Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου ένας ανθυποπλοίαρχος του λιμενικού σώματος κατηγορούμενος για υπεξαίρεση από υπάλληλο κατ’ εξακολούθηση αντικειμένων των οποίων η αξία τους υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.
Ο ανθυποπλοίαρχος φέρεται να ενεπλάκη σε υπόθεση διαφθοράς στους κόλπους του Λιμεναρχείου Κω για την οποία ξεκίνησε έρευνα από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώματος το έτος 2013 μετά από καταγγελία ενός λιμενοφύλακα.
Οπως έχει αποκαλύψει η «δημοκρατική», η καταγγελία έφερε αξιωματικό να είχε παρουσιάσει σκάφος, που μετέφερε μετανάστες στην Κω ότι είχε βυθιστεί και στην πορεία το σκάφος αυτό να βρέθηκε στην ιδιοκτησία ενός ιδιώτη!
Αφορμή για την άσκηση της διώξεως και την Εισαγγελική έρευνα αποτέλεσε έγγραφο της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της 23ης Ιουνίου 2014 που αφορά υπόθεση ανεύρεσης ταχύπλοου με μηχανή στη νήσο Κω στις 13 Νοεμβρίου 2013 και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Τον Οκτώβριο του 2015 για την υπόθεση ασκήθηκε δίωξη εις βάρος ακόμη 5 ατόμων συμπεριλαμβανομένου κι άλλου αξιωματικού για υπεξαίρεση στην υπηρεσία από κοινού, κατά μόνας και κατ’ εξακολούθηση αντικειμένων αξίας μεγαλύτερης των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ και ψευδή βεβαίωση κατά μόνας, από κοινού και κατ’ εξακολούθηση της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Κω παρέπεμψε τον πρώτο για υπεξαίρεση ενώ έπαυσε οριστικά την δίωξη για την ψευδή βεβαίωση λόγω παραγραφής.
Το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι ο ανθυποπλοίαρχος έχοντας την ευθύνη σύνταξης αναφορών και εκθέσεων αυτοψίας προς το Λιμεναρχείο Κω αναφορικά με ένα ταχύπλοο ενώ γνώριζε ότι δεν βυθίστηκε το καταχώρησε ψευδώς ότι βυθίστηκε.
Το σκάφος αυτό φέρεται μάλιστα να μεταφέρθηκε αρχικώς σε στρατόπεδο και ακολούθως σε εγκαταστάσεις εταιρείας ιχθυοκαλλιεργειών.
Επιπλέον, του αποδίδεται η μη ορθή αναγραφή σε έκθεση απλής αυτοψίας στοιχείων μηχανοκίνητου σκάφους που δηλώθηκε ως «ανευρεθέν» από ιδιώτη στην περιουσία του οποίου προσεκτήθηκε παράνομα άλλο ταχύπλοο σκάφος.
Τα δύο σκάφη όπως δέχτηκε το δικαστικό συμβούλιο έπρεπε να κατασχεθούν και να περιέλθουν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου και ότι η αξία τους ως μεταχειρισμένων ανήρχετο στο ποσό των 104.361,54 €.
Ο δεύτερος αξιωματικός, όπως είχε προκύψει, ενώ γνώριζε ότι τα ταχύπλοα σκάφη δεν βυθίστηκαν, εντούτοις εμφάνισε ψευδώς σε δύο αναφορές της Λιμενικής Αρχής Κω ότι τα σκάφη είχαν βυθιστεί.
Το ψευδές αυτό γεγονός είχε έννομες συνέπειες, καθότι με βάση την πιο πάνω ψευδή βεβαίωση, αντίστοιχα, σε κάθε έγγραφο, τα παραπάνω σκάφη δεν κατασχέθηκαν, προκειμένου να περιέλθουν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου, αλλα χαρακτηρισμένα ως βυθισμένα, περιήλθαν παρανόμως το μεν πρώτο στην κατοχή ιδιωτών οι οποίοι τα ιδιοποιήθηκαν και τα εμφάνισαν ως ευρεθέντα από αυτούς.
Οι ψευδείς βεβαιώσεις ωστόσο έλαβαν χώρα το έτος 2013 και διώκονται λόγω ύψους αξίας των σκαφών σε βαθμό πλημμελήματος και έχουν υποπέσει ήδη σε παραγραφή.
Ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Ιωάννης Πλακιωτάκης με έγγραφό του τον Οκτώβριο του 2019 στις αρχές δήλωσε την επιθυμία του για την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας.
Οι διώξεις εις βάρος των λοιπών ιδιωτών έπαυσαν ομοίως λόγω παραγραφής και υπόλογος είναι πλέον μόνο ο ανθυποπλοίαρχος ο οποίος κατηγορείται για το ό,τι το συνολικό όφελος της υπεξαιρέσεως είναι αξίας 121.438,69 € με βάση την μέγιστη τιμή στην αγορά των Η.Π.Α.