Κυριακή στους πρόποδες του βουνού Δίκαιος – Φωτο-ρεπορτάζ Ξανθίππη Αγρέλλη

0
3037
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Ο Αυγουστιάτικος ήλιος, λαμπερός όσο ποτέ και η μέρα ζεστή, αλλά όχι αποπνιχτική, αφού το νησί μας το περιβρέχει και το δροσίζει, η Αιγαιοπελαγίτικη θαλασσινή αύρα. Βρέθηκα την Κυριακή, κάτω στους πρόποδες του βουνού Δικαίου. Ο πέτρινος άρχοντας, έχει για κορώνα του το πάλλευκο Εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα.

Χθες το Σάββατο, ήταν η μεγάλη γιορτινή ημέρα της Μεταμόρφωσης του Χριστού. Σήμερα οι Κυριακάτικες πρωινές καμπάνες των Εκκλησιών, ηχούν χαρμόσυνα από όλα τα σημεία του ορίζοντα, στο ορεινό χωριό Ασφενδιού.

Ένα χωριό ερειπωμένο κατά το ήμισυ, αφού το άκαρδο χέρι της μετανάστευσης, αφαίρεσε σχεδόν όλους τους κατοίκους του. Λες και ένας κακός άνεμος φύσηξε και τους σκόρπισε μακριά, στην πικρή ξενιτιά.

Ανηφόρησα ως την Εκκλησία της Κοιμήσεως της Παναγίας, στην παραδοσιακή Ζιά. Οι ευλαβείς προσκυνητές στην ιστορική Ιερά Μονή των Σπονδών, είναι λίγοι. Ο εφημέριος παπά Φίλιππος, αναγιγνώσκει το κατά Ματθαίον Ιερό Ευαγγέλιο. Δυο μεγάλα θαύματα του Χριστού στους δυο τυφλούς και στον κωφάλαλο, φωτίζουν την πορεία και το έργο του θαυματουργού Μεσσία. Οι τυφλοί είδαν το Φως του Ιερού Ευαγγελίου και ο κωφάλαλος άκουσε το κήρυγμα της Αγάπης, της Νέας Εντολής στην Καινή Διαθήκη.

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, γευθήκαμε όλοι στην παρακείμενη ταβέρνα, φιλόξενο πρωινό με καφέ και τσάι. Ο παπά Φίλιππος, με την σεμνότητα που τον διακρίνει, μου επιβεβαιώνει πως στις 21 του Αυγούστου, θα κάνει ποιμαντορική επίσκεψη ο Μητροπολίτης κ. κ Ναθαναήλ στη Ζιά, τιμώντας την Κοίμηση της Παναγίας. Μετά την Θεία Λειτουργία, θα παρουσιαστεί το βιβλίο Θρησκευτικού περιεχομένου, που συνέγραψε ο αεικίνητος εφημέριος. Περιδιαβαίνω τα πέτρινα, στενά δρομάκια της πανέμορφης Ζιάς και συναντώ παντού την γνήσια φιλοξενία και την ομορφιά του χωριού, μέσα στις ανθισμένες αυλές των ασπρισμένων, χαμηλόκτιστων σπιτιών. Μεθυστικά αρώματα με συντροφεύουν, από βασιλικό και δυόσμο, από δενδρολίβανο και μέντα.

Κατηφορίζω ως την γεμάτη πλατεία του χωριού, με δεκάδες τουριστικά μαγαζιά και ταβέρνες με εύγευστα Μεσογειακά πιάτα. Περνάω μέσα από το πυκνό δάσος και μια λύπη με κυριεύει, όταν φωτογραφίζω τα πεθαμένα όρθια δένδρα, χτυπημένα από την γνωστή ασθένεια. Ανεβαίνω να ξεδιψάσω στην Κεφαλόβρυση, εκεί στο Εκκλησάκι της Παναγιάς. Τα άλλοτε γάργαρα και αστείρευτα νερά της Ζιάς είναι περιορισμένα. Περιορισμένη είναι και η βλάστηση και οι θρυλικές καρυδιές. Οι νερόμυλοι που κάποτε άλεθαν το σιτάρι, έγιναν αξιοθέατο για ντόπιους και ξένους.

Αποφασίζω να κατηφορίσω μέχρι την Εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας. Οι λιγοστοί πιστοί, δέχονται την ευλογία του παπά Λεωνίδα, μετά την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ο Βυζαντινός Ιερός Ναός, ανακαινισμένος εσωτερικά και εξωτερικά, αποτελεί το κόσμημα της πλατείας. Παρατηρώ τα γύρω κτήρια, όπως το παλιό λιοτρίβι της οικογένειας Θυμανάκη, το παλιό μπακάλικο του Γιάννη του Κοσσαρή και απέναντι του το παραδοσιακό καφενεδάκι. Αυτό κάποτε συγκέντρωνε δεκάδες θαμώνες, όταν μαζεμένοι γύρω από τα ξύλινα τραπέζια με τις ψάθινες καρέκλες, έπιναν τον βαρύ γλυκύ καφέ τους και κουβέντιαζαν ζωηρά. Κρατώντας στο ένα χέρι το σέρτικο, χύμα τσιγάρο και στο άλλο το κεχριμπαρένιο κομπολόι, συζητούσαν για τα μαξούλια και τη σοδιά τους. Απέναντι το σπίτι του μοναδικού γιατρού του χωριού, του Μιχάλη του Διακομανώλη και πιο πέρα το γραφείο της Χωροφυλακής, με τον ένα και μοναδικό χωροφύλακα, καθώς και τον ένα αγροφύλακα, τον κυρ Μαθιό.

Η φωτογραφική μου μηχανή, συλλαμβάνει το παλιό εξατάξιο Σχολείο. Κάθε του τάξη διηγείται ιστορίες φτώχιας και ανέχειας, της μεταπολεμικής εποχής του 50 και του 60, πριν τα ‘τσέκια’ των μεταναστών, ανακουφίσουν τα έρημα χωριά. Αυτά τα εμβάσματα εξωτερικού, τα έφερνε καθημερινά στο χωριό, στην αρχή με το υποζύγιο και μετά με ένα παλιό θορυβώδες μηχανάκι, ο μικρόσωμος αλλά δραστήριος ταχυδρόμος, ο κ. Τάσος ο Ρήνος. Ανελέητες οι θύμησες που ξαναζωντανεύουν. Εικόνες όπως εκείνη που τα παιδιά στέκονταν στη σειρά, για να τους βάλει ο Πέτρος ο επιστάτης στο τσίγκινο κατσαρολάκι, το γάλα σε σκόνη διαλυμένο στο βραστό νερό. Μαζί το συνόδευε και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί, από τον Αμερικάνικο γκαζοντενεκέ. Όσα παιδιά ήθελαν κάτι παραπάνω, ξεδίπλωναν την υφαντή πετσέτα, όπου είχαν τυλιγμένο το σταρένιο, σπιτικό ψωμί, αλειμμένο με το χοιρινό λίπος, δηλ τη γλίνα. Οι αξέχαστες φιγούρες των δασκάλων, ξαναζωντανεύουν στην αυλή και στο γραφείο του μεγάλου εξατάξιου Σχολείου. Η πρώτη μου δασκάλα η κ. Αθανασία Μαγκαφά. Ο Κλήμης ο Σακελλάρης και η Μαρία η Κορφιά, μαζι με τον Μαήλη τον διευθυντή από την Κάλυμνο. Επίσης η κ. Μαρία η Φορόζη, η κ. Μένη η Κριτσωτάκη, ο Πατούρης, ο Μιχάλης ο Οικονόμου, ο Κώστας ο Μανώλακας και η πρεσβύτερα του παπά Δημήτρη, η Χρυσή Γρύλλη.

Συνεχίζω ανηφορίζοντας και φθάνω στον Ιερό Ναό του Θαυματουργού Ασωμάτου, Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Μια πλήρως ανακαινισμένη, ιστορική Εκκλησία που τα κελιά της άλλοτε είχαν μετατραπεί σε αίθουσες Σχολείου και αργότερα σε γραφεία της Εκκλησίας. Απέναντι δεσπόζει το παπαδόσπιτο, δίπλα στον πανύψηλο πέτρινο πύργο του ‘Μωρέ’, της οικογένειας Χατζημιχάλη. Το παλιό Επισκοπείο, σήμερα είναι πλήρως ανακαινισμένο, με την φιλόκαλη προσπάθεια του Δεσπότη και την ακούραστη φροντίδα του εφημέριου παπά Σακελλάρη.

Πιο πέρα στέκεται το ιστορικό ‘Καζίνο,’ το θρυλικό καφενείο του χωριού, που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να γράφει ιστορία. Λίγο πιο πάνω βλέπω τον σιωπηλό καφενέ του Μεροπάκι. Η πάντα χαμογελαστή και αξέχαστη Μερόπη, ήταν η νεαρά σύζυγος του πρώτου καφετζή, του Θοδωρή του Βησσαρίτη. Κατευθύνομαι και ως το ερειπωμένο χωριό Χαϊχούτες. Η Εκκλησία του Αι Δημήτρη, βρίσκεται εκεί με το αγέρωχο καμπαναριό της, να αγναντεύει τον απέναντι μπλε ορίζοντα. Παντού ερειπωμένα σπίτια, χαμηλά ή διώροφοι πύργοι, κλείνουν την δική τους προσωπική και οικογενειακή ιστορία, εγκατάλειψης και ξενιτεμού. Ανακαλύπτω μια μοναδική όαση δροσιάς, στο οικογενειακό καφενεδάκι του Ηλία Καματερού.

Επιστέφοντας για την πόλη σταματάω για να θαυμάσω την Βυζαντινή Εκκλησία της Γεννήσεως της Παναγιάς, καθισμένη σε ξεχωριστό ύψωμα. Πάντα ο ακούραστος εφημέριος παπά Κυριάκος, μαζί με τους λιγοστούς κατοίκους, κρατάνε ζωντανό το χωριό Λαγούδι.

Πάνω στους φθαρμένους τοίχους από τον καφενέ του αξέχαστου μπάρμπα-Γιάννη Κιάρη, διαβάζω όλες τις μικρές και μεγάλες ιστορίες, του χωριού. Τις διηγούνται τα αγριολούλουδα και η κάπαρη, που ξεφυτρώνουν μέσα από τα λιγοστά χαλάσματα των σπιτιών. Τις τραγουδάνε τα φλύαρα τζιτζίκια της δασύφυλλης μουριάς, σε ένα δικό τους μουσικό κρεσέντο.

Ο δρόμος της επιστροφής αρκετός, μέχρι να φθάσω στο Ζιπάρι και στην Εκκλησία της Αναλήψεως του Χριστού, με τον παπά Γιάννη να ευλογεί τους πιστούς, μοιράζοντας το Κυριακάτικο αντίδωρο. Περνάω μέσα από ασημόχρωμους ελαιώνες και σκόρπιες συκιές, που μου προσφέρουν απλόχερα, μια χούφτα μελωμένα σύκα. Ατέλειωτοι καταπράσινοι αμπελώνες, όπως αυτοί της κ. Μαρίας Τριανταφυλλοπούλου και της οικογένειας Χατζηεμανουήλ, με προσκαλούν να κόψω μερικά αμπελόφυλλα για νόστιμα ντολμαδάκια.

Ναι, και αυτή την Κυριακή θα φτιάξω τα παραδοσιακά νηστίσιμα γιαπράκια, γιατί κρατάω με σεβασμό την παράδοση του τόπου μου, ακόμη και στις διατροφικές μου συνήθειες. Και γιατί είμαι ευχαριστημένη, που ζω σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, όπως τον αποκαλεί και ο Δεσπότης μας, που αυτή την Κυριακή έλειπε σε ποιμαντορική επίσκεψη, στην φιλόξενη γειτονική Νίσυρο.

Ξανθίππη Αγρελλη

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ