Γράφει ο Kώστας Ε. Σκανδαλίδης
Είναι και κάποιες ιστορίες ανθρώπινες που εντυπώνονται στο μυαλό μας από την παιδική ηλικία και δεν λένε μήτε ποτέ να ξεχαστούν ούτε και να σβηστούν από τον σκληρό μας δίσκο.
Κι όταν κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας τυφλός γεροντάκος σεβάσμιος, με μια λύρα του Απόλλωνα στα δυο του χέρια, τότε η μνήμη γίνεται, όντως, ανεξίτηλη, και κάθε τόσο επανέρχεται σαν κινηματογραφική ταινία της δεκαετίας του ‘60 και προβάλλεται και ξαναπροβάλλεται στην οθόνη του μυαλού και αγάλλεται η ψυχή σου ξετυλίγοντας το κουβάρι των παιδικών σου χρόνων κι αναθυμάσαι πράματα και θάματα όμορφα και σπουδαία.
Όπως και τώρα, καλή ώρα, που το μυαλό μου αναθιβάνει τα χρόνια της δεκαετίας του ‘60, όταν βρέθηκα από την Καρδάμαινα της Κω στη Ρόδο, γιατί έτσι τα ‘φερε η ζωή. Τότε που τακτικός επισκέπτης στην πόλη της Ρόδου και τα χωριά της ήταν ο Αντώνης Μάμμης (1897-1984) από τ’ Ασφενδιού της Κω, εξαιρετικός μαντιναδολόγος και λυράρης. Η εικόνα του τυφλού λυράρη, που ασταμάτητα προς όλους όσους τον περιτριγύριζαν έλεγε χαριτωμένους δεκαπεντασύλλαβους και ταιριαστούς, άλλες φορές σατιρικούς κι άλλες πονεμένους ή χαρούμενους, και που αργότερα έμαθα από τους μεγαλύτερούς μου συμπατριώτες ότι ξεκινούσε από το ορεινό Ασφενδιού της Κω και ταξίδευε σ’ όλα τα Δωδεκάνησα, την Ικαρία, τις Κυκλάδες κι έφτανε ως τον Πειραιά, μου σημάδεψε το μυαλό κι έψαχνα με το φτωχό παιδικό μου μυαλό να εξηγήσω τ’ ανεξήγητα‧ πώς, δηλαδή, ένας τυφλός κατάφερνε μια χαρά να ταξιδεύει από νησί σε νησί και να βολοδέρνει από καράβι σε καράβι καλοκαίρια και χειμώνες, κι αναρωτιόμουνα πού να κοιμότανε άραγε ο δυστυχής τις νύχτες, ποιος να τον φρόντιζε στο φαγητό του και το ντύσιμο; Κι ήταν όλες ετούτες ερωτήσεις που τότε έμεναν μετέωρες στο ένα τους πόδι σαν πελαργοί στην Αλυκή της Κω κι αναζητούσαν τις απαντήσεις, που ήρθαν αργότερα με τα χρόνια.
Κι ήταν επίσης εντυπωσιακό το γεγονός, ότι καμιά από τις τότε ναυτιλιακές εταιρίες δεν του έκοβε εισιτήριο. Όλες μα όλες τον μετέφεραν για χρόνια ολόκληρα δωρεάν. Τι όμορφη κοινωνία, θεέ μου, τα χρόνια εκείνα.
Κι εκείνη την εικόνα ενός μειλίχιου γεροντάκου ντυμένου με δυο παντελόνια ή και τρία, με δυο πουκάμισα, ένα σακάκι κι ένα μακρύ παλτό που τα σκέπαζε όλα μαζί και τη λύρα του, δεν μπορώ να τη σβήσω από τη μνήμη μου. Όπως και την πληροφορία που κάποτε μου ‘δώσανε, ότι ο κυρ-Αντώνης ή το Κώτικο λυράκι, όπως τον φώναζαν έξω από την πατρίδα του, με τα χρήματα που μάζευε στα ταξίδια του με τις μαντινάδες και τη λύρα του συντηρούσε, λέει, όλο του το συγγενολόι στο χωριό του.
Στην Κω τον «βαφτίσανε» με τα παρατσούκλια Φάκκος και Φτυς. Κι είναι ευρηματικό το δεύτερο παρατσούκλι, αφού του το «χαρίσανε» επειδή σαν του έλεγαν να τους πει το τάδε τραγουδάκι, εκείνος απαντούσε με το «όλα ευτύς, όλα ευτύς». Οπότε του έμεινε το Φτυς! Άλλη μια γνώριμη «ατάκα» του ήταν και το «εν τω άμα και το θάμα». Τα δε τραγούδια του πάντα τα γιούτιζε με τα ονόματα των «πελατών» του. Κι ακόμα, θυμάμαι, το πόσους εκκλησιαστικούς ύμνους απάγγελλε, φυσικά από μνήμης.
Αλλά είναι ακόμα κι ένα στοιχείο από εκείνα που έκαναν τις παλιές εποχές πιο όμορφες από τούτες τις απρόσωπες τις σημερινές. Και τι δεν κουβαλούσε από τα ταξίδια του στο χωριό του, πέρα από τις δραχμούλες που μάζευε με τον ιδρώτα του‧ πατάτες, αβγά, ελιές, λογιώ-λογιώ τρόφιμα, ρούχα κι άλλα αντικείμενα. Πώς τα κατάφερνε αλήθεια ένας ανήμπορος τυφλός και γεροντάκος; Κι όμως η φράση του «εν τω άμα και το θάμα», ίσως ήταν ο «από μηχανής θεός» που τα φρόντιζε όλα για λογαριασμό του Μπαρμπαντώνη. Κι όλα γινόντουσαν ευτύς, όλα ευτύς!
Δεν μπορώ, παρά να κλείσω τούτο δω το σημείωμα στη μνήμη του, με τη μαντινάδα που ξεστόμισε στην Αντιμάχεια της Κω για κάποιον που είχε πληροφορηθεί ότι ήταν καταδότης:
Καλώς τονε τον Κωσταντή
που έρχετ’ από πάνω,
όλοι τον ξέρουν μερακλή,
μα λέν’ τον και ρουφιάνο.
Το άρθρο στηρίχτηκε κυρίως σε πληροφορίες του Γιάννη Μαστόρου από την Κω.
Πηγή: rodiaki.gr
Αυθεντικος ροκας της εποχης του!!!Πηρα ξανα κουραγιο……
της Μιμής μας ο κουμπάρος ήτανε μηχανολόγος/
μα ποτε του δεν εργάστηκε, δν υπήρχενεν ο λόγος.
Ασ είν΄καλά το κόμμα του, που είχε την μεγάλη,
Εξόρμηση τη φυλλάδα του που είχε και τελάλη….
Αμυδρά τον θυμάμαι. Ερχόταν στο παπαδοσπιτο στο Ασφενδιού. Τον φιλευαμε οτι είχαμε. Δεν ηταν τυφλός μετά έπαθε καταρράκτη και δεν είχε λεφτά να χειρουργηθεί. Πίσω του σέρνει μια πολύ ρομαντική ιστορία έρωτα που τον έκανε να παραλογισει. Μια γυναίκα τον παντρεύτηκε και τον παράτησε για τα μάτια του πρώτου της εξαδέλφου. Κανείς δεν ζει πια μονο η ιστορία τους στα χαλάσματα του χωριού τους.