Δημιουργήθηκε το 1912 στο εσωτερικό λιμάνι της πόλης, δίπλα στο Κάστρο, για να βρει άδοξο τέλος 57 χρόνια αργότερα, το 1969. «Η ζωή στην πόλη της Κω ήταν το λιμάνι» δηλώνει ο Χρήστος Μάρκογλου, γιος του ιδρυτή του ταρσανά Δημήτρη Μάρκογλου. Ο Χ. Μάρκογλου διαθέτει έναν τεράστιο πλούτο (φωτογραφίες, πιστά αντίγραφα των πλοίων που κατασκευάζονταν, έγγραφα, κ.ά.) τα οποία αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της Κω. Μέσα από τις αφηγήσεις ξετυλίγεται η ιστορία του ταρσανά, η ιδιαίτερα σημαντική του αξία στην οικονομία αλλά και στον πολιτισμό του νησιού μας για σειρά δεκαετιών. Δυστυχώς όμως, αυτή η παρακαταθήκη παραμένει αναξιοποίητη, παρά τις όποιες υποσχέσεις…
«Ο κύριος δήμαρχος μας ξεγέλασε. Οι υποσχέσεις του ήταν μια φενάκη, ένα παραμύθι» δηλώνει ο Θοδωρής Χατζημιχαήλ, γιος πρωτομάστορα του ταρσανά και φίλος του κ. Μάρκογλου. Στην όλη αυτή προσπάθεια, είναι ανεκτίμητη και η συνεισφορά του εκπαιδευτικού – ιστορικού Αλέκου Μαρκόγλου, ο οποίος επίσης διαθέτει ένα μοναδικό αρχείο φωτογραφιών.
Σημείωση:
Το ημερολόγιο «αναμνήσεις από την παλιά Κω» του «Σ» για το 2025, το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες, είναι αφιερωμένο στον ταρσανά της Κω. Περιέχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, επεξηγήσεις και περίληψη της ιστορίας του από τον Α. Μαρκόγλου.
Δημιουργήθηκε το 1912 στο εσωτερικό λιμάνι της πόλης, δίπλα στο Κάστρο και απασχολούσε 50 ανθρώπους
Χρήστος Μάρκογλου: «Η ζωή στην πόλη της Κω ήταν το λιμάνι – Μπορώ να προσφέρω πάρα πολλά λέγοντας σε κάποιον που ξέρει να γράφει, για να γίνει ένα βιβλίο»
Θοδωρής Χατζημιχαήλ: «Ο κύριος δήμαρχος μας ξεγέλασε. Οι υποσχέσεις του ήταν μια φενάκη, ένα παραμύθι»
Αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί, ήταν ένα τηλεφώνημα στην εφημερίδα από τον πολύ καλό φίλο Θοδωρή Χατζημιχαήλ. Αναγνώστης όντας του «Σ» και βλέποντας ότι πλησιάζει ο χρόνος για την έκδοση του ετήσιου ημερολογίου, είχε την ιδέα να μας φέρει σε επαφή με τον κύριο Χρήστο Μάρκογλου, ο οποίος, όπως μας είπε ο Θοδωρής και όντως έτσι είναι, διαθέτει έναν τεράστιο πλούτο, ένα κομμάτι της ιστορίας της Κω, που αφορά στην πρώτη της «βιομηχανία». Ο πρώτος ταρσανάς της Κω, ο οποίος ξεκίνησε την «ιστορία» του το 1912!!! Πρότασή του, να συναντηθούμε με τον κύριο Μάρκογλου, να δούμε το έργο του (έχει φτιάξει εκπληκτικά καράβια, πιστά αντίγραφα εκείνης της εποχής), καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Και η συνάντηση έγινε. Και είδαμε το έργο. Ανείπωτος ο ενθουσιασμός μας, αφού θέμα του ημερολογίου μας όλα αυτά τα χρόνια, είναι η παλιά Κως. Πρόκειται πραγματικά για έναν «θησαυρό» ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας και όχι μόνο. Αφορά σε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του νησιού και βέβαια και στον πολιτισμό του.
Δυστυχώς όμως, ενώ αυτός ο πλούτος, αυτό το έργο, θα έπρεπε να προβάλλεται σε μόνιμη και σταθερή θέση «για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι» όπως συνηθίζουμε να λέμε, παραμένει ανεκμετάλλευτο.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, το φετινό μας ημερολόγιο να περιέχει αυτές τις μοναδικές, εκπληκτικές φωτογραφίες με τις αντίστοιχες πληροφορίες. Βέβαια, αδράξαμε την ευκαιρία για μια συνέντευξη με τον κύριο Μάρκογλου, στην οποία συμμετέχει και ο Θοδωρής Χατζημιχαήλ. Να σημειώσουμε ότι, στην όλη αυτή προσπάθεια, είναι ανεκτίμητη και η συνεισφορά του εκπαιδευτικού – ιστορικού Αλέκου Μαρκόγλου, ο οποίος επίσης διαθέτει ένα μοναδικό αρχείο φωτογραφιών που αφορούν στην ιστορία του νησιού μας. Άλλωστε, τις βιβλιοθήκες μας κοσμούν και δικά του βιβλία – αφιερώματα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ερ: Κατ’ αρχάς κύριε Μάρκογλου, θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για εσάς.
Χ.Μ.: Γεννήθηκα στην Κω 4 Απριλίου 1934. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, ήθελα να κάνω το επάγγελμα του πατέρα μου που ήταν ναυπηγός. Τότε όμως, ναυπηγική σχολή στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Ενώ μπορούσα να μπω στην ιατρική άνευ εξετάσεων, δεν μπήκα γιατί ήθελα να γίνω ναυπηγός. Έτσι, ο πατέρας μου με έστειλε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Πίζα, όπου εκεί μένανε κάτι Ροδίτες οι οποίοι είχαν μείνει χρόνια στην Κω και λεγόντουσαν Χατζηδιάκοι. Αυτοί μου βρήκαν σπίτι και μάλιστα σε ένα χωριό μακριά από το πανεπιστήμιο για να μην κάνω παρέα με Έλληνες γιατί δεν ήξερα καθόλου ιταλικά και έπρεπε να μάθω. Όπως και έγινε. Μέσα σε τρεις μήνες μιλούσα ιταλικά. Τελείωσα την πρώτη διετία του Πολυτεχνείου στην Πίζα, γιατί δεν υπήρχε ναυπηγική σχολή. Ναυπηγική σχολή είχαν δύο πόλεις. Η Νάπολη και η Γένοβα και διάλεξα τη Νάπολη όπου έκανα εξειδίκευση στη ναυπηγική. Μετά ήρθα στην Ελλάδα, πήγα στρατιώτης και εν συνεχεία πήγα να βρω δουλειά στο Σκαραμαγκά, αλλά εκεί δεχόντουσαν μόνο στρατιωτικούς.
Εκείνη την περίοδο είχε έρθει στον Πειραιά ο μεγάλος εφοπλιστής Κώστας Λαιμός και πήγα και του ζήτησα δουλειά. Με δέχτηκε και που είπε το εξής: «Κύριε Μάρκογλου, εγώ εδώ που είμαι, ξεκίνησα από τους δρόμους. Αν θέλεις να κάνεις πρακτική, ταξίδεψε ένα δύο χρόνια με πλοία».
Επειδή είχα το δίπλωμα του Πολυτεχνείου της Νάπολης, μου δίνανε αμέσως δίπλωμα τρίτου μηχανικού σε μηχανές ντίζελ και τουρμπίνες και τρίτου μηχανικού σε παλινδρομικές μηχανές. Ταξίδεψα δύο χρόνια και δεν μετάνιωσα γιατί απέκτησα τρομερή πείρα. Το δίπλωμά μου είναι ναυπηγός και μηχανολόγος. Με αυτό το δίπλωμα και την εμπειρία, με πήρε ο εφοπλιστής Κολοκοτρώνης στο Λονδίνο και δούλεψα άλλα τρία χρόνια εκεί.
Ένα καλοκαίρι ήρθα στην Ελλάδα και πέρασα από την ΕΤΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως) να δω ένα φίλο μου και μου κάνανε πρόταση να μείνω στην Ελλάδα γιατί η ΕΤΒΑ χρηματοδοτούσε πλοία στο Σκαραμαγκά, στην Ελευσίνα κ.λ.π. Οπότε, εγκατέλειψα το Λονδίνο και εργάστηκα 25 χρόνια στην ΕΤΒΑ στη θέση υποδιευθυντή στα ναυτιλιακά δάνεια, από όπου και πήρα σύνταξη.
Ερ: Μετά τη σύνταξη, με τι ασχοληθήκατε;
Χ.Μ.: Ασχολήθηκα με τον τουρισμό.
Ερ: Να υποθέσω ότι, η αγάπη σας για τη ναυπηγική δεν έχει φύγει.
Χ.Μ.: Δεν έχει φύγει γιατί την είχα αγαπήσει πηγαίνοντας και βλέποντας τον πατέρα μου όταν έκανε ανελκύσεις – καθελκύσεις. Πήγαινε και ο κόσμος και πραγματικά θαύμαζε την ώρα που γινόταν η καθέλκυση ή η ανέλκυση, αλλά τότε όμως, όλα γινόντουσαν κυριολεκτικά με πρωτόγονα μέσα. Με την πάροδο του χρόνου, ο πατέρας μου είχε βρει ένα μηχάνημα, κορδέλα λέγεται, το οποίο έσχιζε τους μεγάλους κορμούς και έτσι έβγαζαν τα σανίδια για να πετσώσουν το πλοίο, να το κλείσουν, ενώ πρώτα τους κορμούς τους έσχιζαν, όπως σας είπα, με πρωτόγονα μέσα. Παρ’ όλα αυτά, έκανε τις μεγαλύτερες κατασκευές στα Δωδεκάνησα και υπάρχουν και οι σχετικές φωτογραφίες.
Ερ: Ο πατέρα σας είχε σπουδάσει τη ναυπηγική;
Χ.Μ.: Όχι. Ήταν εμπειρικός. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Σύμη και έμαθε από τον πατέρα του ο οποίος ασχολιόταν με τις κατασκευές μικρών πλοίων.
Ερ: Τα ξύλα από πού τα προμηθευόταν ο πατέρας σας;
Χ.Μ.: Θα σας πω. Είχε κατασκευάσει και ένα σκάφος τύπου «πέραμα», έτσι το λέγαμε, αλλά δεν ήταν καπετάνιος. Είχε έναν καπετάνιο και πηγαίνανε στη Λάρδο της Ρόδου και έβρισκε τους αρμόδιους, οι οποίοι με εντολή ειδικών, κόβανε ορισμένα ξύλα για να αραιώσει το δάσος. Από αυτά διάλεγε τα κομμάτια που ήθελε και τα έφερνε στην Κω. Αλλά δεν έπαιρνε ξύλα μόνο από τη Ρόδο, πήγαινε και στη Σάμο.
Ερ: Κύριε Μάρκογλου, δούλευαν πολλοί Κώοι στον ταρσανά του πατέρα σας;
Χ.Μ.: Περίπου 30 άτομα, αλλά κάποια εποχή έφτασαν και τα 50.
Ερ: Για να εργάζονται τόσοι άνθρωποι θα είχε πολλές παραγγελίες.
Χ.Μ.: Είχε πολλές παραγγελίες και από την Κω και από άλλα νησιά. Τα πλοία που έφτιαχνε ήταν, Τρεχαντήρια, Περάματα – σαν μέγεθος 50-60 τόνους – Καραβόσκαρα – σαν μέγεθος γύρω στους 60 τόνους – και Τράτες. Έκανε και καθελκύσεις. Θυμάμαι, έκανε καθέλκυση κάποιου σκάφους εβραϊκού το οποίο ήταν 500 τόνων η οποία τότε γινόταν χειροκίνητα. Είχε ειδικές βάσεις ούτως ώστε να κυλάει το σκάφος επάνω και ειδικά εργαλεία όπως αλυσίδες, μακαράδες τους λέγανε. Στην περιοχή της μαρίνας, στον πλατύ ποταμό, είχε βουλιάξει ένα καράβι από χρόνια και ήταν σε αχρηστία. Ήταν την περίοδο που ήταν οι Γερμανοί στην Κω. Με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε εκεί και έβγαλε από το καράβι ορισμένα εργαλεία, όπως αλυσίδες κ.λ.π.
Ερ: Δεν σας πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί;
Χ.Μ.: Είχε βάλει ο πατέρας μου στο γεφύρι δυο θείους μου να φυλάνε καραούλι, αλλά με το πού είδαν τον Γερμανό να έρχεται, το σκάσανε. Ο πατέρας μου του μιλούσε μισο-ιταλικά, με σκούντησε και μου είπε «κλάψε» και άρχισα να κλαίω. Του έδωσε ο πατέρας μου χρήματα, τα δέχτηκε ο Γερμανός και του είπε να συνεχίσει να βγάζει ό,τι του χρειαζόταν. Πηγαίνανε κι άλλοι και παίρνανε συρματόσκοινα. Ήταν δυο αδέλφια, ο Νικόλας και ο Θεοχάρης Καΐσερλης, κι επειδή μέναμε στην εξοχή γιατί βομβάρδιζαν την πόλη της Κω, σέρνανε τα σύρματα, δεν υπήρχαν φορτηγά για να τα μεταφέρουν, και μας τα φέρνανε. Τα δώριζαν στον πατέρα μου.
Ερ: Πού μένατε;
Χ.Μ.: Το σπίτι μας ήταν έξω από το Κακό Πρινάρι. Αλλά επειδή βομβάρδιζαν κι εκεί, αναγκαστήκαμε και πήγαμε στο Ασφενδιού. Μάλιστα θυμάμαι και μια σκηνή τρομερή. Κάποιο βράδυ ακούσαμε φωνές. Είχαν περικυκλώσει το χωριό οι Γερμανοί και πιάσανε όλους τους Εβραίους.
Ερ: Τραυματική εμπειρία αυτή για ένα μικρό παιδί.
Χ.Μ.: Ναι, είναι. Τα θυμάμαι αυτά όλα. Μάλιστα, έχω φωτογραφία του πατέρα μου αγκαλιά με τον ιδιοκτήτη του μεγάλου καραβιού. Τζουζέπε Μενασέ τον λέγανε.
Ερ: Πόσα χρόνια λειτούργησε ο ταρσανάς;
Χ.Μ.: Άρχισε το 1912 και το κλείσανε το 1969.
Ερ: Ποιοι το κλείσανε;
Απ: Ήταν δικτατορία. Ο πατέρας μου δεν δεχόταν να φύγει από το λιμάνι. Του υποσχέθηκαν, λοιπόν, ότι θα του δώσουν στον πλατύ ποταμό θέση για να φτιάξει εκεί καινούργιο ταρσανά και μετέφερε όλα του τα εργαλεία και αφού υπέγραψε, τον ξεγελάσανε και δεν του έδωσαν την άδεια.
Ερ: Φαντάζομαι ότι, τον έδιωξαν από το λιμάνι διότι είχε ξεκινήσει ο τουρισμός.
Χ.Μ.: Ναι. Αλλά όμως, σε πολλά μέρη της Ελλάδας υπάρχουν ακόμα ταρσανάδες. Και στην Κάλυμνο υπάρχει.
Ερ: Κρίμα. Άδοξο τέλος. Θυμάστε πόσα περίπου καράβια είχε κατασκευάσει ο πατέρας σας;
Χ.Μ.: Είχαν κατασκευαστεί γύρω στα 8-10 καράβια. Το να κατασκευαστεί ένα καράβι με τα μέσα που διέθεταν τότε, ήθελε πολύ χρόνο. Έκανε όμως, πάρα πολλές επισκευές καραβιών. Ερχόντουσαν από άλλα νησιά, προ παντός οι Καλύμνιοι. Μάλιστα, οι Ιταλοί έχουν μια φωτογραφία που μου την έδωσε ο Αλέκος Μαρκόγλου. Έχει μια βάρκα που διαφημίζουν στα ιταλικά τον ταρσανά του πατέρα μου.
Ερ: Πότε χάσατε τον πατέρα σας;
Χ.Μ.: Ο πατέρας μου «έφυγε» 91 χρόνων το 1987.
Ερ: Εσείς, συνταξιούχος πλέον, αλλά το μεράκι δεν έχει φύγει.
Χ.Μ.: Όχι.
Ερ: Και τι κάνετε, εκτός του ότι ασχολείστε με τον τουρισμό;
Χ.Μ: Έχω κατασκευάσει καράβια, σε μικρογραφία, όπως αυτά που κατασκεύαζε ο πατέρας μου, δηλαδή, Πέραμα, Καραβόσκαρο, Τράτα και Τρεχαντήρι.
Ερ: Κύριε Μάρκογλου, ομολογώ πως, αν και ζω στην Κω πάρα πολλά χρόνια, δεν γνώριζα την ιστορία του πρώτου ταρσανά του νησιού. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη βιοτεχνία – βιομηχανία της Κω. Όλο αυτό το υλικό που έχετε, που αφορά σε μέρος του πολιτισμού και όχι μόνο, του νησιού, δεν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί; Να μάθουν οι νεότεροι αυτό το κομμάτι της ιστορίας όπως λ.χ. έχουμε μάθει για το ΑΒΙΚΩ και το Οινοποιείο, άσχετα εάν και αυτά ρημάζουν;
Χ.Μ.: Μπορώ να προσφέρω πάρα πολλά λέγοντας σε κάποιον που ξέρει να γράφει, για να γίνει ένα βιβλίο. Γιατί οι νέοι σήμερα δεν έχουν ιδέα το πώς ήταν το λιμάνι. Το επαναλαμβάνω πολλές φορές. Η ζωή στην πόλη της Κω ήταν το λιμάνι. Οι ψαράδες, τα καΐκια… τα πάντα ήταν στο λιμάνι.
Ερ: Και γύρω από αυτό τα διάφορα μαγαζιά… Αλλά και οι γεωργοί.
Χ.Μ.: Ναι, καλλιεργούσαν οι άνθρωποι. Υπήρχαν τα περιβόλια… Το σταφύλι της Κω ήταν μοναδικό. Το καρπούζι της Κω ήταν μοναδικό. Τα πάντα ήταν καταπληκτικά. Είχε καναρίνια… Αλλά όταν άρχισαν να ψεκάζουν με το εντομοκτόνο DDT, αυτό έκανε μεγάλη ζημιά στο νησί. Ορισμένα πουλιά έχουν εξαφανιστεί τελείως.
Ερ: Μακάρι να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Επανέρχομαι όμως στην ερώτηση. Όλο αυτό το «υλικό» που έχετε δεν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με κάποιο τρόπο;
Χ.Μ.: Πως δεν μπορούσε; Όλες αυτές τις φωτογραφίες, που είναι πολλές, τις έχω κάνει σε τεράστια κάδρα. Όταν τα είδε όλα αυτά ο Θοδωρής, που είπε, «έχεις τέτοιο πλούτο και τον αφήνεις αναξιοποίητο;». Έκανε επαφές με τον τότε δήμαρχο, τον Γιώργο Κυρίτση.
Παρέμβαση Θ. Χατζημιχαήλ: Ο Γιώργος Κυρίτσης ήταν ο πρώτος που ενημερώσαμε, αλλά μετά από ένα χρόνο έχασε τις εκλογές και βγήκε ο Θεοδόσης Νικηταράς. Με τον Κυρίτση είχαμε μια ρηματική, ένθερμη υποστήριξη, αλλά έμεινε ρηματική. Όταν βγήκε ο νέος δήμαρχος, ο οποίος ήταν φίλος μας εξίσου κι αυτός και προσωπικός μου φίλος, πήγα και τον βρήκα και του είπα ότι, ο κύριος Χρήστος έχει ένα θησαυρό τον οποίο πρέπει και αξίζει να τον δείξουμε στους νεότερους. Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, «δουλέψαμε στην ακμή του ταρσανά». Είχε φτάσει να έχει πολλούς μαστόρους, που σημαίνει ότι όλοι αυτοί, θανόντες όλοι τώρα, έχουν αφήσει παιδιά και εγγόνια. Δηλαδή, από τις γενιές εκείνες των μαστόρων, υπάρχουν αυτή τη στιγμή ίσως 300 – 500 άτομα απόγονοι, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, οι οποίοι θα συγκινούνταν με την εικόνα του ταρσανά που δούλεψε ο παππούς, που ήταν μάστορας, που έχουμε τη φωτογραφία του σκάφους που έφτιαξε κ.λ.π. Κι εγώ, ένας εκ των απογόνων, ο πατέρας μου ήταν πρωτομάστορας, συγκινήθηκα. Ο πατέρας μου ο Μιχάλης, δούλεψε στον ταρσανά υπό την καθοδήγηση του ιδρυτή, Δημήτρη Μάρκογλου, όπως και ο νονός μου Πικραμένος, πολλά χρόνια. Είχε απέραντο σεβασμό και αγάπη για τον μπάρμπα Δημήτρη, για τις γνώσεις αλλά και τον χαρακτήρα του. Συγγένεψαν μάλιστα, αφού ο Δημήτρης Μάρκογλου παντρεύτηκε την μεγαλύτερη από τις 6 αδελφές του πατέρα μου, την Νερατζιώ. Έκαμαν ένα γιό τον Γιώργο που κατέκτησε παγκόσμια βραβεία στην φωτογραφία. Στο Ηράκλειο της Κρήτης υπάρχει το φωτογραφείο του που διευθύνει τώρα ο εγγονός του και φίλος μου Δημήτρης Μάρκογλου. Δυστυχώς, η θεία μου Νερατζιώ πέθανε αμέσως μετά τη γέννα και ο θείος Δημήτρης έκαμε δεύτερο γάμο από τον οποίο ήρθε στη ζωή ο αξιαγάπητος φίλος μου, ο κ. Χρήστος. που σπούδασε ναυπηγός.
Ο κύριος δήμαρχος, λοιπόν, έδειξε θερμός και μάλιστα, μου είπε ότι θα βγάλει ένα κονδύλι γύρω στις 60.000 ευρώ και θα κάναμε μια καλή έκθεση, μόνιμη, στο χώρο της μαρίνας. Του είπα, λοιπόν, ότι για να γίνει σωστή δουλειά πρέπει να μας βοηθήσει ένας αρχιτέκτονας. Μας πρότεινε και δέχτηκε με ευχαρίστηση ο Λάμπρος Νικολής, ο οποίος είναι ευαίσθητος και εξαιρετικός άνθρωπος. Μας έκανε μια μελέτη χώρου μέσα στη μαρίνα. Εμείς ενθουσιαστήκαμε, αρχίσαμε να καμαρώνουμε, να φανταζόμαστε πώς θα γίνει, σκεφτόμαστε και πώς θα κάνουμε τα εγκαίνια και τι θα πούμε και πώς θα τα πούμε… Μάλιστα, εγώ άρχισα να σκέφτομαι τι θα πω στο λόγο μου.
Ερ: Αυτό πότε έγινε;
Θ.Χ.: Αυτό έγινε τον πρώτο χρόνο της πρώτης θητείας του δημάρχου Θεοδόση Νικηταρά. Αλλά, ενώ ήτανε όλο αυτό το ενθουσιώδες από πλευράς λέξεων, καρκινοβατούσε η υλοποίηση. Κατά καιρούς έπαιρνα τηλέφωνο τον δήμαρχο και του ζητούσα να προχωρήσουμε. Μου απαντούσε ότι έχει κάποιες δουλειές και να έχω υπομονή. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν το θέλει. Τον έπιασα ιδιαιτέρως να του εξηγήσω την αξία του πράγματος, για την ιστορία, για τον πολιτισμό, για τους ανθρώπους κ.λ.π., αλλά δεν αισθάνθηκα ότι το κατάλαβε. Έδειχνε ότι το αντιλαμβάνεται αυτό ως ένα φολκλόρ, ως ένα τουριστικό αξιοθέατο, όχι ως ζωή των ντόπιων.
Ερ: Και τελικά, μέχρι σήμερα δεν έγινε κάτι;
Θ.Χ.: Για να μην τον αδικούμε, έχει κάνει κάτι, το οποίο για μένα και τον κύριο Χρήστο είναι πάρα πολύ λίγο.
Ερ: Τι έκανε;
Θ.Χ.: Με ρώτησε, πού είναι ο κύριος Χρήστος και του είπα, στην Αθήνα. Έστειλε, λοιπόν, ένα τηλεοπτικό συνεργείο στο σπίτι του κυρίου Χρήστου να του πάρει συνέντευξη. Κάποια μέρα με παίρνει ο κύριος δήμαρχος τηλέφωνο και μου λέει «Θοδωρή έλα να δεις τι ωραίο φτιάξαμε». Μου είπε να πάω στο Κάστρο, στην εσωτερική πλευρά του λιμανιού, απέναντι από το δημαρχείο. Πήγα και τι είδα; Μια οθόνη περίπου δύο μέτρων, όπου βλέπω τον κύριο Χρήστο να μιλάει, βουβά όμως. Δηλαδή, δεν είχε ήχο. Και ενώ μιλούσε ελληνικά, αλλά χωρίς να ακούγεται, από κάτω να υπάρχει μια λεζάντα στα αγγλικά. Εξοργίστηκα γιατί μας ξεπέταξε. Αυτό το πράγμα δεν έχει νόημα. Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Έγινε μια συνάντηση με τον δήμαρχο, του είπαμε τι αισθανόμαστε και τους ζητήσαμε να κατεβάσει την οθόνη.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω πως, πριν από όλα αυτά, επειδή είχε καταλάβει ότι είχαμε αρχίσει να αμφιβάλουμε για την πρόθεσή του αφού είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια, μου είπε να μην αμφιβάλω και πως κρατάει το λόγο του. Με ενημέρωσε ότι θα συγκαλέσει σύσκεψη στην οποία ήθελε να είμαι κι εγώ και ο κύριος Χρήστος. Συγκάλεσε τη σύσκεψη στο μαρίνα, στην οποία κάλεσε τον Δεσπότη, τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καλλούδη, τον Σταμάτη Βουκουβαλίδη, τον Τέλη Παυλίδη, τον Παναγιώτη Αβρίθη, την Αφροδίτη Μπιλλήρη, τον τότε πρόεδρο της μαρίνας Γιώργο Πασσανικολάκη, τον Νίκο Ιερομνήμωνα, τον Γιάννη Τροικίλη και άλλους. Ενθουσιάστηκα. Σκέφτηκα ότι, επιτέλους, το νερό μπαίνει στ’ αυλάκι. Αμ δε… Είπαμε ο καθένας τα δικά του, χωρίς ειρμό, χωρίς απόφαση, χωρίς τίποτα. Αποτέλεσμα μηδέν. Μετά από λίγες μέρες επικοινωνώ με τον δήμαρχο και τον ρωτάω τι θα γίνει από δω και πέρα. «Θα το δούμε» μου απάντησε. Ήταν μια φενάκη, ένα ψεύτικο πράγμα. Εγώ σεβάστηκα τον Μητροπολίτη ο οποίος έκανε πρόταση, αλλά ήταν των εκατομμυρίων.
Ερ: Τι πρότεινε;
Θ.Χ.: Είπε πως, επειδή πουλιούνται κάποια παλιά σκάφη της εποχής εκείνης, θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα εξ αυτών και αντί να γίνει έκθεση στο σταθερό χώρο της μαρίνας που πρότεινε ο δήμαρχος, με τα 60 χιλιάρικα που είχε διαθέσιμα να αγοράσουμε το παλιό σκάφος, να το περιποιηθούμε, να το εξωραΐσουμε και να το βάλουμε στο λιμάνι, όπου μέσα σε αυτό να είναι η έκθεση. Με ρώτησε ο δήμαρχος να του πω τη γνώμη μου. Του απάντησα, «μακάρι… αυτό που προτείνει ο Δεσπότης μας είναι πολύ καλύτερο από αυτό που προτείνεις εσύ, αλλά και πολύ πιο πολυέξοδο. Κόστος μεταφοράς του πλοίου, κόστος επισκευής, συντήρηση, φύλαξη… Είσαι διατεθειμένος να το κάνεις; Εγώ συμφωνώ αλλά σου λέω εκ των προτέρων πως δεν πρόκειται να γίνει ποτέ». Όπως και δεν έγινε. Ήταν ένα παραμύθι το όλο θέμα.
Να σας πω επίσης, γιατί εγώ είμαι η αιτία του κακού, ότι, ο κύριος Χρήστος δεν είχε την πρόθεση να δείξει το έργο του και την ιστορία του πατέρα του. Πρόθεσή του ήταν να αφήσει όλον αυτόν τον πλούτο στα παιδιά του. Όταν όμως είδα το έργο του, τον προέτρεψα να το δείξει στον κόσμο. Πίστευα τότε και του το είπα, πως μόλις ο δήμαρχος, ο Κυρίτσης πρώτα και μετά ο Νικηταράς, δουν αυτό το έργο, θα ενθουσιαστούν και θα μας δώσουν το καλύτερο σημείο να το εκθέσουμε. Με αυτή τη λογική, λοιπόν, ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία από το 2019.
Χ.Μ.: Η ιστορία του νησιού της Κω, είναι μέσα σε εκείνο το λιμάνι. Την έχω ζήσει. Το λιμάνι ήταν η παραγωγική πλευρά του νησιού.
Θ.Χ.: Η ζωή της Κω τότε, από τη μια πλευρά ήταν στα χωράφια που καλλιεργούνταν σταφύλια, καρπούζια και καπνός, και από την άλλη στην πόλη με τον ταρσανά.
Ερ: Με λίγα λόγια, ο ταρσανάς ήταν η πρώτη βιομηχανία της Κω.
Θ.Χ.: Βιομηχανία ήταν. Δούλεψαν 50 άνθρωποι εκείνη την εποχή.
Χ.Μ.: Να σας πω κάτι που ξέχασα πριν. Την δεκαετία του ’40, όταν μέναμε στην εξοχή γιατί βομβάρδιζαν το λιμάνι, ήρθανε οι Γερμανοί και πήραν με το ζόρι τον πατέρα μου για να τους επισκευάσει κάτι βάρκες. Το δε εβραϊκό καράβι, το ανατίναξαν μέσα στο λιμάνι. Να σας πω επίσης, πως τότε, στη Ζιά, στη στεριά δηλαδή, είχαν κάνει μια βάρκα την οποία μεταφέρανε τσουλώντας την στην πόλη, στο λιμάνι, γιατί πολλοί το σκάγανε απέναντι στην Τουρκία.
Θ.Χ.: Κι ο πατέρας μου πήγε κρυφά με βάρκα απέναντι και μετά πήγε στην Παλαιστίνη γι αυτό άλλαξε το όνομά μας. Το όνομα της οικογένειας ήταν Γιάνναρος και το όνομα του πατέρα μου Μιχάλης. Όταν πήγε στην Ιεροσόλυμα, βαφτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό και του είπαν, τώρα πια δεν είσαι Γιάνναρος, είσαι Χατζής Μιχάλης και έτσι έγινε το Χατζημιχαήλ στα καθαρευουσιάνικα.
Ερ: Κύριοι, για πρώτη φορά θα κάνω εγώ τον επίλογο της κουβέντας μας. Σας ευχαριστώ θερμά για όλες αυτές τις «εικόνες» που μας μεταφέρατε από ένα ουσιαστικό μέρος της ιστορίας του νησιού. Μέρος αυτού του υλικού, διότι είναι τεράστιο, τόσο δικού σας κύριε Μάρκογλου όσο και του κυρίου Μαρκόγλου, θα κοσμήσει τις σελίδες του ημερολογίου μας για το 2025. Να σημειώσω εδώ πως, ο κ. Μαρκόγλου περιγράφει στο οπισθόφυλλο του ημερολογίου – όσο αυτό είναι δυνατό σε ένα μικρό χώρο – την ιστορία του ταρσανά της Κω.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ