην Κερύνεια και την έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή που στην πραγματικότητα ήταν ένα βαθύ πηγάδι, όπως ήταν με τα αίματα της γέννας και εκεί έμεινε για ένα χρόνο σε μεγάλη δυστυχία και στερείτο τα πάντα γιατί ο φρούραρχος εκτελούσε πιστά την απαίσια εντολή της άθεης και κακής βασίλισσας. Αφού έκλεισε χρόνος, και ύστερα από 7 μέρες ο πρίγκιπας[1] αντικατέστησε τον φρούραρχο της Κερύνειας και διόρισε νέο φρούραρχο τον κύριο Λουκά ντ’ Αντιγιώμ. Και αυτό το έκαμε γιατί, αυτός ήταν συγγενής της αρχόντισσας. Και ο κυβερνήτης τον διέταξε κρυφά να την περιθάλψει, για την αγάπη του βασιλιά. Και ο κύριος Λουκάς γέμισε το πηγάδι της φυλακής με χώμα και έτσι το δάπεδο ψήλωσε όσο ένα καλάμι, και έβαλε έναν μαραγκό και κάρφωσε από κάτω σανίδια, και της έδωσε και ρούχα για  να μπορεί να κοιμάται σ’ αυτά. Και κανόνισε να έχει καλό φαγητό και ποτό. Όλα αυτά τα συμβάντα έφτασαν στα αυτιά του βασιλιά της Κύπρου, που βρισκόταν στη Γαλλία.

  • 236.-Ὁ ρήγας ἔγραψεν τῆς ρήγαινας πολλὰ θυμωμένα: «Ἔμαθα τὸ κακὸν τὸ ἐποῖκες τῆς ἠγαπημένης μας κυρὰ Τζουάνας Λ᾿ Αλεμά· διὰ τοῦτον τάσσομαί σου, ὅτι ἀνισῶς καὶ ἔλθω εἰς τὴν Κύπρον με καταυγόδιον βοηθῶντος θεοῦ, θέλω σοῦ ποίσειν τόσον κακὸν ὅπου νὰ τρομάξουν πολλοί διὰ τοῦτον πρὶ νὰ ἔλθω ποῖσε τὸ χειρόττερον τὸ νὰ μπορήσῃς.»

Μαθαίνοντας αυτά ο βασιλιάς έγραψε θυμωμένος στη βασίλισσα: «Έχω πληροφορηθεί το κακό που έκαμες στην αγαπημένη μας λαίδη Ιωάννα ντ’ Αλεμάν, γιαυτό σου υπόσχομαι όταν επιστρέψω πίσω στην Κύπρο με τη βοήθεια του Θεού, θα λογαριαστώ τόσο άσχημα μαζί σου ώστε πολλοί θα τρομάξουν. Έτσι, προτού επιστρέψω κάμε σ’ αυτήν το χειρότερο που μπορείς».

  • 287Καὶ [ἄνταν ἐπερίλαβεν ἡ ρήγαινα τὰ χαρτία,] ἔμήνυσεν τοῦ καπετάνου τῆς Κερυνίας νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν, καὶ ἐμηνῦσεν του νὰ φέρῃ καὶ τὴν γεναίκαν του κρυφὰ νὰ τὴν ζητήση τῆς ρήγαινας τ Λευκωσίαν τὴν γούφαν, καὶ εἶπαν της: «Ἐμεῖς ἐπήγαμεν εἰς τὴν ρήγαιναν καὶ ἐπαρακαλέσαμέ την [καὶ ἐβγάλεν σε, καὶ εὐχαρίστου της.»] Καὶ ἐπέψαν την εἰς τὴν χώραν. Ἡ ρήγαινα ὥρισεν καὶ ἐφέραν την ὀμπρός της, καὶ ἕρισεν καὶ ἐστρέψαν της ὅ,τι τῆς ἐπῆραν ἀππέσσω της· καὶ εἶπεν της ἡ ρήγαινα: «ὴν ἄνωθεν ταμὲ Τζουάνα νὰ τὴν ἐβγάλῃ ἀπὸ τὴν γούφαν. Καὶ οὕτως ἐγίνετον, καὶ ἐβγάλαν την Ἂν θέλῃς νὰ ᾔμεστεν φίλαινες καὶ νἄχῃς τὴν ἀγάπην μου, ἔμπα εἰς κανέναν μοναστήριν.» Ἡ πγοιὰ κυρὰ Τζουάνα εἶπεν της: «Εἰς τὸν ὁρισμόν σου, κυρά μου· ὅρισ᾿ με εἰς ποῖον μοναστήρι νὰ πάγω.» Καὶ ὥρισέν τη νὰ πάγῃ εἰς τὴν Ἁγίαν Φωτεινήν, ἡ λεγομένη Σάντα Κλέρα. Ἡ ἄνωθεν καβαλλαρία ἐποῖκεν χρόνον ἕναν εἰς τὴν γούφαν τῆς Κερυνίας καὶ εἰς τὸ μοναστήριν, καὶ.-ἀπὸ ἡ ὀμορφία δὲν ἐπαρκατέβην.

 

Και αμέσως, μόλις έλαβε η βασίλισσα το γράμμα που έστειλε ο βασιλιάς ειδοποίησε τον φρούραρχο της Κερύνειας να έλθει στην Λευκωσία και να φέρει κρυφά και τη γυναίκα του για να ζητήσει από την βασίλισσα να βγάλει από τη φυλακή τη λαίδη Ιωάννα. Έτσι και έγινε την έβγαλαν από τη φυλακή και της είπαν: «Εμείς πήγαμε στη βασίλισσα και την παρακαλέσαμε να σ’ ελευθερώσει και μας διέταξε να το κάνουμε. Το πρωί να πας στη Λευκωσία και να την ευχαριστήσεις και την έστειλαν στη Λευκωσία. Η βασίλισσα διέταξε να την φέρουν μπροστά της και διέταξε να της επιστρέψουν τα πράγματα που είχαν πάρει από το σπίτι της. Και της είπε η βασίλισσα: «Αν θέλεις να είμαστε φίλες και να μην έχεις προβλήματα μαζί μου να μπεις σε κάποιο μοναστήρι» η λαίδη Ιωάννα της είπε: «Στις διαταγές σου κυρία μου. Διάταξε με σε ποιο μοναστήρι να πάω;» και τη διέταξε να πάει στην Αγία Φωτεινή, την λεγόμενη Σάντα Κλάρα. Αυτή η λαίδη είχε μείνει ένα χρόνο στη σκοτεινή φυλακή της Κερύνειας και  άλλο τόσο στο μοναστήρι, και η ομορφιά της καθόλου δεν μειώθηκε.

  • 238.-Ἠξεύρετε, ὅτι ὁ αὐτὸς ρὲ Πιὲρ εἶχεν ἄλλη μίαν καύχαν τὴν τάμε Τζίβαν τε Στααντιλίου, γυναῖκαν τοῦ σὶρ Γρινιὲρ Λε Πεντίτ· καὶ διατὶ ἡ ἄνωθεν τάμου Τζίβα ἢτον παντρεμένη δὲν ἠμπόρησεν νὰ τῆς ποίσῃ δισπλαζίριν. Καὶ εἶπεν μοῦ το ἡ πεθθερὰ τοῦ Γεωργίου, ἡ Μαρία, τοῦ Νούζη τοῦ Καλογήρου, τοῦ γερακάρη τοῦ σὶρ Γχαρρὴν τε Ζιπλὲτ εἰς τὸ χωρίον τὴν Γαλάταν, ὅτι ἀγρωνίζετον καὶ ᾿δουλεῦγεν του, καὶ ἔξευρέ το.

Να ξέρετε ότι ο βασιλιάς Πέτρος είχε και μια άλλη ερωμένη την λαίδη Εχίβη ντε Σκαντελιόν σύζυγο του κυρίου Ραινιέ Λε Πετίτ. Και επειδή αυτή η λαίδη Εχίβη ήταν παντρεμένη και ζούσε ο σύζυγος της η βασίλισσα δε μπόρεσε να τη βλάψει. Αυτά μου τα είπε η Μαρία η πενθερά του Γεωργίου Νούζου του καλόγηρου, που ήταν υπεύθυνος για τα γεράκια του κυρίου Ερρίκου ντε Γκιμπλέτ, γιατί αυτή το γνώριζε επειδή δούλευε κοντά του και το ήξερε.

  • 239.-Πάλε νὰ ἔλθωμεν εἰς τὸ ἐτραβενίασεν διὰ τὸ πταῖσμαν τῆς ρήγαινας. Ὁ ἀρχέκακος διάβολος τῆς πορνείας ἐμπῆκεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου τοῦ κούντη τε Ρουχᾶς, καὶ ἐπίασέν τον πολλὴ καὶ μεγάλη ἀγάπη ἀπάνω τῆς ρήγαινας, καὶ ἐποῖκεν πολλοὺς τρόπους καὶ τόσα ἔδωκεν τῶν μαυλιστρίων, ὅτι ἀρχεύτην καὶ ἐτελειώθην, καὶ εὑρέθησαν ἀντάμα· καὶ ἐφανερώθην τὸ πρᾶμαν εἰς ὅλην τὴν χώραν πῶς ἐγίνην τίτοια παρανομία, καὶ οὗλος ὁ λαὸς δὲν έξηγᾶτον ἄλλον, τόσον ὅτι ἐξηγοῦνταν το καὶ τὰ κοπελλία. Τὸ λοιπὸν ἐμάθαν το τ᾿ ἀδελφία τοῦ ρηγὸς καὶ ἐπικράνθησαν πολλά, καὶ ἐννοιάζουνταν πῶς νὰ διαβῇ τὸ μέγαν κακὸν τοῦτον, [διὰ νὰ μηδὲν γεννηθῇ ἄλλον, ὡς γοιὸν ἐγίνην.]

 

Αλλά ας έλθουμε και πάλι στα όσα η βασίλισσα είχε κακά εις βάρος της. Η αρχή του κακού ο διάβολος της πορνείας, κυρίευσε την καρδιά του κυρίου Ιωάννη της Μόρφου του κόμη ντε Ρουχάς, ο οποίος ερωτεύθηκε σφοδρά την βασίλισσα. Και δοκίμασε πολλές μεθόδους και πλήρωσε πολλά στις ρουφιάνες, και ότι άρχισε το τελείωσε και βρέθηκαν μαζί. Και το πράμα έγινε γνωστό σε όλη τη χώρα, πως έγινε τέτοια παρανομία και όλος ο λαός δεν μιλούσε για τίποτα άλλο, έτσι που το έλεγαν ακόμα και τα παιδάκια. Λοιπόν το έμαθαν και οι αδελφοί του βασιλιά που στεναχωρήθηκαν και πικράθηκαν πολύ και σκέφτονταν για το πως θα τελείωνε αυτό το μεγάλο κακό χωρίς να προκληθεί μεγαλύτερο κακό στην πόλη, το οποίο και έγινε.

  • 240.-Μέσα εἰς τοῦτον ἦλθεν ὁ μισὲρ Τζουὰν Βισκούντης ὀμπρός του(ς), τὸν ὥρισεν εἰς τὸ ἔβγα του νὰ παίρνη σκοπὸν τὸ σπίτιν του, καὶ ἀρχέψαν οἱ ἀφέντες νὰ τὸν ἀρωτοῦν περὶ τῆς ἀφορμῆς τῆς κυρᾶς τῆς ρήγαινας, καὶ ἐρωτῆσαν τον ἀνισῶς καὶ εἶνε ἀλήθεια. Καὶ ὁ καλὸς καβαλλάρης εἶπεν τους: [«Ὄχι.»] Καὶ εἶπεν: «Ἀφέντες, τίς ἐμπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ στόματα τοὺς λᾶς; οἱ ποῖγοι εἶνε ὅτοιμοι νὰ (λα)λοῦν κακὸν διὰ τὸν πασἄναν, καὶ τὸ καλὸν τοὺς ἄλλους νὰ τὸ κρύψουσιν.» Καὶ λαλεῖ πάλε: «Ὁ θεὸς τὸ ξεύρει, ὅτι τὴν ὥραν ὅπου τὸ ἐγροίκησα ἔφτασα νὰ ππέσω χαμαὶ ἐλλιγωμένος, καὶ δὲν ἠξεύρω ἴντα νὰ ποίσω. Ὁ ἀφέντης μου ὁ ρήγας ἔδωκέν μου τὸ βάρος νὰ παίρνω σκοπὸν τὸ τιμημένον του σπίτιν περίτου παρὰ τοὺς ἀδελφούς του.» Τότε λαλοῦν του: «Φίλε, ὁ φανός μας εἶνε νὰ τὸ μάθῃ ἐξ αὑτόνς σου παρὰ ἀπὸ ἄλλον τινάν.» Ὁ καλὸς καβαλλάρης ἐπῆγεν ἔσσω του καὶ ἔγραψεν τοῦ ρηγὸς ἕναν ἄτζαλλον χαρτὶν τὸ ποῖον ἐλάλεν οὕτως:-

 

Μέσα σ’ αυτά ήλθε μπροστά τους και ο κύριος Ιωάννης Βισκούντης τον οποίο είχε ορίσει ο βασιλιάς πριν φύγει να προσέχει το σπίτι του, και οι αφέντες οι δύο αδελφοί του βασιλιά άρχισαν να τον ρωτούν για αυτή την ιστορία της βασίλισσας και τον ρώτησαν μήπως ήταν αλήθεια. Και ο καλός ιππότης τους είπε: Όχι κύριοι μου, είναι ψέματα και πρόσθεσε: «Άρχοντες μου ποιος μπορεί να σταματήσει τα στόματα των ανθρώπων; Γιατί είναι έτοιμοι να πούνε κακό για τον καθένα, αλλά σιωπούν για το καλό των άλλων». Και ακόμα είπε: «Ο Θεός το ξέρει ότι την ώρα που το άκουσα κόντεψα να πέσω κάτω λιπόθυμος. Και δεν ξέρω τι να κάμω. Ο κύριος μου ο βασιλιάς μου φόρτωσε την ευθύνη να προσέχω το τιμημένο του σπίτι πιο πολύ και από τους αδελφούς του». Τότε του είπαν: «Φίλε μας εκείνο που θεωρούμε καλύτερο είναι να το μάθει ο βασιλιάς από εσένα, παρά από οποιονδήποτε άλλον». Ο καλός ιππότης πήγε στο σπίτι του και έγραψε στον βασιλιά ένα παράξενο γράμμα που έλεγε τα εξής.

  • 241.-«Τρισεντιμότατέ μου ἀφέντη, ὀπίσω εἰς τὰ ρικουμαντιάσματα εἶμαι κρατούμενος εἰς τὴν ἀφεντίανς σου, νὰ ξεύρῃ ἡ ἀφεντίας σου, ὅτι ἡ τρισυψηλότατή μας κυρὰ ἡ ρήγαινα, ἡ ἁγία σου συμβία, εἶνε καλά, καὶ τ᾿ ἀδελφία σου, καὶ ἔχουν μεγάλην πεθυμίαν ν᾿ ἀξιωθοῦν νὰ σὲ ᾿δοῦσιν. Ἀποὺ τὰ μαντάτα τὰ εἶνε εἰς τὸ νησσίν, καταραμένη νὰ ᾖνε ἡ ὥρα ὅταν έννοιάστηκα νὰ σοῦ γράψω, καὶ τρισκατάρατη ἡ ᾿μέρα ὅπου μὲ ἀφῆκες βιγλάτορον τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ ξυρώσω τὴν καρδιάνς σου νὰ σοῦ ξηγηθῶ τὰ μαντάτα· ὅμως θέλω νὰ τὰ μουλλώσω, καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀφεντιάνς σου, μήπως καὶ γροικήσῃς τα ἀπ᾿ ἄλλον, καὶ θέλω κατηγορηθεῖν καὶ θέλω παι- δευτεῖν· διὰ τοῦτον [λαλῶ σου τα,] καὶ παρακαλῶ τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀφεντιάνς σου νὰ μὲν πάρῃς δεσδένιον. Ἐξηγηθῆκαν εἰς τὴν χώραν, ὅτι ἐπλάνεσεν τὴν ἀρνάν σου καὶ εὑρέθην μὲ τὸν κλιάρον, καὶ λαλοῦν πῶς ὁ κούντη τε Ρουχᾶς ἔνε εἰς μεγάλην ἀγάπην μὲ τὴν κυράν μας τὴν ρήγαινα, ἀμμὲ φαίνεταί μου καὶ εἶνε ψέματα· καὶ ἂν εἶχα τὴν ἀφεντίαν, ἔθελα ψηλαφήσειν ἀπόθεν καὶ ἀποὺ τίναν ἐβγῆκεν τοῦτος ὁ λόγος καὶ ἔθελα ποίσει νὰ μηδὲν ᾖνε ἀπότορμος τινὰς τίτοιες ἀντροπὲς νὰ ξηγᾶται. Ταπεινὰ σὲ παρακαλῶ τὴν ἀφεντίαν σου διὰ τὸν θεὸν καὶ διὰ τὴν καλὴν ζωὴν τῆς βασιλείας σου. Ἐγράπτη ἐν τῇ πόλει Λευκωσίᾳ ιγʹ δικεβρίου ͵ατξηʹ Χριστοῦ.»

 

«Τρισεντιμότατε μου κύριε, σύμφωνα με τις παραγγελίες σου σοπαραμένω στην υπηρεσία της μεγαλειότητας σου. Πρέπει να το ξέρεις ότι η τρισυψηλότατη βασίλισσα και κυρία μας, η αγία σου σύζυγος είναι καλά καθώς και τα αδέλφια σου και η μεγάλη επιθυμία τους είναι να αξιωθούν να σε ξαναδούν. Όσο αφορά για τα νεότερα που υπάρχουν στο νησί, ας είναι καταραμένη η ώρα που αποφάσισα να σου γράψω, και τρισκαταραμένη η ημέρα που με άφησες βιγλάτορα του σπιτιού σου, αφού θα πικράνω  την καρδιά σου με το να σου αναφέρω τα νέα. Πολύ θα το ήθελα να σιωπήσω αλλά φοβάμαι την μεγαλειότητα σου, μήπως τα μάθεις από άλλον και κατηγορηθώ και τιμωρηθώ. Γι’ αυτό τα λέω στη μεγαλειότητα σου, και μακάρι ήμουν βουβός. Παρακαλώ δε το θεό και εσένα να μη με παρεξηγήσεις. Διέδωσαν στην πόλη ότι η αρνάδα σου αποπλανήθηκε και συνεβρέθηκε με τον κριό, και λένε πως ο κόμης ντε Ρουχάς είναι πολύ ερωτευμένος με την κυρά μας την βασίλισσα όμως αυτό μου φαίνεται ότι είναι ψέμα. Και εάν είχα την εξουσία θα ερευνούσα από που και από ποιόν έχουν βγει αυτά τα λόγια και θα έπαιρνα μέτρα ώστε κανένας να μη τολμά να διαδίδει τέτοιες ντροπές. Ταπεινά παρακαλώ την μεγαλειότητα σου και τον Θεό, η βασιλεία σου να μη θυμώσεις μαζί μου, αφού αυτά που άκουσα τα άκουσα γιατί με διέταξες να ακούω, και αυτά που άκουσα τα διαβίβασα στην μεγαλειότητα σου. Και παρακαλώ το θεό να επιστρέψει η αφεντιά σου και να ερευνήσεις το ζήτημα για να αποδειχθώ ψεύτης, αλλά και για να τιμωρηθεί εκείνος που τόλμησε να πει τέτοιο πράγμα. Και παρακαλώ το θεό για την καλή ζωή της μεγαλειότητας σου. Εγράφη στην πόλη της Λευκωσίας στις 13 Δεκεμβρίου 1368 μετά Χριστόν».

  • 242.-Ὡς γοιὸν σᾶς ἐξηγήθηκα ὀπίσω τὴν ἀγάπην τὴν εἶχεν ὁ ρήγας μὲ τὴν ρήγαιναν, καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τὴν εἶχεν ἐπρουμουτίασέν της ὅπου νὰ εὑρίσκεται νὰ παίρνῃ τὸ ἀποκάμισόν της νὰ τὸ βἁλλῃ τὴ νύκταν εἰς τὴν ἀγγάλην του νὰ κοιμᾶται, καὶ ἐποῖκεν τὸν τζαμπερλάνον του νὰ παίρνῃ πάντα μετά του τὸ ᾿μάτιν τῆς ρέγαινας καὶ νὰ τὸ βάλλουν εἰς τὸ κρεβάτιν του. Εἰ δὲ καὶ τινὰς πῇ, «ἔχοντα καὶ εἶχεν τόσην ἀγάπην, πῶς εἶχεν βʹ καύχες;» τοῦτον ἐποῖκεν το ἀπὸ πολλὴν λουξουρίαν τὴν εἶχεν, ὅτι ἦτον παιδίος ἄνθρωπος.

Όπως σας διηγήθηκα πιο πριν ο βασιλιάς αγαπούσε πολύ την βασίλισσα. Γι’ αυτή την αγάπη της είχε υποσχεθεί, οπουδήποτε και αν βρισκόταν, θα είχε μαζί του το νυχτικό της για να το αγκαλιάζει τα βράδια και να κοιμάται. Και διέταξε τον θαλαμηπόλο του να παίρνει πάντα μαζί του το ρούχο της βασίλισσας και να το στρώνει στο κρεβάτι του. Εάν κάποιος πει: «Αφού την αγαπούσε τόσο πολύ πως και είχε δύο ερωμένες;». ε αυτό το έκανε από την μεγάλη όρεξη και τις ορμές που είχε, διότι ήταν νέος άνθρωπος.

  • 243.-Καὶ ἐφέραν τὸ χαρτίν· (τὴν) νύκταν ἐδιάβασεν τὰ σκοτανὰ μαντάτα ὅπου τοῦ ἐφέραν, καὶ παραῦτα ὥρισεν τὸν τζαμπερλάνον καὶ ἐσήκωσεν τὸ ᾿μάτιν τῆς ρήγαινας ἀπὲ τὴν ἀγγάλην του,-ὁ ποῖος ἦτον ὁ Ἰωάννης τῆς Τζάμπρας, καὶ εἶπεν του, πλεῖον μηδὲν τὸ βάλῃ. Τότε ἀναστέναξεν καὶ εἷπεν: «Ἀνάθεμαν τὴν ὥραν καὶ τὴν ἡμέραν ὅπου μοῦ ᾿δῶκαν τὸ χαρτίν· καὶ τοῦτον ἐγίνετον, ὅτι (ὁ) ἥ(λιο)ς ἦτον εἰς τὸν αἰγόκερον ὅταν ἐγράφετον.» Ὁ ρήγας ὡς φρένιμος, τινὸς δὲν ἔδειξεν φανόν, καὶ πολλὰ ἐσφίνγκετον νὰ δείξῃ ἀλεγρέτζαν, [καὶ δὲν ἐμπόρεν.] Θωρῶντα τον οἱ καβαλλάροι τῆς συντρο(φι)ᾶς του, πῶς τὸ πρόσωπόν του ἦτον πολλὰ δημμένον, ἀρωτῆσαν τον καὶ εἶπαν του: «Πέ μας τὸ κρυφόν σου, μήπως καὶ σασῶμεν το, η νὰ μοιραστῇ ἡ πλῆξι σου μετά μας.» Ὁ ρήγας ἀναστέναξεν καὶ εἶπεν: «Ἠγαπημένοι μου φίλοι, παρακαλῶ τὸν θεὸν τιτοίαν μαντατοφοργιὰν νὰ μὲν δοθῇ ποττὲ τοὺς φίλους μου, οὐδὲ τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι πολλὰ πικρὸν καὶ φαρμακερὸν εἶνε, καὶ δὲν ἠπορεῖ νὰ μοιραστῇ, ἀμμὲ γινίσκεται ὡς γοιὸν ἕναν κόμπον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ οὕτως εἶνε εἰς τὴν καρδιάν μου, καὶ δὲν ἠμπορεῖ τίτοιον μαντάτον νὰ τὸ σάσῃ τινὰς ἄλλος παροὺ ὁ παντοδύναμος θεός. Καὶ ἀγρωνίζω καθολικὰ ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων εἶνε ἀγκρισμένος μετά μου, ὅτι δὲν μ᾿ ἐκάνεσεν τὸ ψυσικὸν τὸ μοῦ ἔδωκεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἀμμὲ ἐγύρεψα νὰ πάρω τὸ δὲν εἶχαν γ-οἱ γονεῖς μου, καὶ γιὰ τοῦτον ἔβαλεν τοὺς φίλους μου νὰ πάρουν βεντέτταν καλλίον παρὰ τοὺς ἐχθρούς μου· [διατὶ λαλεῖ,] φύλαξόν με ἀπὸ κείνους ἁποῦ ἀποθαρῶ, διατὶ ἐκείνους ὅπου δὲν ἀποθαρῶ βλέπομαι.» Καὶ οἱ πτωχοὶ οἱ καβαλλάριδες ἐππέσαν εἰς μεγάλην πλῆξιν, καὶ ἀρωτῆσαν τοὺς δουλευτάδες του ἀνισῶς καὶ ξεύρουν τίποτες εἰς τούτην τὴν ὑπόθεσιν.

Και του έφεραν το γράμμα μια νύχτα και διάβασε τα σκοτεινά μαντάτα που του έφεραν και αμέσως διέταξε τον θαλαμηπόλο του _που ήταν ο Ιωάννης Τσειμπέρ_ να σηκώσει από την αγκαλιά του το ρούχο της βασίλισσας, και του είπε να μην του το ξαναστρώσει. Αναστέναξε ο βασιλιάς και είπε: «Ανάθεμα την ώρα και την ημέρα που μου έδωσαν αυτό το γράμμα». Και αυτό έγινε διότι ο ήλιος βρισκόταν στον Αιγόκερω όταν γραφόταν το γράμμα. Ο βασιλιάς φρόνιμος όπως ήταν, δεν φανέρωσε σε κανένα τίποτα αλλά προσπαθούσε να φαίνεται ανέμελος, αλλά το άγχος δεν τον άφηνε και δεν μπορούσε. Βλέποντας οι ιππότες της ακολουθίας του να είναι συνοφρυωμένο το πρόσωπο του ενώ ήταν πάντα χαρούμενος τον ρώτησαν λέγοντας του: «Πες μας το μυστικό σου μήπως και σε βοηθήσουμε, ή να μοιραστούμε μαζί σου την στεναχώρια σου». Ο βασιλιάς αναστέναξε και είπε: «Αγαπημένοι μου φίλοι, παρακαλώ το θεό να μη δώσει ποτέ στους φίλους μου ν’ ακούσουν τέτοια είδηση, αλλά ούτε και στους εχθρούς μου, γιατί είναι πολύ πικρή και φαρμακερή και δε μπορεί να μοιραστεί με άλλους γιατί είναι σαν κόμπος στην καρδιά του ανθρώπου, Έτσι είναι και στη δική μου καρδιά και δεν μπορεί, τέτοια είδηση να την αλλάξει κανένας άλλος παρά μόνο ο παντοδύναμος Θεός. Και αναγνωρίζω πλήρως πως αυτός ο βασιλέας των βασιλέων είναι θυμωμένος μαζί μου διότι δεν μου αρκούσε το δώρο που μου έδωσε μέσω των γονέων μου, αλλά θέλησα να πάρω και αυτό που δεν είχαν οι γονείς μου. Γι’ αυτό έβαλε τους φίλους μου να μ’ εκδικηθούν από ότι οι εχθροί μου. Γιαυτό και λένε «φύλαξε με από εκείνους που εμπιστεύομαι διότι από αυτούς που δεν εμπιστεύομαι, φυλάγομαι». Και βλέποντας τον οι καημένοι οι ιππότες έπεσαν και αυτοί σε μεγάλη στεναχώρια και ρωτούσαν τους υπηρέτες τους μήπως γνωρίζουν τίποτα από αυτή την υπόθεση.

  • 244-Τὸ λοιπὸν θωρῶντα ὁ ρήγας πῶς δὲν εἶχεν πλεῖον δουλείαν εἰς τὴν μεργιὰν τῆς δύσις, καὶ ἐθάρεν ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ σουλτάνου ἐγίνην, ἀποχαιρέτησεν τοὺς ἀφέντες τῆς δύσις καὶ ἐνέβην εἰς τὸ κάτεργόν του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ ἐπροσδεκτῆσαν τον ὡς γοιὸν ἦτον τὸ συνήθιν τὸ ρηγάτικον, καὶ ἐποίκασιν ἑορτὴν καὶ χαρὰν ἡμέρες ὀκτώ.

Λοιπόν βλέποντας ο βασιλιάς ότι δεν είχε πια δουλειά στα μέρη της Δύσης και επειδή είχε και την εντύπωση ότι η ειρήνη με τον σουλτάνο είχε επιτευχθεί αποχαιρέτησε τους ηγεμόνες της Δύσης ανέβηκε στην γαλέρα του και επέστρεψε στην Κύπρο. Και τον υποδέχτηκαν σύμφωνα με τις βασιλικές συνήθειες και οργάνωσαν γιορτές και διασκεδάσεις που κράτησαν οκτώ μέρες.

  • 245.-Τὸ λοιπὸν εἶνε χρῆσι νὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ κούντη, τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου. Ὅνταν ἦλθεν τὸ μαντάτον εἰς τὴν Κύπρον πῶς ὁ ρήγας ἐτελείωσεν τὲς δουλεῖες του καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ στραφῇ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ ἄνωθεν μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου ἐπίασέν τον μεγάλη ἔννοια διὰ τὸ ἔλα τοῦ ρηγός, μήπως καὶ εἶπαν του τὰ μαντάτα οἱ ἀμουροῦζες του διὰ τὸ πεῖσμαν τῆς ρήγαινας· ἔπεψέν τους δύο κομματία παννὶν κοττένον σκαρλάτον, τὸ ἕναν τῆς τάμου Τζουάνας Λ᾿ Ἀλεμὰν καὶ τὸ ἄλλον τῆς τάμου Τζίβας τε Σκαντελίου, ὀξὺν φίνον, καὶ ὀνομίσματα χίλια ἄσπρα τῆς μουτιάσουν νὰ μὲν ποῦν τινὸς τίποτες, οὐδὲ τοῦ ρηγός, ὅμως ἀνὲν καὶ ἄλλον νὰ γροικήσουν νὰ τὸν ἐβγάλουν πταίσθην.] Καὶ οἱ ἀρχόντισσες ἐπρουμουτιάσαν τοῦτο νὰ τὸ ποίσουν· καὶ ἤτζου ἐποίκασιν.

Λοιπόν είναι ανάγκη να έλθουμε στην υπόθεση του κυρίου κόμη Ιωάννη ντε Μόρφου. Όταν έφτασε στην Κύπρο η είδηση ότι ο βασιλιάς τελείωσε τις δουλειές του και ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην Κύπρο, ο πιο πάνω κύριος Ιωάννης ντε Μόρφου άρχισε να έχει μεγάλες ανησυχίες για την επιστροφή του βασιλιά, μήπως και του είχαν πει τα νέα οι φιλενάδες του από μίσος προς την βασίλισσα, και άρχισε να σκέφτεται πως να διορθώσει τα πράγματα και να αποκρύψει το κακό που είχε κάμει στον βασιλιά.  Έστειλε λοιπόν στις ερωμένες του βασιλιά δύο κομμάτια άλικο βαμβακερό πανί, πολύ ωραίο, το ένα στη Λαίδη Ιωάννα ντ’ Αλεμάν και το άλλο στη λαίδη Εχίβη ντε Σκαντελιόν, καθώς και χίλια άσπρα κυπριακά νομίσματα στην κάθε μία. Και έστειλε ανθρώπους που τις παρακάλεσαν αν τις ρωτήσει ο βασιλιάς όταν θα επιστρέψει σχετικά με την υπόθεση της βασίλισσας και αυτού του ιδίου, να του πουν: «Εμείς ξέρουμε ότι η κυρία μας είναι τίμια και αυτό το κακό το δημιούργησε ο κύριος Ιωάννης Βισκούντης ο οποίος βάλθηκε να ντροπιάσει την κυρία μας, η οποία σαν συνετή που είναι, ποτέ δεν θα έκανε τέτοιο πράμα. Μάθαμε μάλιστα ότι τον έβρισε και τον πρόσβαλε πολύ, και εκείνος θέλησε να μεταθέσει τη δική του ντροπή και να την φορτώσει στην κυρά μας και στον άρχοντα τον κόμη. Και οι αρχόντισσες υποσχέθηκαν ότι αυτό θα έκαναν. Και αυτό έκαναν.

 

246 Στο ταξίδι της επιστροφής ο βασιλιάς, συνάντησε μεσοπέλαγα μια μεγάλη θαλασσοταραχή και φουρτούνα κινδύνεψε να χαθεί και έταξε πως, αν φτάσει με το καλό στην Κύπρο, θα επισκεφτεί όλα τα μοναστήρια της χώρας του, ελληνικά και φράγκικα για να προσκυνήσει και να προσφέρει βοήθεια σε ότι έχουν ανάγκη.

  1. Και έφθασε με το καλό και ήλθε στη Λευκωσία. Και όταν ήλθε ο βασιλιάς στην Κύπρο, οργάνωσαν διασκεδάσεις και λιτανείες για την υποδοχή και τον υποδέχτηκαν, και πήγε στο ανάκτορο του. Εκεί υπήρχαν δύο διαμερίσματα, το ένα ήταν για τη βασίλισσα και τις παραμάνες της και το άλλο για τον βασιλιά και τους ιππότες και βαρώνους του. Το διαμέρισμα του βασιλιά βρισκόταν προς την πλευρά του ποταμού. Και την βασίλισσα δεν θέλησε να την δει. Και αυτό του το ανάκτορο ήταν φημισμένο σε όλο τον κόσμο.

248  Και την επομένη ο βασιλιάς σύμφωνα με το τάμα του να γυρίσει τα μοναστήρια και να προσκυνήσει ξεκίνησε, και πήρε μαζί του τεχνίτες και γραμματικούς για να εκτιμήσουν τα έξοδα που έπρεπε να γίνουν για τις επισκευές. Ανάμεσα στα πολλά μοναστήρια που επισκέφθηκε πήγε και στο μοναστήρι της Αγίας Κλάρας. Και είχε δώσει στον κύριο Ιωάννη Μονστρί αρκετά χρήματα που κρατούσε μαζί του. Και πήγε στο μοναστήρι και κοίταξε τι έξοδα θέλουν η εκκλησία και τα κελιά, Και πήρε την άδεια της ηγουμένης και ανέβηκε στα κελιά των καλογραιών. Αφού προσκύνησε, ανέβηκε και στο κελί της λαίδης Ιωάννας ντ’ Αλεμάν της ερωμένης του. Και εκείνη βλέποντας τον ήλθε και γονάτισε για να φιλήσει το χέρι του βασιλιά, και ο βασιλιάς την αγκάλιασε με πολλή αγάπη και διέταξε να της δώσουν χίλια αργυρά γρόσια και της είπε: «ποιος σου είπε να γίνεις καλογριά;» και κείνη απάντησε: «Είχα βάσανα στον κόσμο. Ας βασανίζομαι τώρα για το καλό». Αμέσως την διέταξε να βγάλει το μοναχικό σχήμα και να πάει στο σπίτι του, γιατί το σχήμα της το φόρεσε παρά τη θέληση της με διαταγή της βασίλισσας. Και πήγε ο βασιλιάς και προσκύνησε στο μοναστήρι και έδωσε δωρεές στο καθένα από αυτά, για τη ψυχή του.

  1. Και επέστρεψε στο ανάκτορο ο βασιλιάς και διέταξε και έφεραν μπροστά του τις δύο αρχόντισσες, που τις έβαλε σε ένα δωμάτιο όπου τις ανέκρινε ιδιαιτέρως σχετικά με αυτά που είχαν πει για την ιστορία της βασίλισσας. Και όπως αναφέραμε ήδη ήταν και οι δύο αρχόντισσες δασκαλεμένες για το τι θα έλεγαν. Και ανέκρινε την κάθε μία χωριστά, και είπαν και οι δύο τα ίδια πράγματα στον βασιλιά, και δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα από αυτές πέρα απ’ αυτά που ανέφερα πιο πριν. Αλλά του είπαν: «Να ξέρεις ότι η βασίλισσα παρεξηγήθηκε με τον κύριο Ιωάννη Βισκούντη, και τον έβρισε, και αυτός της κράτησε κακία και από την κακία του έγραψε στην μεγαλειότητα σου εκείνο το γράμμα». Και πάλι του είπαν: «Κύριε μας γνωρίζεις ότι εμείς είμαστε ένα τίποτα μπροστά στην μεγαλοφροσύνη σου, και ενώ ο κόμης ντε Ρουχάς είναι καλός υπηρέτης σου, γιατί να τον συκοφαντήσουμε άδικα;» Είμαστε δούλες σου και αφού δεν γνωρίζουμε και ούτε μάθαμε τίποτα, γιατί να συκοφαντήσουμε τον καλό σου υπήκοο τον κόμη ντε Ρουχάς. Λοιπόν ο βασιλιάς εξαπατήθηκε από τις δύο αρχόντισσες και είχε την εντύπωση ότι του είπαν την αλήθεια. Ωστόσο, βαθιά στην καρδιά του δεν τις πίστεψε, γιατί ο ίσκιος του ήταν ένα λιοντάρι, είχε όμορφο σώμα και ήταν γενναίος άνδρας, αλλά και γνωστικός και σοφός και διορατικός και φορτωμένος με την χάρη του Θεού. Και έτσι ξεπεράστηκε αυτή η υπόθεση, όπως έχω μάθει από την κυρία Λουΐζα την παραμάνα των θυγατέρων του κυρίου Σιμόν της Αντιοχείας, την μητέρα του Ιωάννη του Μάγειρα. Αυτή ήταν δουλοπάροικος του κόμη ντε Ρουχάς και γνώριζε την υπόθεση πολύ καλά.

250 (Στην παράγραφο αυτή περιγράφεται ένας καυγάς των Γενουατών και των Βενετσάνων άσχετος με την δική μας ιστορία η οποία συνεχίζεται στην επόμενη παράγραφο).   

251 Όμως ας γυρίσουμε στον βασιλιά, ο οποίος δεν πίστεψε τις δύο αρχόντισσες. Κάλεσε τότε τους δύο αδελφούς του και τους ζήτησε τη συμβουλή τους και μετά το ίδιο ζήτησε και από τους βαρόνους και από τους ιππότες και από τους συμβούλους του και από τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου του. Και τους διέταξε να καθίσουν σύμφωνα με την ιεραρχία και την τάξη τους τους ζήτησε τότε να του δώσουν μια συμβουλή γι’ αυτό το ζήτημα. Τους μίλησε και τους είπε: «Άρχοντες εν τιμή, ακολουθώντας την θέληση του θεού σε σας αδέλφια μου και φίλοι φανερώνω τον πόνο και τον καημό της καρδιάς μου που καίγεται. Δεν χρειάζεται να απορήσει κανένας για τα γεγονότα μια και είναι πταίσμα δικό μου και κανενός άλλου. Ο Θεός μου χάρισε το βασίλειο της Κύπρου και με ονόμασε και βασιλιά της Ιερουσαλήμ και πριν να περάσει ο χρόνος απαιτούσα και επιθυμούσα να αποκτήσω και το βασίλειο των Ιεροσολύμων και οι επιθυμίες μου αυτές αποσκοπούσαν για το καλό και την τιμή την δικιά μου αλλά και την δικιά σας. Και ο θεός για να λυγίσει την υπερηφάνεια μου με τιμώρησε. Θα προτιμούσα ο θεός να με έκανε βασιλιά της Κύπρου τιμημένο παρά να θέλω τα βασίλεια όλου του κόσμου και ντροπιασμένο. Γιατί γεννήθηκα τον καιρό του Αιγόκερου και στέφτηκα βασιλιάς τον καιρό του Κρόνου. Λοιπόν άρχοντες εδώ σας προσκάλεσα για να συγκεντρωθείτε να ακούσετε τον πόνο μου και το παράπονο μου που είναι αβάστακτο, βαρύ, ντροπιασμένο και άπρεπο για να σας το διηγηθώ. Εγώ ξέρω ότι όλοι είστε σοφοί, Με τη χάρη και τη γνώση που θα σα δώσει το άγιο πνεύμα  δώσετε και σεις τη απάντηση σας.

252 Τότε όλοι με μια φωνή του είπαν: «Ας μας εμπιστευθεί η μεγαλειότητα σου το θέμα που σε απασχολεί και ο θεός ίσως μας φωτίσει. Αν είναι κανένας φαντασμένος ή παθιασμένος και το φανέρωσε κι αν ήταν λόγια άπρεπα, σαν φρόνιμος που είσαι μην τα πιστεύεις γιατί πολλά λέγονται στον κόσμο που δεν είναι ευαγγέλια.

253  Και ο βασιλιάς γεμάτος πικρία τους λέει: «Αρκετά αν δε με πιστεύετε ορίστε το γράμμα που μου έστειλαν στη Γαλλία και από το γράμμα θα μάθετε ότι συνέβη. Όμως ζητώ τη συμβουλή σας τι νομίζεται ότι πρέπει να κάμω. Να χωρίσω τη γυναίκα μου και να τη στείλω στον πατέρα της; Να σκοτώσω αυτόν τον ψωριάρη τον σκύλο  που κατέστρεψε το μαργαριτάρι μου, ή μήπως είναι προτιμότερο να δείξω ότι δεν κατάλαβα τίποτε. Πέστε μου τη γνώμη σας και σας υπόσχομαι ότι θα κάμω αυτό που θα με συμβουλεύσετε και μη νομίσετε ότι θέλω να σας παραπλανήσω με λόγια αφού μπορώ πολύ καλά να πάρω την εκδίκηση μου. Ξέρετε ότι όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια πείρα, γι’ αυτό και λέω: «πολλοί άνθρωποι πολλές γνώσεις, αλλά γνωρίζω ότι υπάρχουν ανάμεσα σας γεροντότεροι που έχουν πολύ πείρα και μπορούν να συμβουλέψουν και με τη βοήθεια τους βρίσκουμε την αλήθεια… γι’ αυτό σας κάλεσα εδώ και βάζω μπροστά σας το παράπονο μου για να το  κρίνεται όπως νομίζεται και όπως σας φωτίσει ο θεός.

254 Απάντησαν στον βασιλιά λέγοντας του: «Κύριε μας ακούσαμε το παράπονο και την απαίτηση σου και ελπίζουμε η χάρη του θεού θα μας δώσει φώτιση για να ικανοποιήσουμε κι εκείνον και την μεγαλειότητα σου. Λοιπόν εάν ευαρεστείσαι αποχώρισε για λίγο από εδώ και άφησε μας μόνους για να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε το καλύτερο που επιθυμεί ο θεός, με τη φώτιση του παναγίου πνεύματος, και θα σου πούμε αυτό που πρέπει να γίνει. Και ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς αμέσως αποχώρισε.

255 Και όλοι οι άρχοντες και οι ιππότες προβληματίστηκαν μεταξύ τους. Άλλοι απ’ αυτούς υποστήριξαν να σκοτώσουν τον κόμη και άλλοι έλεγαν. Αν το κάμουμε και τον σκοτώσουμε, η αλήθεια θα φανερωθεί και θα είναι ντροπή για όλους μας. Άλλοι έλεγαν: «καλά τα λέτε, τρείς είναι οι αφορμές που πρέπει να αποφύγουμε ο θυμός, το μίσος και το σκάνδαλο. Αν ίσως αποφασίσουμε να σκοτώσουμε την βασίλισσα, γνωρίζεται ότι αυτή κατάγεται από μεγάλη γενιά Καταλάνων και αυτοί είναι ανελέητοι και θα πουν ότι το κάναμε από μίσος θα αρματωθούν και θα έλθουν και θα μας εξολοθρεύσουν και εμάς και την περιουσία μας. Πάλι αν σκοτώσουμε τον κόμη θα γίνει γνωστός ο λόγος που τον σκοτώσαμε και άλλοι θα πιστεύουν και άλλοι δε θα πιστεύουν και τελικά όλοι θα πιστεύουν ότι γι΄ αυτή την ιστορία σκοτώθηκε ο κόμης. Και ο λόγος θα μαθευτεί σε όλο τον κόσμο. Και ο βασιλιάς είναι σάρκα δική μας, είναι ένας αετός και εμείς τα φτερά του και όπως ένα πουλί δεν αξίζει χωρίς τα φτερά του έτσι και ο βασιλιάς μόνος του δεν αξίζει χωρίς εμάς, αλλά και εμείς δεν αξίζουμε χωρίς εκείνον. Λοιπόν θα θελήσουν να μας διαβάλουν και η ιστορία θα επιβεβαιωθεί. Μας φαίνεται λογικό να αποσιωπήσουμε όλη την ιστορία. Είναι αλήθεια ότι ο βασιλιάς παρουσίασε το γράμμα που του έστειλε ο κύριος Ιωάννης Βισκούντης στη Γαλλία. Ας πούμε όλοι ότι αυτός έχει πει ψέματα και ας τον στερήσουμε από τις ελευθερίες που έχει ως ευγενής του βασιλείου και ας τον αφήσουμε στο έλεος του βασιλιά σαν τον άνθρωπο εκείνον που συκοφάντησε τη βασίλισσα επειδή θύμωσε με τη μεγαλειότητα της για κάποια αιτία για την οποία τον είχε επιπλήξει στο παρελθόν. Κι αν τύχει και σωθεί δόξα στο θεό, διαφορετικά ας πάει στο καλό. Είναι λιγότερο το κακό αν πεθάνει ένας ιππότης παρά να συμβεί ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο και να ντροπιαστεί η Κύπρος. Εκτός του ότι θα μας θεωρήσει και ο βασιλιάς ως επίορκους επειδή δεν προστατέψαμε την βασίλισσα μας την οποία δεν την προσέχαμε, γιατί όταν ακούσαμε τις απρεπείς ειδήσεις δεν πήραμε εκδίκηση σκοτώνοντας τον κόμη μόλις το μάθαμε, αυτόν τον εχθρό και επίορκο της τιμής του. Έτσι αν κάνουμε όπως είπαμε, οποιοσδήποτε μάθει αυτή την ιστορία θα αρνηθεί να την πιστέψει και όλοι θα πουν ότι ο ιππότης είπε ψέματα και δέστε πως βρήκε και κακό θάνατο, και η υπόθεση θα τερματιστεί. Όλοι θα πιστέψουν αυτή την ιστορία.

256 Έπειτα κάλεσαν τον βασιλιά και του ανακοίνωσαν: «Κύριε, με αυτά που μας είπες καθώς και από το γράμμα που μας έδωσες, αντιληφθήκαμε το παράπονο σου και συζητήσαμε πάρα πολύ μεταξύ μας και εξετάσαμε το ζήτημα από όλες τις πλευρές μήπως βρούμε ίχνος αληθείας σ’ αυτά που λέει το γράμμα. Γνώριζε λοιπόν ότι όλα αυτά που λέει το γράμμα είναι ψέματα, και ψεύτης είναι εκείνος που το έγραψε. Κι εμείς όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά είμαστε έτοιμοι να το αποδείξουμε με το σώμα μας εναντίον του σώματος του πως είναι ψεύτης. Και αυτό το έκαμε επειδή η κυρία μας και βασίλισσα μας είχε θυμώσει μαζί του επειδή ο ιππότης αυτός την είχε επιθυμήσει και αυτή δεν τον άντεξε και οργίστηκε μαζί του και η μεγαλειότητα της τον πρόσβαλε πολύ κι εκείνος φοβήθηκε μήπως το μάθεις και έτσι σου έστειλε το γράμμα. Λοιπόν η κυρία μας, η βασίλισσα, είναι καλή, αγία, ευγενική και τιμημένη και καμιά ισάξια της δε μπορεί να βρεθεί στον κόσμο. Και να θυμάσαι την υπόσχεση σου  ότι θα κάμεις αυτό που θα σε συμβουλέψουμε. Και με αυτό τον τρόπο έβγαλαν την βασίλισσα δικαιωμένη και τον ιππότη ψεύτη. Και με αυτό ο βασιλιάς έδειξε ικανοποιημένος και ζήτησε να τεθεί στη διάθεση του ο ιππότης και έδωσε και το γράμμα στα χέρια τους. Οι ιππότες τον Ιωάννη Βισκούντη τον απέβαλαν από την τάξη τους και τον κατέγραψαν ως προδότη που δυσφήμησε την βασίλισσα. Και όταν ο βασιλιάς άκουσε τα λόγια τους, τους πίστεψε και μεσάνυχτα έστειλε ανθρώπους του στο σπίτι του καλού ιππότη και τον φώναξαν να παρουσιαστεί στον βασιλιά. Ο ιππότης βρισκόταν στο κρεβάτι του αλλά αμέσως ντύθηκε και ίππευσε για να πάει στο ανάκτορο. Όμως απ’ έξω βρίσκονταν τουρκόπουλα και Αρμένηδες και άλλος πολύς στρατός που τον συνέλαβαν αμέσως και τον πήγαν στην Κερύνεια όπου τον έριξαν στη σκοτεινή φυλακή του Σκουτελλά. Και εκεί παρέμεινε αρκετό καιρό περίπου ένα χρόνο.

258 Και έπειτα ήλθε από την Δύση ένας σπουδαίος άρχοντας Γάλλος καθ’ οδόν προς Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει. Αυτόν τον παρακάλεσαν οι συγγενείς του κυρίου Ιωάννη Βισκούντη, να τον ζητήσει από τον βασιλιά όπως είναι το έθιμο μεταξύ των ηγεμόνων. Εκείνος παρακάλεσε τον βασιλιά να τον βγάλει από το πηγάδι και ο βασιλιάς υποσχέθηκε ότι θα το κάμει. Και όταν ο κόμης ο ξένος αναχώρησε από την Κύπρο, τότε διάταξε και τον έβγαλαν από το πηγάδι της Κερύνειας και τον έστειλε στο φρούριο του Λέοντα όπου τον έριξαν και πάλι στο πηγάδι και εκεί έμεινε χωρίς φαγητό μέχρι που πέθανε. Ας μπορούσα να σας πω πόσο ανδρειωμένος άνθρωπος ήταν αυτός ο ιππότης. Στις μονομαχίες και στη χρήση όλων των όπλων ήταν πολύ ικανός και γενναίος. Είθε ο θεός να τον συγχωρέσει.

259 Λοιπόν παρ’ όλα αυτά ο βασιλιάς δεν έμεινε ευχαριστημένος γιατί δεν ήταν τόσο ανήξερος ήξερε την αλήθεια και γνώριζε πως είχαν γίνει τα πράγματα. Τότε άρχισε να ντροπιάζει όλες τις αρχόντισσες μικρές και μεγάλες τις γυναίκες των εχθρών του, εκείνων που είχαν συνασπιστεί για να τον ντροπιάσουν. Και σκέφτονταν συνεχώς οι ιππότες για το τι θα κάμουν, αλλά όταν κατάλαβαν ότι κάποιοι άρχισαν να τους υποψιάζονται αποσύρθηκαν από την συνομωσία. Και επειδή δεν βρέθηκε κανένας από αυτούς να εμποδίσει αυτό που συνέβη, αφού όλοι είχαν συμμαχήσει, εκείνος τους μίσησε όλους και άρχισε να τους πληρώνει όλους κατά πως ο καθένας τον είχε υπηρετήσει. Όπως λένε και οι Γενουάτες: «Κάνε ότι σου κάνουν και εάν ίσως δεν μπορείς να κάμεις το ίδιο τουλάχιστον μην το ξεχνάς».

Κοντολογίς ατίμασε όλες τις αρχόντισσες της Λευκωσίας μικρές και μεγάλες τις οποίες είναι μεγάλη ντροπή να πούμε τα ονόματα τους. Οι αφεντάδες ήταν όλοι συγχυσμένοι και δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον βασιλιά. Και η έχθρα βρήκε έτσι την ευκαιρία και έσπειρε τον σπόρο της, με τέτοιο τρόπο ώστε του επέτρεψε με τόκο το κακό.

260 Η κατάσταση συνεχιζόταν ημέρα προς ημέρα μέχρι που βρέθηκε ο κατάλληλος καιρός. Και έτσι έφτασε το μήνυμα στα αφτιά του βασιλιά ότι τον μισούσαν όλοι οι ιππότες, έτσι και κείνος τους μίσησε ακόμα περισσότερο. Και είχε μεγάλη έγνοια μήπως και πεθάνει και δεν προλάβει να πάρει εκδίκηση από τους εχθρούς του, ή μήπως τον σκοτώσουν, ή τον εκθρονίσουν όπως έκαναν στον βασιλιά Ερρίκο. Γιαυτό λοιπόν διέταξε και του έκτισαν έναν πύργο και πάνω σ’ αυτόν μια εκκλησία με μια εικόνα ζωγραφισμένη που την ονόμασε μισερηκαρδία. Και στο υπόγειο έφτιαξε μια φυλακή κάτω από τον πύργο και την ονόμασε Μαργαρίτα. Και τελείωσε και ένοιωθε πολύ δυνατός και ήθελε να σκάψει και μια τάφρο απ’ ‘εξω. Και σκέφτηκε να προσκαλέσει πολλούς μόλις θα τελείωνε την τάφρο και να μαζέψει όλους τους άρχοντες και τους βαρόνους για να τους κάμει το τραπέζι. Και τότε να φυλακίσει στον πύργο τους αδελφούς του και έναν αριθμό ιπποτών για τους οποίους φοβόταν μήπως συνωμοτήσουν μεταξύ τους και τον δολοφονήσουν. Και κάνοντας κάτι τέτοιο νόμιζε ότι θα παρέμενε χωρίς φόβο για όλη του τη ζωή. Καλά το σκέφτηκε αλλά άσχημα έγινε. Όταν έφτασε η σαρακοστή, την αγία εβδομάδα, φώναξε τον πνευματικό του που λεγόταν αδελφός Ιάκωβος του αγίου Δομινίκου για να τον εξομολογήσει, του αποκάλυψε τότε και τον σκοπό της Μαργαρίτας που προόριζε για να φυλακίσει τα αδέλφια του. Αυτός ο παπάς ήταν και πνευματικός του αδελφού του που ήταν και πρίγκιπας (διάδοχος) και αυτός τον κάλεσε για να τον εξομολογήσει και όταν τον εξομολόγησε του είπε για όλα τα σχέδια του βασιλιά. Και ο αδελφός του πρόσεχε για να μη μπει στη Μαργαρίτα και δεν άφηνε ούτε τον άλλο του αδελφό να μπει.

261 Ο βασιλιάς πάει σε κυνήγι στο χωριό Ακάκι. Στο Ακάκι θέριεψαν τα στάχια της έχθρας και του κακού. Στις 8 Ιανουαρίου του 1369 μετά Χριστό, ημέρα Κυριακή ο βασιλιάς πήγε για κυνήγι. Εκεί υπήρχε ένα μικρό χωριό ιδιοκτησίας του κυρίου Ερρίκου ντε Γκιμπλέτ. Αυτός ο φεουδάρχης είχε έναν μοναχογιό που τον λέγανε Ιάκωβο και μια κόρη που την έλεγαν Μαρία η οποία  ήταν χήρα. Είχε ακόμα και μια εξώγαμη κόρη την Λουίζα. Ο Ερρίκος είχε το αξίωμα του Βισκούντη της Λευκωσίας και αγαπούσε και αυτός πολύ το κυνήγι όπως όλοι οι ιππότες και είχε παραγγείλει και του είχαν φέρει από την Τουρκία ένα ζευγάρι υπέροχα κυνηγετικά σκυλιά που τα χάρισε στον γιό του Ιάκωβο. Έτυχε τότε ο κόμης της Τριπόλεως Πέτρος ντε Λουζινιάν που ήταν γνήσιος γιός του βασιλιά και που τον συνόδευε στο κυνήγι, να δει τα ωραία λαγωνικά και τα ζήτησε να τα αγοράσει  σε οποιαδήποτε τιμή, ο Ιάκωβος όμως αρνήθηκε να τα δώσει και πρόσβαλε τον απεσταλμένο του κόμη. ‘Όταν ο απεσταλμένος έφερε την αρνητική απάντηση ο γιός του βασιλιά έβαλε τα κλάματα και διηγήθηκε το περιστατικό στον πατέρα του που κείνη την ώρα γύριζε από το κυνήγι. Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ με την αρνητική απάντηση που πήρε από τον ίδιο τον Ερρίκο, ο οποίος του είπε ότι δεν δίνει τα σκυλιά γιατί τα θέλει για να διασκεδάζει ο δικός του γιός. Ο απεσταλμένος μίλησε στον άρχοντα Ερρίκο και του είπε ότι με την άρνηση του θα κινδυνέψει από τον θυμό του βασιλιά, και κείνος του απάντησε . Αν ήταν μπορετό να του δίναμε όσα έχουμε πάλι θα ήταν δυσαρεστημένος και αιτία είναι το μίσος που έχει για μας τους ιππότες. Ας κάμει λοιπόν το πιο κακό που μπορεί.

265 Ακούγοντας ο βασιλιάς και βλέποντας την αγένεια του θύμωσε πολύ. Αμέσως εκείνη τη στιγμή διέταξε να πάει ο κύριος Ερρίκος μετάθεση στην φρουρά της Πάφου με τα άλογα και τα όπλα του. Και έστειλε και τον γιο του τον Ιάκωβο σιδηροδέσμιο και με ένα κασμά  στο χέρι να σκάβει στην τάφρο της Μαργαρίτας, δηλαδή στη Μισεροκαρδία, μαζί με τους εργάτες που δούλευαν εκεί. Ακόμα έστειλε να πάρουν την κόρη του Μαρία ντε Γκιμπαλέτ και να την παντρέψουν με τον ράφτη του Καμύ. Αυτή ήταν χήρα του κυρίου Γκύ ντε Βερνέ. Αλλά αυτή η λαίδη ήταν λογική και βλέποντας τον καυγά μεταξύ του βασιλιά και του πατέρα της φοβήθηκε και λέγοντας ότι αυτή η υπόθεση   θα είχε κακό τέλος, τα παράτησε και πήγε στο μοναστήρι της Αγίας Κλάρας όπου κανένας δεν την έβλεπε για να παραμείνει μέχρι να περάσει ο θυμός του βασιλιά. Ο βασιλιάς καθαίρεσε τον πατέρα της από το αξίωμα του Βισκούντη και σ’ αυτό διόρισε τον κύριο Ιωάννη ντε Νταβίλ.

267 Και οι άρχοντες βλέποντας αυτά έλεγαν, τέτοια θα περιμένουμε ότι θα βλέπουμε από εδώ και μπρος για τις κόρες μας και τους γιούς μας και για τις κυρίες χήρες. Και στο τέλος αυτός ο κύριος Ιωάννης ο Βισκούντης την παντρεύτηκε μια και ήταν και εκείνος χήρος.

268 Πάλι ο διάβολος δημιούργησε κάτι άλλο. Θέλησε ο βασιλιάς να ζητήσει συμβουλή τι θα κάμει με τον κύριο Ερρίκο ντε Γκιμπλέτ αφού πάνω στο θυμό του παράλειψε να πάρει τη γνώμη των βαρόνων. Οι βαρόνοι του είπαν: «άφησε μας για λίγο μόνους να συζητήσουμε μεταξύ μας και να σου δώσουμε απάντηση». Ο βασιλιάς βγήκε έξω και οι άρχοντες είδαν ότι ήταν όλος οργή και κακία. Βλέποντας οι ιππότες ότι άπλωσε χέρι πάνω στους ευγενείς άδικα και παράτυπα όλοι μαζί αγανάκτησαν και θύμωσαν και είπαν: «Για μια ακόμα φορά φανερώθηκε η έχθρα που μας έχει ο κύριος μας» και άρχισαν αμέσως να μελετούν ένα σχέδιο.

269 Και όλοι οι ιππότες στράφηκαν προς τους δύο αδελφούς του βασιλιά και τους είπαν: «Κύριοι μας, ξέρετε ότι εμείς βρισκόμαστε στην υπηρεσία του βασιλιά και αυτός στις δικές μας και είμαστε δεμένοι με όρκο στον βασιλιά και ο βασιλιάς σε μας και εμείς μεταξύ μας. Λυπόν κύριοι οι ενέργειες του βασιλιά κατά του κυρίου Ερρίκου ντε Γκιμπλέτ και των παιδιών του είναι παράνομες και άδικες, διότι τον έστειλε στην Πάφο και πριν πάει τον φυλάκισε χωρίς τη γνώμη της Αυλής καθώς και την κόρη του και τον γιό του χωρίς να φταίξουν σε τίποτα, σαν να ήταν δουλοπάροικοι του. Και με την δικαιοσύνη που την αντιπροσωπεύουν οι άρχοντες της βουλής, δεν μπορούσε να απλώσει χέρι πάνω τους. Για αυτό τον θεωρούμε επίορκο επειδή ορκίστηκε να τηρεί και να στηρίζει τους νόμους και τις Ασσίζες. Εμείς είμαστε δεσμευμένοι να υπερασπιζόμαστε τους όμοιους μας». Τότε πήγαν στον βασιλιά οι αδελφοί του και του μίλησαν και του είπε ο αδελφός του ο πρίγκιπας, έχουμε τη γνώμη ότι πως άδικα έκαμες αυτό που έκαμες στους ευγενείς σου χωρίς να δώσεις στην Άνω Βουλή την ευκαιρία να ακούσει και να κρίνει, και βαδίζεις ενάντια στους νόμους και τις ασσίζες που ορκίστηκες να τηρείς όταν εστέφθεις διότι και αυτοί είναι, σύμφωνα με τον όρκο τους, όμοιοι σου.

270 Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς θύμωσε και του μίλησε με άσχημα και βαριά λόγια και ο πρίγκιπας σιώπησε. Ο μικρός του αδελφός ο Ιάκωβος γύρισε και είπε στον βασιλιά: «Κύριε είσαι πολύ θυμωμένος και σκοτείνιασαν τα μάτια σου και δε βλέπεις πως εξελίσσονται τα πράγματα. Σε παρακαλούμε σαν τον κύριο μας να στραφείς προς εμάς με γλυκύτητα στο βλέμμα, σύμφωνα με τις παλαιές ασσίζες, τα καθιερωμένα και τα έθιμα αυτού του έντιμου βασιλείου». Ο βασιλιάς του έβαλε και εκείνου τις φωνές και τον ύβρισε και κείνον και τη σύζυγο του λέγοντας του άσχημα λόγια. Και ο δαίμονας χαιρόταν, Ακόμα ύβρισε και ντρόπιασε και όλους τους ιππότες.

271 Έτσι άρχισε να καρπίζει το δένδρο του μίσους.

272 Και συμφώνησαν και δέθηκαν με όρκο μεταξύ τους και ξαγρύπνησαν όλη τη νύχτα για να δούνε τι θα μπορούσε να γίνει με τον βασιλιά.

273 Ο κύριος Ιωάννης Μον Στρί τον οποίο είχε βοηθήσει ο βασιλιάς και τον είχε κάμει ναύαρχο και τον αγαπούσε πολύ, και που ήταν λογικός ιππότης, σκέφτηκε ότι το τέλος αυτού που είχε αρχίσει δεν μπορούσε να είναι καλό και ο βασιλιάς δεν μπορούσε να διευθετήσει αυτή την ανωμαλία, Ζήτησε να μιλήσει με τον βασιλιά και του είπε: «Κύριε μου έχω ακούσει από πολλούς σοφούς πως από  μακρόχρονες αναταραχές και αντιπαραθέσεις γεννιέται η εχθρότητα που φέρνει το μίσος το οποίο κάνει τους ανθρώπους να παραβαίνουν την εντολή του θεού, και οι σκέψεις και οι συνειδήσεις αλλάζουν και γίνονται κακές και στρέφονται με πείσμα προς το πάθος. 0ι αδελφοί σου έφυγαν από εδώ πολύ θυμωμένοι και ντροπιασμένοι από σένα και έχουν συνταχθεί μαζί τους και όλοι σου οι συγγενείς, και πολλοί ιππότες. Και φοβάμαι πως προτού να πάνε να πλαγιάσουν θυμωμένοι, σκεφτούν να κάμουν κάποιο κακό που ο θεός να μην το δώσει. Σε παρακαλώ να τους ειδοποιήσεις να επιστρέψουν και να τους μιλήσεις με καλά και ευχάριστα λόγια για να σταματήσεις τον θυμό τους και με τη σωφροσύνη σου  να ηρεμήσεις τις καρδιές τους.

274 Τα λόγια του ναυάρχου άρεσαν στον βασιλιά ο οποίος τον διέταξε να προλάβει τους αδελφούς του και να τους καλέσει να γυρίσουν στο παλάτι γιατί τους θέλει για μια δουλειά.

275 Ο Ιωάννης τους προλαβαίνει στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου των ορνίθων αλλά αυτοί αρνήθηκαν να δουν τον αδελφό τους επηρεασμένοι από τα λόγια των άλλων ιπποτών, λέγοντας στον ναύαρχο, άδικα κοπιάζεις. Δεν μας παίρνει ο χρόνος να επιστρέψουμε και να μην εκτελέσουμε την εντολή του βασιλιά για τις Ασσίζες. Και ο πρίγκιπας του είπε, τώρα όλοι θα πάμε στο σπίτι μου χωρίς να διαλυθούμε μέχρι να τελειώσουμε με τη σύσκεψη μας, και ενωρίς το πρωί ο βασιλιάς θα μας δει, και να υποβάλεις τα σέβη μας στη μεγαλειότητα του.

276 Ο Ιωάννης ο καλός ιππότης βλέποντας ότι τίποτα δεν γινόταν γύρισε στον βασιλιά ο οποίος πικράθηκε και του είπε: «πως είναι τα αδέλφια μου; Γιατί δεν τους έφερες;» του απάντησε «Κύριε μου τους πρόφτασα στον άγιο Γεώργιο των ορνίθων και τους παρακάλεσα αλλά δεν θέλησαν να έλθουν για να μην διαλυθούν, για να κάμουν εκείνη την ευλογημένη συνεδρία που τους είπες και που θα τελειώσει το πρωί και μην σου κακοφανεί θέλησαν να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι του κυρίου αδελφού σου, του πρίγκιπα και να μην διαλυθούν από εκεί μέχρι να αποφασίσουν τι να γίνει. Και ενωρίς το πρωί αν το θέλει ο θεός θα σου φέρουν την απόφαση τους για να τη δεις, και υποβάλλουν τα σέβη τους στην μεγαλειότητα σου.

277 Και οι άρχοντες οι ιππότες και όλα τα μέλη του συμβουλίου μαζεύτηκαν στο σπίτι του πρίγκιπα και συζητούσαν όλο το βράδυ για τον βασιλιά, για τις υποχρεώσεις που είχε, να τηρεί τις ασσίζες και τους όρκους που έδωσε όταν στεφόταν βασιλιάς. Και ζήτησαν οι ιππότες από τους δύο αδελφούς του βασιλιά να βοηθήσουν να τον συλλάβουν και να τον κρατήσουν για να μη διαφύγει μέχρι να ορκιστεί στην πίστη του ότι θα διοικεί και θα τους κατευθύνει σύμφωνα με τις ασσίζες, διαφορετικά ο καθένας από μας θα εγκαταλείψει αυτό το βασίλειο και θα πάμε να βρούμε την τύχη μας αλλού όπου μας οδηγήσει ο θεός.

278 Αυτή η γνώμη άρεσε στον πρίγκιπα και στον κοντοσταύλη και κάθισαν να φάνε για δείπνο και όταν δείπνησαν πλάγιασαν για να κοιμηθούν σ’ αυτό το μεγάλο ανάκτορο που έμεναν. Είχε φτάσει ο καιρός όπου ο εχθρός θέλησε να θερίσει τους καρπούς του σπόρου που είχε σπείρει στις καρδιές τους, δηλαδή να σκοτώσουν τον βασιλιά. Οι ιππότες Βλέποντας ότι τα αδέλφια του ήταν με το μέρος τους, έγιναν πιο τολμηροί συζήτησαν μεταξύ τους και είπαν: «Άρχοντες είναι αλήθεια ότι είπαμε στους αδελφούς του βασιλιά, αρχικά πως θα συλλάβουμε τον βασιλιά για να μας υποσχεθεί ότι θα μας κυβερνά όπως πρέπει. Αν τον αφήσουμε όμως θα πεθάνουμε όλοι. Προηγουμένως προτού στεφτεί είχε ορκιστεί επτά φορές, και όταν φόρεσε το στέμμα λησμόνησε τους όρκους του και ενεργεί έναντι των ασσιζών και του θεού στον οποίο ορκίστηκε, ποιος εμπιστεύεται από δω και προς τους όρκους και τις υποσχέσεις του;» Οι υπόλοιποι είπαν Σωστά τα λέτε Καταλάβαμε ότι δεν είμαστε υπόχρεοι σ΄ αυτόν από τη στιγμή που καταπάτησε τον όρκο του. Πρέπει να σηκωθούμε εναντίον του και να τον σκοτώσουμε. Άλλοι πάλι είπαν να πάμε αργότερα στο ανάκτορο και ενώ θα κοιμάται να τον σκοτώσουμε. Να αναγκάσουμε τους αδελφούς του και να ιππεύσουμε την αυγή, Έτσι πρέπει να τελειώνουμε αυτό για το οποίο συζητάμε διαφορετικά υπάρχει φόβος οι αδελφοί του να σκοτώσουν εμάς. Ας το κάνουμε αν και οι αδελφοί του παρακαλούν να τον ξεφορτωθούν». Συζητούσαν χωρίς την παρουσία των αδελφών του που δεν γνώριζαν τίποτα για αυτή την απόφαση, Όπως όμως λέει η παροιμία, τόση ευθύνη έχει αυτός που κρατεί τα πόδια του εριφίου, όση και αυτός που το γδέρνει. Λοιπόν τα μεσάνυχτα ανάγκασαν τους αφέντες να διατάξουν να σελώσουν τα άλογα να στείλουν να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους ιππότες και να σπάσουν τα σίδερα που είχαν στα πόδια ο Ιάκωβος ντε Γκιμπλέτ και η Μαρία ντε Γκιμπλέτ και αυτό έγινε.

Η λαίδη Εχίβη ντε Σκαντελιόν, η ερωμένη του, που κοιμόταν μαζί του του είπε: «Ποιος μπορεί να είναι εκτός  από τους αδελφούς σου;». Τυλίχτηκε η αρχόντισσα το παλτό της  και βγήκε έξω από το δωμάτιο και κατέβηκε στην αποθήκη εκεί που βρίσκονταν οι σέλλες των ιππικών αγώνων. Και σφράγισαν την καταπακτή. Ο πρίγκιπας μόλις είδε ότι η λαίδη Εχίβη έφυγε από το πλευρό του βασιλιά ανέβηκε στο δωμάτιο του και χαιρέτησε τον βασιλιά. Ο Κοντόσταυλος δεν μπήκε μέσα στο δωμάτιο ούτε και ο πρίγκιπας ήθελε να μπει αλλά οι ιππότες τον ανάγκασαν να εισέλθει γιατί άλλο σχέδιο είχαν στο μυαλό τους. Τότε είπε στον βασιλιά: «Κύριε μου καλή σου μέρα « και ο βασιλιάς του απάντησε «καλή μέρα να έχεις καλέ μου αδελφέ» Και ο πρίγκιπας του είπε: «Απόψε δουλέψαμε πολύ όλη τη νύχτα και γράψαμε τη γνώμη μας και σου την φέραμε να την δεις». Ο βασιλιάς ήταν γυμνός, μόνο με την νυχτικιά του και θέλησε να ντυθεί αλλά ντράπηκε να ντυθεί μπροστά στον αδελφό του και του είπε: «αδελφέ μου πρίγκιπα πέρασε έξω για λίγο να ντυθώ, και θα δω αυτό που γράψατε». Ο πρίγκιπας βγήκε. Τότε όρμησε μέσα ο αφέντης της Αρσούφ, που βαστούσε μια κάμα σαν μικρό σπαθί στο χέρι, όπως συνήθιζαν εκείνη την εποχή και μαζί του ήταν ο κύριος Ερρίκος ντε Γκιμπλέτ. Και όταν ο πρίγκιπας βγήκε ο βασιλιάς άρχισε να ντύνεται, φόρεσε το ένα μανίκι και γύρισε το πρόσωπο του για να φορέσει και το άλλο και τότε είδε τους ιππότες μέσα στο υπνοδωμάτιο του και τους είπε: «άπιστοι προδότες τι θέλετε τέτοια ώρα στο υπνοδωμάτιο μου από πάνω μου;» Και ήταν ο κύριος Φίλιππος ντε Ιμπελέν αφέντης της Αρσούφ και ο κύριος Ερρίκος ντε Γκιμπλέτ και ο κύριος Ιάκωβος ντε Γκαμπριέλ. Αυτοί οι τρείς εισήλθαν αμέσως τράβηξαν τα σπαθιά τους και του κατάφεραν από τρία ως τέσσερα κτυπήματα ο καθένας και ο βασιλιάς έβαλε τις φωνές: «Βοήθεια Έλεος». Αμέσως όρμησε μέσα ο κύριος Ιωάννης Γκοράπ ο φροντιστής του ανακτόρου και τον βρήκε αιμόφυρτο, έβγαλε και αυτός το δικό του μαχαίρι και του έκοψε το κεφάλι λέγοντας: «Εσύ ήθελες να μου κόψεις σήμερα το κεφάλι, μα να που σου κόβω εγώ το δικό σου και η φοβέρα πέφτει επάνω σου.

281 Και έτσι εισήλθαν οι ιππότες ο ένας μετά τον άλλο και όλοι τον κτύπησαν με τα μαχαίρια τους σύμφωνα με τον όρκο που είχαν δώσει. Και κρατούσαν τους αδελφούς του βασιλιά στρυμωγμένους εκεί γερά για να μην προκαλέσουν επεισόδιο. Αλλά εκείνοι φοβόντουσαν μήπως τους σκοτώσουν. Και τελευταίος ήλθε από όλους ο Τουρκοπουλιέρης ο οποίος δεν είχε πάρει μέρος στην συνωμοσία, και για να μην μείνει έξω από την συνωμοσία, βρήκε τον βασιλιά λουσμένο στα αίματα του, χωρίς εσώρουχα και με κομμένο το κεφάλι, έβγαλε τότε το μαχαίρι του και έκοψε τα αρχίδια του και το όργανο του λέγοντας του: «Είναι για αυτά που πέθανες». Και τον είχε λυπηθεί πολύ αλλά το έκανε για να είναι φίλος με τους άλλους.

Επίμετρο

Για να μπορέσουμε να κλείσουμε την ιστορία μας, δανειζόμαστε από το επόμενο τρίτο βιβλίο  του χρονικού του Λεοντίου Μαχαιρά ΕΞΗΓΗΣΙΣ  ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ  την πρώτη παράγραφο με αρ.282

Και αμέσως σήμανε η σάλπιγγα στη θύρα του βασιλικού ανακτόρου και διαλαλούσαν: «Άρχοντες ο Θεός έκανε το θέλημα του πάνω στον κύριο μας τον βασιλιά», και ύψωσαν το μεγάλο λάβαρο να βλέπει προς τον ποταμό και στον λαό είπαν: «Να μην τολμήσει κανείς να κάμει το παραμικρό και δημιουργήσει ταραχές γιατί θα κοπεί το κεφάλι του». Και ο νέος βασιλιάς Πέτρος Β΄ που ήταν γιός του προηγούμενου βασιλιά Πέτρου Α΄ ανέβηκε στον θρόνο του βασιλείου και αμέσως ορκίστηκαν σ’ αυτόν όλοι οι ευγενείς . Και λυπήθηκε πολύ ο λαός τον βασιλιά Πέτρο και κραύγασαν: «Ζήτω ο βασιλιάς Πέτρος τρεις φορές».

ΤΕΛΟΣ

 

[1] Ο πρίγκιπας ήταν ο τίτλος του αντιβασιλέα που κατείχε ο αδελφός του βασιλιά.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ