Πρωτοχρονιάτικο διήγημα
Η μπουλιστρίνα -ο μποναμάς
(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη) Κως – 30/12/2024
Στις εκπνοές του παλιού χρόνου ο αφιλόξενος Χειμώνας έδειχνε το παγερό του πρόσωπο. Το ψιλοβρόχι κάτω από τον γκρίζο ουρανό, έπεφτε ρυθμικά και πάγωνε τη στέγη του χαμηλόκτιστου και καλό ασπρισμένου σπιτιού. Το ορεινό χωριό Ασφενδιού, ήταν στο πόδι, με τις ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά. Η κυρά Αννιώ έτρεχε πάνω κάτω, για να τα προλάβει όλα, μια και ο άντρας της ο Σπύρος ήταν στα καράβια. Έπρεπε να κουμαντάρει τέσσερα παιδιά και ένα πεθερό. Παράλληλα είχε να φροντίσει, τις κότες και τα ζωντανά, στο στάβλο.
Ο γέρο Κωστής σχεδόν τυφλός, αργοσέρνοταν από το φτωχικό του πότε στο καφενείο του Νιώτη και πότε ως του μπάρμπα Γιάννη του Κιάρη, ενώ πολλές φορές λοξοδρομούσε μέχρι και το κτήμα του. Στηριγμένος στο μπαστούνι του, κουβαλούσε 95 ολόκληρα χρόνια στην πλάτη του και περίμενε να τον υπηρετήσουν η νύφη και οι εγγονές του.
-Λενιώ, ε’ Λενιώ, τρέχα ως του Κιαπόκα, να μου πάρεις μερικά πράματα. Αν δεν τα βρεις ούλα σταμάτα και στο μπακάλικο του Κοσσαρή, για τα υπόλοιπα.
-Πάω μάνα, αλλά τι θα του πω, πάλι να τα γράψει στο τεφτέρι;
-Πες του τώρα που θα ξεμπαρκάρει ο πατέρας σου, ότι θα’ χει να λαβαίνει.
Το Λενιώ γύρισε με φορτωμένο το καλάθι, που είχε αλεύρι, ζάχαρη, μπαχαρικά, όπως μοσχοκάρφια για τον μπακλαβά, ρύζι και μακαρόνια. Όμως όσπρια, κρασί, λάδι, γάλα, αυγά και άλλα πολλά, είχαν αρκετά φυλαγμένα στην κουμπάνια τους.
-Κατερινιώ, έλα να ζυμώσουμε τα γλυκά και την Βασιλόπιτα. Ψωμί έχουμε ακόμη πολύ στον πέντηλο. Έμεινε και λίγο από το Χριστουγεννιάτικο, εφτάζυμο το Χριστόψωμο.
Οι δυο ‘λεύτερες’ κόρες αφού ‘παίδεψαν’ τα υλικά στη μεγάλη ξύλινη σκάφη, τα έπλασαν πάνω στο ξύλινο σινί. Ετοίμασαν τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τα άπλωσαν στο μπακιρένιο και καλά γανωμένο ταψί. Ύστερα άνοιξαν φύλλο με το πιτταριδόξυλο, για να πλάσουν τον μπακλαβά, γεμάτο με αμύγδαλα και σουσάμι. Στο τέλος έφτιαξαν και την Βασιλόπιτα και έκρυψαν ένα μισόφραγκο, στην βάση της. Αφού τα έβαλαν όλα στο φούρνο, βάλθηκαν να καθαρίσουν το μονόσπιτό τους και να φροκαλίσουν την αυλή.
Ο Αντωνάκης, είχε φέρει από το δάσος τσάκνα, κλαδιά, και φρύγανα και άναψε τον ξυλόφουρνο. Στο μεταξύ η μάνα, συμμάζευε την μπουγάδα και ετοίμαζε τα κάρβουνα στον καρβουνιάρη, το παλιό το σίδερο.
Με τον καρβουνιάρη, έπρεπε να σιδερώσει τα καλά ρούχα των παιδιών της. Κουβάλησε και νερό από το διπλανό πηγάδι και το έβρασε, για να λουστούν όλοι. Πρωτοχρονιά, έπρεπε να πάνε πρωί, πρωί στην Εκκλησία.
Ο παπάς Βαγγέλης, θα τους περίμενε εκεί, μαζί με όλο το χωριό, που έπειτα θα γιόρταζε με ανταλλαγές επισκέψεων στα σπίτια και με ευχές, πολλές ευχές!
Ο μικρότερος γιος, ο Παύλος έπιασε τον ζωηρό κόκορα και αφού ο παππούς τον προετοίμασε, η κυρά Αννιώ τον παραγέμισε με μπόλικο ρύζι και μυρωδικά και τον έκλεισε και αυτόν στο φούρνο. Ύστερα από λίγο, ο Παύλος γύρισε στο παιχνίδι του. Ένα σιδερένιο στεφάνι, τσέρκι, από άχρηστο βαρέλι και το κυλίντρι, πάνω στο χωματόδρομο, έδινε ατέλειωτη χαρά στο παιδί και στους φίλους του. Σύντομα μαζεύτηκε όλη η παρέα και άρχισαν να λένε πόρτα, πόρτα τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
-‘Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά’……
Αντηχούσαν οι παιδικές φωνές στα χωμάτινα στενοσόκακα του χωριού.
Φεύγοντας η παγερή νύχτα, έφερε το ξημέρωμα και η κυρα Αννιώ, σηκώθηκε πρώτη και έσβησε την λάμπα. Το άσβεστο καντηλάκι, ήταν όμως πάντα αναμμένο, μπροστά στο εικονοστάσι.
Είχε πια φέξει η αυγή και πήρε μια Εικόνα και ένα μπουκάλι Αγιασμό. Γύρισε γύρω, γύρω από το σπίτι και αφού το ράντισε, μπήκε μαζί με τον Χριστό και την Παναγιά, για να κάμει το πρώτο ποδαρικό. Ο γέρο Κωστής έσπασε ένα ρόδι στην ξύλινη είσοδο, ευχόμενος ο Καινούργιος Χρόνος, να φέρει ευλογία και αφθονία στο σπιτικό τους.
Η καμπάνα στο πέτρινο, πανύψηλο καμπαναριό, σήμαινε την μεγάλη Γιορτή. Όλοι μαζί ανηφόρησαν για την Εκκλησιά της Παναγιάς. Ανυπομονούσαν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία, του Μεγάλου Βασιλείου και τα λόγια του παπά τους. Ο παπάς, μαζί με το Αντίδωρο μοίρασε και την Βασιλόπιττα, μαζί με χιλιάδες ευχές. Η πλακόστρωτη αυλή της Εκκλησίας, δεν άργησε να πλημμυρίσει, από χαμόγελα και ευχές για την Καλή Χρονιά.
Η μάνα συνοδεύοντας τις δυο της κόρες και τα δυο μικρά αγόρια, κρατούσε τον παππού στον δρόμο της επιστροφής. Τυλιγμένοι στα ζεστά και πεντακάθαρα χοντρά τους ρούχα, προσπερνούσαν το χιονόνερο, που έριχνε γενναιόδωρα ο νεοφερμένος Γενάρης.
Ο παππούς έβαλε τον μικρό Παύλο, να μπει πρώτος με το δεξί πόδι στο σπίτι, για το καλό ποδαρικό. Το ποδαρικό ήταν παλιό και σημαντικό έθιμο, για να φέρνει γούρι στο σπίτι. Ύστερα η νοικοκυρά του σπιτιού, σκόρπισε στο πάτωμα, μαζί με μερικά κέρματα, ξερά αμύγδαλα και καρύδια.
Έτσι έκανε το έθιμο του ‘κλου’, δηλαδή το έθιμο που θα έφερνε πολλά αυγά από τις κότες, και ακόμη πιο πολλά μικρά κλωσόπουλα.
Ο γέρο Κωστής, καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, φώναξε τα παιδιά κοντά του. Άνοιξε ένα άσπρο μαντήλι και ξεχώρισε από το πουγκί, μερικά νομίσματα. Έδωσε από ένα στα εγγόνια του, γεμίζοντας παράλληλα το σπίτι με ευχές.
-Αυτός είναι ο μποναμάς σας, η μπουλιστρίνα σας, τους είπε και συμπλήρωσε. Όποιος βρει το φλουρί, στη Βασιλόπιττα δηλαδή το κρυμμένο μισόφραγκο, θα πάρει και άλλα.
‘Άλλο ένα σημαντικό, έθιμο ήταν ο μποναμάς ή μπουλιστρίνα, όπως έλεγαν οι παλιοί. Μπορεί τα δώρα που αντάλλασσαν συμβολικά, να ήταν λίγα, άλλα ο μποναμάς δεν έλειπε από την Πρωτοχρονιά.’
Με σεβασμό, φίλησαν όλοι το χέρι του ηλικιωμένου παππού.
Το σινί, το μικρό ξύλινο χαμηλό τραπέζι, στρώθηκε για να μοιρασθεί ο καλοψημένος κόκορας, να πιουν γλυκό Ασφενδιανό, κόκκινο κρασί και να γλυκαθούν με τον μπακλαβά και τα σιροπιαστά φοινίκια ή μελομακάρονα.
Η κυρά Αννιώ, πήρε ένα πιάτο το φόρτωσε με φοινίκια και κουραμπιέδες, έριξε μέσα λίγα αμύγδαλα και καρύδια και το έστειλε με τον Αντωνάκη, στην γειτόνισσα τη Διονυσώ. Το πιάτο ξαναγύρισε, γεμάτο με διάφορα γιορτινά κεράσματα.
Ο γέρο Κωστής, έκοψε με ένα μεγάλο μαχαίρι την Βασιλόπιτα και ξεχώρισε από ένα κομμάτι για το Χριστό, την Παναγιά, τον Άγιο Βασίλη και ένα κομμάτι για το φτωχό.
Τα υπόλοιπα κομμάτια μοιράσθηκαν στην οικογένεια. Έλειπε ο πατέρας, που βολόδερνε μακριά σε κάποια φουρτουνιασμένη θάλασσα του Ινδικού.
Σε αυτόν έπεσε το φλουρί, σε αυτόν έπεσε και ο μποναμάς. Παρηγοριά στη μάννα, ο Αι Νικόλας γρήγορα να τον φέρει ξανά στη στεριά,
Πέντε Δραχμαί!. έγραφε ο μποναμάς, σε εκείνο το αξέχαστο, μεταλλικό τάλιρο, το τιμημένο νόμισμα της Ελλάδος του 1965!.
Ο βοριάς έσπρωχνε ένα πανέμορφο πουλάκι ως το παράθυρο, εκεί που ήταν στολισμένο το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ο κοκκινολαίμης τουρτουρίζοντας από το κρύο, μαζί με μερικά αδέσποτα, γκρίζα σπουργίτια, τιτίβιζε ασταμάτητα. Μαζεύοντας λίγα σκόρπια ψυχούλα ευχόταν σε όλους. Καλή Χρονιά. Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένο και Ειρηνικό το Νέο Έτος 2025.
Ξανθίππη Αγρέλλη Κως – 30/12/2024-
Μπράβο σου αγαπημένη μου μαθήτρια Ξανθίππη.
Ξαναζωντάνεψες το παρελθόν σε μας, που μ΄ αυτόν τον τρόπο ζωής και διάλεκτο (μποναμάς, πουλιστρίνα, ούλα, πέντιλος, σινί, τσάκνα κτλ), μεγαλώσαμε απλά, φτωχικά, αλλά όμορφα.
Ένα χωριό, μια οικογένεια. Η καμπάνα της εκκλησίας μας ανάλογα με τον ήχο της μας ειδοποιούσε να συμμετάσχουμε στην χαρά ή την λύπη των άλλων. Χριστούγεννα, Πάσχα, αν μια οικογένεια απουσίαζε από την Θεία Λειτουργία, πήγαινε ο νεωκόρος ή κάποιος άλλος να την ξυπνήσει ή να δει τι συμβαίνει.
Όμορφα Ελληνικά Ορθόδοξα ήθη και έθιμα. Ωραία Χρόνια
Ευχαριστώ την ακριβή καθηγήτρια μου για το σχόλιο και ανταποδίδω με ευγνωμοσύνη για όσα πολύτιμα μας έχει διδάξει . Καλή και Ευλογημένη Χρονιά. Χρονια πολλά.