Παρουσίαση από τον Αλέκο Μαρκόγλου του βιβλίου τού Μιχαήλ Ν. Τριανταφύλλου «ΠΑΛΑΙΑ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ»

0
885

Σε μία όμορφη, ζεστή και συγκινητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Μητροπόλεως στις 3 Οκτωβρίου 2018 στην κατάμεστη Αίθουσα της Πνευματικής Εστίας της Ιεράς Μητροπόλεως Κώου και Νισύρου τιμήθηκαν από τον Σύλλογο Μικρασιατών Κω «Ο Ηρόδοτος» κάποιοι από αυτούς που συνέβαλαν στην ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Νέας Αλικαρνασσού και παρουσιάστηκε το βιβλίο του Μιχαήλ Ν. Τριανταφύλλου με τίτλο «Παλαιά Αλικαρνασσός» από τον κ. Αλέκο Μαρκόγλου, καθηγητή Μαθηματικών και επί πολλά έτη Διευθυντή του Ιπποκρατείου Λυκείου Κω.

DSC_3443DSC_3368DSC_3385DSC_3363

Η εξαιρετική, από κάθε άποψη, παρουσίαση του βιβλίου με παρακίνησε να  ζητήσω από τον κ. Αλέκο Μαρκόγλου, ο οποίος είναι ακούραστος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, εμβριθής ιστοριοδίφης και μεθοδικός συλλέκτης, να μου αποστείλει το κείμενό του για να το δημοσιεύσω.

Παραθέτοντας το κείμενο τον ευχαριστώ θερμώς για την ευγενική και άμεση ανταπόκριση στο αίτημά μου!

DSC_3422

Καθώς προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, αναζητώντας τον τρόπο για την παρουσίαση του βιβλίου του Μιχάλη Τριανταφύλλου με τίτλο «ΠΑΛΑΙΑ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ», σκεφτόμουν τα λόγια του Σεφέρη που κάπου είχε γράψει, πως: «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον». Αυτά τα λόγια πιστεύω στοίχειωναν και πείσμωναν το συγγραφέα σε όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου του· γιατί οι τόποι της παλιάς πατρίδας μπορεί να έγιναν φρύγανα υλικά με το ξεριζωμό, αλλά για τους απογόνους είναι υπαρκτοί νοητικά, αφού οι πατρίδες είναι οι άνθρωποι·  και αν η καθ΄ ημάς Ανατολή δε χάθηκε με τον ξεριζωμό, κινδυνεύει όμως να χαθεί όταν οι απόγονοι των παιδιών της χάνουν τη συνείδηση και την ταυτότητά τους. Χάνεται, όταν εμείς δεν έχουμε πια την αίσθηση της ταυτότητας και της ρίζας μας.

SCAN_20180925_203553786

Ίσως σε καμιά άλλη εποχή οι Έλληνες του Ελλαδικού χώρου και όσοι συνθέτουν τον ευρύτερο Ελληνισμό, δεν ήταν τόσο ευαισθητοποιημένοι στα θέματα των «Χαμένων Πατρίδων». Σε καμιά άλλη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας μας το Μικρασιατικό βιβλίο, δεν είχε την πληθωρική παρουσία που σημειώνει ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η αφηγηματική αυτή διάθεση και άσκηση, ο αφηγηματικός αυτός δυναμισμός που ξεκινά την επομένη του δράματος και συνεχίζει ως τις μέρες μας, οριοθετεί και υιοθετεί μια νέα μορφή λογοτεχνίας, την ανθρωπογεωγραφική. Από τότε, οι χιλιάδες προφορικές μαρτυρίες, οι υπάρχουσες εκ μεταφοράς μνήμες στους απογόνους των προσφύγων, οι σελίδες που γράφτηκαν και γράφονται από ιστορικούς, ερευνητές, πεζογράφους και ποιητές για τις πατρίδες της Μικρασίας, αποτυπώνουν αφενός έστω και από διαφορετικές σκοπιές τα δεινά του Ελληνισμού της Ανατολής, αφετέρου συμβάλλουν στην ανάγκη αυτογνωσίας του λαού μας.

Μετά από ένα σχεδόν αιώνα η Μικρασιατική τραγωδία εξακολουθεί να κυριαρχεί στη συνείδηση του νεοέλληνα, ως το θεμελιώδες γεγονός που μετέβαλε το χαρακτήρα και τη ροή της ιστορίας του έθνους στη σύγχρονη εποχή. Μα είναι δυνατόν, ύστερα από ένα σχεδόν αιώνα να συντηρούμε ένα ατυχές γεγονός και να καλλιεργούμε στους νέους μας μηνύματα μισαλλοδοξίας και διχασμού, για ένα λαό με τον οποίο θα πρέπει να συμβιώνουμε ειρηνικά; Ενίσταται ο καλόπιστος ακροατής. Ο λόγος προφανής: Η γραφή πρέπει να υπηρετεί την εκ μεταφοράς μνήμη και την ιστορική αλήθεια. Γιατί το κάθε θέμα πρέπει να τίθεται κατ΄ αναλογία των μεγεθών του, που ακυρώνουν εν πολλοίς χρονικές αποστάσεις και ηλικιακές διακρίσεις. Τότε η αφήγηση-γραφή γίνεται μια πράξη, που όχι απλώς ανακαλεί με τη θύμηση κάποιες έντονες στιγμές πικρής δοκιμασίας, αλλά προσπαθεί να βάλει στη θέση του το χαμένο χωροχρόνο. Η παλιά πατρίδα πρέπει να είναι παρούσα, στο παρόν της νέας. Εκεί αφήσαμε εστίες, βιώματα και μνήμες. Εδώ «ήρθαμε» κατατρεγμένοι και γυμνοί. Ό,τι μας έμεινε, το «κρατάμε» βαθιά μέσα μας. Όμως κοιτάμε μπροστά στο μέλλον. Γιατί ο πόθος της ειρήνης και της συνύπαρξης, προέρχεται μόνο από την πικρή πείρα των δύο λαών.

Όμως ας επικεντρωθούμε στη σημερινή παρουσίαση, κατά την οποία θα αποτολμήσω να αναδείξω την αξία, τη βαθύτερη σημασία, την αναγκαιότητα αλλά και την προσφορά του βιβλίου στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Παράλληλα θα μου επιτρέψετε να δώσω τη δική μου συναισθηματική προσέγγιση και περιδιάβαση του βιβλίου, θαυμάζοντας την πολυεπίπεδη διευθέτηση, διαρρύθμιση και τακτοποίηση του υλικού από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Βέβαια θα πρέπει να διευκρινιστεί, πως τούτη η λογοτεχνική παραγωγή του συγγραφέα, με φόντο πάντα τις χαμένες πατρίδες της Ανατολής, όπου η μνήμη του δράματος της Μικρασιατικής τραγωδίας συντηρήθηκε ανεξίτηλη ως προς το μέγεθος και τον απόηχο στις συνειδήσεις των απογόνων, ήταν το αποτέλεσμα και ο καρπός μακρόχρονης σπουδής, έρευνας, μελέτης και προσπάθειας. Ήταν όρος και σκοπός ζωής για  το συγγραφέα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Γάλλου διανοητή Ζαν-Πωλ Σάρτρ, που κάπου-κάποτε σημείωνε: «Κάθε άνθρωπος είναι πάντα ένας αφηγητής ιστοριών των άλλων, ζει περιτριγυρισμένος απ΄ αυτές και τις διηγείται ωσάν να ήταν δικές του».

Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου γεννήθηκε στη Ρόδο το 1971, σπούδασε γραφικές τέχνες, κινούμενο σχέδιο και είναι απόφοιτος της σχολής Ξεναγών. Διαμένει και εργάζεται στη γενέτειρά του, ενώ παράλληλα με τη ξενάγηση, τα τελευταία χρόνια, δραστηριοποιείται στον τομέα της ζωγραφικής και της γλυπτικής διακόσμησης. Η πρώτη επαφή και γνωριμία με το Μιχάλη ήταν μέσω μιας τηλεφωνικής κλήσης που δέχτηκα από τον ίδιο, πριν δύο σχεδόν χρόνια,  όπου με πληροφορούσε για το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνάς του, που αφορούσε βέβαια την Αλικαρνασσό της Μ. Ασίας, γνωρίζοντας και το δικό μου ενδιαφέρον και ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα. Έκτοτε τόσο οι τηλεφωνικές όσο και οι κατ΄ ιδίαν επαφές μας πύκνωσαν ανταλλάσσοντας σκέψεις και υλικό, αλλά κυρίως φέρνοντάς τον σε επαφή  με απογόνους Πετρουμιανών της Κω, τις μαρτυρίες των οποίων κατέγραφε για τις ανάγκες της έρευνάς του. Δε σας κρύβω ότι προσωπικά εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή με τη ζέση, το μεράκι, τον ενθουσιασμό, την υπομονή και επιμονή του συγγραφέα να συλλέξει το ογκώδες αυτό υλικό, να το διασταυρώσει, να το ταξινομήσει και να το καταγράψει. Και πρέπει να ειπωθεί πως για τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση  του υλικού του βιβλίου του, χρειάστηκε να ταξιδέψει επανειλημμένα στην Κρήτη, στην Κω, στην Αθήνα, στην απέναντι Αλικαρνασσό, ακόμη και στην Ιταλία. Ειλικρινά τον συγχαίρω και τον θαυμάζω γιατί κατάφερε μη φειδόμενος χρόνου, κόπων και χρημάτων, να ανταπεξέλθει σε όλα αυτά με συνέπεια και η προσπάθειά του να έχει την ευτυχή κατάληξη που είχε.

Κυρίες και Κύριοι, δικαίως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος ποια ήταν τα ερεθίσματα, ποιο γεγονός δηλαδή κέντρισε την περιέργειά του Μιχάλη Τριανταφύλλου για το ταξίδι του στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας 225 χρόνια πριν, αναζητώντας τους προγόνους του, την ιστορία της οικογένειάς του, το γενεαλογικό του δέντρο; Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου, όλα ξεκίνησαν πριν τρία περίπου χρόνια από μια εύλογη απορία της μικρής του κόρης, η οποία ρώτησε τον πατέρα της με ποιον ακριβώς τρόπο συγγενεύουν με τους Τριανταφύλλου της γνωστής οινοποιίας Έμερυ της Ρόδου. Και έτσι άρχισε να ιχνηλατεί το παρελθόν του, να ανιχνεύει τη γενεαλογία της οικογένειας Τριανταφύλλου, να ψάχνει, να σκαλίζει να σκαλίζει… και όπως ο ίδιος παραδέχεται, εθίστηκε σ’ αυτό το ψάξιμο.  Έκτοτε η περιέργεια και το σκάλισμα μετουσιώθηκαν σε ενδελεχή έρευνα και μελέτη εκείνων των χρόνων για τη ζωή, την κοινωνική οργάνωση, τις δραστηριότητες, τα έθιμα και τις συνήθειες, τα γεγονότα και τα παθήματα των Αλικαρνασσιωτών. Πρόκειται δηλαδή για μία προσωπική έρευνα του δημιουργού, που στοχεύει στο να «διασώσει», έστω και αποτυπωμένα στο χαρτί, όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της παλιάς πατρίδας.

Θα μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην πολύ αγαπητή μου λέξη «περιέργεια», που επιλέγει εύστοχα ο συγγραφέας προκειμένου να ορίσει όχι μόνο την απαρχή της εμπλοκής του με το θέμα αλλά και να ρυθμίσει, κατά τη γνώμη μου, την περπατησιά και τις ισορροπίες του. Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου ανήκει στην τρίτη γενιά Μικρασιατών προσφύγων, το τραύμα του επομένως, δεν είναι προσωπικό, η ενασχόλησή του, όμως, με το συγκεκριμένο θέμα ούτε τυχαία, ούτε αναίτια θα μπορούσε να θεωρηθεί. Πίσω από αυτή την ενασχόληση υπάρχει το επίκτητο βίωμα, ο οικογενειακός μύθος, που καλείται να διαχειριστεί ο ίδιος ως ερευνητής πλέον, κατακτώντας για λογαριασμό της ιστορικής αλήθειας τη νηφάλια αφήγηση, και θέτοντας στην υπηρεσία της σύγχρονης ιστοριογραφίας για τις πατρίδες της Μικράς Ασίας, εκείνη την αντικειμενικότητα που θα τον βοηθούσε να υποστηρίξει, να συντηρήσει, αλλά και να ελέγξει ταυτόχρονα, το διάλογο και τον αναστοχασμό της συλλογικής μνήμης με την ατομικότητα.

Εδώ εγείρονται δύο καίρια και κρίσιμα κατά την άποψή μας ερωτήματα, που πιστεύω οφείλουν απαντήσεων:

1ον) Νομιμοποιείται ο συγγραφέας, ως μη ειδικός στο επάγγελμα, να ασχοληθεί με θέματα που αφορούν ιστορικά γεγονότα; Η απάντηση εκ του αποτελέσματος είναι σαφώς καταφατική. Αφού η αναδίφηση και μελέτη του Μιχάλη σε πηγές και αρχεία, είχε ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να αποτολμήσει να συναναστραφεί, αν θα μπορούσε να ειπωθεί αυτό, την Ιστορία, να συνομιλήσει μαζί της, να τη σεβαστεί αλλά και να την προκαλέσει, επιμένοντας στις ξεχασμένες και αποσιωπημένες περιοχές της, πάντα ως εραστής της, που φιλοδοξεί να φωτίσει και να εξανθρωπίσει γεγονότα, τα οποία ποτέ δεν εντάχθηκαν στο επίσημο εθνικό αφήγημα.

2ον) Ποιες οι πηγές και ποιο το υλικό τεκμηρίωσης του ευανάγνωστου και συναρπαστικού βιβλίου του Μιχάλη Τριανταφύλλου, διερωτάται κάθε καλόπιστος αναγνώστης; Ο συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αξιοποιεί τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες Πετρουμιανών πρώτης γενιάς, οι αφηγήσεις των οποίων εμπεριέχονται στο μεγαλύτερο αρχείο προφορικής παράδοσης της χώρας, του αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών,  την «Κιβωτό» θα λέγαμε της ιστορικής μνήμης του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Φέρνει δηλαδή τους πρόσφυγες στο προσκήνιο του ιστορικού γίγνεσθαι και ως διαμεσολαβητές της μνήμης, τους μετατρέπει από αντικείμενα σε πρωταγωνιστές της ιστορικής του αφήγησης. Πώς δηλαδή αποτυπώθηκε στη μνήμη των ίδιων των προσφύγων η παλιά πατρίδα, οι άνθρωποί και οι ιστορίες τους; Πώς μίλησαν οι ίδιοι για την εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού;  Στις μέρες μας βέβαια κάποιοι θέτουν ένα γενικότερο ζήτημα σχετικά με την προσφυγική μνήμη: Είναι αξιόπιστη; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη; Κάποιοι υποστηρίζουν πως σχετίζεται με το παρελθόν, αλλά όλο και κάπου «υστερεί» σε σχέση με την «αντικειμενικότητα». Αφού η μνήμη διαθλά και παραποιεί ενίοτε όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επειδή κουβαλά μαζί της συναίσθημα και ως εκ τούτου είναι πλαστική και ευμετάβλητη. Εμείς θα συνταχθούμε με μια δεύτερη άποψη, εκείνη που υποστηρίζει πως ο ρόλος της προσφυγικής μνήμης είναι άμεσος, δυναμικός και καθοριστικός, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς θυμούνται το παρελθόν τόσο όσοι το έζησαν, όσο και αυτοί στους οποίους εκ μεταφοράς κληροδοτήθηκε, τις περισσότερες φορές ως «χρέος». Μιλάμε άλλωστε πολύ περισσότερο σήμερα για το χρέος απέναντι στη μνήμη, απ’ ό,τι απέναντι στην ιστορία. Επί πλέον, το παρελθόν των προσφύγων δεν μετατράπηκε εξαρχής σε ιστορία, αφού οι τραυματικές εμπειρίες που βίωσαν οι περισσότεροι, τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της καθημερινότητας τους δεν «χωρούσαν» στις επίσημες αφηγήσεις της ιστορίας. Ούτε η μνήμη τους εντάχθηκε εξαρχής στον κορμό της εθνικής μνήμης, και όταν τελικά εντάχθηκε, τότε το ατομικό τραύμα έγινε συλλογικό, και στη συνέχεια εθνικό. Εξάλλου αγαπητοί συμπατριώτες, ως απόγονοι δεύτερης και τρίτης γενιάς Μικρασιατών δεν εξακολουθούμε να βιώνουμε στην καθημερινότητά μας και να μετέχουμε μέσω της μεταμνήμης του συλλογικού τραύματος; Η μνήμη της παλιάς πατρίδας δεν είναι διάχυτη στις οικογενειακές ιστορίες, στα ονόματά μας, στα έθιμά μας, στα παραμύθια και στα τραγούδια μας, στις συνταγές της κουζίνας, στις τούρκικες λέξεις που τρύπωναν στο λόγο των γιαγιάδων και των παππούδων, στις εικόνες των αγίων και στις φωτογραφίες, αλλά και στα μικρά εκείνα αντικείμενα που περνούν από γενιά σε γενιά για να μας θυμίζουν το «εκεί»;

Θα σταθώ στη συνέχεια συνοπτικά στον τρόπο γραφής του βιβλίου, στο ύφος, στη γλώσσα και στη φιλολογική του ανάλυση. Ας μου επιτραπεί λοιπόν επιγραμματικά να σχολιάσω:

  • Εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που δείχνει πως έχει γίνει από έμπειρο, που γνωρίζει καλά τα μυστικά της συγγραφής. Διαθέτει προσωπικό ύφος που το χαρακτηρίζει η παραστατικότητα και η γλαφυρότητα, ειδικά στις περιγραφές του.
  • Η γλώσσα του Μιχάλη Τριανταφύλλου είναι καθαρή και διαυγής, ενώ ο χειμαρρώδης λόγος του σαφής και ζωντανός, φτάνει και αγγίζει τον αναγνώστη.
  • Ο ρεαλισμός της γραφής του, αν και σε απόσταση από τα γεγονότα, είναι άμεσος και αποκαλυπτικός.
  • Το υλικό του βιβλίου στηρίχθηκε σε μαρτυρίες και περιγραφές που ο ίδιος κατέγραψε, στο πλούσιο προφορικό αρχείο του Κ.Μ.Σ., σε επίσημα ντοκουμέντα και κείμενα υπηρεσιών και φορέων τα οποία ο ίδιος εντόπισε, σε ξεχασμένες και άγνωστες μέχρι σήμερα μονογραφίες και δημοσιεύσεις με θέμα την Αλικαρνασσό και βέβαια, σε εκτεταμένη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
  • Τέλος, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το πλούσιο υλικό τεκμηρίωσης που συνοδεύει και εμπλουτίζει τα κείμενα και τις περιγραφές. Και αναφέρομαι στις φωτογραφίες παλαιές και νεότερες, τα έγγραφα και τα ντοκουμέντα, αλλά και την πολύ επιτυχημένη εικονογράφηση του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Ρόδιος ζωγράφος  Σπύρος Ζαχαρόπουλος.

Μα, ας επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό, αγαπητοί συμπατριώτες, να περιδιαβούμε τις σελίδες του βιβλίου, να γνωρίσουμε τη δομή του, με άλλα λόγια να προσεγγίσουμε συνοπτικά τα 13 κεφάλαια και τις 100 και πλέον ενότητες από τις οποίες αποτελείται.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η Οικογένεια», ο συγγραφέας επιχειρεί ουσιαστικά να αυτοπροσδιοριστεί στον χώρο και στο χρόνο. Αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, μια καταγραφή των γενεαλογικών δέντρων του παππού και της γιαγιάς του, αλλά και πληροφοριών για την οικογένεια του. Και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά σημειώνει: «το ταξίδι του ξεκίνησε με κάποιον Τριαντάφυλλο από την Κύπρο το 1795 και τον εγγονό του Τριανταφύλλου (Διάκο) Μιχάλη, παππού του παππού μου, το 1821 στην Αλικαρνασσό…».

Στα δύο εκτενέστερα και σημαντικότερα κατά την άποψή μου επόμενα κεφάλαια, με αντίστοιχους τίτλους «Τοπογραφία μιας χαμένης πατρίδας» και «Μια βόλτα στο Πετρούμι του Χτές»,  ο συγγραφέας μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι στο χρόνο, σε ένα ταξίδι μνήμης γεμάτο συγκινήσεις και εικόνες, ένα σεργιάνι και μια νοερή περιπλάνηση στους δρόμους και τις πλατείες της Αλικαρνασσού, στους μαχαλάδες, τα σπίτια, τα καφενεία, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τις βρύσες τα νεκροταφεία και  στα γύρω χωριά της. Εδώ ο Μιχάλης Τριανταφύλλου δίνει το νήμα της περιπλάνησης και του ταξιδιού στην παλιά πατρίδα, στις αφηγήσεις του Αναστασίου Καϊσερλη, του Κωνσταντίνου Χαλκίτη, του γιατρού Μιχάλη Τριανταφύλλου και της Ελπίδας Σταυρίδου τεσσάρων Πετρουμιανών πρώτης γενιάς, καθώς και στα κείμενα του Αποστολή Μουζουράκη και Σπύρου Χατζηλάου, που φιλοξενήθηκαν τη δεκαετία του 1950 στην εφημερίδα του πρώτου με τίτλο «Αλικαρνασσός».

Στο επόμενο κεφάλαιο γεμάτο εικόνες, αναμνήσεις, μικρές ιστορίες, γεύσεις και μυρωδιές  περιγράφει τα έθιμα της χαμένης πατρίδας. Ενδεικτικά αναφέρουμε: το σπάσιμο του ροδιού, το πάλεμα της καμήλας, το κάψιμο του εβριού, τις καμουτζέλες, τα κάλαντα, τα παιχνίδια, τα μοιρολόγια, τα χοιροσφάγια κ.ά. Πώς γιόρταζαν επίσης οι Πετρουμιανοί τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης;  Και βέβαια τις διατροφικές τους συνήθειες και τα γλυκά, που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά στις νέες πατρίδες. Τέλος ο συγγραφέας μας μεταφέρει μια όχι και τόσο ευχάριστη συνήθεια αρκετών Πετρουμιανών, που ξεχάστηκε ευτυχώς στο πέρασμα των χρόνων. Τη συνήθεια κατά την οποία ο ερωτευμένος νέος τράβαγε επιδεικτικά μια μαχαιριά στο πόδι του αναφωνώντας «Παίρνω άλλη», όταν η κοπέλα δεν τον ήθελε είτε τον απέρριπταν οι δικοί της. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Γιώργου, Νικολή και Ειρήνης Χατζηλάου, πρωταγωνιστής παρόμοιας ιστορίας υπήρξε ο παππούς τους Ιωάννης Αγγελίνής, πιο γνωστός με το παρατσούκλι Γάλη-Γάλη (γιατί φαίνεται ο αείμνηστος εφάρμοζε στην πράξη την αρχαία ρήση «σπεύδε βραδέως»). Εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε από την περιπέτεια του Γιάννη Αγγελίνη είναι πως κατάφερε τελικά να κάμψει τις αντιρρήσεις της οικογένειας Χατζηκωνσταντή και να παντρευτεί την αγαπημένη του Ρηνιώ, όμως δεν είμαστε σίγουροι αν του απέμεινε σάρκα για σάρκα στα πόδια, από τις πολλές μαχαιριές.

Με τη διοικητική συγκρότηση, αλλά και με σημαντικές πληροφορίες για την πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική οργάνωση της Ελληνικής κοινότητας της Αλικαρνασσού ασχολείται ο συγγραφέας στο Πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου του. Αξιόλογες κρίνονται επίσης οι αναφορές στον πληθυσμό, την οικονομία, τα επαγγέλματα, την παιδεία και στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων πριν τα γεγονότα του 1914. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παράθεση ονομάτων και σύντομων βιογραφικών στοιχείων των ιερέων και των δασκάλων της εποχής εκείνης.

Οι ιστορίες και οι πληροφορίες για την οικογένειά του κυριαρχούν στις σελίδες των τριών επόμενων κεφαλαίων του βιβλίου. Δεν λείπει όμως και το συναίσθημα, αφού όπως κάπου σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Πήγα στη γενέτειρα του παππού μου και του παππού του παππού μου, την Αλικαρνασσό. Βγαίνοντας από το λιμάνι, μετά τα πρώτα λεπτά, ένιωσα παράξενα. Ωραία. Ένιωσα σαν να επέστρεφα σπίτι μου. Η συγκίνηση με είχε συνεπάρει». Στα κεφάλαια αυτά περιγράφονται τα σπίτια, τα αρχοντικά και τα οικογενειακά κειμήλια που έχουν διασωθεί, όπως: εικόνες, έγγραφα, συμβόλαια, ληξιαρχικές πράξεις και βέβαια η χειρόγραφη διαθήκη του Τριανταφύλλου Διάκου Μιχάλη του 1881, η οποία πιστεύω ότι από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης. Στηριζόμενος επίσης σε μεταγενέστερη μελέτη αλλά και από προσωπική του έρευνα, συντάσσει ένα πρώτο κατάλογο επιθέτων οικογενειών που έζησαν στο Πετρούμι. Στα τρία αυτά κεφάλαια τέλος αναφέρεται στο επάγγελμα του προπάππου του, Μιχάλη Τριανταφύλλου, ο οποίος ήταν ράφτης, ενώ παραθέτει βιογραφικά σημειώματα οικογενειών και σημαντικών προσώπων της Αλικαρνασσού.

Το Ένατο Κεφάλαιο με τίτλο «Οι Ιταλοί μπήκαν στην πόλη….», πραγματεύεται την ιταλική κατοχή της Αλικαρνασσού από το Μάιο του 1919 έως τον Απρίλιο του 1920, όταν δηλαδή τα ιταλικά στρατεύματα αποβίβασαν δυνάμεις στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η εργασία του γλωσσολόγου και λαογράφου Νίκου Κοντοσόπουλου του 1957 με τίτλο «Ποιμενικά της Αλικαρνασσού», με αναφορές στην ενδυμασία των βοσκών, τις σκωπτικές διηγήσεις, το γλωσσάρι των βοσκών κ.ά, φιλοξενείται στο Δέκατο Κεφάλαιο του βιβλίου, αφού η κτηνοτροφία υπήρξε μια από τις ασχολίες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Αλικαρνασσού.

Το επόμενο κεφάλαιο βασίζεται στη μεταπτυχιακή εργασία της Ελένης Ψαραδάκη για τη Νέα Αλικαρνασσό στην Κρήτη, όπου καταγράφονται οι περιπέτειες εγκατάστασης των προσφύγων στη Νέα τους Πατρίδα, αλλά και οι αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία και όμως μπόρεσαν να ορθοποδήσουν και να προοδεύσουν, χωρίς ποτέ να λησμονήσουν τις προγονικές τους εστίες.

Λέξεις και εκφράσεις από την τοπική διάλεκτο της Αλικαρνασσού παραθέτει ο συγγραφέας στο Δωδέκατο Κεφάλαιο με τίτλο: «Λέξεις από την Πατρίδα…», αξιοποιώντας τη μελέτη του καθηγητή Νίκου Κοντοσσόπουλου και το αρχείο του Αποστόλη Μουζουράκη. Στο «Γλωσσάρι» αυτό ο αναγνώστης συναντά πολλές λέξεις που και σήμερα χρησιμοποιούμε στις κατ΄ ιδίαν συνομιλίες μας, όπως: Αμανάτι, Αποσπερίζω, Αρμαστός, Γλήορη, Καρσί, Καμουτζέλες, Κουρσούνι, Κουσέλι, Λαϊνι, Λόπια, Μαστραπάς, Μεσάλι, Μπλάζω, Μουντάρω, Ναμικιώρης, Νεμπότης, ΄Οχτουρας, Πάρβας, Ποτάσσω, Σεκλετίζω, Σιρμαγιά, Ταβλάδος, Φροκαλιά κ.ά.

Το ακροτελεύτιο Δέκατο Τρίτο Κεφάλαιο με τίτλο «Το Πετρούμι…100 χρόνια μετά», εμπεριέχει εικόνες της σημερινής Αλικαρνασσού, τον επίλογο του συγγραφέα, το Αλφαβητικό Ευρετήριο Ονομάτων και βέβαια τη σχετική βιβλιογραφία.

Πρέπει όμως αγαπητοί μου να τελειώνω, ευχαριστώντας το Μιχάλη Τριανταφύλλου για το ανεπανάληπτο και μοναδικό ταξίδι που μας προσφέρει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο, να συνεχίσει να είναι δημιουργικός και παραγωγικός και σύντομα να ακολουθήσουν νέες πνευματικές του δημιουργίες,  που δε σας κρύβω από τις εκμυστηρεύσεις του, αλλά όπως και ο ίδιος προαναγγέλλει στο βιβλίο του, στο μέλλον θα ασχοληθεί με τις οικογένειες των Πετρουμιανών, τις εμπειρίες της εξόδου των προσφύγων και την ένταξή τους στις νέες πατρίδες.

Δε θα μπορούσα να κλείσω αλλιώς την περιδιάβασή μου στο βιβλίο του, παρά μόνο με τη δική του εύστοχη καταληκτική διαπίστωση στον πρόλογό του: «Ο πολιτισμός ενός λαού δεν είναι η διατήρηση της στάχτης του, αλλά η μετάδοση της φλόγας του». Γιατί συμπληρώνω εγώ, δεν είναι «Χαμένες» οι πατρίδες των Ελλήνων της Ανατολής, αλλά «Αλησμόνητες», που ζουν μέσα στις καρδιές μας, όσο διατηρούμε ανοιχτά τα μάτια του μυαλού και της ψυχής μας…

Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονή να με ανεχθείτε. Να είστε καλά.

DSC_3473

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ