Posted Καινή Διαθήκη
inΜεγάλο προσόν τοῦ ἱστορικοῦ καί τοῦ ἀρχαιολόγου εἶναι νά μπορέσει μέ τό ἔργο του, πέρα ἀπό τήν ἀκρίβεια, νά ἀποδώσει ὅσο πιό παραστατικά καί ἐγγύτερα στήν πραγματικότητα εἶναι δυνατό τίς συνθῆκες ζωῆς, μόρφωσης, ἐκπαίδευσης, ἐργασίας κ.λπ. κάθε ἐποχῆς ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά μπορέσει νά τήν κατανοήσει σέ βάθος καί νά προχωρήσει σέ πιό οὐσιαστική ματιά στήν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων, νά τήν ἑρμηνεύσει αὐθεντικότερα καί πιό ρεαλιστικά, ὅποια καί ἐάν εἶναι αὐτή, νά ἀντιληφθεῖ τίς σχέσεις, τίς ἀντιπαλότητες, τίς ἀδυναμίες, τίς δεσμεύσεις, τίς τάσεις καί τούς περιορισμούς καί πολλά ἄλλα ἀπαραίτητα καί καθοριστικά στοιχεῖα.
Μερικά παραδείγματα ἴσως μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε τί ἐννοῶ.
Διαβάζοντας τήν περικοπή τοῦ διαλόγου τοῦ Χριστοῦ μέ τή γυναῖκα ἀπό τή Σαμάρεια (Ἰω. 4:5-42) δίχως νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας κανένα ἀπό τά στοιχεῖα πού ἀπαραιτήτως τήν συνοδεύουν ἑρμηνευτικά (καί ὄχι μόνο σέ ἐπιστημονικό, ἀλλά κυρίως σέ κηρυκτικό, διδακτικό καί κατηχητικό ἐπίπεδο) πόσα ἀπό αὐτά πού θά διαβάσουμε θά τά κατανοήσουμε στό ὀρθό τους πλαίσιο; Θά ἀντιληφθοῦμε ἄραγε τό μεγαλεῖο τῶν λόγων τοῦ Κυρίου; Ἄν π.χ. δέν γνωρίζουμε τήν προσδοκία τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Μεσσία θά νιώσουμε τόν συγκλονισμό τῆς Σαμαρείτιδας ὅταν ἄκουσε τά λόγια «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλών σοι» (Ἰω. 4:26);
Ὅταν διαβάσουμε τήν περικοπή κατά τήν ὁποία περιγράφεται ἡ ἀποτροπή τοῦ λιθοβολισμοῦ τῆς μοιχαλίδας (Ἰω. 8:3-11) χωρίς νά γνωρίζουμε τόν Νόμο, τήν ἑρμηνεία του ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, τήν ἔννοια τοῦ λιθοβολισμοῦ στόν ἰουδαϊσμό, τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας κ.λπ. θά καταλάβουμε τί ἐννοοῦσε ὁ Κύριος μέ τά λόγια «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος ἐπ᾿ αὐτήν βαλέτω λίθον» (Ἰω. 8:7) ἤ θά νομίσουμε ὅτι ὁ Χριστός τούς προέτρεψε νά τήν λιθοβολήσουν;
Ἀπομονώνοντας τό περιστατικό τοῦ «γογγυσμοῦ» (Πρ. 6:1), χωρίς νά γνωρίζουμε τό πλαίσιο ζωῆς, τήν ἁγιότητα πού ἐπικρατοῦσε ἀνάμεσα στούς πιστούς, τήν ἀγάπη πού ἔδειχναν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, τίς σχέσεις ἑλληνιστῶν καί μή Ἰουδαίων, τήν περιφρόνηση πού οἱ Ἰουδαῖοι ἔνιωθαν γιά τούς προσηλύτους κ.λπ. θά νομίσουμε ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἦταν μιά παρέα ἀνθρώπων πού καυγάδιζαν γύρω ἀπό μερικά τραπέζια γιά τό ποιός θά φάει περισσότερο καί ὅτι ὁ ἕνας στεροῦσε τό φαγητό ἀπό τόν ἄλλο … Αὐτή εἶναι, ὅμως, ἡ ἀλήθεια;
Ἔχοντας στόν νοῦ μας τήν περικοπή πού περιγράφει τή διαφωνία τῶν δύο κορυφαίων ἀποστόλων, τοῦ ἀπ. Πέτρου καί τοῦ ἀπ. Παύλου, στήν Ἀντιόχεια (Γαλ. 2:11-14) τί θα σκεφτοῦμε γιά τίς μεταξύ τους σχέσεις; Ἄν ἐξετάσουμε τό γιατί τό ἔκαναν, τί εἶχε προηγηθεῖ στήν Ἀποστολική Σύνοδο, τί ἐπεδίωκαν τά ὄργανα τοῦ ἰουδαϊσμοῦ κ.ἄ. δέν θά εἴμαστε ὀρθότεροι στήν κρίση μας;
Μέ αὐτό τό σκεπτικό σέ μιά σειρά ἀναρτήσεων θά προσπαθήσω —εἶναι ἀλήθεια ἐντελῶς ἀποσπασματικά— νά παρουσιάσω κάποια στοιχεῖα ἀπό τή ζωή κατά τήν ἀποστολική ἐποχή, μήπως κατανοήσουμε πληρέστερα τόν τρόπο ζωῆς καί δράσης τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τῶν πρώτων Χριστιανῶν.
Ἡ πρώτη ἀνάρτηση θά εἶναι εἰσαγωγική καί σέ αὐτή θά παρουσιάσω μερικές γενικές σκέψεις. Στή δεύτερη πρόκειται νά ἀναφερθῶ σύντομα σέ γενικές διαφορές τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἀπό τή δική μας. Στήν τρίτη θά παρουσιάσω μερικές βασικές διαφορές ἀνάμεσα στήν ἀποστολική καί στή σύγχρονη Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖες συνήθως οὔτε μᾶς περνοῦν ἀπό τό νοῦ ὅταν, γιά παράδειγμα, διαβάζουμε τήν Καινή Διαθήκη. Στήν τέταρτη σκέπτομαι νά ἀναφερθῶ σέ διάφορα θέματα πού προέκυπταν στήν πρώτη Ἐκκλησία καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ πιστοί τά ἀντιμετώπιζαν.
* * *
Ἄς ξεκινήσουμε, λοιπόν, μέ μερικές εἰσαγωγικές σκέψεις.
Ἡ εἰκόνα πού οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε σχηματίσει γιά τή ζωή καί τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα ἀποστολικά χρόνια εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ὁμάδα ἀνθρώπων πού ζοῦσαν εἰδυλλιακή ζωή, μέ ἀκλόνητη πίστη, δίχως προβλήματα στήν καθημερινότητά τους, πέρα ἀπό αὐτά πού τούς προκαλοῦσαν οἱ διῶκτες τους.
Ἡ εἰκόνα αὐτή, πού σέ μεγάλο βαθμό ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἐπιρροή ἐπάνω μας τῆς τέχνης —λογοτεχνίας καί κινηματογράφου κυρίως— ἄν καί ἀναμφίβολα ἔχει πολλά σημαντικά στοιχεῖα ἀλήθειας καί ἀπεικονίζει κάποιες σημαντικές πτυχές τῆς πραγματικότητας, ἴσως ἐξωραΐζει κάπως τά πράγματα, κάτι πού ἐπ᾿ οὐδενί κάνει ἡ Καινή Διαθήκη. Δέν κρύβω ὅτι πρόκειται γιά μία πολύ ἑλκυστική εἰκόνα: εἶναι ἰδανική καί ταιριάζει ὄχι μέ τήν πραγματικότητα, ἀλλά μέ αὐτό πού θά ἐπιθυμούσαμε νά εἶναι πραγματικότητα. Ἴσως μάλιστα, νά μᾶς προσφέρει τό ἐπιθυμητό ἄλλοθι γιά νά ποῦμε «ἄν εἶχα γεννηθεῖ κι ἐγώ τότε θά ζοῦσα μέ ἁγιότητα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι χριστιανοί, ἀλλά τώρα πού ζῶ σέ αὐτή τήν ἐποχή τῆς ἁμαρτίας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀνομίας … ἀναγκάζομαι νά ἀκολουθήσω κι ἐγώ».
Ἡ ζώη, ὅμως, τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, ὅπως εὔκολα διαπιστώνουμε μελετώντας τήν Καινή Διαθήκη, δέν παρουσίαζε ἀποκλειστικά καί μόνο αὐτή τήν εἰδυλλιακή εἰκόνα πού πλάθουμε μέ τόν νοῦ μας, ἀλλά τήν πραγματική μεταφέροντάς μας τήν ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ πού ἦταν παροῦσα σέ κάθε τους βῆμα. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἔχει τήν πρόθεση νά ὡραιοποιήσει ἤ νά ἀλλάξει τήν πραγματικότητα. Δέν πρόκειται γιά λογοτεχνικό δημιούργημα οὔτε γιά ἔργο θρησκευτικῆς φαντασίας. Τό ἀντίθετο μάλιστα! Πρόκειται γιά θεόπνευστο ἔργο πού πατᾶ γερά στήν πραγματικότητα, καί χαρακτηρίζεται ἀπό ἐντυπωσιακή λιτότητα, ὑποδειγματική ἀκρίβεια, ἀνυπέρβλητο σεβασμό στό ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, στόν ἄνθρωπο καί στήν ἀνάγκη του νά σωθεῖ.
Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση δέν φτιάχνει καρικατούρες ἀνθρώπων, πού στά μάτια μας παρουσιάζονται τέλειοι, ἀψεγάδιαστοι (ὅπως πράττουν ὅσοι διαμορφώνουν τήν εἰκόνα πολιτικῶν, ἠθοποιῶν, ἐπιχειρηματιῶν, ἐπιστημόνων, κ.ἄ.) μά ἐν τέλει ἀποδεικνύονται –ἀναπόφευκτα προφανῶς– ἐντελῶς διαφορετικοί, μέ ψεγάδια καί ἀδυναμίες. Μᾶς παρουσιάζει τήν πραγματική ζωή μέ τά προβλήματα, τίς ἀδυναμίες, τίς μικρότητες, τούς ἐγωισμούς. Συνάμα συναντᾶμε τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τόν αὐθορμητισμό, τήν πίστη, ὅπως καί τήν ζωή σ᾿ ἕναν κόσμο πού ὁλοένα ἀλλάζει, μεταμορφώνεται, ἀνακαινίζεται, ἁγιάζεται!
Ἡ Ἐκκλησία, ἕνας ζωντανός ὀργανισμός, ἐκεῖνα τά πρῶτα χρόνια ἀναπτυσσόταν ταχύτατα καί προσπαθοῦσε νά βρεῖ τόν ρυθμό γιά τή μακρά ἱστορική της πορεία. Μετά τά πρῶτα συγκλονιστικά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τίς ἐμφανίσεις Του στούς μαθητές, τήν Πεντηκοστή, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο τοῦ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τή διασπορά τῶν μαθητῶν στίς πόλεις τῆς Παλαιστίνης καί τή μεταστροφή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πρό τῶν πυλῶν τῆς Δαμασκοῦ, τά πράγματα φαίνεται νά ὁμαλοποιοῦνται καί νά βρίσκουν τόν δρόμο τους, μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ποιμένες, ἐν γένει, καί, φυσικά, οἱ πιστοί ἀρχίζουν νά ζοῦν τή ζωή τους, νά ἀσκοῦν τό ἱεραποστολικό ἔργο τους, νά κατηχοῦν τούς γύρω τους, τίς εὐρύτερες οἰκογένειές τους, τούς ἴδιους τούς οἰκείους τους μέσα στήν καθημερινότητα. Ἡ ἐμπειρία αὐτῶν τῶν ἐτῶν μεταφέρεται σέ ᾿μᾶς ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη.
Ἀναμφίβολα, γιά νά ἀντιληφθοῦμε ὀρθά τά δεδομένα πού ἴσχυαν σέ μιά τόσο πρώιμη ἐποχή καί νά κατανοήσουμε τίς σχέσεις καί τήν καθημερινότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν σημαντικές διαφορές μέ τήν σημερινή ἐποχή, ὄχι μόνο στό εἰδωλολατρικό περιβάλλον πού ἀποτελοῦσε τό πλαίσιο ζωῆς καί ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στήν πρακτική, στή λατρεία καί καθημερινότητα κάθε πιστοῦ.
Πηγή: amoustakis.wordpress.com