Τα καυτά δάκρυα πίσω από τις βελούδινες κουίντες (γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

3
1002
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Τα καυτά δάκρυα πίσω από τις βελούδινες κουίντες

Επίκαιρο διήγημα, γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

Η Αγνή μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο, ακούμπησε τη βαλίτσα της στην είσοδο του εντυπωσιακού κτηρίου. Έφυγε  από το καταπράσινο νησάκι της, που το σφιχταγκαλιάζει η μπλε Αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα. Άφησε  τα στενοσόκακα και το χαμηλόκτιστο, φτωχικό σπιτάκι της, στην Ασπροπέτρα και πήρε το πλοίο της άγονης γραμμής. Μετά  από δώδεκα ώρες ταξίδι, έφτασε στο πολυθόρυβο λιμάνι του Πειραιά, μπήκε στον  παλιό ‘καρβουνιάρη’ και βγήκε στην Αθήνα. Με  μια διεύθυνση στο χέρι,  πήρε το λεωφορείο που θα την έφερνε ως το όνειρο της, εκεί  στην πολύβουη, λαμπερή Πρωτεύουσα. Οι  γονείς της την λυπήθηκαν, ήταν αριστούχα μαθήτρια,  κρίμα  να την φάνε τα χωράφια. Έτσι  μετά από πολλά παρακάλια την έστειλαν για σπουδές.

Η Αγνή ρώτησε στην είσοδο,  που γίνονταν οι ακροάσεις νέων ταλέντων και περίμενε υπομονετικά τη σειρά της.  Ο  μεσόκοπος κύριος, της έριξε μια αδηφάγα ματιά.        Ήταν  νέα, ψιλή με βεργολυγερή κορμοστασιά, νόστιμο προσωπάκι ατσαλάκωτο, γεμάτο δροσιά και  ζωντάνια, με δυο μπλε μάτια να το φωτίζουν και ένα χείμαρρο μαύρα μαλλιά να το πλαισιώνουν.  Σε  μια δεύτερη ματιά, ο ώριμος κύριος,  ξανακοίταξε τις φτηνές κάλτσες, τα χαμηλά παπούτσια και το κλαδωτό τσιτάκι, κάτω από το συνηθισμένο φθαρμένο παλτό.                                                                                       -Πως σε λένε κοπελιά; Τη  ρώτησε.                                                                                            -Αγνή, του απάντησε εκείνη.                                                                                            -Χμ! όνομα και πράμα…. Ψιθύρισε, μέσα από τα κιτρινισμένα του δόντια, ο γέρο τράγος.                                                                                                                              –Λοιπόν, τι ξέρεις να κάνεις; και τι ζητάς; Και από  που μας   ήρθες;                                          -Έρχομαι από την Ασπροπέτρα, ένα ακριτικό νησάκι και θέλω να γίνω ή να σπουδάσω θεατρίνα.   Ήμουν  καλή στην θεατρική ομάδα των Σχολικών μου   χρόνων, επίσης  μπορώ  και να τραγουδώ, αφού ήμουν και  μέλος της μικρής χορωδίας του τόπου μου.   Του  είπε.                                                                                                                           -Ας  σε δοκιμάσουμε λοιπόν, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι ‘ηθοποιός σημαίνει φως’ και ο ηθοποιός  ποιεί ήθος, διασκεδάζοντας και διδάσκοντας ταυτοχρόνως.  Εγώ  είμαι ο διευθυντής και σκηνοθέτης, αυτής της θεατρικής επιχείρησης. Είπε ο ευτραφής κύριος και συνέχισε.  Θα πρέπει  πρώτα να περάσεις από ακρόαση, όπως δεκάδες κορίτσια που  περιμένουν απέξω στο διάδρομο. Είναι  πολλές χιλιάδες αυτές οι νέες, που έχουν τις ίδιες φιλοδοξίες με εσένα.  Οι κυνηγοί ταλέντων είναι λίγοι, αλλά τα θηράματα πάρα πολλά.                                                                                               Αφού της έδωσε ένα κομμάτι κείμενο  να το διαβάσει, για να δει την εκφορά του λόγου της και την δοκίμασε λίγο και στο τραγούδι, την πλησίασε και της έβαλε στο χέρι   μια κάρτα με την διεύθυνση και το τηλέφωνο του.                                                  -Έλα  το απογευματάκι, σε αυτή την διεύθυνση της είπε, να σε ακούσω ξανά και να σε βάλω στο πρόγραμμα εκπαίδευσης νέων ταλέντων. Ίσως  φοιτήσεις και σε Δραματική Σχολή και μπορέσεις να πάρεις και μερικούς δοκιμαστικούς ρόλους.                                                                                  Η Αγνή πέταξε από τη χαρά της. Είδε  το ακριβό τυρί, αλλά δεν πρόσεξε τη φάκα. Βγήκε έξω από το μεγάλο Θέατρο  κατενθουσιασμένη.  Νοίκιασε ένα φτηνό Ξενοδοχείο στην Πλατεία Ομονοίας,  αγόρασε και ένα σουβλάκι, από μια καντίνα του δρόμου. Το απογευματάκι έκανε  ζεστό μπάνιο, περιποιήθηκε τον εαυτό της και βγήκε για να πάρει το ταξί που θα την έφερνε στο στόμα του λύκου. Κρατώντας την διεύθυνση, κτύπησε την πόρτα του πολυτελούς διαμερίσματος.                                     Ο  μεσόκοπος σκηνοθέτης, την υποδέχθηκε τυλιγμένος με ένα λευκό μπουρνούζι. Ξάφνου από την κουζίνα εμφανίστηκε άλλος ένας γκριζομάλλης κύριος, με αθλητική φόρμα και ένα χοντρό πούρο στο στόμα, που της συστήθηκε ως ο παραγωγός.                                                                                             -Καλώς ήρθες Αγνή στην παρέα μας. Να ξέρεις, ότι  αν συνεργαστείς μαζί μας, θα σε ανεβάσουμε πολύ ψηλά, μέχρι που θα σου βρούμε και κάποιο ρολάκι στην τηλεόραση.  Εκεί  πληρώνουν πολύ  καλά  και αν τραγουδάς καλά, θα σε συστήσουμε σε κανένα στούντιο παραγωγής δίσκων ή θα σε βολέψουμε ακόμη καλύτερα σε κάποιο γνωστό μας  νυχτερινό κέντρο.  Στην  αρχή θα κάνεις δεύτερη φωνή, δίπλα σε τρανταχτά ονόματα, ώσπου να ανέβεις.  Είσαι εμφανίσιμη και με λίγο σουλούπωμα, θα μπορούσες να γίνεις και  ένα ωραίο μοντέλο ή μια καλή χορεύτρια.                                                                                     Οι  δυο ευτραφείς και φαινομενικά ευγενικοί κύριοι, πρόσφεραν στην έκπληκτη Αγνή ένα ποτό, που το συνόδεψαν με μερικά ξηροκάρπια. Κρατώντας ένα ποτήρι με ουίσκι ο γκριζομάλλης παραγωγός, ήλθε και κάθισε δίπλα της, στριμώχνοντάς την  ασφυκτικά   στον καναπέ. Άρχισε  τα πονηρά υπονοούμενα, τα βρώμικα κομπλιμέντα,  τις λεκτικές παρενοχλήσεις και έφτασε  στις άσεμνες χειρονομίες,  μέχρι και την απόπειρα βιασμού.                                                                                           Η  Αγνή σοκαρίστηκε, αντιστάθηκε σθεναρά,   τότε παρενέβη ο γέρο τράγος, ο διάσημος σκηνοθέτης.                                                                                                        -Άκουσε  να δεις κοριτσάκι, της είπε αγριεμένος,  εμείς θέλουμε να σε κάνουμε μεγάλη και τρανή, εσύ τι θα μας δώσεις;  δεν θα πάρουμε και εμείς το δωράκι μας;  το κάτι τις μας, να πούμε. Τζάμπα δουλεύουμε;                                                                                                                   -Και πιο είναι το δωράκι σας, το κορμί μου; τους απάντησε η Αγνή μισοζαλισμένη, από το ποτό  και την κάπνα  και πρόσθεσε. Εγώ  δεν το χάρισα ούτε στον Λευτέρη τον αγαπητικό της καρδίας μου στο νησί, που με αγαπούσε και τον αγαπούσα και θα το δώσω σε εσάς;                                                                                                             -Άκουσε   καλά κοπελιά, συνέχισε ο τραγοπόδαρος,  εδώ είναι Αθήνα. Δεν  είναι το χωριουδάκι σου με  τις παλιομοδίτικες ιδέες, που μυρίζουν ναφθαλίνη, ότι τάχα μου, τάχα μου, είσαι  παρθένα, μονογαμική, τίμια και με υπόληψη και άλλα τέτοια σαχλά κουραφέξαλα. Εδώ  που ήρθες είναι πρωτεύουσα, που βρωμάει και ζέχνει στα καταγώγια της, την αμαρτία. Με  τέτοια μυαλά, όχι ρόλο δεν θα πάρεις τρομάρα σου, άλλα ούτε και καθαρίστρια σε  σκάλες δεν θα γίνεις.                                                         Η Αγνή έβαλε τα κλάματα, ανήμπορη, ανυπεράσπιστη, εγκλωβισμένη, ζαλισμένη από το ποτό. Βιάστηκε   διαδοχικά,  λεηλατήθηκε, ψυχικά και σωματικά και από  τους δυο τραγοπόδαρους  σάτυρους. Όταν συνήλθε, ήθελε να πεθάνει. Ένοιωσε  βρώμικη, ταπεινωμένη, άχρηστη και τιποτένια. Ωστόσο σε πείσμα των βρώμικων καιρών και των δολερών συνθηκών, χοντροκατάπιε το ταπεινωτικό σκηνικό και ενέδωσε στην  εφήμερη δόξα και στο χρήμα. Έστελλε πολλά λεφτά στους φτωχούς  γονείς και στα αδέλφια της, στο νησί. Αυτοί   δεν γνώριζαν πως τους γέμιζε ντροπή και καταισχύνη, αλλά την καμάρωναν όποτε την έβλεπαν διάσημη πια στο τηλεοπτικό γυαλί, χωρίς να ξέρουν ότι είχε βγει στο κλαρί. Μόνο εκείνη ήξερε ότι βυσσοδομούσαν στο αγνό κορμάκι της, όλοι οι ανώμαλοι σάτυροι.  Από  τον παραγωγό. ως τον σκηνοθέτη και από τον κάμεραμαν, ως τον τελευταίο  τεχνικό.                                                                       Πολύ σύντομα πίσω από την λαμπερή φωτισμένη κουίντα του θεάτρου, σε ένα διάλειμμα εμφανίστηκε ένας γεροδεμένος, δασύτριχος και μουσάτος μουστακαλής.                              -Βρασίδας της συστήθηκε.  Μου  αρέσεις,  σε άκουσα και μου κάνεις για  τη δουλειά μου, της είπε με περίσσιο θράσος. Αν είσαι ‘καλό κορίτσι’ θα βγάλεις πολλά λεφτά, έχεις το ταλέντο.  Θα  έρθεις να δουλέψεις μαζί μου, όταν δεν έχεις θέατρο,  στο   κέντρο μου, στα ‘Νυχτοπερπατήματα.’ Στην αρχή θα κάνεις δεύτερη φωνή,  δίπλα εκεί  όπου δουλεύουν οι πρώτης κλάσης φωνές.                                                             -Πόσα δίνεις;…. Τον  ρώτησε η Αγνή, αποφασισμένη και συνάμα αγανακτισμένη.                       -Τόσα!…. Της  απάντησε εκείνος.                                                                                        –Έκλεισε,  μου φτάνουν…. Του  είπε  σφίγγοντας θυμωμένη τα βαμμένα της χείλη.   Η Αγνή γνώριζε καλά, πως είχε πάρει πια τον κατήφορο. Το  πρώτο σκαλοπάτι της κατηφορικής σκάλας ήταν το δύσκολο, που την οδηγούσε στο βούρκο της αμαρτίας. Όμως  πείσμωσε και θα έβγαζε πολλά λεφτά, τα ‘μπικικίνια’ ήταν πολύ πιο  γλυκά και οι θυσίες μεγάλες. Έτρεχε  ασθμαίνοντας από το θέατρο στο μπουζούκια, με ένα μεταχειρισμένο αμαξάκι, που πήρε για να γλυτώσει τα λεωφορεία και τα  ταξί. Στολίστηκε σαν λατέρνα με φανταχτερά ρούχα, φορτωμένα με πούλιες και γυαλιστερά στρας. Βάφτηκε  έντονα και ανέβηκε στο παλκοσένικο, για το νυχτοκάματο.  ‘Για  τα λεφτά τα κάνεις όλα’ έλεγε στον εαυτό της, για παρηγοριά.  Όλα  τα αλλά, τα είχε μέσα της ισοπεδώσει, τα είχε νεκρώσει. Και  να τα γαρύφαλλα και να οι σαμπάνιες και το χρήμα έρεε όπως το ποτό. Από  αυτό άρχισε να  πίνει για να ξεχνά την καταισχύνη, που ένοιωθε κάθε φορά που ενέδιδε στις ανώμαλες ορέξεις των αφεντικών, γέρο τράγων, που την πολιορκούσαν. Και  όταν δεν την ζάλιζε αρκετά το ποτό,  άρχισε να δοκιμάζει και απαγορευμένες εθιστικές ουσίες, φτάνοντας στην απολυτή εξάρτηση.                                                                                                  Κάποια στιγμή  ο μαραγκός, ο Λευτεράκης της, ανέβηκε στην Αθήνα για δουλειές. Εκείνη  η βεργολυγερή κορμοστασιά με την μπλε αιγαιοπελαγίτικη ματιά, που είδε στο θέατρο και άκουσε στο κέντρο ‘Νυχτοπερπατήματα,’ κάποια του θύμισε, την αγαπημένη του.  Την  πλησίασε, πίσω από τις βελούδινες κουίντες (κουρτίνες,)                                  Τότε  η  Αγνή, αναλύθηκε σε καυτά δάκρυα.                                                                                                                 –Πάρε  με από δω Λευτεράκη αγάπη μου. Λευτέρωσε  με. Τον  παρακάλεσε. Ήρθα εδώ  για να σπουδάσω και κατέληξα να γίνω η ανεπίσημη ερωμένη, του κάθε διευθυντή και  σκηνοθέτη.  Η  παράνομη πόρνη, του κάθε μαγαζάτορα και πλούσιου επιχειρηματία της νύχτας.                                                                                              -Πάμε της είπε ο Λευτεράκης. Εγώ  θα σε λευτερώσω. Εσύ  δεν έχεις καμιά θέση εδώ. Μπορεί  να κολυμπάς στα λεφτά και στη δόξα, αλλά είναι όλα βρώμικα, είναι  βουτηγμένα στο βούρκο της αμαρτίας και της πορνείας.                                                                                                                    Το ίδιο βράδυ η Αγνή, έχωσε όσα ρούχα μπορούσε στις βαλίτσες της, πήρε και το γέρο κομπόδεμα της, άφησε το μικρό διαμερισματάκι  και με το πρωινό  καράβι, γύρισε πίσω  στα λιθόστρωτα σοκάκια του νησιού της.                                       Στρώθηκε και έγραψε ένα βιβλίο, με τις πικρές εμπειρίες που έζησε πίσω από την αστραφτερή και απατηλή λάμψη της  δημοσιότητας.   Ώστε  να μάθουν οι νέες κοπέλες πως πίσω από τα λαμπερά  φώτα της θεατρικής ράμπας, πολλές κοπέλες αλλά και άνδρες,  βρίσκονται παρασκηνιακά αιχμάλωτοι  στο σκοτάδι της αμαρτίας και του εξευτελισμού. Έτσι   για να πληροφορηθούν και να προφυλαχτούν, τα χαζοχαρούμενα νόστιμα, τραγανά κλωσοπουλάκια, από τα πεινασμένα δόντια κάθε γερόλυκου και κάθε πονηρής αλεπούς που καραδοκεί. Βίωσε και περιέγραψε  πολλά, για βάναυσες κακοποιήσεις  γυναικών και ανδρών.  Έζησε  την απεχθέστατη βία μέσα στο σκοτάδι, που ασκούσαν σε ανήλικα άγουρα παιδιά, τα βδελυρά και  διεστραμμένα ανθρωπόμορφα τέρατα.  Η Αγνή συχνά πυκνά, αναρωτιόταν σε εποχές σεξουαλικής απελευθέρωσης, γιατί να υπάρχει τόση διαστροφή, τόση ανωμαλία, τόση σεξουαλική πείνα.   Ευχόταν  το σκοτεινό και σάπιο απόστημα της παιδεραστίας, κάποτε να ανοίξει και οι αρρωστημένοι σάτυροι, να τιμωρηθούν αυστηρά και παραδειγματικά.                                                                                                   Πετάχτηκε ξανά για λίγο στην πολυθρύλητη Πρωτεύουσα, για να γυρίσει απογοητευμένη.  Ξανάζησε  το ίδιο έργο,  από κάτι γέρο τράγους εκδότες, που για να εκδώσουν το σύγγραμμα  της, έπρεπε πρώτα να εκδώσουν την ιδία. Μόνο που  η Αγνή δεν ήταν πια η αθώα, ανυποψίαστη και ανυπεράσπιστη χωριατόπουλα.        Ήταν  αυτή που  γνώριζε από προσωπική εμπειρία, ότι  χωρίς βρώμικα ανταλλάγματα, κανένας δεν την εξυπηρετούσε, αλλά της έκανε το βίο αβίωτο.         Τους  έφτυσε όλους και πλήρωσε ένα  μικρό, αλλά σοβαρό  τυπογραφείο, όπου τύπωσε το βιβλίο της και γύρισε ξανά στο πατρικό της. Τώρα οι κοπέλες, θα μπορούν να ξέρουν πριν ακολουθήσουν τυφλά τις θεμιτές φιλοδοξίες τους, πριν κυνηγήσουν τα όνειρα τους, σε λάθος τόπο και με λάθος ανθρώπους.  Θα  μπορούν να αμυνθούν, να παλέψουν, να βρουν την δύναμη να καταγγείλουν στη Δικαιοσύνη και να ξεσκεπάσουν την κοινωνική λασπο-βρωμιά της εξουσίας, οποιασδήποτε μορφής.                                                                                                                          Τον αγαπημένο της Λευτέρη, δεν δέχθηκε να τον παντρευτεί, τον απελευθέρωσε.    Τον αποδέσμευσε, γιατί οι καταχρήσεις την οδήγησαν σε διάφορα χειρουργεία και σε μόνιμη στειρότητα. Τον  αγαπούσε τόσο πολύ,  που δεν  θέλησε να του στερήσει το δικαίωμα, για  να κάνει οικογένεια και να χαρεί τα δικά του παιδιά.                                Η Αγνή αποφάσισε αυτοβούλως, να βρει λύτρωση στην Προσευχή. Κατέφυγε  σε ένα ερημικό Ησυχαστήριο  σε κάποιο Μοναστήρι της Παναγιάς.  Εκεί  με μετάνοια και με ενάρετο ηθικό βίο, προσπαθούσε να αποτινάξει από πάνω της το  ασήκωτο βάρος  της αμαρτωλής. Καθημερινά  μετάνιωνε για την ώρα και τη στιγμή, που πλησίασε εκείνο το καταραμένο Θέατρο, που μπήκε και κλείστηκε σε εκείνο το βρωμερό διαμέρισμα και  στις πολυτελείς λιμουζίνες, που δέχθηκε το νυχτοκάματο και υποχώρησε στις αρρωστημένες ορέξεις των πεινασμένων αφεντικών, των  γερόλυκων που την τριγυρνούσαν. Μετάνιωσε  που δεν τους έβρισε βαριά, που δεν τους έδωσε μια γερή κλωτσιά, για να ανοίξει την πόρτα και να δραπετεύσει.                 Που δεν αμύνθηκε, που δεν απομακρύνθηκε, που δεν τους κατήγγειλε άμεσα.     Αναρωτιότανε, άραγε    χωρίς μάρτυρες, χωρίς ατράνταχτα στοιχεία, πόσο   δύσκολα θα έβρισκε το δίκιο της; Αφού δούλευε  εγκλωβισμένη, ανάμεσα σε πεινασμένους καρχαρίες.   Αχ,  και να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, να τα διαγράψει όλα με μια μονοκοντυλιά. Γεμάτη τύψεις που την κυνηγούσαν σαν Ερινύες,   μετάνιωνε κάθε στιγμή.  Προσευχόταν  στο μοναχικό κελί της,  στον Πάγκαλο Ιησού Χριστό, να την συγχωρήσει  για να ανακτήσει την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη τιμή, τον σεβασμό  και την αυτοεκτίμηση της,  που τόσο βάναυσα κακοποιήθηκε και βιάστηκε.                   Η Αγνή, η άλλοτε διάσημη θεατρίνα, σιωπηλά κατέβασε την ‘αυλαία’ της ζωής της, όπου  πίσω της έκρυψε τα καυτά δάκρυα της μετανοίας της.

Υ.Γ. Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο, σε όλα τα θύματα, ψυχικής και σωματικής κακοποίησης. Ακροβατεί,  ανάμεσα στην φαντασία και στην πραγματικότητα.              Οι  χαρακτήρες, τα ονόματα και οι τοποθεσίες, είναι φανταστικοί,  αλλά το θέμα είναι βγαλμένο από την σημερινή επικαιρότητα.        (Ξανθίππη Αγρέλλη  – 24/2/ 2021-)

3 ΣΧΟΛΙΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ