Οικογένεια Κουλουκουντή: Εφοπλιστικά πάθη, έριδες και τραγωδίες

0
5800

Το Σάββατο το μεσημέρι, στο Νεκροταφείο της Βουλιαγμένης, άνθρωποι που ταξίδεψαν από την Αμερική, την Αγγλία, το Μόντε Κάρλο, τη Σύρο, την Ανδρο και την Κάσο αποχαιρέτησαν τον Στάθη Κουλουκουντή, έναν δανδή της ναυτιλίας. Ο θάνατός του μετά από χρόνια προβλήματα υγείας σηματοδοτεί το τέλος εποχής για την οικογένεια που έστησε ο Μιχάλης Κουλουκουντής, αφού πριν από τον Στάθη είχαν «φύγει» τα άλλα δύο αδέλφια του, ο Τζόνι και ο Ηλίας Κουλουκουντής.

Ο τελευταίος ήταν ίσως ο πιο απρόβλεπτος γόνος εφοπλιστικής δυναστείας, για τον πατέρα του δε ένα «μαύρο πρόβατο» που του πήγαινε κόντρα από την εφηβική του ηλικία. Απρόβλεπτος γιατί στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Απρόσιτες Ακτές», που εκδόθηκε το 2017, ξετύλιξε με μοναδική ειλικρίνεια τα μυστικά μιας μεγάλης εφοπλιστικής δυναστείας. Χωρίς να νοιαστεί για τον θόρυβο που προκάλεσε, βούτηξε στα βαθιά και έγραψε για τις ανταγωνιστικές σχέσεις των αδελφών Κουλουκουντή, την ψυχική ασθένεια της μητέρας του και την αυτοκτονία του Τζόνι, που συγκλόνισε την οικογένεια.

koyloykoyntides__5_
Ηλίας Κουλουκουντής: Ο εφοπλιστής που πάτησε σε αχαρτογράφητες ακτές, γράφοντας χωρίς φόβο αλλά με πάθος για την οικογένειά του, τα πάθη, τις έριδες, τους καβγάδες και τις τραγωδίες που τη χτύπησαν

Ασυμβίβαστος, τολμηρός και επαναστάτης με αιτία είναι χαρακτηρισμοί που θα ταίριαζαν στον Κάρλος Μαυρολέοντα και όχι σε έναν Ελληνα εφοπλιστή που φέρει το επίθετο Κουλουκουντής. Κι όμως, ο Ηλίας Κουλουκουντής, που έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι του 2020, ήταν όλα αυτά, ίσως και κάτι παραπάνω, γεγονός που διαπιστώνει κάποιος διαβάζοντας τις «Απρόσιτες Ακτές». Ο αδελφός του Στάθης τον ακολούθησε σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, έπειτα από χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ειδικά με την καρδιά του.

Είχε αφήσει το Λονδίνο όπου κατοικούσε με την οικογένειά του σχεδόν για 50 χρόνια και είχε εγκατασταθεί στη Σύρο, το νησί που λάτρευε και ο αδελφός του Ηλίας. Ο εφοπλιστής που πάτησε σε αχαρτογράφητες ακτές, γράφοντας χωρίς φόβο αλλά με πάθος για την οικογένειά του, τα πάθη, τις έριδες, τους καβγάδες και τις τραγωδίες που τη χτύπησαν.

Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν

Γνωστοί για τη μυστικοπάθεια που τους διακρίνει εδώ και δεκαετίες, οι Ελληνες εφοπλιστές δεν επιθυμούσαν ποτέ την οποιαδήποτε δημοσιότητα για τα επαγγελματικά ή τα οικογενειακά τους μυστικά. Γι’ αυτό ο Ηλίας Κουλουκουντής μπορεί να φαντάζει ως ένας «αποστάτης» που αρνήθηκε να στηρίξει το άβατο της δυναστείας Κουλουκουντή, γράφοντας για τα πολύ καλά κρυμμένα γεγονότα της οικογένειάς του.

koyloykoyntides__4_
Στάθης Κουλουκουντής: θάνατός του μετά από χρόνια προβλήματα υγείας σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής για την εφοπλιστική δυναστεία που έστησε ο Μιχάλης Κουλουκουντής, αφού πριν από αυτόν είχαν «φύγει» τα άλλα δύο αδέλφια του, Τζόνι και Ηλίας

Ο αυταρχικός πατέρας Μιχάλης Κουλουκουντής και οι συνεχείς τσακωμοί, η εύθραυστη μητέρα του που εισήχθη στο ψυχιατρείο, ο αδελφός του Τζόνι που αυτοκτόνησε, ο Στάθης, οι δύο γάμοι του, τα εφοπλιστικά προξενιά, τα σικ πάρτυ σε παλάτια της 5ης Λεωφόρου δεν παρελαύνουν απλώς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Δίνονται σε μια διάσταση που σπάνια κάποιος έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από έναν άνθρωπο που για πολλά χρόνια θεωρούνταν το «μαύρο πρόβατο» μιας ισχυρής εφοπλιστικής οικογένειας. Η φράση του Αντρέ Μαλρό που παρατίθεται στην εισαγωγή του βιβλίου άλλωστε σε προϊδεάζει μερικώς γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει:

«Η κληρονομιά δεν παραδίδεται. Πρέπει να κατακτηθεί», γράφει ο συγγραφέας-εφοπλιστής, που πριν από τις «Απρόσιτες Ακτές» είχε εκδώσει άλλα δύο βιβλία με τελείως διαφορετικό θέμα. «Οι γονείς μου ήταν Ελληνες εφοπλιστές», τονίζει στη δεύτερη παράγραφο, και συνεχίζει: «Το σπίτι μας ήταν κοντά σε ένα γήπεδο του γκολφ και πολλά χρόνια αργότερα, όταν μετά τον θάνατο των γονιών μου ετοιμαζόμουν να το πουλήσω, μια φίλη που με βοηθούσε μου είπε: “Τώρα καταλαβαίνω με τι μοιάζει αυτό το σπίτι. Είναι σαν υπερωκεάνιο”».

Μετά από μια αναφορά στους αστούς συμμαθητές του, οι πατεράδες των οποίων πήγαιναν στη δουλειά με το τρένο, ο Ηλίας Κουλουκουντής ξεκινάει τις οικογενειακές αποκαλύψεις: «Ο πατέρας μου δεν πήγαινε στη δουλειά του με το τρένο, αλλά οδηγούσε ο ίδιος το αυτοκίνητό του, μια Κάντιλακ, μέχρι το γραφείο του στο νότιο άκρο του Μανχάταν. Η μητέρα μου έμενε στο σπίτι, άρα, τύποις, ήταν κι εκείνη νοικοκυρά όπως οι άλλες, με τη διαφορά όμως ότι είχε μια ομάδα υπηρετών στη διάθεσή της. Περιτριγυρισμένος από αυτή την κουστωδία, υποσυνείδητα απέκτησα τη νοοτροπία μέλους πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας μου δεν το είπε ποτέ ανοιχτά, αλλά το μήνυμα ήταν σαφές – δεν ανήκαμε στη μεσαία τάξη».

Παρότι γεννήθηκε στο Λονδίνο, η πρώτη γλώσσα που μίλησε ο ασυμβίβαστος εφοπλιστής ήταν τα ελληνικά και στο δεύτερο κιόλας κεφάλαιο αποκαλύπτει τα πρώτα μυστικά σχετικά με τον γάμο των γονιών του: «Ημουν λιγότερο από ενάμισι χρόνων όταν η μητέρα μου με πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Σύρο, όπου ζήσαμε με τον πατέρα της στο μεγάλο σπίτι που είχε χτίσει έξω από την Ερμούπολη, ενώ ο δικός μου πατέρας παρέμεινε στο Λονδίνο. Η επίσημη δικαιολογία για το ταξίδι ήταν ότι η μητέρα μου ήθελε να με δείξει στον πατέρα της, αλλά η επίσκεψη κράτησε σχεδόν δύο χρόνια».

Τα ηλεκτροσόκ και ο ατίθασος

Η Νίτσα μπορεί να παντρεύτηκε τον Μιχάλη Κουλουκουντή, αλλά «χρόνια μετά, στο Ράι, μια φορά που είχαμε μείνει μόνοι μας στο τραπέζι, μετά το φαγητό, μου είπε ότι προτού αρραβωνιαστεί τον πατέρα μου είχε αγαπήσει έναν άλλο άντρα». Η μητέρα του μένει έγκυος ξανά και, όπως θυμάται στο βιβλίο, «ο αδερφός μου Στάθης γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά από μένα και βαφτίστηκε στο σπίτι μας, στις 8 Νοεμβρίου του 1942, την ημέρα των Ταξιαρχών, γιορτής του πατέρα μας».

koyloykoyntides__6_
H Νίτσα Κουλουκουντή με τον Ηλία στα αριστερά και τον Στάθη δεξιά, στην Αβάνα

Τα δύο αδέλφια μεγαλώνουν με γκουβερνάντες και είναι παιδάκια ακόμη όταν το 1946 η μητέρα τους αρρωσταίνει και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί υποβάλλεται πιθανότατα σε ηλεκτροσόκ, χωρίς τη χορήγηση αναισθητικού, όπως γράφει ο εφοπλιστής, και για κάποιο διάστημα ο πατήρ Μιχάλης Κουλουκουντής «έδειχνε να αναζητάει παρηγοριά στη συντροφιά των παιδιών του. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του».

Μπαίνοντας στην εφηβεία ο Ηλίας σπουδάζει εσωτερικός στο Phillips Exeter Academy και την τελευταία χρονιά καλείται να μιλήσει στην Ημέρα των Αποφοίτων μπροστά σε 1.100 άτομα, με τους γονείς του και τον Στάθη παρόντες στην τελετή. Εκείνη την ημέρα η κόντρα με τον πατέρα του κορυφώνεται όταν ο Μιχάλης Κουλουκουντής ακούει τον διάδοχό του να λέει μεταξύ άλλων: «Οταν ένας νέος δεν κατορθώνει να κερδίσει την αναγνώριση των γονιών του, την αναζητά αλλού» και «η ουσία είναι ότι δεν μας αγαπάτε ως ανθρώπους. Μας αγαπάτε επειδή είμαστε παιδιά σας».

Εκτός από τους γονείς και τα αδέλφια του, την εκρηκτική ομιλία του νεαρού Ηλία παρακολούθησαν και τα δύο αδέλφια του πατέρα του, που έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά λέγοντάς του «καλά σ’ τα έψαλε ο γιος σου». Αλλωστε τα «μπράβο» σε μια εφοπλιστική δυναστεία σπανίζουν, όπως τονίζει αφοπλιστικά ο συγγραφέας, και «κανένας από τους Κουλουκουντήδες δεν είχε ακούσει παρόμοια φράση στα παιδικά του χρόνια. Πέντε αδέρφια σε μια ελληνική εφοπλιστική οικογένεια πολύ δύσκολα θα αισθάνονταν στοργή και στήριξη ο ένας προς τον άλλο».

Το πάρτυ των Γουλανδρήδων και ο Ωνάσης

Λίγο καιρό μετά την περιώνυμη τελετή, ο πατέρας του, που έχει τιμωρήσει τον Στάθη και τον Τζόνι, ξεσπάει όταν ο πρωτότοκος προσπαθεί να τους προστατεύσει και του λέει με «σκληρή βραχνή φωνή: “Αν δεν σου αρέσει εδώ, βρες κάπου αλλού να μείνεις”». «Στην ουσία ήταν ο σουλτάνος, ένας απόλυτος άρχων. Ιδέες όπως η ελευθερία της γνώμης δεν είχαν καμία αξία για εκείνον», γράφει ο Κουλουκουντής, που το καλοκαίρι του 1954 ανακαλύπτει πόσο πλούσιους συγγενείς έχει σε ένα οικογενειακό ταξίδι στην Αγγλία. «Ο ξαφνικός πλούτος με άφησε άφωνο. Στα πάρτι που πηγαίναμε δεν υπήρχε ούτε πολύ ποτό, ούτε πολλή κουβέντα, αλλά άφθονο φαγητό. Η ποσότητα ακόμα και ενός μπουφέ μπορούσε να ταΐσει σε βαθμό σκασμού ολόκληρο τον πληθυσμό της Σομαλίας».

koyloykoyntides__3_
Ο Ηλίας Κουλουκουντής σε ηλικία 3 ετών στην αγκαλιά του Αριστοτέλη Ωνάση

Στο Λονδίνο θα έχει την πρώτη του σεξουαλική επαφή, σε ηλικία 16 ετών, με μια πόρνη, μετά από μια βόλτα με τον ξάδερφό του Εντι στο τότε αρκετά κακόφημο Σόχο. Οταν μπαίνει στο Harvard για σπουδές ανακαλύπτει το κρασί: «Αγόρασα μια κάσα με κρασιά του Ρήνου και την κουβάλησα πάνω στον ώμο μου σαν χαμάλης μέχρι τον κοιτώνα. Ανοιξα ένα μπουκάλι και το ήπια. Μετά άνοιξα κι άλλο και το ήπια κι αυτό, κατόπιν άλλο και ούτω καθεξής όλο το βράδυ.

Το επόμενο πρωί που χρειαζόμουν επειγόντως φυσικό χυμό, το μόνο που υπήρχε στο ψυγείο ήταν κρασί». Γοητευτικός φοιτητής πλέον, δέχεται ένα κάλεσμα σε πάρτυ από τον Βασίλη και την Ελίζα Γουλανδρή, φίλους των γονιών του, το οποίο δινόταν προς τιμήν της ανιψιάς τους Εφης, στο διαμέρισμα που είχαν στο Μανχάταν: «Κορίτσια με φουσκωτές τουαλέτες και αγόρια με σμόκιν έμπαιναν στο ασανσέρ που ήταν όλο μποαζερί και ανέβαιναν στον όροφο των Γουλανδρή, όπου ο μπάτλερ τούς άνοιγε την πόρτα, μια υπηρέτρια έπαιρνε τα παλτά τους και τους οδηγούσε στον προθάλαμο της αίθουσας χορού, όπου η θέα του Σέντραλ Παρκ από ψηλά τους έκοβε την ανάσα».

Ο αρραβώνας

Υπήρχε ζωντανή ορχήστρα για τον χορό, η πολυτέλεια που γνώριζε ήδη ο Ηλίας Κουλουκουντής από τα ελληνικά πάρτυ και ένα τραπέζι γεμάτο Ελληνες γύρω από τη βιβλιοθήκη, στην άλλη πλευρά της αίθουσας, που φορούσαν γυαλιά ηλίου, έπαιζαν χαρτιά και κάπνιζαν πούρα: «Ενας χοντρός άνδρας μεγαλύτερης ηλικίας καθόταν με το ζεύγος Γουλανδρή και κάπνιζε το πούρο του. Δεν χόρεψε ούτε μια φορά με την Εφη και δεν της μίλησε καθόλου όλο το βράδυ. Ομως, κατά τη διάρκεια εκείνης της ίδιας βραδιάς, η κυρία Γουλανδρή ανήγγειλε τον αρραβώνα της Εφης με τον χοντρό κύριο. Ακόμα και οι Αμερικανοί φίλοι μου έμειναν άναυδοι. Μπρος στα ίδια μας τα μάτια, η όμορφη Εφη είχε πουληθεί σε έναν φαλακρό και ηλικιωμένο γνωστό της θείας της».

Ο Ηλίας Κουλουκουντής γράφει ωμά αυτό που αισθάνεται σε κάθε παράγραφο του βιβλίου του, περιγράφοντας άγνωστες ιστορίες με μυθικά ονόματα του χώρου σε κύριους ρόλους. Μία από αυτές έχει πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον μυθικό Σμυρνιό Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος τον κρατούσε αγκαλιά πολλές φορές όταν ήταν παιδάκι, αφού ήταν φίλος του πατέρα του:

«Ο πατέρας μου και ο Ωνάσης συνήθιζαν να κάθονται ως αργά στο Russian Tea Room -αίθουσα του ξενοδοχείου St. Moritz- όπου εμφανιζόταν μια όμορφη τραγουδίστρια από την Αργεντινή και μια βραδιά, σύμφωνα με τον πατέρα μου, ο Ωνάσης γύρισε σπίτι χωρίς σώβρακο.

“Ηλία! Ηλία!” άκουσα μια φωνή πίσω μου στο St. Moritz, στις 6 Δεκεμβρίου του 1968. Γυρνάω και ποιον να δω; Τον Ωνάση. Ξαφνιάστηκα και του είπα στα ελληνικά: “Γεια σας, τι κάνετε;”.

Και τότε με περίμενε άλλη μία έκπληξη. Ο Ωνάσης δεν είπε τίποτε, έκανε απότομη στροφή και σαν το φάντασμα του πατέρα του Αμλετ απομακρύνθηκε».

koyloykoyntides__8_
Από αριστερά, το ζεύγος Ηλίας και Λούσι την ημέρα του γάμου τους με κουμπάρο τον Τζόνι στα δεξιά

Οταν ο Κουλουκουντής ρώτησε τη μητέρα του γιατί ο Ελληνας κροίσος έφυγε έτσι απότομα, πήρε πληρωμένη απάντηση: «Σε γνώριζε από παιδάκι κι εσύ του φέρθηκες υπεροπτικά. Του μίλησες στον πληθυντικό και αυτό στα ελληνικά ακούγεται τόσο ψυχρό…». Το 1968 ο αδελφός του Στάθης είναι ένας 26χρονος νεαρός που έχει σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και ακολούθως μπαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση R&K (Ρεθύμνης και Κουλουκουντής) αφήνοντας την Αμερική για το συνήθως μουντό Λονδίνο. Εκεί θα μεγαλουργήσει και θα ζήσει για πέντε δεκαετίες μαζί με τη γυναίκα της ζωής του Κούλα, που θα του χαρίσει δύο παιδιά, τη Μαριάννα και τον Μιχάλη, ενώ στη ζωή του θα εισέλθει και ένας θετός γιος, ο Αλέξανδρος. Ο Ηλίας, από την άλλη, πήγε κόντρα σε όλα.

Ευτυχίες και τραγωδίες

Ο μεγάλος αδελφός του Στάθη προσπάθησε σε ένα βιβλίο να χωρέσει τις αναμνήσεις και τα παράδοξα μιας εφοπλιστικής δυναστείας όπως οι Κουλουκουντήδες με βάση τα όσα έζησε ο ίδιος. Μέσα από τα κεφάλαια παρελαύνουν βαρετά δείπνα με συγγενείς στην Αθήνα, η επίσκεψή του στον Αγιο Ορος και η Alfa Romeo δώρο του πατέρα του για το πτυχίο από το Ηarvard, ένα αυτοκίνητο που τον ταλαιπώρησε χρόνια. Περιγράφει τη δουλειά στη ναυτιλιακή εταιρεία της οικογένειας, αλλά και την παραίτησή του μετά από έναν φοβερό καβγά με τον πατέρα του, όταν εμφανίστηκε στη δουλειά χωρίς κοστούμι, κάτι ανεπίτρεπτο για εργαζόμενο σε ναυτιλιακή: «Ανήγγειλα πρώτα στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν στο γραφείο του με τα αδέλφια του Γιώργη και Νίκο, και μετά στον εξάδελφό μου Μιχάλη, τον κατ’ όνομα επικεφαλής του γραφείου, ότι παύω να επωφελούμαι από τη μοναδική ευκαιρία που μου δίδεται να έρχομαι στο γραφείο και να μην κάνω τίποτα».

Για ένα με δύο λεπτά κανείς δεν μιλάει. «Ξαφνικά ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές μπροστά στον θείο Γιώργη και στον θείο Νίκο.

“Είναι καιρός να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα!”

“Και ποια είναι η πραγματικότητα;” του πέταξα.

“Αυτή είναι”, του απαντάει, δείχνοντας μια στοίβα χαρτιά πάνω στο γραφείο του, για να εισπράξει την αντίδραση του πρωτότοκου σε τρεις λέξεις: “Όχι για μένα”».

koyloykoyntides__1_
Ο Μιχάλης Κουλουκουντής με τους δύο γιους του στον κήπο στο Ράι

Το πάρτυ

Λίγους μήνες μετά, η απόφασή του να παντρευτεί χωρίς να τον ρωτήσει μια Αμερικανίδα ανοίγει εκ νέου τον ασκό του Αιόλου στην οικογένεια, με τον πατριάρχη της να βάζει πάλι τις φωνές στον επαναστάτη γιο. Αυτόν που δεν δέχτηκε κατόπιν ούτε το προξενιό με την Ε.Κ., κόρη εφοπλιστή φίλου των γονιών του, τη μία από τις τέσσερις που είχε. Η πρώτη είχε παντρευτεί, έτσι η Ε.Κ. ήταν αυτή που έπρεπε να πάρει σειρά, κάτι που ο 26χρονος τότε Κουλουκουντής διαπίστωσε σε ένα πάρτυ που έδωσε η οικογένειά της. Λέγοντας μια αστεία ιστορία, η τρίτη κόρη ήταν αυτή που γέλασε και αυτή που άρεσε στον Ηλία, αλλά δεν ήταν η σειρά της και, όπως έγραψε αυθόρμητα, «η αίσθηση του χιούμορ ήταν άλλη ιστορία. Επιπλέον, η τρίτη κόρη ήταν όμορφη».

Στις 369 σελίδες του βιβλίου περιγράφει, μεταξύ άλλων, τις καθημερινές επισκέψεις του στον ψυχαναλυτή, μια «καυτή» περιπέτεια με μια Ελληνίδα αεροσυνοδό στο Κάιρο και φυσικά τις γυναίκες που σημάδεψαν την πολυτάραχη ζωή του. Αναλύει τρυφερά τη γνωριμία του με τη Λούσι Πλατ, τη δεύτερη γυναίκα του μετά την Ελληνίδα Ελένη Μυλωνά και αυτή που του χάρισε την κόρη του Ντήλια. Αυτή τον βοήθησε και στην επανένταξη του αδελφού του Τζόνι Κουλουκουντή, ο οποίος νοσηλεύτηκε για χρόνια σε ψυχιατρικά ιδρύματα και το ζεύγος τον πήρε κοντά του παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα τους.

koyloykoyntides__7_
Ο Ηλίας Κουλουκουντής με τον θείο του Μανώλη στη Νέα Υόρκη

Ο μικρότερος αδελφός του ήταν κουμπάρος στον γάμο του με τη Λούσι, λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει πηδώντας από το μπαλκόνι του, μη αντέχοντας τον χωρισμό και το διαζύγιο με τη σύζυγό του.

Γυρνώντας από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι το Μόντε Κάρλο και τη Σιγκαπούρη, ο Ηλίας Κουλουκουντής ευτύχησε να συναντήσει και να γνωρίσει από κοντά μυθικές φιγούρες της ελληνικής ναυτιλίας. Εζησε την απώλεια της Λούσι του από καρκίνο, η οποία τον άφησε την Πρωτοχρονιά του 1990, και δούλεψε τελικά στους Κουλουκουντήδες με ετήσιο μισθό 5.000 δολάρια τον χρόνο, πριν έρθει η στιγμή να ανοίξει τα δικά του φτερά. Τότε άκουσε τον πατέρα του να τον αποκαλεί Ιούδα και, όπως έγραψε χαρακτηριστικά προς το τέλος του συναρπαστικού του πονήματος: «Ολη μου τη ζωή έψαχνα τον πατέρα μου και όταν επιτέλους τον βρήκα, αυτός ο πατέρας ήμουν εγώ»…

Ειδήσεις σήμερα:

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ