Σύριος εργάτης ήρθε στην Ελλάδα για να πληρωθεί, παντρεύτηκε με Δωδεκανήσια και σήμερα ζει στη Ρόδο

1
28371

Δεκαετίες πριν, ένα νέο παιδί έφυγε από την πατρίδα του τη Συρία για να βρει μία καλύτερη ζωή, να δουλέψει και με τα χρήματα που θα συγκέντρωνε να έφτιαχνε μία δική του επιχείρηση στον τόπο του, στα χωράφια που είχε η οικογένειά του.

Έφυγε λοιπόν μαζί με άλλους συμπατριώτες του γύρω στο 1980 και έφτασε στη Λιβύη όπου έπιασε δουλειά σε μία ελληνική κατασκευαστική εταιρεία, που έφτιαχνε δρόμους και σπίτια.

Μαζί του εργάζονταν και πολλοί άλλοι από διάφορες χώρες ακόμα και Έλληνες, όμως γρήγορα άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα με τις πληρωμές τους. Σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν τότε στη Λιβύη έπρεπε το 90% του μισθού να κατατεθεί στην τράπεζα και το υπόλοιπο 10% να διατεθεί για τα προσωπικά έξοδα κάθε εργαζόμενου στη χώρα που έμενε.

Δυστυχώς, επί ένα χρόνο ζητούσε να πληρωθεί αλλά του έλεγαν να κάνει υπομονή όπως και στους υπόλοιπους συναδέλφους του, μέχρι που ένας νέος νόμος δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα: τώρα οι ξένοι εργάτες έπρεπε να καταθέτουν στην τράπεζα το 50% του μισθού τους και το άλλο 50% να το ξοδεύουν όσο ζουν εκεί. Τα χρήματα που έπαιρναν ήταν ελάχιστα…

«Πού θα ξόδευα εγώ αυτά τα χρήματα αφού ήμουν μόνος μου και αφού δεν πληρωνόμουν όπως έπρεπε; Μας λέγανε να περιμένουμε …Πέρασαν πέντε χρόνια και τα χρήματα που μας χρωστούσαν όχι μόνο δεν εξοφλήθηκαν αλλά πολλαπλασιάζονταν με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί το προσωπικό και να απειληθούν επεισόδια…» δηλώνει σήμερα στη «Ροδιακή».

Τότε τους είπαν να πάνε στην Αθήνα στα κεντρικά της εταιρείας για να ζητήσουν από εκεί τα χρήματά τους. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ένας μαραθώνιος αγωνίας και προσπάθειας για να μπορέσει ο νέος αυτός να έρθει στην Ελλάδα. Έπρεπε να αποκτήσει βίζα και να κινήσει διαδικασίες για να έρθει στη χώρα μας, μαζί βέβαια και με άλλους απλήρωτους εργάτες.

Τελικά μετά από μεγάλη προσπάθεια ήρθαν στην Αθήνα το 1985 αλλά όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο και μπήκε στο αεροδρόμιο και έδειξε το διαβατήριό του τον συνέλαβαν.

«Ήξερα πολύ λίγα Ελληνικά, προσπάθησα να εξηγήσω ότι δούλευα σε μία ελληνική εταιρεία, ότι ήρθα τράνζιτ να πάρω τα χρήματά μου, και μετά να φύγω. Έδειξα το γράμμα που μου έδωσαν από την εταιρεία στη Λιβύη. Μου λένε οι αστυνομικοί απαγορεύεται να μείνεις στην Ελλάδα και προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι δεν θέλω να μείνω στην Ελλάδα, ήρθα μόνο να πάρω τα χρήματα που μου χρωστούν και να φύγω».

Ήθελε να επιστρέψει στη Συρία για να κάνει μία επιχείρηση και να ζήσει στην πατρίδα του. Τα πράγματα έμπλεξαν δεν τον άφηναν να φύγει έγινε φασαρία και ξαφνικά ήρθαν και άλλοι αστυνομικοί στους οποίους προσπαθούσε να εξηγήσει ότι ο νόμος επιτρέπει να μπει μέσα στη χώρα μας να πάρει τα χρήματά του και να φύγει.

«Νομίζανε ότι ήμασταν εγκληματίες, αλλά τελικά μετά από ώρες μας άφησαν. Πήραμε ταξί και πήγαμε στην εταιρεία ζητήσαμε, να πάρουμε τα χρήματά μας και να φύγουμε. Μας είπαν μη φοβάστε τίποτα, θα πάρετε τα χρήματά σας αλλά θα περιμένετε λίγο. Βρείτε κάποιο ξενοδοχείο να μείνετε μέχρι να πληρωθείτε. Βρήκαμε ξενοδοχείο, πηγαίναμε στην εταιρεία και μας έδιναν κάποια λίγα χρήματα για να ζούμε. Όσο καιρό έζησα στην Αθήνα γνώρισα και πολύ κόσμο, όμως δεν μπορούσαμε να περιμένουμε άλλο. Κάποιος Σύριος μάλιστα πήγε να χτυπήσει το αφεντικό γιατί δεν του έδιναν τα χρήματά μας και τελικά μας είπαν… ότι δεν είχαν. Τους λέγαμε είμαστε νέοι θέλουμε τα χρήματα να φτιάξουμε τη ζωή μας, ήμουν 27 ετών εγώ τότε…»

Σε εκείνο το ξενοδοχείο έμεινε έξι μήνες. Οι ιδιοκτήτες τον έμαθαν, είχαν καλές σχέσεις μαζί του και γνώρισε και πολύ κόσμο. Ένα βράδυ τον ειδοποιούν από τη ρεσεψιόν να κατέβει γιατί τον ζητούσαν αστυνομικοί.

«Μου ζήτησαν τα χαρτιά μου. Μου είπαν να πάω μαζί τους στο τμήμα, πήρα τα χαρτιά μου και τη βαλίτσα μου. Νόμιζαν ότι είμαι παράνομος, εγώ φώναζα ότι ήθελα να φύγω. Μου είπαν ότι έληξε η βίζα αλλά δεν είχε λήξει τελικά. Με βάλανε φυλακή, έμπλεξαν και πολιτικά στη μέση και έμεινα ένα μήνα εκεί. Τελικά μου είπαν να πας στη Συρία να αλλάξεις διαβατήριο και να έρθεις, με βάλανε στη μαύρη λίστα. Τελικά πήγα πίσω, αλλάζω διαβατήριο και ήρθα ξανά στην Ελλάδα με βίζα».

Και αφού μετά από πολλούς κόπους κατάφερε να έρθει ξανά στην Ελλάδα, πήγε και πάλι στην εταιρεία αλλά δυστυχώς έμαθε τα δυσάρεστα νέα ότι… η εταιρεία είχε κλείσει. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, δεν ήξερε πλέον τι να κάνει.

Γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο, αλλά μετά αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό σπίτι κοντά στον Πειραιά όπου γνώρισε πολλούς ομοεθνείς του και πήγαινε και τους έβρισκε κάθε μέρα. Κάποτε γνώρισε και έναν Έλληνα που είχε τυπογραφείο και τον βοηθούσε κάποιες φορές, καθώς στη Συρία έκανε αυτή τη δουλειά και την ήξερε. Παράλληλα όμως έκανε και διάφορες δουλειές.

Άποψη της Δαμασκού όπου έζησε ο Γιάννης πριν φύγει για τη Λιβύη

Άποψη της Δαμασκού όπου έζησε ο Γιάννης πριν φύγει για τη Λιβύη

Ο άνθρωπος αυτός που καταγόταν από την Κρήτη του άνοιξε το σπίτι του, τον γνώρισε με την οικογένειά του και τον αγαπούσε πολύ. Μετά από καιρό μία γειτόνισσα ενδιαφέρθηκε για εκείνον και του ζήτησε να γνωριστεί με την κόρη της. Έτσι και έγινε και οι δύο νέοι έκαναν παρέα και έγιναν φίλοι.

Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν γραφτό να προχωρήσει η γνωριμία αυτή καθώς κάποιος γνωστός που τον ζήλευε τον συκοφάντησε στην οικογένεια της κοπέλας, λέγοντας ότι είναι ήδη παντρεμένος και έχει και δύο παιδιά. Η ιστορία τελείωσε πριν καν αρχίσει…

Πέρασε όμως ο καιρός, και στη ζωή του ήρθε μία άλλη κοπέλα. Τη συνάντησε στο ξενοδοχείο όπου έμενε, ήταν από νησί της Δωδεκανήσου και είχε πάει στην Αθήνα για οικογενειακό θέμα .Γνωρίστηκαν και μετά από καιρό αποφάσισαν να παντρευτούν και να ζήσουν στον τόπο της κοπέλας.

Το ζευγάρι έμεινε πολύ λίγο στο νησί της κοπέλας, καθώς δεν υπήρχαν δουλειές για να δουλέψει εκείνος και αποφάσισαν να μετακομίσουν και να έρθουν στη Ρόδο, αφού ξόδεψαν και τα λιγοστά χρήματα που είχαν μείνει φτιάχνοντας το σπίτι τους.

Ερχόμενος στη Ρόδο νοίκιασε σπίτι, δούλεψε σε συγγενικό του πρόσωπο και στη συνέχεια ήρθε και η σύζυγός του καθώς και η οικογένειά της. Πέρασε ο καιρός και από αγγελία βρήκε άλλη δουλειά σε εταιρεία. Η εταιρεία πουλήθηκε σε άλλο επιχειρηματία, όμως εκείνος έμεινε και από το 2005 δουλεύει εκεί. Δυστυχώς, αν και σε μεγάλη ηλικία, δεν έχει ακόμα τα ένσημα που πρέπει για να πάρει σύνταξη. Έχει έναν γιο εκπαιδευτικό, δεν έχει πάει ξανά στην πατρίδα του από τότε, νοσταλγεί τη Δαμασκό στην οποία έζησε, αλλά θεωρεί την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του παρά το ότι έχει ταλαιπωρηθεί και έχει πικραθεί για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκαν κάποιοι.

Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Γιάννης, αγαπά τους συμπατριώτες μας, έχει αποκτήσει πολλούς φίλους, ζει ανάμεσά μας με άδεια παραμονής και τώρα πια έχει μόνο ένα όνειρο, να μπορέσει πάρει την ελληνική υπηκοότητα για να μην τον συλλαμβάνει η αστυνομία…

Όσο για τα χρήματα που του χρωστούσε η ελληνική εταιρεία, ήταν περίπου 200.000 δολάρια, τα δικαστήρια που έγιναν δικαίωσαν τους εργαζόμενους, αλλά τα χρήματα που πήραν τελικά ήταν ελάχιστα…

Πηγή: rodiaki.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. 200000 δολάρια;Το 85 ;για πόσους μήνες;Τέλος όλοι καλοί είμαστε και αε πολλούς λείπουν κάποια ένσημα να πάρουμε σύνταξη και έχουμε και παιδιά σπουδαγμένα και ταλεπωρημενοι είμαστε αλλά δεν γίναμε θέμα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ