Δικαίωμα ψήφου στους απόδημους έλληνες.
«Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και ακόμη ειδικότερα η καθολική ψήφος δεν ήταν ποτέ μία εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, αποτελούσε πάντα μείζον πολιτικό ζήτημα και η εξέλιξή της μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συνδεόταν στενά με αγώνες και διεκδικήσεις.»
Το Σύνταγμα του 1864 φιλελεύθερο και αρκετά ριζοσπαστικό σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά συντάγματα της εποχής του θεμελίωσε στη χώρα μας το δημοκρατικό πολίτευμα. Στην πολύτιμη παρακαταθήκη του συγκαταλέγεται η θεμελιώδης «αρχή της λαϊκής κυριαρχίας», που είναι ταυτόχρονα και η θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας. Και για τον λόγο αυτόν, η συνταγματική κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας (Β’ Εθνοσυνέλευση, 1864), αποτελεί ένα γεγονός-ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
Ωστόσο χρειάστηκε και ο επόμενος αιώνας και πολλές διεκδικήσεις και αγώνες για να προχωρήσει το καθολικό δικαίωμα ψήφου και κυρίως η άρση του περιουσιακού κριτηρίου, ώστε να μπορούν να ψηφίζουν όλοι, ανεξαρτήτως εάν και πόση περιουσία έχουν. Ο 20ος αιώνας ταυτίστηκε με τη διεκδίκηση για την επέκταση του δικαιώματος ψήφου και στις γυναίκες. Και είναι μόλις πρόσφατα, μόλις το 1952 που οι Ελληνίδες απέκτησαν και αυτές το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και ψήφισαν για πρώτη φορά στο σύνολό τους στις βουλευτικές εκλογές του 1956.
Από τη σύντομη αυτή ιστορική αναφορά, γίνεται νομίζω σαφές ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και ακόμη ειδικότερα η καθολική ψήφος δεν ήταν ποτέ μία εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, αποτελούσε πάντα μείζον πολιτικό ζήτημα και η εξέλιξή της μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συνδεόταν στενά με αγώνες και διεκδικήσεις.
Το 2001 μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση ο νομοθέτης απέκτησε το δικαίωμα να νομοθετήσει ώστε να ψηφίζουν και οι απόδημοι έλληνες. Όμως δεν το έπραξε τα επόμενα χρόνια. Αδράνεια; Αποφυγή ευθύνης; Έλλειψη συναίνεσης ή αδυναμία απόφασης;
Ορθά θα σκεφτεί κανείς ότι μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι εκλογικές στοχεύσεις. Θα άλλαζε και πόσο το αποτέλεσμα της εκάστοτε εκλογικής αναμέτρησης εάν άλλαζε η σύνθεση του εκλογικού σώματος μέσα από την παροχή ψήφου στου απόδημους έλληνες; Όμως όσο και αν το ερώτημα αυτό φαίνεται ένας δυνατός ισχυρισμός που επισκιάζει όλους τους άλλους, και άλλοι έντονοι προβληματισμοί ήρθαν να προστεθούν. Πόσο «κοντά» ή «μακριά» είναι αυτό το πολιτικό ακροατήριο από τα προβλήματα της χώρας του όταν δεν ζει σε αυτήν; Πώς να απαντηθεί το ερώτημα εάν μπορούν να αποφασίζουν για το μέλλον μιας χώρας άνθρωποι που δεν μένουν πλέον σε αυτήν; Αλλά και πώς να στερήσεις την ψήφο σε έναν έλληνα επειδή ζει στο εξωτερικό;
Το πρόβλημα ήταν και παραμένει πάντα πολυσύνθετο. Συγκεντρώνονται σε αυτό ζητήματα πολιτικά, εκλογικά, συνταγματικά, όπως: τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση του εκλογικού δικαιώματος, η ισοτιμία της ψήφου, η κατανομή των περιφερειών, ο τρόπος της ψηφοφορίας, ζητήματα αναθεώρησης του συντάγματος, αλλά και συνταγματικής τάξης. Αλλά και θέματα συναισθηματικής βαρύτητας, όχι λιγότερο σημαντικά, όπως το συναισθηματικό φορτίο της σχέσης των απόδημων ελλήνων με την πατρίδα, η ύπαρξη και διατήρηση των δεσμών αυτών σε πολλές μορφές και η επιθυμία που εκφραζόταν ως πάγιο αίτημα της ελληνικής ομογένειας για απόκτηση ψήφου.
Οι πρόσφατες διαβουλεύσεις των κομμάτων για το ζήτημα κάνουν την πορεία να μοιάζει για άλλους περισσότερο με «Οδύσσεια» και για άλλους με την εξεύρεση μια «χρυσής τομής». Παρόλα αυτά, η ψήφος των απόδημων ελλήνων παραμένει ένα ισχυρό αίτημα μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά ταυτόχρονα και ένα σύνθετο διακύβευμα μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
***