Επιστροφή από Ζάκυνθο περνώντας από το μοναδικό Μέγα Σπήλαιο και την Ιστορική Αγία Λαύρα (με τα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού και το ιστορικό λάβαρο της Επανάστασης του 1821), και στην συνέχεια από τον μεγαλοπρεπή ιερό ναό του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα (που πανηγυρίζει σε λίγες μέρες), λίγο πριν την ολοκλήρωση της 6ήμερης προσκυνηματικής εκδρομής της ενορίας Ευαγγελίστριας Ασφενδιού σε Πελοπόννησο και Ζάκυνθο.
Το πρωί θα επισκεφτούν την Παναγία Τρυπητή (Ζωοδόχο Πηγή) στο Αίγιο.
Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου
To καταπληκτικότερο ιερό προσκύνημα της Ορθοδοξίας στην Πελοπόννησο είναι η Ιερά Μονή του Μ. Σπηλαίου, η οποία προκαλεί δέος, καθώς βρίσκεται στη σκιά απόκρημνου βράχου σε υψόμετρο 940 μ. Πήρε το όνομά της από το κάθετο βραχώδες συγκρότημα του Χελμού, επάνω στο οποίο είναι κτισμένη η Μονή. Σήμερα οκταώροφη, υψώνεται «κολλημένη» στο βράχο καθηλώνοντας και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη.
Το καθολικό της Μονής σκαμμένο στο βράχο, είναι ναός σταυροειδής, εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κύριος ναός έχει τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο κ.λ.π.
Στη Μονή του Μ. Σπηλαίου η ψυχή του πιστού αισθάνεται τη μηδαμινότητά της, καθώς εισέρχεται στην κατανυκτική ατμόσφαιρα του ναού μέσα στο κοίλωμα του σπηλαίου.
Ιστορία Μονής
Κατά το Κτιτορικό της Μονής, η ιστορία και η ζωή της Μονής του Μ. Σπηλαίου αρχίζει με το θαυμαστό τρόπο της ανεύρεσης της Ιεράς Εικόνος. Δύο αδελφοί από την Θεσσαλονίκη, Συμεών και Θεόδωρος, διακρινόμενοι για την μόρφωση και την ευσέβειά τους, αφού ασκήθηκαν στα όρη Όλυμπος, Όσσα και Πήλιο, ήλθαν στο Άγιο Όρος για να γνωρίσουν φωτισμένους ησυχαστές και άνδρες της ερήμου. Από εκεί πήγαν στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν όλα τα μέρη που περιπάτησαν οι Θεανδρικοί πόδες του Σωτήρος Χριστού. Στα Ιεροσόλυμα έγιναν ιερείς από τον σπουδαίο επίσκοπο της Αγίας Πόλης Μάξιμον. Εκεί ο καθένας ξεχωριστά είδε την ίδια οπτασία και έλαβαν την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα, να εύρουν την ιστορηθείσα από τον Θεηγόρο Ευαγγελιστή Λουκά ανάγλυφη εικόνα της Παναγίας. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν, στην περιοχή της Ζαχλωρούς, τη βοσκοπούλα Ευφροσύνη το 362 μ.Χ. Όταν την πλησίασαν, η Ευφροσύνη τους προσκύνησε με σεβασμό και ανέφερε τα ονόματά τους. Στη συνέχεια τους οδήγησε στο σπήλαιο, που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερά Εικόνα, τήν οποία είχε ανακαλύψει -προ ολίγου χρόνου – η ίδια – θεία Βουλή-, με την οδηγία ενός τράγου, που πήγαινε στο σπήλαιο για νερό και εξήρχετο με βρεγμένο το γένειό του. Με πολλή χαρά, ευγνωμοσύνη και ευλάβεια, οι μοναχοί Συμεών και Θεόδωρος πήραν την εικόνα έξω από το Σπήλαιο και το εκαθάρισαν από την πυκνή βλάστηση.
Όταν έκαυσαν τα κλαδιά, από την θερμότητα εκτινάχθηκε βίαια ένας δράκοντας προς την έξοδο του Σπηλαίου, ο οποίος δια κεραυνού φονεύθηκε.
Σε ανάμνηση αυτού του θαύματος σώζονταν, μέχρι τελευταία, τα οστά του δράκοντα. Μέσα στο σπήλαιο κατασκεύασαν μικρό Ναό και μερικά μικρά κελιά με την συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου και να ακούσουν τον Θείο Λόγο από τους Θεοκήρυκες Πατέρες Συμεών και Θεόδωρο. Πολλοί από τους ακροατές παρέμεναν για άσκηση. Έτσι, σιγά-σιγά, η Μονή έγινε μία από τις πλέον πολυμονάχους και γνώρισε ακμή και αίγλη. Υπήρξε διά μέσου των αιώνων φάρος της Ορθοδοξίας, έπαλξη του Ελληνισμού, εστία αντίστασης κατά των Τούρκων κατακτητών και άπαρτο φρούριο. Τέσσερις φορές καταστράφηκε από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934, πάντοτε, όμως, διεσώζετο η Αγία Εικόνα με τρόπο θαυμαστό.
Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, επειδή ήταν κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών, δέχτηκε πολλές επιθέσεις, αλλά ποτέ δεν κατακτήθηκε. Είναι γνωστή η υπερήφανη, ηρωική απάντηση του ηγούμενου Δαμασκηνού τον Ιούνιο του 1827 στον Ιμπραήμ. «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον … αν έλθης εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης , δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής … θα είναι εντροπή σου …» και πραγματικά νικήθηκε μετά από επικό αγώνα και την βοήθεια της Παναγίας. Μόνο κατά την κατοχή (Δεκέμβριος 1943) η Μονή λεηλατήθηκε, οι μοναχοί πλήρωσαν τη θηριωδία των Ναζί, ριφθέντες σε απόκρημνο βράχο, όπου και φονεύθηκαν. Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν.
Παρ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, η Μονή του Μ. Σπηλαίου, -όπως το έθνος μας- μετά από κάθε καταστροφή ή πυρκαγιά ανεγειρόταν καλύτερη. Tο 1979 ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής ο μακαριστός Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Θεοδωρόπουλος (+ 24.11.2012). Τότε η Μονή από «ιδιόρρυθμος» έγινε «Κοινόβιος», ώστε απερίσπαστοι οι μοναχοί να υπηρετούν την Παναγία, στην υπηρεσία της οποίας έταξαν τους εαυτούς τους.
Η Ιερά Μονή σήμερα
Το Μέγα Σπήλαιο αποτελεί όαση πνευματική για τους πολυάριθμους προσκυνητές.
Με την βοήθεια της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας, την μέριμνα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών & πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου να ενταχθεί σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα ανακαίνισης και τις επίπονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη πρ. Καλαβρύτων & Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου ετέθη στο πρόγραμμα της Ε.Ε. και από το έτος 2003 άρχισαν οι εργασίες ανακαίνισης της Ιεράς Μονής.
Το έργο ολοκληρώθηκε επιτυχώς το 2013, τα δε εγκαίνια τελέσθηκαν στις 15 Αυγούστου 2013 από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών & πάσης Ελλάδος κ. κ. Ιερώνυμο.
Πνευματικοί Θησαυροί Μονής
Η εικόνα της Παναγίας Μεγαλοσπηλαιωτίσσης: Είναι έργο του Αποστόλου Λουκά. Πιστεύεται ότι μαζί με το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων την χάρισε ο Απ. Λουκάς στο πνευματικό του τέκνο, τον ηγεμόνα της Αχαΐας Θεόφιλο. Εκείνος δε την κληροδότησε στους απογόνους του. Κατά την εποχή των διωγμών, αυτοί την έκρυψαν στο Σπήλαιο. Όταν αυτοί πέθαναν ή φονεύθηκαν διά τον Χριστόν, παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά θαυμαστό τρόπο από την Αγία Ευφροσύνη. Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Φέρει εσθήτα χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί. Το σώμα της είναι εστραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κρατεί το Ευαγγέλιο.
Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερις γωνίες της εικόνας βρίσκονται δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.
Κειμηλιαρχείο της Ιεράς Μονής: Στο Κειμηλιαρχείο της Μονής υπάρχουν πολλά ιερά κειμήλια: σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, διάφοροι σταυροί ευλογίας, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες κ.α. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων από τους αδελφούς Αδραβιδιώτη.
Ιερό Παρεκκλήσιο Αγίων Συμεών, Θεοδώρου και Ευφροσύνης, Κτιτόρων: Στο παρεκκλήσιο των Κτιτόρων Συμεών Θεοδώρου και Ευφροσύνης, υπάρχουν πολλές λειψανοθήκες με Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων, οι τίμιες Κάρες των ιδρυτών της Μονής καθώς και τμήμα του ιερού Λειψάνου του Αγ. Χαραλάμπους (άφθαρτο αριστερό χέρι σε στάση ευλογίας.
Αξιοθέατα
Tο «Τρύπιο Λιθάρι», απ’ όπου διέρχεται το φως του ήλιου, μόνο στις δύο Ισημερίες.
Η βραχώδης περιοχή «κισωτή», από την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1943 γκρέμισαν τους πατέρες της Μονής καθώς και προσκυνητές.
Το ανακαινισμένο φρούριο, που βρίσκεται στην κορυφή του βράχου του Μεγ. Σπηλαίου.
Παραγωγή
Η Ιερά Μονή του Μεγ. Σπηλαίου, παράγει, έξτρα παρθένο έλαιόλαδο, εσπεριδοειδή, και οίνο.
Πανηγύρεις Ιεράς Μονής
Η Ιερά Μονή εορτάζει καί πανηγυρίζει κατά τις εξής ημερομηνίες: Την 15ην Αυγούστου (Κοίμησις Υπεραγίας Θεοτόκου). Την 14ην Σεπτεμβρίου (Ύψωσις Τιμίου Σταυρού). Την 18ην Οκτωβρίου (Εορτή Αγίου Ενδόξου καί Αποστόλου Λουκά καί των Κτιτόρων Συμεών, Θεοδώρου και Ευφροσύνης – τελείται Ιερά Αγρυπνία).
Πρόσβαση
Η πρόσβαση στη Μονή σήμερα είναι εύκολη: στην Εθνική οδό Αθηνών – Πατρών, μετα την Ακράτα στην έξοδο της Πούντας ακολουθούμε το δρόμο προς Καλάβρυτα. Μετά από 25 χιλ. φθάνουμε στη Ιερά Μονή. Επίσης από το Διακοπτό με το εντυπωσιακό τρενάκι, τον οδοντωτό, διασχίζοντας το απείρου κάλλους φαράγγι του Βουραϊκού, φτάνει ο επισκέπτης – προσκυνητής στα Καλάβρυτα και από εκεί με ταξί σε 10′ βρίσκεται στη Ιερά Μονή.
Ωράριο Eπισκέψεων:
Καθ’ όλη την ημέρα εκτός 13.00-14.00 Παρακαλούνται οι ευλαβείς προσκυνητές να: α) εισέρχονται με σεβασμό, τάξη καί ευπρεπώς ενδεδυμένοι στην Ιερά Μονή και β) σέβονται τις ώρες λειτουργίας της Ιεράς Μονής.
Διεύθυνση:
IEPA MONH MEΓAΛOY ΣΠHΛAIOY
250 01 KAΛABPYTA
THΛ.: 26920 22401-23130
FAX: 26920 23035
Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Ο υπάρχον παλαιός Ιερός ναός του Αγίου Ανδρέα οικοδομήθηκε από το 1836 έως το 1843. Κατά το χρονικό διάστημα 1845 έως 1856, ήταν ο μητροπολιτικός ναός της πόλης των Πατρών. Την πρωτοβουλία για την ανέγερση ναού του πολιούχου της πόλης την είχαν 148 πολίτες και την πήραν τον Ιανουάριο του 1835.
Για τον σκοπό αυτό εξέλεξαν επιτροπή από τους: Βενιζέλο Ρούφο, Χρ. Λόντο, Φ. Κωτσάκη, Α. Καλαμογδάρτη, Π. Πατρινού, Μ. Παναγοπούλου, Π. Χαζοπούλου, Χ. Δεσσύλα, Αναγν. Μαργαρίτη, Ανδρ. Φακίρη και Χ. Τζεκρισιάνου. Ο ναός κτίσθηκε σε ρυθμό βασιλικής και είναι έργο του γνωστού αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου από την Θεσσαλονίκη. Οι στην οροφή του ναού ευρισκόμενες αγιογραφίες των πατριαρχών από την παλαιά διαθήκη είναι έργο του Δημητρίου Βυζάντιου, γνωστός και από το βιβλίο του “Βαβυλωνία”. Ο μεγάλος αργυρός πολυέλαιος είναι έργο του Ηπειρώτη Σπυρίδωνα Παπαμόσχου. Το πρώτο καμπαναριό ήταν σε ξύλινους στύλους.
Ας σημειωθεί ότι το 1838 ο Βασιλιάς Όθωνας ήλθε στην Πάτρα και παρακολούθησε τις εργασίες ανέγερσης του ναού, επί τόπου του έργου. Παραπλεύρως του παλαιού ναού υπάρχει ο χώρος του “Αγιάσματος”. Στην πηγή αυτή στους αρχαίους χρόνους ήταν το νερομαντείο της θεάς Δήμητρας και υπήρχε ναός της. Άλλοτε το νερό αυτό σχημάτιζε μικρό ρέμα και χυνόταν στην θάλασσα, όταν η τοπογραφία της περιοχής ήταν διαφορετική. Στις 25 Ιανουαρίου 1901 το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πατρέων με απόφασή του διορίζει επιτροπή για την ανέγερση νέου ναού του Αγίου Ανδρέου. Το 1902 προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για την εκπόνηση της αρχιτεκτονικής μελέτης του ναού. Έλαβαν μέρος αρχιτέκτονες από πολλές χώρες και από την Ελλάδα. Την αξιολόγηση και γνωμοδότηση επί των μελετών έκανε η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βερολίνου στην οποία είχε ανατεθεί η επιλογή αυτή. Προκρίθηκε η μελέτη του γάλλου αρχιτέκτονα Αιμίλιου Ρομπέρ. Υπήρξαν διαμαρτυρίες ότι η μελέτη του ναού δεν προβλέπει Βυζαντινό ρυθμό, δεν προβλέπει ελληνικό τύπο. Τις διαμαρτυρίες αυτές τις διαβάζουμε σε φύλλα της εφημερίδας “Νεολόγος”.
Ο Γ. Λαμπράκης διαμαρτύρεται στο φύλλο της 2 Ιουνίου 1908 και ο Μαν. Χαιρέτης στα φύλλα 7, 8, 11, 18 Ιανουαρίου 1905.Ο άγιος Ανδρέας Ο Ρομπέρ ήλθε στην Πάτρα. Βρήκε την θέση ανέγερσης του ναού περίβλεπτο, εξαιρετική και ζήτησε να μην τροποποιηθούν τα σχέδια του. Το μόνο που τον ενόχλησε, όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα “Νεολόγος”, στα φύλλα 22 – 25 Δεκεμβρίου 1904, ήταν το καμπαναριό που στο μεταξύ είχε κτισθεί μεταξύ των δύο ναών, το οποίο βρήκε εξαμβλωματικό! Προκειμένου να αρχίσει η ανέγερση του ναού επεβλήθη μικρή φορολογία, ποσοστό επί του δημοτικού φόρου για τα εισαγόμενα προϊόντα στο Δήμο. Την 1 Ιουνίου 1908 θεμελιώθηκε ο νέος ναός από τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Είχε διαστάσεις μήκους 55μέτρων, πλάτους 38 μέτρων και προβλεπόταν χωρητικότητα 6.000 ατόμων.
Το 1910 το μαρμάρινο βάθρο του ναού είχε φθάσει τα δύο μέτρα πάνω από το έδαφος, αλλά ο μηχανικός Α. Μεταξάς που ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών είπε ότι το έδαφος δεν είναι σταθερό, ιδιαιτέρως στους σεισμούς. Αυτό είχε σαν αιτία να αποφασισθεί η ανέγερση του ναού δια σκυροκονιάματος. Επειδή όμως ήλθαν οι πόλεμοι η ανέγερση του ναού σταμάτησε και άρχισε πάλι το 1934 με νέα θεμελίωση και κατασκευή του κεντρικού θόλου. Υπήρξαν όμως νέες αντιδράσεις ότι ο ναός δεν ήταν βυζαντινός και ήλθε νέα καθυστέρηση. Στο μεταξύ ήλθε νέος πόλεμος και σταμάτησαν οι εργασίες. Μετά το 1945 έγινε τροποποίηση των σχεδίων, ιδιαιτέρως του θόλου και άρχισαν σιγά σιγά πάλι οι εργασίες. Το 1955 επεβλήθη στον πληθυσμό των Πατρών ελαφρά φορολογία επί του ποσοστού του ηλεκτρικού ρεύματος υπέρ της ανέγερσης του ναού με ενέργειες του τότε μητροπολίτη Θεόκλητου. Ο νέος ναός εγκαινιάσθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1974 από τον μητροπολίτη Νικόδημο, συλλειτουργούντων του αρχιεπισκόπου Αθηνών και άλλων τριάντα αρχιερέων των εκκλησιών της Ελλάδος, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Η κάρα του Αποστόλου Ανδρέα ήλθε από την Ρώμη το 1964. Ο πατρινός δικηγόρος και υμνογράφος Ηλίας Μπογδανόπουλος συνέθεσε σε βυζαντινό ύφος, επιστολή προς τον Πάπα, για λογαριασμό του Δημάρχου Νικολάου Βέτσου. Την πρωτοβουλία είχε ο τότε πρωτοσύγκελος Πατρών Ιερόθεος Τσαντίλης, αργότερα μητροπολίτης Ύδρας, ο οποίος προώθησε την αίτηση της εκκλησίας των Πατρών, που τότε μητροπολίτης ήταν ο Κωνσταντίνος και μάλιστα στο αίτημα συμπαραστάθηκε και ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας.
Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ ανήγγειλε στις 22 Ιουνίου 1964 την απόφαση του να παραχωρήσει την κάρα του Αποστόλου Ανδρέα στην εκκλησία των Πατρών. Φρόντισε να τοποθετηθεί η κάρα στην πρότερη θήκη της, όπου εικονίζεται σε αργυρό ανάγλυφο ο Απόστολος. Παραδόθηκε με τελετές στην Πάτρα στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 παρουσία της πριγκίπισσας Ειρήνης ως εκπροσώπου του Βασιλιά, του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Προέδρου της Βουλής Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα και άλλων επισήμων. Της αντιπροσωπίας της Δυτικής εκκλησίας προήδρευε ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα.
Η κάρα μεταφέρθηκε με ελληνικό αεροπλάνο στον Άραξο και η παραλαβή έγινε στην πλατεία Τριών Συμμάχων ιερουργούντων είκοσι ενός μητροπολιτών.
Αγία Λαύρα: Η ιστορική Μονή των Καλαβρύτων και οι θρύλοι που τη ζώνουν
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ: Η Αγία Λαύρα, η ιστορική Μονή των Καλαβρύτων με μια πορεία 1050 (και πλέον) χρόνων, αποτελεί σήμερα έναν από τους σημαντικότερους θρησκευτικούς προορισμούς της Πελοποννήσου. Οι θρύλοι που τη ζώνουν δημιουργούν ένα πέπλο σεβασμού στο χώρο ο οποίος ερημώθηκε αρκετές φορές, καταστράφηκε, πυρπολήθηκε και ξανά χτίστηκε μέχρι να αποκτήσει τη σημερινή του μορφή.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας 4 χλμ δυτικά των Καλαβρύτων, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 933 μέτρων στους πρόποδες του όρους Βελιά. Θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια στην Πελοπόννησο και ένα μέρος άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία.
Η πορεία του μοναστηριού που έμελλε να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά μουσεία της χώρας
Η Μονή χτίστηκε το 961 μ.Χ. 300 μέτρα μακρύτερα από τη σημερινή θέση της. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια σπηλιά με δυο σειρές τοιχογραφιών, μέρος των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Το σημείο αυτό που ήταν και το πρώτο Καθολικό της Μονής, έχει μείνει στην ιστορία με την ονομασία «Παλαιομάστηρο».
Καταστράφηκε ολοσχερώς το 1585 από φωτιά και για 15 χρόνια δεν ασχολήθηκε κανείς με αυτό το μέρος. Τύχη που έμελλε να αλλάξει από έναν Καλαβρυτινό ράφτη ο οποίος απογοητευμένος από την προσωπική του ζωή και τις απιστίες της συζύγου του (σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις), αποφάσισε να μονάσει και να δώσει ξανά ζωή στη μικρή Μονή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το μοναστήρι μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, άκμασε και αποτέλεσε ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Με τον καιρό να προσαρτήθηκαν στη Μονή άλλα μικρότερα μοναστήρια της περιοχής και ο αριθμός των ενεργών μοναχών έφτασε τους 1000. Αξιόλογη είναι και η περιουσία που απέκτησε η Μονή.
Σταθμός για το χώρο αποτέλεσαν τα Ορλωφικά όπου η Αγία Λαύρα δοκιμάστηκε και αργότερα το πέρασμα του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο όπου τα στρατεύματά του, πυρπόλησαν το μοναστήρι. Οι μοναχοί είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν το χώρο και να σώσουν πολλά από τα ιστορικά κειμήλια.
Η Μονή, χτίστηκε εκ νέου μέχρι ο σεισμός του 1844 να την καταστρέψει ξανά. Λειτούργησε το 1850 αλλά κάηκε το 1943 από τους Γερμανούς που εκτός από υλικές καταστροφές, εκτέλεσαν και όσους από τους μοναχούς δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν.
Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Αγία Λαύρα
Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έγινε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821. Ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία, ευλόγησε τους συγκεντρωμένους επαναστάτες και ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης.
Μελετητές και ιστορικοί όμως, αμφισβητούν τα γεγονότα αυτά. Από τις μαρτυρίες και τα απομνημονεύματα του μητροπολίτη και άλλων οπλαρχηγών της εποχής δεν προκύπτει ξεκάθαρα πως όσα πιστεύουμε σήμερα, συνέβησαν όντως στην Αγία Λαύρα.
Αναφέρεται όμως ξεκάθαρα, πως η Μονή αποτελούσε κέντρο ανεφοδιασμού των στρατοπέδων και χώρος συγκέντρωσης των προεστών και άλλων παραγόντων της Επανάστασης.
Ίσως φταίει η κακή διαχείριση των απομνημονευμάτων πριν τη δημοσίευσή τους ή ακόμη και η κακή μεταφορά των γεγονότων σε συνδυασμό με την ελλιπή πληροφόρηση που στις μέρες μας δεν έχουμε μια σαφή εικόνα για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ίσως πάλι η ανάγκη ενός βαθιά θρησκευόμενου λαού να συνδυάσει τη δίψα για ελευθερία με τα «πιστεύω» του, να βρήκε αποκούμπι στην ιστορική Μονή των Καλαβρύτων.
Όπως και να ‘χει, η Αγία Λαύρα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της ευρύτερης περιοχής των Καλαβρύτων και αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά μουσεία της Ελλάδας.
Ιστορικά κειμήλια και εκθέματα στο μουσείο της Μονής
Το λάβαρο της Επανάστασης του ’21 είναι ένα από τα σπουδαιότερα εκθέματα της Μονής. Ο επιτάφιος του 1754, κεντημένος στη Σμύρνη, όπλα των αγωνιστών του ’21, το Ευαγγέλιο που δώρισε η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ η Μεγάλη, τα χρυσοκέντητα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού και πολλά άλλα ιερά κειμήλια.
Εντύπωση προκαλεί η βιβλιοθήκη με την πλούσια συλλογή εντύπων που φτάνουν τα 3.000 με το παλαιότερο να χρονολογείται από το 1502.