Η 68χρονη Μ.Μ. είχε αποκτήσει παιδιά και εγγόνια με τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερο σύζυγο της Ε.Μ. Η ζωή τους, σε χωριό της Εύβοιας, ήταν δύσκολη και ο Ε.Μ. κατά τη διάρκεια του πολύχρονου γάμου τους ήταν σκληρός μαζί της. Της μιλούσε άσχημα και την έδερνε. Όλα, όμως, άλλαξαν την 12η Απριλίου του 1956 όταν ο άνδρας έπεσε νεκρός μέσα στο χωράφι του.
Μία ιστορία πίσω στο 1956 και η επί σειρά ετών κακοποίηση
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Δίπλα στον ηλικιωμένο άνδρα άφησε την τελευταία του πνοή και ένας ακόμη συγχωριανός του ο οποίος έσπευσε να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις του για βοήθεια. Όλα τα στοιχεία έδειξαν πως οι δυο άνδρες δηλητηριάστηκαν από το νερό που ήπιαν μέσα από μια νεροκολοκύθα. Και οι αρχές δεν άργησαν να συλλάβουν την 68χρονη Μ.Μ. για το διπλό έγκλημα. Η 68χρονη γυναίκα οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης όπου ομολόγησε ότι δηλητηρίασε το σύζυγο της.
«Για την κακιά συμπεριφορά του αποφάσισα να τον δηλητηριάσω. Πήρα το μπουκάλι με το δηλητήριο και το άδειασα στην κολοκύθα. Δεν φανταζόμουν ότι θα του έκανε τόσο κακό και ότι θα έπιναν και άλλοι», είπε η γυναίκα απολογούμενη στον ανακριτή, ζητώντας συγγνώμη για το θάνατο του συγχωριανού της.
«Είχαν καβγαδίσει για τα κτήματα»
Έξι μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1956, η 68χρονη κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση του συζύγου της και εξ αμελείας του συγχωριανού της.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, μέσα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, αναβίωσε η ημέρα που οι δυο άνδρες έπεσαν νεκροί. «Βρισκόμουν περίπου 50 μέτρα μακριά από τον Ε.Μ. όταν άκουσα μια άγρια και απελπισμένη φωνή να φωνάζει «βοήθεια»», κατέθεσε ο Δ.Μ. ο οποίος έτρεξε, όπως είπε, για να δει τι συμβαίνει και συνέχισε: «Τον βρήκα ξαπλωμένο στο έδαφος να βγάζει αφρούς από το στόμα…».
Όπως περιέγραψε στη συνέχεια ο μάρτυρας, στις εκκλήσεις για βοήθεια ανταποκρίθηκε και ο Ι.Π. ο οποίος έβοσκε τα πρόβατα του λίγα μέτρα μακριά. «Μετά από λίγο ο Ι.Π. ήπιε νερό από την κολοκύθα και αμέσως είχε την ίδια τύχη» τόνισε ο μάρτυρας και συνεχίζοντας περιέγραψε πως δεν πέρασαν παρά λίγα μόνο λεπτά όταν στο σημείο έφτασε η κατηγορούμενη συνοδευόμενη από την εγγονή της. «Το κορίτσι, μόλις είδε τον παππού του πεσμένο, άρχισε να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά του ενώ η κατηγορούμενη ήταν απαθής» υποστήριξε μάρτυρας, ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση του προέδρου είπε πως ήταν γνωστό στο χωριό ότι την παραμονή του φόνου οι σύζυγοι είχαν καβγαδίσει για τα κτήματα.
«Είχαν τίποτα άλλο μεταξύ τους;», ρώτησε ο πρόεδρος. «Όχι. Πάντως ο γέρος ήταν γκρινιάρης» απάντησε ο μάρτυρας ο οποίος συμπλήρωσε πως, στο χωριό ήταν κοινό μυστικό ότι, το θύμα κακομεταχειριζόταν και έδερνε τη σύζυγο του.
Εισαγγελέας: Στο χωριό της λένε, ότι η κατηγορούμενη έκανε καλά που τον σκότωσε;
Μάρτυρας: …Πάντως, στο χωριό ήταν καλός.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ένας ακόμη κάτοικος του χωριού ο οποίος, μιλώντας για το δεύτερο θύμα που ήπιε νερό, είπε: «Μόλις ήπιε νερό από την κολοκύθα κραύγασε «Δηλητήριο παιδιά» και έπεσε στο έδαφος βγάζοντας αφρούς από το στόμα».
Πρόεδρος: Η εγγονή του θύματος, όταν έφτασε, τι έκανε;
Μάρτυρας: Δεν ξέρω, ήταν ταραγμένη.
Πρόεδρος: Και η σύζυγος; (σ.σ. κατηγορούμενη)
Μάρτυρας: Δεν ξέρω. Έκλαιγε κι αυτή.
Εισαγγελέας: Δεν ξέρεις ποιος έβαλε το δηλητήριο;
Μάρτυρας: Άκουσα για την κατηγορούμενη.
«Είχε αγανακτήσει»
Η εγγονή του θύματος και της κατηγορουμένης, καταθέτοντας στο δικαστήριο, δέχτηκε βροχή ερωτήσεων για τα γεγονότα της μοιραίας ημέρας.
Όπως είπε το νεαρό κορίτσι, εκείνο το απόγευμα η γιαγιά της την κάλεσε στο σπίτι και την ενημέρωσε πως «ο παππούς χτύπησε». «Αμέσως φύγαμε για να δούμε τι συμβαίνει. Όταν φτάσανε στο χωράφι είδα δυο ανθρώπους πεθαμένους και έβαλα τα κλάματα πέφτοντας πάνω στον παππού» υποστήριξε. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, είπε, η γιαγιά της ζήτησε να πάρει το μπουκάλι με το δηλητήριο και να το κρύψει «μήπως έρθει η αστυνομία και το βρει. Το έκρυψα αλλά δεν σκέφτηκα κάτι κακό».
Πρόεδρος: Πώς ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά σου;
Μάρτυρας: Όλο γκρίνια και ο παππούς με το παραμικρό την χτυπούσε. Ήταν πολύ κακός άνθρωπος. Το λέγανε και στα γύρω χωριά.
Πρόεδρος: Το δηλητήριο ποιος το έβαλε στο νερό;
Μάρτυρας: Δεν ξέρω. Έπειτα η γιαγιά είπε πως το έκανε από αγανάκτηση.
Εισαγγελέας: Το μπουκάλι με το δηλητήριο το είχες δει πριν γίνει το κακό;
Μάρτυρας: Ναι, όταν όμως το έκρυψα είχε κατέβει το φάρμακο.
Εισαγγελέας: Μήπως η γιαγιά σου είχε πει ποτέ ότι θέλει να τον φαρμακώσει;
Μάρτυρας: Το είχε πει. Είχε αγανακτήσει.
Ψύχραιμη η 68χρονη στην απολογία της αναίρεσε την ομολογία που είχε κάνει αμέσως μετά τη σύλληψη της και αρνήθηκε πως διέπραξε το έγκλημα. «Εκείνο το πρωί βρήκα το σύζυγο μου να τρώει ψωμί και μου επιτέθηκε λέγοντας μου: “φύγε γιατί θα σου πιώ το αίμα”. Όμως, εγώ δεν έβαλα το δηλητήριο στην κολοκύθα… ίσως το έβαλε μόνος του» είπε η κατηγορούμενη.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, όμως, της υπενθύμισε ότι ενώπιον του ανακριτή είχε παραδεχτεί τη δολοφονία.
Πρόεδρος: Λες την αλήθεια στην κατάθεση σου;
Κατηγορούμενη: Αφού εκεί είπα αυτά, έτσι θα είναι…
Η γυναίκα, μάλιστα, συμπλήρωσε πως το θύμα την έδερνε συνεχώς και αναφέρθηκε σε ένα βράδυ που την έδιωξε από το σπίτι και την άφησε να κοιμηθεί μέσα στη βροχή.
Ο εισαγγελέας, στην πρόταση του, ζήτησε την ενοχή της κατηγορούμενης.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχη την 68χρονη αναγνωρίζοντας της το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και της επέβαλε ποινή κάθειρξης 15 ετών.