Όλοι οι φορολογικοί έλεγχοι που έγιναν πλέον της πενταετίας τινάζονται στον αέρα, ενώ την ίδια στιγμή τα έσοδα που προσδοκούσε η κυβέρνηση από τους ελέγχους αυτούς πέφτουν στο κενό
Εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις έκλεισαν σήμερα μετά την δημοσίευση της ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές.
Έτσι, όλοι οι φορολογικοί έλεγχοι που έγιναν πλέον της πενταετίας τινάζονται στον αέρα, ενώ την ίδια στιγμή τα έσοδα που προσδοκούσε η κυβέρνηση από τους ελέγχους αυτούς πέφτουν στο κενό.
Αντισυνταγματική είναι η συνεχής παράταση παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων, έκρινε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με την υπ΄ αριθμ. 1738/2017 απόφασή της, με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Νικολάου.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ ασχολήθηκε με το θέμα της συνταγματικότητας της παραγραφής μετά την υπ΄ αρθμ. 675/2017 απόφαση του Β΄ Τμήματος του ίδιου δικαστηρίου (με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ) που παρέπεμψε το όλο θέμα προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας καταγράφουν στην απόφασή τους το πως πρέπει να προσδιορίζεται η παραγραφή προκειμένου να σταματήσει το κυβερνητικό γαϊτανάκι των αλλεπάλληλων παρατάσεων. Δηλαδή με το που πλησιάζει να λήξη ο χρόνος μίας παραγραφής, αμέσως παρατείνεται και πάλι με νέα νομοθετική ρύθμιση.
Η απόφαση της Ολομέλειας σε γενικές γραμμές κινήθηκε στο πνεύμα της απόφασης του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι εν όψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) «η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προισχυουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά».
Άλλωστε, συνεχίζει το ΣτΕ, «η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα».
Η Ολομέλεια υπογραμμίζει στην επίμαχη απόφασή της ότι οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος (που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου), γιατί παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογικά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσίευσης των σχετικών νόμων ετών».
Με άλλα λόγια οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, του κράτους δικαίου και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, όπως και το άρθρο 78 του Συντάγματος περί φορολογίας.
Σε άλλο σημείο της αποφάσεως αναφέρεται ότι παρατείνεται διαδοχικώς ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου λίγο πριν από την λήξη είτε της αρχικής παραγραφής είτε της προηγούμενης παρατάσεως αυτής ώστε η θεσπιζόμενη με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως κανόνας πενταετής παραγραφή να φαίνεται ότι δεν έχει πλέον σε καμία περίπτωση εφαρμογή για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν κατά τις χρήσεις στις οποίες αφορούν.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.
Ακόμη, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, των οποίων η έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού ημερολογιακού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Τους συμβούλους Επικρατείας τους απασχόλησε η περίπτωση εταιρείας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων στην οποία, μετά από έλεγχο στα εισοδήματά της του έτους 2002, ο προϊστάμενος της Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών ο προϊστάμενος του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων επέβαλε σε βάρος της κύριο φόρο 3.986.826 ευρώ και πρόσθετο φόρο 11.102.850 ευρώ, λόγω ανακριβούς δήλωσης.
Από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ακυρώθηκε το από 13.12.2010 φύλλο ελέγχου φόρου για το εισόδημα του 2002 και το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ παρέπεμψε την υπόθεση προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ για να κριθεί η συνταγματικότητα των νόμων 3513/2005, 3697/2008, 3790/2009 και 3842/2010 ως προς το σκέλος εκείνο που παρέτειναν συνεχώς το χρόνο παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων.