Δημήτρης Βοναπάρτης: Για να μην ξεχνάμε την αποφράδα μέρα της 29ης Μαΐου 1453

2
1784

Για να μην ξεχνάμε την αποφράδα μέρα της 29ης Μαίου 1453, ύστερα από 550 χρόνια, το 2003 στον ΟΡΦΕΑ , διοργανώσαμε -όπως συνηθίζουμε σε μέρες εθνικής μνήμης- εκδήλωση, σχετική με το θέμα » Η ΠΌΛΙΣ ΕΑΛΩ»,ανοιχτή στον κόσμο που συμμετείχε με κατάνυξη κι επιβράβευση. Στο πρόγραμμα είχανε πάρει μέρος ,η Μαρία Παρισίδη, ο Μάνος Πόγιας, ο Γιώργος Σακέλης, ο Θεοδόσης Διακογάννης, ο Μανόλης Κεφαλιανός, ο Θεοδόσης Παπαϊωάννου, και η ταπεινότητά μου.
Ας μην αφήνουμε στη λήθη το μαύρο εκείνο ξημέρωμα πτώσης της χιλιετούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
(ακολουθεί σχετικό ποίημα)
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΖΗΤΙΑΝΟΥ
Πού έφταιξα; Ποιον έβλαψα; Ποιο είναι το έγκλημά μου;.
Δίκαια οργή, δεν όπλισε το χέρι του φονιά μου.
Δεν έκλεψα, ούτ’ αδίκησα, άνθρωπο στη ζωή μου.
Και σήμερα απ΄τα στήθια μου, βγαίν΄ άδικα η ψυχή μου.
Μπροστά μου βρέθηκε φονιάς, αλλόκοτος και λάβρος.
Μόνο η θωριά του φάνταζε, χάρος τραχύς και μαύρος.
Στα μάτια τρομερές φωτιές, αφρούς φαρμακωμένους
στο στόμα ανακάτευε, με ήχους σκυλιασμένους.
Μια κοφτερή γιαταγανιά μου έσκισε τα σπλάχνα,
χωρίς καν να του πω «γιατί;» Χωρίς να βγάλω άχνα!
Και μ’ άφησε ολομάτωτο και κατά γης πεσμένο,
θαρρώντας με ευθύς νεκρό, ευθύς ξεψυχισμένο.
Μακάρι να ξεψύχηζα ΄πάνου στην ξάφνου ώρα,
να ησύχαζα, να μην πονώ, να μην σκεφτόμουν τώρα.
Αλλά στο λίγο που μπορώ ακόμα ν΄ ανασαίνω,
-προτού στα σκότη αφανιστώ, στιγμή- στιγμή πεθαίνω-
χωρίς να θέλω αναφωνώ. « Τι έφταιξα και πούθε;
Κι από ποια γη ο φονιάς, αμόλησε και μού ΄ρθε;
Εγώ δεν έχω ούτε φαΐ, μήτε πιοτί δικό μου,
ούτε μια πέτρα, ένα τσαρδί, πάντα ήμουνα του δρόμου.
Ένας ζητιάνος ,κουρελής, σαν κι άλλους μεσ’ την Πόλη.
Και κάθε μέρα απ΄ το πρωί, ως την εσπέρα όλη,
ό,τι μου δίναν έπαιρνα. Ψωμί ένα κομμάτι.
Ξεσπίτωτος! Κι όπου έβρισκα, εσφάλιζα το μάτι.
Δεν ήξερα, ούτ΄ εξέταζα, ποιοι ΄ναι που με συντρέχουν.
Αν έχουν βιος. Έχουν Θεό; Πατρίδα, έχουν; Δεν έχουν;
Ποτέ δεν τους αρώτησα. Για ΄μέ, καλοί ήταν όλοι.
Και ζούσα στη Βασίλισσα! Τη ζηλεμένη Πόλη!
Και ξάφνου είδαν τα μάτια μου φονιάδες και φουσάτους,
να σφάζουν μάνες με παιδιά, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Οι δρόμοι όλοι κόκκινοι. Το αίμα ρέει ποτάμι.
Φτάνουν οι γόοι στον ουρανό. Μαύρη μέρα κατράμι.
Με χαλατούς, με πυρκαγιές ,καπνοί σκοτεινιασμένοι.
Απ΄ άκρου σ’ ακρο σφάζεται η Πόλη η δοξασμένη.
Μεσ’ σε τρεις μέρες, φονικά αμέτρητα, μυριάδες.
Η μέρα τούτη θα γραφτεί, πρώτη στις αποφράδες.
Μαύρο, πικρό ξημέρωμα, ο νους δεν το χωράει,
Μαύρο της Τρίτης το πρωί, στον ανθισμένο Μάη.
Δεν θα ξανάβγω πια στο φως, ποτέ να ζητιανέψω.
Εδώ πεσμένος κατά γης ,τη ζήση θα τελέψω.
Θολώνουν όλα γύρω μου, ο κόσμος σκοτεινιάζει.
Μαζί μου ένα παράπονο, παίρνω, πικρό, μαράζι.
Τι έφταιξα ο ανήμπορος, ο πάμπτωχος ζητιάνος
και πάνω μου ξεθύμανε, ο μαύρος γιαταγάνος;
Άγριο θεριό εγρύλιζε, με λύσσα και κακία.
Λες και ήμουν ΄γω ο αίτιος, για κάθε αδικία!
Αλλόκοτος επέρασε και μεσ’ τον κόσμο εχύθη
μ’ ορμή, το γιαταγάνι του, να σκίσει κι άλλα στήθη.
Και τώρα που τα μάτια μου, ανοιγοκλειούν, θαμπώνουν,
να θώρουνε τα μάτια του, να του παραπονιόμουν.
«Γόνος εγώ τούτης της γης, δεν ΄μόλησα από κάπου.
Είμασταν όλοι άρχοντες. Από παππού προς πάππου.
Και χάσαμε πλούτη και βιος, δόξες και μεγαλεία.
Κι απόγονος, φτωχός εγώ, βγήκα στην επαιτεία.
Μα σύ ξένος- κι η σπάθα σου- τη γη μου αμαυρώνεις.
Κι εμένα, κι όσια κι ιερά, κι αθώους θανατώνεις».
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Βάλτε ποδόσφαιρο που πουλάει.
    Μέχρι τώρα το έχουν διαβάσει μόνο 20 άτομα ενώ κάποια άλλα κλωτσοσκουφια έχουν περάσει τα 13000 views.
    Τον νεοελληνόφωνο δεν τον νοιάζουν τέτοια θέματα και χ€στηκε, παρόλο που ο απέναντι ξεσαλωνει τέτοια μέρα και είναι και επικινδυνος.
    Τελικά με τέτοιους ελληναραδες ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα μείνει με το… σπαθί στο χέρι και στην θήκη μέσα for ever.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ