Αν δεν ξέρεις προσωπικά τον Μιχαλούτσο, θα έχεις ακούσει γι’ αυτόν. Για τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε για δεκαετίες, γι αυτές που δημιούργησε και γίνονταν μετά τροφή για συζήτηση σε Σύμη, Ρόδο και παντού στον κόσμο όπου εκτεινόταν η δράση του. «Ο Εραστής Μιχαλούτσος», ο ατίθασος, αυτός που δεν σταματούσε σε τίποτα πρικειμένου να ρίξει μια γυναίκα, που κατέβαινε ελικόπτερο στη Σύμη να τον πάρει για να τον οδηγήσει στους διάσημους φίλους του, που έμπαινε μπροστά να «καθαρίσι» για τους νεαρούς, που έκανε τα ακατόρθωτα κατορθωτά, κι ανέβασε μέχρι γάιδαρο στο ρετιρέ για να κεντρίσει το ενδιαφέρον μιας γυναίκας. Δεκαπενταύγουστος στη Σύμη, με τον Μιχαλούτσο που ήταν «στόχος» μου από χρόνια να μου λέει «ναι» και το νησί να το έχει μάθει και να με ρωτάει πότε θα δουν γραμμένη τη συνέντευξη! «Έλα στις 11 το πρωί στο εστιατόριο», μου λέει εκεί στο μόλο του ΝΟΣ που είναι το αρχηγείο και το καταφύγιό του πλέον. «Δεν θέλω να τα βλέπω τα μούτρα μου» μου είπε όταν βγήκε η φωτογραφία τώρα που ο χρόνος τον λεηλάτησε. Αν και ο Μιχαλούτσος δεν ήταν ποτέ αυτός που έριχνε με την ομορφιά του μια γυναίκα, την έριχνε με τον τρόπο του.
«Άκου, να σου πω, μου λέει, μου έχουν πάρει καμιά τριανταριά συνεντεύξεις οι Άγγλοι, οι Σουηδοί, οι Αμερικανοί. Κάποια στιγμή τους είπα «μην μου παίρνετε άλλη εμένα, να πάτε να πάρετε από ένα γέρο ζαχαροπλάστη, που όλη του τη ζωή, μέχρι και τώρα στα 106 του είναι με την ίδια γυναίκα, 85 χρόνια μαζί. Ζούσε με την ίδια γυναίκα 85 χρόνια! Εγώ έκανα 18 γάμους και το αποτέλεσμα ήταν «κενό». Ένα κενό μέσα μου. Γιατί εγώ έκανα μόνο σεξ, κι άδειαζα ενώ αυτός ήταν ψυχολογικά γεμάτος. Πήγαινα και μου έκανε καφέ η γυναίκα του που έφτασε τα 101 κι αυτή και του ‘λεγα «εγώ σε ζηλεύω», κι αυτός μου λεγε «εσύ, ο θρύλος, ζηλεύεις εμένα το ζαχαροπλάστη; Εσύ είχες χιλιάδες γυναίκες». Πήγε, το Channel 4 του BBC, πήρε από εκείνους πέντε λεπτά, κι από εμένα μία ώρα. Τους λέω «γιατί ήρθατε τόσο γρήγορα πίσω»; Μου λένε «γιατί εσύ πουλάς, εκείνοι όχι»!
Κι εσείς όμως είχατε υλικό να δώσετε. Δεκαοκτώ γάμους και χιλιάδες γυναίκες δεν το βρίσκει εύκολα, ο δημοσιογράφος!
Κοριτσάκι, όλοι οι άντρες ψάχνουν τη μία γυναίκα να την αγαπήσουν και να ζήσουν μαζί της. Κι εγώ τη μία έψαχνα, δεν τη βρήκα και άλλαζα πολλές.
Σε τι οφείλονταν οι τόσες επιτυχίες σας; Στον τρόπο, στην ευρηματικότητά σας, στο ότι εσείς πηγαίνατε βουρ μ’ ένα σκοπό;
Μιλάω πάρα πολλές γλώσσες. Μια μέρα, επί Χούντας, ένας πρόεδρος Εφετών μου λέει «εσύ μιλάς πολλές γλώσσες, γι’ αυτό κάθε μέρα είσαι με δυό γυναίκες» Κι εγώ του είπα: «η γυναίκα δε γουστάρει λόγια, όταν της μιλάς πολύ τη διώχνεις…». Του λέω «θα ‘ρθεις μαζί μου, να δεις που θα την κάνω τη… δουλειά μούγκα, κι όχι μόνο εγώ, αλλά θα σου δώσω κι εσένα. Πάμε στο «Εσπέρια». Ήταν 1969. Ήταν κάτι Ολλανδέζες, νταρντάνες. Κάτσαμε απέναντι από το τραπέζι τους κι η μία από αυτές μου λέει: «μπορώ να έχω τον αναπτήρα σου;» Της λέω εγώ μουγκά «μουγκός είμαι»… Λέει εκείνη στην αδελφή της: «πώς με …. αναστατώνει αυτός ο μουγκός (έ, γράψε το όπως σου το λέω, μη μου αλλάζεις τις λέξεις)… δεν έχω πάει ποτέ μου με μουγκό»… Εγώ, Ολλανδικά μιλάω άπταιστα, αλλά δεν μπορούσα να το πω στο φίλο μου. Για να μην τα πολυλογώ έγινε η δουλειά και με τις δυo. Ο πρόεδρος, δεν είχε πάει με τουρίστρια ξανά και την ερωτεύτηκε, κι ήθελε να την παντρευτεί. Αγόρασε τις βέρες… Τη δέκατη τέταρτη μέρα, πήγαμε σ’ ένα νυχτερινό κέντρο το «Μπελ Πάσο», κι έρχεται ένας σερβιτόρος και μου λέει: «καθίστε, κ. Μιχαλούτσο». Του λέω εγώ: «φέρε μας ένα μπουκάλι Τζακ Ντάνιελς». Σηκώνεται πάνω η μία Ολλανδέζα και μου δίνει ένα χαστούκι που ακόμη το θυμάμαι. Δίνει κι ένα χαστούκι στον πρόεδρο και φεύγει. Ήμουν μουγκός και μίλησα. Καρφώθηκα. Ο πρόεδρος δεν μου μιλά ακόμη γιατί έχασε τη νύφη.
Δηλαδή, 14 μέρες δε μιλούσατε;
Όταν ήμουν μαζί τους δεν μιλούσα, αλλά εκείνη τη φορά ξεχάστηκα.
Κι είχατε αδυναμία πάντα στις πιο παχουλές γυναίκες, μου έχουν πει. Γιατί;
Άκου να δεις πώς κολλάει αυτό. Όταν ήμουνα 12 χρονών, παντρευόταν μία γυναίκα, παχουλή, που έμενε πάνω από το σπίτι μας, στη Ρόδο. Παραμονή του γάμου, η μάνα μου έβαλε τη νύφη να κοιμηθεί δίπλα στην αδελφή μου, κι από την άλλη μεριά της αδελφής μου, εγώ. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό «Ντομινό» και λέει η νύφη στην αδελφή μου: «να πάω από την άλλη πλευρά να διαβάσω «Ντομινό» με τον αδελφό σου;». Ήρθε δίπλα μου και κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας, την έριξα για τα καλά στο κρεβάτι.
Τη νύφη, εσείς 12 ετών;
Ναι, ήταν η πρώτη μου φορά. Λειτούργησε το ένστικτο. Eκείνη τη νύχτα φοβήθηκα τόσο πολύ που έφυγα 3 το πρωί από το σπίτι, από το παράθυρο και πήγα στα μπαξεδάκια, στον Ανθόκηπο και έκλαιγα μέχρι τις 6 το πρωί. Πήγαινα Δημοτικό στις καλόγριες του Ορφανοτροφείου Θηλέων και πήγα στον παπά της εκκλησίας και του είπα: «αμάρτησα πάτερ», κι εξομολογήθηκα. Και ο παπάς μου είπε: «θα πεις το Πάτερ Ημών, εκατό φορές». Από τότε μ΄ αρέσουν οι παχουλές, από τη νύφη.
Είχατε και πολύ ωραίες γυναίκες και εστεμμένες!
Η πιο ωραία μου γυναίκα ήταν μια Νορβηγέζα, που τη λέγανε Λέιλα. Κι ήμουνα και με τη Μις Σουηδία, με την οποία έκανα την κόρη και το γιο μου. Να τη, η κόρη μου, στο διπλανό τραπέζι, με τον άντρα της, έρχεται τα καλοκαίρια και με βρίσκει.
Έχετε κι άλλα παιδιά όμως!
Πολλά παιδιά, στην Ευρώπη, στην Αργεντινή, στην Αμερική…
Μα, καλά, 18 γάμους πώς μπορεί να κάνει κανείς;
Έκανα τους τρεις Ορθόδοξους και εξήντλησα και τους έξι πολιτικούς στην Ελλάδα, σύνολο εννιά. Οι άλλοι ήταν σε Αμερική και Αργεντινή.
Και τώρα είσαστε παντρεμένος. Γνώρισα πριν λίγο την τελευταία σύζυγό σας, ψηλή και παχουλή όπως τη θέλετε, και κρατάει και όλο το εστιατόριο, σεφ κανονικός στην κουζίνα!
Ναι, δεν δουλεύω εγώ, βαρέθηκα. Αυτή είναι Θεσσαλονικιά. Όταν τη γύρεψα σε γάμο, μου είπανε: «καλώς το συμπέθερο», νόμιζαν ότι είμαι ο πατέρας του γαμπρού. «Πού είναι το αγόρι μας…», με ρώτησαν. «Εγώ τη ζητάω σε γάμο», τους είπα. Και δεν τη ζητάω, την παίρνω και φεύγω». Όπως και το ‘κανα.
Ένας άντρας δεν έχει ημερομηνία λήξης όταν περάσουν οι δεκαετίες;
Έχει, αλλά όταν έχεις μηχανή ντίζελ, δουλεύει συνέχεια. Μηχανή ντίζελ και ψυχή ταύρου. Αν έχεις μηχανή βενζινοκίνητη, χαλάει εύκολα.
Η ιστορία με τον γάιδαρο που ανεβάσατε κάποτε σε πολυκατοικία, έχει γίνει θρυλική, κι έχει περάσει από στόμα σε στόμα να τη διηγούνται μέχρι σήμερα, με παραλλαγές. Ποια είναι η αλήθεια, γιατί ανεβάσατε τον γάιδαρο στο ρετιρέ;
Εγώ είχα το ρετιρέ απέναντι από το ξενοδοχείο «Πλάζα». Τον γάιδαρο τον ανέβασα πάνω με το ασανσέρ. Κι είχα μία και μου καθάριζε το σπίτι και μου λέει: «είχα ένα γάιδαρο εσένα, τώρα έχω δυo, δεν μπορώ, φεύγω». Τον ανέβασα γιατί ήθελα να στιμώξω μια γειτόνισσα.
Εντελώς… επώνυμη, έχω μάθει!
Της έλεγα: «έχω ένα ωραίο ζωάκι, έλα να το δεις…», εκείνη δεν πίστευε, έ, κάποια στιγμή μπήκε να το δει και της την… έφερα! Δε λέμε ονόματα όμως, Θεός συγχωρέσει την.
Το γαϊδουράκι πού το βρήκατε;
Πήγα και το αγόρασα από τη Λίνδο, 800 χιλιάδες δραχμές. Ξέρεις πόσα λεφτά θέλει την ημέρα ο γάιδαρος, κοριτσάκι; Τρώει σαν 18 ανθρώπους. Τον κυκλοφορούσα κιόλας, τον πήγαινα στον Μαντράκι… Με ξέρανε οι πάντες, όχι για τον γάιδαρο, για πολλά άλλα.
Ναι, κάτι έχω ακούσει… Προκαλούσατε και τους χωροφύλακες συχνά!
Έχω μια ιστορία να σου πω για την οποία μου βγάλανε αμέσως τις χειροπέδες. Αλλά θα τη γράψεις όπως την πω; Δεν θα τη γράψεις, θα μου κόβεις τις λέξεις. Και ξάδελφος του Γιώργου Γεννηματά είμαι, με πολύ καλή σχέση οι δυο μας.
Το εστιατόριό σας αυτό που τα τελευταία χρόνια δουλεύει πολύ καλά, στον μόλο του ΝΟΣ, κάποτε το είχατε νυχτερινό κέντρο!
Κι εγώ ξέρεις τι δουλειά έκανα σ’ αυτό; Έδερνα. Έπρεπε να υπάρχει τάξη. Ήταν η πρώτη disco στον κόσμο, κι ήταν στη Σύμη.
Η δεύτερη ξέρεις ποια ήταν; Η Step by Step στη Ρόδο. Και η Τρίτη η Studio 54 στη Νέα Υόρκη. Αυτή την ιδέα ξέρεις ποιος μου την έβαλε; Ένας ξεναγός, από τη Σουηδία. Μου λέει:
«Αν βάζεις δίσκους και δίνεις ποτά, θα βγάζεις λεφτά»! Απλώς μου το είπε, κι εγώ το έκανα πράξη.
Και γιατί δέρνατε;
Στο μαγαζί εγώ όποιος δεν φερόταν ωραία και κόσμια τον έδερνα, μια φορά.
Τελικά σ’ αυτή τη ζωή, τι σας τράβηξε περισσότερο; Oι γυναίκες ή τα λεφτά;
Οι γυναίκες. Δεν μ’ ενδιέφεραν τα λεφτά. Χρήματα έβγαλα πάρα πολλά πριν μπαρκάρω στα καράβια. Πούλαγα ιατρικά και οδοντιατρικά μηχανήματα σ’ όλη την Ελλάδα. Παιδάκι 18 χρονών, είχα τη δική μου αντιπροσωπεία και εταιρεία.
Κι αφού ενδιαφερόσασταν πραγματικά για τις γυναίκες γιατί αλλάξατε τόσες πολλές;
Όταν δε γουστάρεις μια γυναίκα, φεύγεις. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα άλλα εγώ. Μετά έκοψα τις γυναίκες και άρχισα τις πέτρες, κουβαλούσα πέτρες κι έφτιαξα την παραλία εδώ μπροστά μου. Κι ήρθε και μια εποχή που ήμουν με ένα φακό κάτω από τη θάλασσα και ψάρευα. Ήθελα να μάθω τα του βυθού. Μετά ήθελα να μάθω την ιστορία της Σύμης και ασχολήθηκα. Το κόλλημα αυτό μου πέρασε σε τρία χρόνια, αλλά έμαθα πάρα πολλά. Είμαι μεγάλος γνώστης από την αρχαία εποχή.
Παθιάζεστε με κάτι, πέφτετε πάνω του και μετά τ’ αφήνετε. Πόσων ετών είναι σήμερα ο Μιχαλούτσος;
Εβδομήντα οκτώ είμαι, είμαι κωλόγερος. Ή εβδομήντα επτά, είμαι; Του 1943 γεννηθείς, για υπολόγισε. Η ηλικία δεν με ενδιαφέρει, νομίζω ότι είμαι 22-23 κάπου εκεί.
Καπετάνιος θέλατε να γίνετε!
Ξεκίνησα, τα παράτησα. Έκατσα στα καράβια πέντε χρόνια. Μου λέει ο υποπλοίαρχος: «Δημήτρη, στην Ιαπωνία τις γυναίκες θα τις πληρώσεις». Του λέω «βάζεις ένα στοίχημα 20 χιλιάδες πακέτα τσιγάρα (έπαιρνες τρία διαμερίσματα τότε στη Ρόδο), ότι θα σου γεμίσω το καράβι γυναίκες; Μου λέει: «πάει»! Εγώ τότε είχα ράψει ένα κοστούμι, στη Σιγκαπούρη, μεταξωτό και γυάλιζε. Μπήκε ο ράφτης στο καράβι και μου το’ ραψε. Βάζω το κοστούμι, βγαίνω στην Ιαπωνία, σ’ ένα χωριό με εκατομμύρια κατοίκους, γιατί έτσι είναι εκεί τα χωριά, πάω σ’ ένα νυχτερινό κέντρο και λέω: «είμαι επαγγελματίας τραγουδιστής». Μου λένε: «πάνε στο αφεντικό να μιλήσεις». Είχα μαζί μου κι ένα ναύτη. Κάτσαμε κάτω, σταυροπόδι με τον ιδιοκτήτη και του λέω, δέκα τραγούδια. Του λέω στο τέλος: «Δέκα χιλιάδες γιεν θα μου δώσεις για δέκα τραγούδια», μου λέει: «πέντε χιλιάδες γιεν για δέκα τραγούδια»… Εγώ του λέω δέκα. Ρίχναμε μούντζες ο ένας στον άλλο για να συνεννοηθούμε, δεν ξέραμε τη γλώσσα. Στο τέλος συμφωνήσαμε. Είπα εγώ τα τραγούδια, (κάποτε είχα βγει στην πίστα με τον Μισσίκο που πέθανε αυτές τις μέρες. Θεός συγχωρέσει τον). Τα τραγούδια που είπα τους άρεσαν και ήρθαν κατά πάνω μου 100-150 γυναίκες για αυτόγραφο. Τις λέω: «αυτόγραφα στο καράβι».
Και πήρατε στο καράβι 150 γυναίκες και κερδίσατε το στοίχημα!
Κοριτσάκι, έχεις μυαλό.
Αν ξαναξεκινούσατε τη ζωή σας, τι θα κάνατε;
Να σου πω τι θα ‘κανα; Θα ‘βρισκα μια γυναίκα που θα την πήγαινα και θα ‘μενα μαζί της, μια ζωή.
Καταχρήσεις δεν έχετε κάνει εσείς, όλη η τρέλα ήταν δική σας!
Δεν πίνω οινόπνευμα ποτέ μου. Και δεν έκανα καμιά κακή πράξη σε κανέναν.
Κι όλοι οι τότε νέοι της Σύμης, λένε ότι τους προσέχατε, ότι μπαίνατε μπροστά να καθαρίσετε για εκείνους!
Τους πρόσεχα. Είχε κάτι πολύ καλά παιδιά εκείνες τις δεκαετίες. Ο αρχηγός ήμουν εγώ. Όταν ήμουν μικρός παίζαμε πόλεμο με σφεντόνες. Αυτοί που ήταν μες το κάστρο, κι αυτοί που ήταν έξω από το κάστρο. Πάλι αρχηγός ήμουνα. Μου γράψανε και βιβλίο. Και τώρα εγώ ο Μιχαλούτσος, κατάντησα να καπνίζω στον καμπινέ, να μη με δει η κόρη μου που έρχεται και με βρίσκει τα καλοκαίρια. Έχω κι ένα εγγονάκι. Πώς τα κατάφερες να σου μιλήσω… Έχω διώξει κόσμο, δεν έχω κέφια. Εσένα σε πάω, γι’ αυτό.
Κανόνισε στη στιγμή πώς να φύγω να γυρίσω στον Γιαλό, ντάλα μεσημέρι. Έδωσε εντολές τριγύρω να πηγαίνουν όλα ρολόι στο εστιατόριο, το οποίο δουλεύει πολύ καλά τα τελευταία χρόνια. Χαιρέτησα τη Νατάσα, την τελευταία του γυναίκα, τη 18η όπως τη λέει, τη Θεσσαλονικιά, και σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν να γράψω όσα άκουσα σήμερα. Και δεν τα έγραψα! Τα καλά έμειναν απέξω.