Σημειώσεις του ποιητή Βασίλη Πη για την συλλογή του «Νησιά Ι – Ραψωδίες κλιματικής αλλαγής» | Κυκλοφορεί από το βιβλιοπωλείο «Ν. Θαλασσινός & Υιοί»

0
1250

Γράφει ο ποιητής Βασίλης Πης

Πρέπει να υπάρχει μια αποκάλυψη σ’ ένα ποίημα. Ο ποιητικός λόγος στις ραψωδίες εναρμονίζεται με τα συμβάντα της κλιματικής αλλαγής   και μιλά για πράγματα καθημερινά, οικεία, που γίνονται όμως καθολικά και παγκόσμια. Η ποίηση δεν έχει την δύναμη της εικόνας, αλλά της λέξης, της φράσης που προκαλεί το συναίσθημα. Δηλώνει την ανάγκη της επικοινωνίας και να μοιραστεί κάποια πράγματα με τον άλλο.    

Βασική επιρροή, ήταν το τοπίο του Αρχιπελάγους των Δωδεκανήσων, περισσότερο η Κως και η Νίσυρος, η υφάλμυρη λίμνη Αλυκή απέναντι απ’ την κατοικία μου στην Κω, η εναλλαγή των εποχών, το φως την ανατολή και τη δύση του ήλιου και τέλος τα δακτυλίδια φωτός που  χόρευαν στο βυθό της θάλασσας του Τιγκακίου της Κω, κάθε καλοκαίρι και μου προξενούσαν όχι μόνο θαυμασμό, ρίγη ομορφιάς, αλλά και τρόμο. Μου άνοιγαν την πόρτα για να φανταστώ έναν άλλο κόσμο στο μέλλον, εξίσου πραγματικό, ο οποίος βρισκόταν συνεχώς υπό βροχή, με κρύους χειμώνες και θερμά καλοκαίρια. Απλά άνοιγα  τα χέρια μου μέσα στη θάλασσα και πετούσα, σαν φτερωτό πλάσμα του Πλάτωνα, και τα έβλεπα όλα: σαν να ήμουν εκεί. Και φυσικά ήταν οι συγγραφείς που ενστικτωδώς είχα ορίσει και οι στίχοι τους, πριν κοιμηθώ μαζί τους είχαν οργώσει σαν χέρσο χωράφι την μνήμη μου και ήθελα να περάσω χρόνο  μαζί τους.

Η σχέση του ανθρώπου με τον πλανήτη δεν είναι μια σχέση συνύπαρξης, αλλά υποτέλειας· είναι μια σχέση σύγκρουσης, που προέρχεται  από την ανθρώπινη απληστία, καθοριστικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ποιητής χωρίς μνήμη, με ένα βίαιο μέλλον και με τις κλιματικές αλλαγές να σαρώνουν την συνείδησή του, ακούει το ψιθυριστό τραγούδι της Γης και  αποκτά μνήμη – το μεταφορικό μέσο δια μέσου των αιώνων – το θεωρεί ύψιστο καθήκον προς τη μνήμη: δεν παρηγορεί· προειδοποιεί1. Θέλει να ξαναφέρει  στη μνήμη του, τη χαμένη τάξη, το χαμένο κόσμημα του κόσμου.

Η ποίηση οφείλει να παραμείνει έντιμη και ειλικρινής. Να περιγράφει, να μην καταδικάζει. Είναι μια ανάγκη να προβάλλει το οικείο, το μυστήριο του οικείου, του καθημερινού που γίνεται όμως οικουμενικό. Εξάλλου γράφει όχι μόνο για αυτό που είναι αλλά και γι’ αυτό που θα μπορούσε να είναι, ακόμα και συμβάντα και φαινόμενα παράδοξα, που θα μπορούσαν να ήταν αληθινά και τροφοδοτούν την περιέργεια του αναγνώστη.

Τι σκέφτεται ο άνθρωπος για το παρόν και το μέλλον του στην αυγή του 21ου αιώνα, όταν η ποίηση δεν είναι πλέον σημαντικό μέσο επικοινωνίας και πνευματικής συναλλαγής, όπως ήταν στα χρόνια του Ελληνιστικού κόσμου;  Αν ο νέος κόσμος που αναδύεται γίνει όπως

«για τους Ισπανούς,  ο νέος κόσμος  έγινε σφαγείο με τις ευλογίες των παπάδων»2, τότε ομηρικοί πόλεμοι και θουκυδίδεια δεινά, σκληρότερα επιφυλάσσει  το μέλλον· ένα μέλλον Σφαγείο Νο 6 σαν τον διαβόητο Σικελό τύραννο Φάλαρη, ο οποίος ‘‘καβούρντιζε’’ τα θύματά του μέσα σε μπρούτζινο ταύρο.

Οι ραψωδίες δεν καταγγέλλουν τη σημερινή εποχή, ούτε σκορπούν διδάγματα: άλλωστε ποιος ο λόγος σήμερα; Αποκαλύπτουν τις βαθιές ρίζες την κοινωνικής εξαθλίωσης και όχι τις κραυγές και τις αντιδράσεις των εξαθλιωμένων. Ο ποιητής καταγράφει· είναι θεατής. Θέτει ερωτήματα· δεν δίνει απαντήσεις. Μιλά για τις ανθρώπινες ζωές που δεν έζησαν. Για τις συνεχείς ματαιώσεις και για τις  ανθρώπινες φωνές που δεν τις ήθελε  η θάλασσα. Δεν μιλά για την λύπη, τη φτώχεια και  την εξαθλίωση, όλα αυτά που βιώνει ένα  μεγάλο μέρος από τον   παγκόσμιο πληθυσμό. Οι άνθρωποι, δεν έχουν την ανάγκη να διαβάζουν για τον πόνο και την καταστροφή που παρακολουθούν καθημερινά, μέσα από το Διαδίκτυο, είτε από άλλα Μέσα. Τα ποιήματα προειδοποιούν για την μελλοντική εποχή· γι’ αυτό τα τραγούδια υμνούν την ομορφιά του κόσμου· υμνούν το φως, το νερό, τα πουλιά, όλα τα πλάσματα του πλανήτη και αυτή η ομορφιά  είναι μοναδική για κάθε  αρχιπέλαγος του πλανήτη Γη, για κάθε πλανήτη ξεχωριστό, για κάθε ηλιακό σύστημα εκεί έξω.

Οι ραψωδίες δεν είναι σκοτεινοί μύθοι του παρελθόντος, αυτή η τροφή των προγόνων που επανέρχεται, αλλά νέα προσωπεία που είναι ικανά να μεταβάλλουν τη σκέψη, ή τουλάχιστον την οπτική μας για τον κόσμο. Δεν είναι προφητείες ενός εμπνευσμένου πνεύματος, ούτε ένορκες  μαρτυρίες ανθρώπων, αλλά προειδοποιήσεις ενός ανήσυχου πνεύματος μπροστά σε μια καινούργια εποχή. Η ποίηση δεν είναι κοινωνική απασχόληση για τον ελεύθερο χρόνο και διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για τις δυνατότητες της ποίησης να διαπραγματευθεί πολιτικά προβλήματα που έχουνε γίνει πλέον πλανητικά. Όμως άλλη αποστολή δεν έχει η ποίηση παρά μόνο την καλλιτεχνική δημιουργία. Ωστόσο αν οι ραψωδίες καταφέρνουν να αναδείξουν με τον τρόπο τους πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικούς προβληματισμούς, είναι ένα επιπρόσθετο όφελος. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο κεντρικός σκοπός που επεδίωξα για τις ραψωδίες  με την έννοια ότι δεν έχουν μια προκαθορισμένη ερμηνευτική σκοπιά. Άλλωστε η τέχνη της ποίησης αξιώνει αργό, επώδυνο μόχθο, επιμονή κι υπομονή.

Η λογοτεχνία, αναλογική ή ψηφιακή, μας διευρύνει την αντίληψη και ίσως μας μαθαίνει να βλέπουμε τον κόσμο πιο διεισδυτικά, μας κατευθύνει σ’ ένα διαρκή διάλογο με μια πραγματικότητα που αλλάζει καθημερινά. Ίσως για να μας μάθει έναν καινούργιο ανθρωπισμό. Ενώ ο μεσαιωνικός άνθρωπος κατοικούσε σ’ ένα κόσμο από αυστηρά τακτοποιημένα σύμβολα, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα άραγε τι ποθεί να κατοικήσει;

Η γλώσσα στις ραψωδίες καταγράφει την επιθυμία του συγγραφέα να βρει τις λέξεις για ό,τι θα μπορούσε να γίνει: οι ποιητές που έζησαν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν βρήκαν τις λέξεις για ό,τι έγινε (PAUL CELAN). Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον κόσμο η γλώσσα θα σωθεί, αφού εικόνα χωρίς λόγο «δεν μπορεί να γίνει κριτικό αντικείμενο παρά μονάχα από τη στιγμή που θα ασκηθεί ο λόγος»3. Δεν αποδυναμώνει τη διαδικασία της κριτικής σκέψης (δηλαδή της ελευθερίας), η αδιάλειπτη ροή εικόνων, αλλά ο «πληθωρισμός του ορατού. Αυτό το πανταχού ορατό παρόν, πιάνει όμηρο το βλέμμα και διακόπτει την άσκηση της σκέψης »3.Το θέμα δεν είναι η διαρκής αναζήτηση και άντληση της πληροφορίας (αυτό είναι εύκολο με τις μηχανές αναζήτησης), αλλά πιο κριτικό επίπεδο σκέψης διαθέτεις για να μπορείς να επεξεργαστείς την πληροφορία, είτε είναι εικόνα, είτε λόγος.

Πόσο ζηλεύω τους στίχους του Φερνάντο Πεσσόα

«Απ’ του σπιτιού μου το πιο ψηλό παράθυρο
Μ’ ένα μαντήλι άσπρο αποχαιρετώ τους στίχους μου
Που πάν’ στην ανθρωπότητα»4.

Η λογοτεχνία, στο διαρκές ταξίδι αναζήτησης του ανθρώπου σε άλλους κατοικήσιμους πλανήτες, αφού σε «Κάποια Γαία πάντα θα επιστρέφουμε»5, θα γίνει βιώσιμη στο βαθμό που μαζί με την εξελιγμένη γλώσσα της, θα καταφέρει να βοηθήσει τον ταξιδιώτη να πιαστεί από κάπου ή από κάτι. Ίσως εκείνη η μακρινή λογοτεχνία, καταφέρει να ρίξει περισσότερο φως, ίσως τον βοηθήσει να συναντήσει λιγότερο οδυνηρά πράγματα και να φτιάξει τον καθρέφτη των δικών του ημερών, των δικών του επιλογών, των δικών του εποχών και τις αναγκαίες αλλαγές που φύλαγε για τον εαυτό του. Ίσως αυτή να είναι η βαθύτερη ανάγκη της γραφής. Να πιαστείς από κάπου, έστω προσωρινά.

Ο συγγραφέας πιστεύω, οφείλει να προστατεύει τη μνήμη σε κάθε εποχή, σε κάθε διαστημικό ταξίδι, σε κάθε πλανήτη και να έχει το πλανητικό θάρρος να εκφράσει την αγωνία του. Όχι για να έχει καθαρή τη συνείδησή του αλλά γιατί το οφείλει στην τέχνη του. Είναι μια ατομική πράξη αντίστασης, χωρίς να πρεσβεύει κανένα δόγμα, καμιά ιδεολογία.

Αυτό που επιδιώκω με τις ραψωδίες, είναι μια αληθινή γλώσσα, μια γλώσσα ευθύνης χωρίς να σημαίνει ότι θα προτιμούσα ένα κιγκλίδωμα  μ’ ένα μικρό παράθυρο για να μιλήσω από το καφασωτό του εξομολογητηρίου. Δεν θέλω να εξομολογηθώ· θέλω να μιλήσω απευθείας  σ’ ένα ελεύθερο πεδίο που μόνο η γλώσσα μπορεί να φτάσει, όσες εικόνες και αν μεταφέρει μαζί της.  Άλλωστε στην  εποχή της αποσπασματικότητας και της διαρκούς κατανάλωσης απόψεων, όπου η εμπειρία υποχωρεί μπρος στην πληροφορία, ο ποιητής βλέπει τον κόσμο σαν στιγμιότυπο, γιατί η «διαδικασία της ποίησης είναι διαδικασία ανασκαφής και αυτοανακάλυψης»  όπως μας λέει ο ποιητής της Καραβαϊκής Derek Walcott. «Η μέθοδος ανασκαφής και αυτοανακάλυψης είναι κάτι που ο κάθε ποιητής πρέπει να εφεύρει μόνος του και είναι αποκλειστικά για δική του χρήση».

Οι σημειώσεις για τις ραψωδίες δεν είναι μια μελέτη, αλλά μια περιπλάνηση πάνω στα δύο άκρα της ποιητικής και ανθρώπινης εμπειρίας: τη μοναξιά και την κλιματική αλλαγή. Δεν είναι σημειώσεις απελπισίας ενός ερημίτη συγγραφέα που ζει στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Είναι προειδο – ποιητικές  φωνές για τη Γη, που οφείλουμε να συνυπάρξουμε με τα εκατομμύρια άλλα είδη που ζούνε μαζί μας. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να κτίσουμε μια καινούργια πόλη μαζί μ’ ένα σύμφωνο ειρηνικής συμβίωσης, όχι μόνο με τους συνανθρώπους μας. Ούτε είναι η αγωνία μιας περιθωριακής μειοψηφίας. Είναι η φωνή της ευθύνης. Είναι επιστημονικές καταθέσεις, πως η ανθρώπινη δραστηριότητα, τα τελευταία διακόσια χρόνια, έχει αλλοιώσει με την καύση των υδρογονανθράκων τις κλιματικές συνθήκες του πλανήτη, χωρίς να σκεφτόμαστε τον συλλογικό φόβο του ανθρώπου το έτος 1.000 μ.Χ., ή την σκοτεινή θεωρία των Ατζέκων που ζούσαν με την απειλή του κυκλικού τέλους του κόσμου, ή για το τέλος του κόσμου των Μάγια, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω το γεγονός ότι ο βιομηχανικός πολιτισμός μας, θα ήταν αδύνατος χωρίς την εκτεταμένη χρήση ορυκτών καυσίμων. Οι επιστήμονες είναι πλέον ξεκάθαροι πως η θερμοκρασία και το περιβάλλον επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία και ταυτόχρονα τονίζουν την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την αντιμέτωπη δύο ιδιαίτερα επιβλαβών περιβαλλοντικών ζητημάτων: της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής. Η θερμική δυσφορία είναι μια από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όταν οι ειδικοί προειδοποιούν πως η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι που θα συμβεί αύριο. Συμβαίνει τώρα. Και είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο πως η υγεία των ανθρώπων επηρεάζεται από το κλίμα.6

Αν η νεωτερικότητα γεννήθηκε με την βεβαιότητα ότι το μέλλον είναι η Γη της Επαγγελίας, σήμερα έχει ρηγματωθεί κάθε ιδεολογία και κάθε δόγμα. Είναι τόσα τα παραδείγματα και οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης για το μέλλον που οποιαδήποτε αρίθμηση θα απέβαινε αφελής και ελλιπής. Είναι γνωστές οι απειλές και οι επιπτώσεις από την κλιματική κρίση και από την πρόσφατη υγειονομική κρίση. Θεωρώ ότι αν δεν εμφανιστούν σύντομα στον πολιτικό και κοινωνικό ορίζοντα, Νέο-Προσωκρατικοί ηγέτες, Νέο-Αναγεννησιακοί και Νέο-Διαφωτιστές, οι οποίοι θα χαράξουν ένα νέο κύκλο ζωής με κέντρο τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά που συμβιώνουν μαζί του, οι οποίοι θα εγγυώνται τα δικαιώματα στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην διαβίωση, στην ευτυχία, αν δεν εγγυηθούν ότι το πόσιμο νερό, ο αέρας, οι θάλασσες, ο διαστημικός χώρος, τα δάση, οι παγετώνες είναι κοινά, δημόσια αγαθά, αν δεν υποσχεθούν ένα ριζικό μετασχηματισμό με στόχο μια, βιώσιμη οικολογικά πλανητική Κοινωνία των Πολιτών και όχι των αριθμών και των αλγόριθμων, τότε στο μέλλον δεν θα βρίσκονται ποιητές να πιστεύουν ακόμα τα λόγια του Τοκεβίλ «Η ελευθερία μου αρχίζει με την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων».

Ο συγγραφέας στην αυγή του 21ου αιώνα, όπου ο μελλοντικός τρόπος αστικής μετακίνησης είναι πλέον στον αέρα, κρατάει σφικτά την μνήμη του παρόντος, περνώντας τη γέφυρα που απ’ την μία πλευρά είναι το παρελθόν που ταχέως απομακρύνεται, είναι νεκρό και απ’ την άλλη, ένα αβέβαιο μέλλον, μολυσμένο με εξαντλημένους πόρους. Οι ραψωδίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά  προειδοποιητικές λάμψεις φωτός, σ’ ένα νησί του αρχιπελάγους του Αιγαίου, από ένα φαροφύλακα συγγραφέα. Δεν μπορώ να φανταστώ καμία άλλη παρομοίωση ή μεταφορά. Η λειτουργία της ποίησης δεν είναι να δώσει μορφή μόνο και να κάνει ορατή την καθημερινή ζωή. Δεν λέω ότι είναι η μοναδική αποστολή της, είναι όμως η πιο παλιά. Μπορεί να μην έχουν όλες οι Κοινωνίες των Πολιτών, μια Ιλιάδα, Θεία Κωμωδία, ή ένα Χαμένο Παράδεισο, έχουν όμως μια ποιητική παράδοση που ξεκινά αρκετούς αιώνες πριν, ενώ για τον ελληνικό χώρο πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μέσα από την ποίηση, το τραγούδι, το θρήνο, το μοιρολόγι, είτε μέσα από άλλα γραφτά μνημεία.

Κάθε έξι ραψωδίες ακολουθούν δύο τραγούδια που υμνούν την ομορφιά της φύσης και της ζωής, εννοώντας το ελληνικό τραγούδι το οποίο έχει μια ιδιαίτερη μουσική φόρμα με τον σύντομο και ευθύβολο στίχο του. Και ο στίχος αυτός μέσα σε 3,5 περίπου μουσικά λεπτά της ώρας πρέπει ν’ αφηγηθεί μια ιστορία με μεγάλη οικονομία, να πει το ανείπωτο με συμπυκνωμένη ευφυΐα και να συγκινήσει. Και μπορώ να πω με σιγουριά ότι το ελληνικό τραγούδι έχει μεγάλη παράδοση και εκπληκτικά τραγούδια. Μοιάζουν με μικρές ελεγείες της χαράς και της λύπης, ή μικρές αποδράσεις, δημιουργώντας μαγεία στην έκφραση και στήνοντας παράλληλα την ιδανική ατμόσφαιρα και μοναδικά συναισθήματα. Ο Μίκης Θεοδωράκης λέει ότι τα τραγούδια είναι «ολοκληρωμένες μικρές ιστορίες με τα δικά τους πρόσωπα, σύμβολα και δράσεις».

Αν ο συγγραφέας με το έργο του μπροστά στα βαθιά κοινωνικά ρήγματα με την δραματική παγκόσμια αύξηση των ανισοτήτων, θέτει ερωτήματα, ενώ γνωρίζει ότι θα μείνουν αναπάντητα, τότε ναι, οι ραψωδίες μπορεί να θεωρηθούν ‘‘πολιτική πράξη’’, γιατί θεωρώ ότι ο συγγραφέας έχει θέση ευθύνης  στο κοινό σπίτι μας, όπως είναι η Γη.

Ανάμεσα σ’ ένα κατακερματισμένο πλέον κόσμο, η σημερινή ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι η «άλλη  όψη». «Άλλη φωνή», την ονόμασε ο Οκτάβιο Παζ· άλλη όψη γιατί είναι μια άλλη οπτική και οι ραψωδίες δεν υποδεικνύουν αυτήν την «άλλη όψη», αλλά την υπαινίσσονται, την προβάλλουν έμμεσα. Ίσως να αντικατοπτρίζουν την αλληλεγγύη των μικρών πραγμάτων που συνθέτουν την ομορφιά της Γης, την ομορφιά της ζωής και κατ’ επέκταση του φωτός.

Οι ραψωδίες είχαν σχηματιστεί εδώ και χρόνια μέσα μου, συνέχεια διορθώνονταν και συμπληρώνονταν, ώστε να σχηματίσουν μια γλώσσα που με ικανοποιούσε, όπως το πρωινό φως του ήλιου, τόσες φορές  ‘‘γρατσούνιζε’’, τις γρίλιες του παραθύρου μου, σχηματίζοντας στο γραφείο μου ορθές και πλάγιες γωνίες από ιμάντες φωτός, υποστηρίζοντας με πάθος αυτό που λέει ο Seamus Heaney  ότι η «ποίηση μπορεί να είναι μια λυτρωτική λειτουργία και το ίδιο ψευδαισθησιογόνα όσο ο έρωτας»7.

Οι ραψωδίες δηλώνουν όχι μόνο την άρνηση του συγγραφέα ν’ απολέσει την ανάσα του, αλλά και την πεποίθηση του για την συνεχιζόμενη λειτουργία της ποίησης, ως  αναγκαίας ανθρώπινης πράξης, ή ως αναγκαίας ανάσας. Αν είναι πολιτική πράξη, κοινωνική ή απλά ένα αξιοσέβαστο χόμπι, μόνο ο χρόνος μπορεί απαριθμήσει τα συμβάντα και να τα τοποθετήσει σε χωριστά φωτεινά δωμάτια. Αν ο ποιητής  σήμερα, μετά από τόσους αιώνες λογοτεχνικής παράδοσης, δεν ελκύει πια τον γενναιόδωρο θαυμασμό του αναγνώστη, τότε δεν του μένει παρά να δηλώσει πως η συνειδητή ευθύνη του δεν είναι μακριά από τη γλώσσα του· η γλώσσα η ίδια φέρει την ευθύνη της υπεράσπισης της ποίησης, της ποίησης ανάσας, της ποίησης ευθύνης. Ήμαστε νεκροί και μπορούσαμε να ανασαίναμε δηλώνει ο PAUL CELAN σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα που δημοσίευσε, μνημονεύοντας την νέκρα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Οι ραψωδίες δεν περιπλανώνται σ’ ένα ζοφερό κόσμο οικολογικής καταστροφής και βίας. Άλλωστε ο συντομότερος δρόμος για να εξερευνήσεις την ιστορία του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη Γη είναι, μέσα από σφαγές, κατακτήσεις, λεηλασίες, αλληλοσπαραγμούς, αλλά και μια ιστορία αγώνων, επαναστάσεων, διεκδικήσεων, εφευρέσεων και ανακαλύψεων. Η γενικευμένη ανασφάλεια που προκαλείται από ένα αδηφάγο καπιταλισμό, φαίνεται λιγότερο αυθεντική από το ύποπτο βλέμμα – όσων ζουν τις ακραίες οικονομικές ανισότητες, την έλλειψη βασικών τροφίμων και φαρμάκων, το δράμα χιλιάδων μεταναστών, καθένας από τους οποίους εγκαταλείπει τη χώρα του, εξαιτίας άλυτων προβλημάτων και οι οποίοι έπαψαν πια να τρέφουν αυταπάτες, σε μια κατάσταση πλήρους ανησυχίας – η οποία κοστίζει κάτι παραπάνω από τα πάντα.

«Σε τούτη την απονομή δικαιοσύνης», γράφει ο Seamus Heaney στο βιβλίο του «Η Κυβέρνηση της Γλώσσας διαλέξεις προς τιμήν του Τ. Σ. Έλιοτ, «η γλώσσα- το προσωπικό δώρο του ποιητή για έκφραση, όπως και τα ίδια της τα κοινά κοιτάσματα- παίρνει το δικαίωμα να κυβερνά».

Και νομίζω ότι οι ραψωδίες εκπληρώνουν τον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκαν. Μα από το δικαίωμά τους να υπάρχουν και ας μιλούν για ήττα χωρίς να καταφρονούν καμιά κοινότητα, καμιά γλώσσα. Ίσως είναι ο ρόλος της ποίησης, ή η λειτουργία της που δίνει το δικαίωμα σ’ εκείνο το φάρο να ορθώνεται πάνω σ’ ένα νησί του αρχιπελάγους και να αναβοσβήνει μέσα στη μοναξιά του. Ίσως είναι ένας δίαυλος επικοινωνίας, ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση μας και την πραγματική φύση που κατοικούμε του πλανήτη Γη. Έχει αυτό το δικαίωμα η ποίηση; Δεν ξέρω· μπορεί. Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, είναι δύσκολο να κάθεσαι ώρες σ’ ένα τραπέζι και ν’ αραδιάζεις λέξεις, σαν να τις βγάζεις, να τις ξεφορτώνεις από μέσα σου, περιμένοντας την αυγή να φανούν οι πρώτες λυτρωτικές ακτίνες φωτός, ειδικά και όταν δεν γνωρίζεις τον ενδιαφέρον ίσως κάποιου εκδότη για το όλο εγχείρημά. Από την άλλη όμως, όντας χωρίς άλλη διέξοδο είναι πιότερο ναρκωτική αυτή η  δραστηριότητα, όπως γράφει ο Έλιοτ  σ’ ένα γράμμα του στον Ε Martin Browne, από όλον αυτόν τον μοναχικό κόπο, που τόσο συχνά φαίνεται άσκοπος7. Είναι όμως άσκοπος; Και γιατί πρέπει να έχει ένα σκοπό; Απλά δεν μπορεί ένας συγγραφέας να μπορεί να καταγράψει με τον τρόπο του, το ύφος του, τον δικό του τρόπο έκφρασης, τον κόσμο; Όχι να τον σχολιάσει δημοσιογραφικά. Δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα ή έστω να θέσει ένα προσωπικό στοίχημα ότι με το έργο του μπορεί να πετύχει μια σαφήνεια για την ιστορία και την εποχή του; Άλλωστε η λογοτεχνία δεν κρίνει: καταγράφει: θέτει ερωτήματα χωρίς να περιμένει απαντήσεις. Δεν είναι δημόσιος κατήγορος ούτε όργανο απονομής δικαιοσύνης. Αντίθετα γράφει ανάμεσα σε αυτό που πρόκειται να συμβεί και σε αυτό που θα μπορούσε να συμβεί. Οι λέξεις είναι εν υπνώσει σ’ ένα κλειστό βιβλίο· είναι κεκοιμημένες ή βρίσκονται σε σκοτεινή νάρκη. Μόλις αντικρύσουν το βλέμμα του αναγνώστη, αρχίζουν να ξυπνούν, ζητώντας ανάσα, φως, ένα δυνατό καφέ και βόλτα στην πόλη, όρθιες σε σειρά με την ασπίδα στο χέρι τους.

«Μια καμπανούλα που στο παράθυρο
σκαρφαλώνει πιο πολύ με γεμίζει απ’ όλη
των βιβλίων τη μεταφυσική»8 γράφει ο Γουόλτ Γουίτμαν και αυτή φράση είναι  τόσο δυνατή.

Αν κάτι σημαντικό είναι που μένει ή επιστρέφει σαν κληρονομιά (ξαναδουλεμένη) από τον Ευρωπαϊκό κλασικισμό, από τις ελληνικές και ρωμαϊκές απαρχές του, είναι οι λέξεις που επιστρέφουν γανωμένες όχι με κασσίτερο, αλλά με ατσάλι για να αντέξουν την νέα εποχή. Ίσως στο μέλλον οι λέξεις συν-ασπιστούν δίπλα στον αναγνώστη, όπως συνασπίζονταν οι αρχαίοι πολεμιστές, ο ένας δίπλα στην ασπίδα του άλλου, να βοηθήσουν τον αναγνώστη να σταθεί όρθιος μπροστά στα δράμα της ιστορίας που επαναλαμβάνεται με τόσο φορτικό τρόπο.

Η ποίηση πρέπει να λέει την αλήθεια όπως το φως. «Η ποίηση δεν καταφέρνει τίποτα» έγραφε ο Auden. «H ποίηση απέτυχε να μεταφέρει μια υπερβατική αλήθεια αφήνοντας μόνος τις υποσχέσεις  της γλώσσας» έγραφε η Lawra Jackon. Γράφει για το οικείο, το καθημερινό, το αμέσως επόμενο θαύμα, ή για ένα Τρωικό Πόλεμο, ή για ένα Avatar, ή για ένα ανύπαρκτο Ντοματοπόλεμο σε μια πλατεία στην άκρη της Ευρώπης με γλυκό κουταλιού ντοματάκι. Και ένα δυνατό παράδειγμα είναι στο τέλος του «ΟΜΗΡΟΥ», τού DereK Walcott9, «όταν ο Αχιλλέας, κουρασμένος, μέσα στη γούρνα της βρύσης, ξέπλυνε την άμμο από τις φτέρνες του, έσφιξε γερά ως την τελευταία της σταγόνα, την μπρούτζινη βάνα, έβαλε τη σφήνα του δελφινιού που είχε φυλάξει για την Ελένη, μέσα στο σκουριασμένο, τσίγκινο  κουτάκι του Έκτορα, ενώ ένα ολόγιομο φεγγάρι  έλαμπε σαν στρογγυλή φέτα κρεμμυδιού».

Με τις ραψωδίες προσπάθησα να εκφράσω την αγωνία μιας ολόκληρης γενιάς, τις μεγάλες ανισότητες  που αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν στα υπόγεια της ιστορίας, σαν παράσιτα, ανιχνεύοντας παράλληλα την μνήμη, ως αξεχώριστο τμήμα της ανθρώπινης ζωής. Ο ποιητής την ίδια στιγμή οφείλει να μιλήσει, με μετρημένη φωνή  για την αξιοπρέπεια και την ατομική ευθύνη, χρησιμοποιώντας κάθε εκφραστικό μέσο.

Ο αναγνώστης δεν μένει μόνος. Μπορεί η σημερινή εποχή να είναι αφιλόξενη, αλλά το ταξίδι δεν θα το χάσει με τίποτα, πληρώνοντας κάθε  τίμημα. Πόσες δυσκολίες, απίστευτες θα αντιμετωπίσει; Ο φίλος του ή ο εχθρός του, ο συμπολεμιστής, ντυμένος μηχανή είναι η επόμενη, η μελλοντική γενιά που πρέπει να πράττει με σεβασμό απέναντι στη φύση και τα έμβια όντα. «Η ποίηση, μας δίνει την λεπτότητα κατανόησης της ζωής», γράφει ο Γιεβγένι Γεφτουσένκο, και εξυμνεί συμπληρώνω τις αξίες εκείνες που στηρίζουν την ανθρώπινη ζωή, σε κάθε νησί, χώρα, ήπειρο, σε κάθε πλανήτη εκεί έξω. Ίσως η τέχνη εφευρέθηκε από τον άνθρωπο για να μας δίνει νόημα ύπαρξης όταν βρισκόμαστε στο κενό των πραγμάτων, ίσως για να μας δείχνει πώς να χαιρόμαστε τη ζωή. Ίσως μας δίνει κουράγιο και ελπίδα σε εποχές δύσκολες όπως η σημερινή, ν’ ανακαλύψουμε ξανά τη ζωή. Να ξαναβρούμε τις ζωές μας.

Αν η τέχνη της γραφής υπηρετεί κάποιες αξίες, ανεκτίμητης αξίας, και καταφέρνει ακόμα και συγκινεί είναι γιατί αφήνει σε μας ακόμα ίχνη αισθητικής αξίας στο χρόνο (άλλωστε τα μεγάλα έργα το έχουν αποδείξει αυτό) όχι για να μας υποδείξει το δρόμο μας, αλλά να μας  υπενθυμίσει τις ανθρώπινες ζωές μας, την τραγικότητά μας και την ανθρώπινη υπόστασή μας. Και όπως λέει σε μια συνέντευξή της η Ελένη Γκλύκανζτη Αρβελέρ, «…αυτός ο τόπος πρέπει τώρα να αρχίσει από την αρχή. Και όπως υπάρχει μια γενιά ολόκληρη, που δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα για πολλούς λόγους, είτε επειδή είναι εναντίον των γονιών τους, είτε επειδή είναι υπέρ της τεχνολογίας, είτε επειδή δεν ξέρουν τίποτα και λένε ότι τα ξέρουν όλα, ε αυτοί δεν μπορεί να πάνε χαμένοι. Στην καινούργια εποχή κάτι θα κάνουνε».

Έτσι κι αλλιώς οι πλανήτες γυρίζουν γύρω από τον ήλιο, χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για μας, ο ήλιος λάμπει δωρεάν για μας, χωρίς να του το ζητήσουμε αν και είμαστε απόγονοι μακρινών συγκρούσεων αστεριών και πλανητών, αν και είμαστε φτιαγμένοι με υλικά, από την καρδιά του ήλιου.

 

1 Γουίλφρεντ Όουεν: (Wilfred Owen): «Το μόνο που μπορεί να κάνει σήμερα ο ποιητής είναι να προειδοποιεί. Γι’ αυτό οι αληθινοί ποιητές πρέπει να ’ναι ειλικρινείς».
2 Βάγκνερ: στο λόγο του τον οποίο εκφώνησε στον ‘Πατριωτικό όμιλο’ στη Δρέσδη το 1844 Ελευθεροτυπία Καταφύγιο Θηραμάτων 5-3-2010.
3 Μαρί-Ζοζέ Μοντζέν: Συνέντευξη στη Le Monde. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα το Βήμα 20-9-98. Συνέντευξη στον Jean-Michel Frodon: Ο Αριστοτέλης, η Εικονομαχία και η Τηλεόραση.
4 Ferando Pessoa: Ποιήματα, β’ έκδοση Printa 2007, μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης.
5 Βασίλης Πης: Το Τραγούδι της Γης, Οδός Πανός, 2002.
6 «Περιβάλλον και Υγεία»: Tου «Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).
7 Seamus Xeaney: Η κυβέρνηση της γλώσσας, Πατάκης, 2006.
8 Γουόλτ Γουίτμαν: Πλέθρον, 1999.
9 Derek Walcott: ΟΜΗΡΟΣ, (Λιβάνης, 1993, μτρφ. Ελένη Κεκροπούλου), στο κεφάλαιο LXIV.

  • Facebook

Παρουσίαση

Ένα ποίημα είναι ένα δένδρο
Οι ρίζες του χώνονται βαθιά στη Γη
Αναζητώντας φρέσκο χώμα και νερό
Μένοντας μόνο κι όρθιο
Όταν φυσά ο άνεμος
Λυγίζει τα κλαδιά του
Και ρίχνει τα φύλλα, για να βγουν νέα

Όταν γίνεται μούσκεμα στη βροχή
Δεν φοβάται τις αστραπές
Ούτε τις καραμπόλες κάτω στις ρίζες του
Έχει το δικαίωμα να ψηλώσει
Φωλιά να γίνει για τα πουλιά

Ένα δένδρο, θα μπορούσε να γίνει
Ένα ποίημα, πριν την κλιματική αλλαγή

Από τη ζέστη την πολλή
Οι μέρες του ράγισαν.
[Από την έκδοση]

Περιεχόμενα

Πρώτη εποχή – Τα πουλιά
Ραψωδία Α
Ραψωδία Β
Ραψωδία Γ
Ραψωδία Δ
Ραψωδία Ε
Ραψωδία Ζ
Ο χορός των γαλάζιων σφαιρών
Μια βραδιά
Χώρα γη
Δεύτερη εποχή – Χορός θερμών κυμάτων
Ραψωδία Η
Ραψωδία Θ
Ραψωδία Ι
Ραψωδία Κ
Ραψωδία Λ
Ραψωδία Μ
Ο χορός των θερμών κυμάτων
Γαλάζιος νότος
Της αγάπης χρώματα
Τρίτη εποχή – Συμφωνία των πάγων
Ραψωδία Ν
Ραψωδία Ξ
Ραψωδία Ο
Ραψωδία Π
Ραψωδία Ρ
Ραψωδία Σ
Ύμνος στο φως
Χαράζει μέρα
Της αγάπης περίχωρα
Τέταρτη εποχή – Άλογα στη βροχή, το νέο δάσος του ελαφιού
Ραψωδία Τ
Ραψωδία Υ
Ραψωδία Φ
Ραψωδία Χ
Ραψωδία Ψ
Ραψωδία Ω
Ύμνος στο νερό
Όταν τα σύννεφα κινούνται
Όμορφος κόσμος

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ