Δημοσίευση από το βιβλίο του Φώτη Θαλασσινού «Θα Μπεις σ’ έναν κόσμο» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Οδός Πανός

1
2267
Δεν μπορείς ν’ αφήσεις από τα χέρια σου αυτό το βιβλίο που σε οδηγεί στον παράξενο κόσμο του Φώτη Θαλασσινού. Πρόσωπα που κατοικούν και βαδίζουν δίπλα μας κι εμείς τα προσπερνάμε ή δεν τα βλέπουμε. Ο συγγραφέας τα μελετάει σαν φυσιοδίφης του 16ου Αιώνα σ’ ένα εργαστήριο όπου τα ομοιώματα είναι εφάμιλλα των υπαρκτών ζωντανών υπάρξεων που υπήρξαν ή που υπάρχουν, και όμως μας φαίνονται αόρατα. Στο δάσος των ψυχών, που χτίζει ο Θαλασσινός, πέφτει βροχή, κάνει κρύο και παράξενα ζώα ή άνθρωποι ψάχνουν στέγη. Γραφή. Ελευθερία. Και αυτό κάνει. Καταγράφει ό,τι φαίνεται, ό,τι βλέπει αυτός, ό,τι παραλείπουμε εμείς, δηλαδή. Οι υπερβολές του είναι οι αρετές του. Η λογοτεχνική του φλέβα, η ελευθερία του – που δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική γλώσσα, παρά μόνο στα 7 προηγούμενα βιβλία του, συναντάμε σπόρους της γραφής του. Είναι βέβαιο πως με το βιβλίο αυτό θα μπείτε σ’ έναν κόσμο όπως στα παλιά λούνα παρκ, στις ειδικές αίθουσες σκιών. Ή κατόπτρων. Των ιδεών.
Γιῶργος Χρονᾶς
Δημοσίευση από το βιβλίο του Φώτη Θαλασσινού «Θα Μπεις σ’ έναν κόσμο» το οποίο κυκλοφορεί  απ’ τις εκδόσεις Οδός Πανός στις 30 Μαΐου 2017 (θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία Ν. Θαλασσινός).

 

Ζυράννα

Και είπε  ο Θεός να γεννηθεί ο πόθος και γεννήθηκε ο πόθος…

Είχε περάσει πολύς καιρός που είχα να την δω σε μια διαπροσωπική , δική μας συνάντηση. Την είχα δει αρκετές φορές και είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες σε διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Παρέμενε πάντα κοκκινομάλλα. Με πολύ λεπτή μύτη και λεπτά χείλη σαν γραμμή- φαντασίωση: για να γράψω πάνω τους τον αγαπημένο μου στίχο απ’ τον Σολωμό, «τα σπλάχνα μου κ’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». Μου τα επέτρεπε αυτά τα παράξενα η Ζυράννα στα κείμενα μου γι’ αυτήν. Ντυμένη στις αποχρώσεις του μωβ, το χρώμα του πένθους σε πολλές χώρες του κόσμου – όχι τυχαία και το χρώμα της Ζυράννας. Πενθηφορούσα –λοιπόν- η φίλη μου έγραφε πάντα σε αγαστή  συνεργασία με τα πνεύματα των παιδιών της άλλης όχθης. Και εννοώ τους πεθαμένους. Θα ξαναγράψω γι’ αυτά (τα παιδιά) σε πιο κάτω παραγράφους. Ονομάζω την Ζυράννα και Μεγάλη Παλαιά. Και την χαρακτηρίζω έτσι  γιατί ξέρω βλέποντας τα πολύχρωμα μάτια της πως αυτά έχουν υπάρξει μάρτυρες των πιο αρχαίων κοσμογονιών και απίστευτων γεγονότων στην ιστορία των ανώνυμων ανθρώπων. Το σκαρί του σώματός της είναι πάντα αδύνατο. Έτσι πρέπει  για τις συλφίδες καλλονές.  Τις νεράιδες και τις μάγισσες. Και η Ζυράννα θαρρώ ήταν μια μάγισσα, μια προφήτισσα και ερημίτισσα. Και ήταν κατεξοχήν το πάθος και ο πόθος μου.

Στα δάχτυλα της είχε περασμένα πολλά δαχτυλίδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις φορούσε δύο δαχτυλίδια σε ένα δάχτυλο. Είχε να κουβαλάει μαζί της πάνω σ’ αυτού του είδους τα κοσμήματα  τους λύκους της , αδιαμφισβήτητα το τοτέμ της, τους νεκρούς της και τις αγαπημένες της λάμψεις, απαυγάσματα από δαχτυλίδια με ψεύτικες πέτρες. Αν την έβλεπες και προσπαθούσες να εικάσεις την ηλικία της, το είχες χάσει το στοίχημα. Η Μεγάλη Παλαιά ήταν απ’ τα γνωστά φαινόμενα τα επονομαζόμενα και ως απροσδιορίστου ηλικίας. Εκείνο που μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα πάνω της ήταν η φωνή της. Δεν ήταν μια φυσιολογική φωνή… Αυτό δεν ήταν φωνή , ήταν χαρμάνι από χροιές κελαηδήματος πουλιών και από χροιές φωνών άλλων πλασμάτων. Μαγικών. Στην μιλιά της Ζυράννας συνωθούνταν το καλλικέλαδο αηδόνι , το επιβλητικό κοράκι, ο θεριακλής καπνιστής, το φάντασμα που ο κλαυθμηρισμός του αντηχεί μέσα στο σπήλαιο που έχει με την παρουσία του στοιχειώσει. Ακούγοντας την φίλη μου έστηνα το αυτί μου περιμένοντάς της να ξεστομίσει τον επόμενο χρησμό της.  Η Ζυράννα χρησμοδοτούσε. Βυθισμένη ολότελα στο λογοτεχνικό της σύμπαν , εφέλκυε απ’ τα βάθη του  τις πιο ωραίες σκηνές, τις πιο σοφά δοσμένες προς ανάγνωση και τις έλεγε προφορικά.

Μια φορά ήμασταν και οι δύο καλεσμένοι να μιλήσουμε σε μια τιμητική βραδιά για τον Γιώργο Χρονά. Ο Γιώργος συγκέντρωσε τις ομιλίες και των υπόλοιπων καλεσμένων και αποφάσισε να τις εκδώσει σ’ ένα καλαίσθητο βιβλίο γεμάτο υπέροχα κείμενα για την ποιητική τέχνη και ζωή του. Μπόρεσα να έρθω από πολύ νωρίς σε επαφή με τον λόγο της Ζυράννας εκείνης της βραδιάς. Τον μελέτησα και θυμήθηκα παλιά πράγματα από τα διαβασμένα βιβλία της και πιο νέα από σκέψεις που εμφιλοχωρούν στο νου της καθώς αυτός μεταλλάσσεται και ωριμάζει διαρκώς. Στην αρχή του κειμένου του κάθε ομιλητή , ο Γιώργος,  θα έβαζε μια φωτογραφία. Μου ζήτησε να επιλέξω εγώ τη φωτογραφία για την Ζυράννα. Έψαξα στο διαδίκτυο αλλά δεν βρήκα αυτή που ήθελα. Ήταν μια καταπληκτική με το φακό να εστιάζει περισσότερο στο μέταλλο στα δάχτυλα  και στον γάτο που είχε πάρει στην αγκαλιά της. Τα δαχτυλίδια της φάνταζαν σαν περικνημίδες από ιππότες. Αυτά τα πράγματα που κάνουμε με τα ρούχα και τα κοσμήματα μας, με τις δερματοστιξίες και τα μαλλιά μας, με την εμφάνιση μας γενικά, τα κάνουμε γιατί πιστεύουμε πως επιδρούν προσαυξητικά στα αποθέματα δύναμής μας. Στην θέληση μας για ζωή.

Η ομιλία της για τον Γιώργο Χρονά ήταν συγκλονιστική. Έστεκε σαν κείμενο ιδεών και στοχασμού και συνάμα  σαν ένα ακόμη ζατελικό λογοτεχνικό διαμάντι. Μιλούσε για τα κοινά χρόνια που πέρασε με τον ποιητή συγκατοικώντας μαζί του και με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας τους στις αρχές του ταραγμένου  εβδομήντα σ’ ένα δωμάτιο στην Οδό Πανός της Πλάκας. Σημείωνε πως ο Γιώργος Χρονάς και πως όλοι οι συγγραφείς και ευρύτερα καλλιτέχνες είμαστε στοιχειωμένοι , κατοικούμαστε και κατοικούμε κόσμους άλλους παράλληλους ή και τέμνοντες του πραγματικού. Ό,τι έλεγε η Ζυράννα τό έλεγε για τον Γιώργο. Εγώ όμως θα πάω πιο βαθιά. Ως τον πυρήνα του συγκεκριμένου κειμένου. Εκεί που οι δοξασίες συναντάνε τις επιστημονικές αλήθειες αυγατίζοντας τις εν ενεργεία παραδόσεις με την χαμένη αδίκως, στιγματισμένη για δεισιδαιμονία, γνώση. Το τυχαίο και η συγχρονικότητα , η χωρίς αιτιότητα στενότατη σχέση μεταξύ δύο γεγονότων. Τα νιάτα ως αλχημικό εργαστήρι των παθών και του έρωτα. Η φαινομενική αταραξία που κρύβει τον εσωτερικό δημιουργικό αναβρασμό. Έγραφε για πολλά πράγματα η Ζυράννα. Για την ανυπομονησία του νέου ανθρώπου που δεν τον διώχνει απ’ τον Παράδεισο αλλά του γνωρίζει νέους καλύτερους απ’ τον γνώριμο.  Για τον πολύ νέο άνθρωπο που αισθάνεται παντοδύναμος. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της για τον τρόπο που έβλεπαν –εκεί στο «σαλόνι» του σπιτιού της Οδού Πανός-  τον Τσαρούχη, τον Κατσαρό και άλλους μεγαλύτερους σε ηλικία που έμπαιναν στο περίφημο δωμάτιο. Τους έβλεπαν σαν αιωνόβιους.

Και μέσα απ’ αυτή την ομιλία της και την έκδοση του βιβλίου και με τις άλλες δικές μας δαιμονίστηκα απ’ τον λογισμό να ξαναδώ προσωπικά την γυναίκα που λατρεύω πάντα…αλλά πια δεν έχω το προνόμιο να την συναντώ.  Δεν την είχα δίπλα μου και πολλές φορές έβγαινα έξω για να την ψάξω. Περπατούσα στις στενωπούς πέριξ της Ερμού. Εκεί που συχνάζαμε άλλοτε,  πίναμε τους καφέδες μας και αναπτύσσαμε τις μνημειώδεις συζητήσεις μας. Η Ζυράννα είχε γίνει η χαμένη Βεατρίκη μου και ήμουν βέβαιος πως θα κινούσα Γη και Ουρανό για να την ξαναβάλω στη ζωή μου. Θυμάμαι σύχναζα πιο πολύ σ’ ένα καφέ στην οδό Ρόμβης.  Είχε τύχει μια φορά από εκείνο το καφέ να την δω να περνάει σε ένα δρόμο πενήντα μέτρα πιο πέρα και η μορφή της ήτανε τόσο συγκλονιστική και μαγικά ξεχωριστή απ’ τις υπόλοιπες που για αρκετό καιρό καθόμουν σ’ εκείνο το ίδιο το καφέ  με την απαντοχή πως αν την ξαναέβλεπα, θα έτρεχα με πόθο να της μιλήσω, να την ρωτούσα τί έγινε και χαθήκαμε και πώς θα ξαναβρισκόμασταν. Πέρασε καιρός και αποκαρδιώθηκα. Δεν μπόρεσα να ξαναδώ τη γυναίκα που κατά πολλούς αποτέλεσε την αιτία για να γράψω ένα απ’ τα καλύτερα δικά μου βιβλία. Δεν έχω να το κρύψω. Όποτε είμαι στο κέντρο της Αθήνας ψάχνω να εντοπίσω μία κινούμενη πολυχρωμία σαν κάποιο πουλί του Παραδείσου. Ξέρω πως τότε θα είναι αυτή. Η Μεγάλη Παλαιά. Η συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη. Η ρωγμή που είναι η ύπαρξη της και εκλύονται από μέσα της τα πιο όμορφα χρώματα και το πιο παρηγορητικό σκοτάδι.

Την είχα δει επίσης στην πρεμιέρα μιας θεατρικής παράστασης. Αλλά μόνο αυτό. Την είδα και χαιρετηθήκαμε από μακριά. Δεν μου έκαναν καλό αυτές οι εμφανίσεις της. Είχα την μούσα μου μπροστά και δεν μπορούσα να πιώ νερό απ’ τις ροές της. Ντράπηκα να την πλησιάσω. Ήμουν φυγόπονος. Ήξερα πως επιθυμούσα πολλή ζεστασιά απ’ την δική της πλευρά και πως αν αποκρινόταν σε κάποιο μου νεύμα θα μετρούσα ψυχαναγκαστικά την θερμότητα στα λόγια της, θα τα έβρισκα ψυχρότερα απ’ το ποθητό και θα έφευγα καταρρακωμένος. Αυτή ήταν η Βεατρίκη μου και εγώ την έβλεπα μέσα απ’ το παραμορφωτικό  πρίσμα  της λατρείας του προσώπου της.

Μια περίοδο αναρριπίστηκε μέσα μου πολύ η επιθυμία να πιώ ξανά καφέ μαζί της.  Ζήτησα όλα τα βιβλία της, μελετούσα στο ίντερνετ τις άπειρες όψεις της και τις αναρίθμητες αναλύσεις του έργου της. Η Ζυράννα διένυε μια ηλικία κατά την οποία η υπόσταση της ταυτιζόταν απόλυτα με τα γραψίματα της. Η σχέση των δυο , Ζυράννας και γραφτών, ήταν σχέση αλληλοπεριχώρησης. Ο ένας φυόταν πάνω στον άλλο χωρίς να υπάρχει πρωταίτιος, χωρίς να υπάρχει κάποια σειρά. Αξεδιάλυτα μπλεγμένοι και οι δυο  γεννοβολούσαν τις καλειδοσκοπικές μορφές τους. Όλα αυτά  τα έκανα για να μπορώ με την φαντασία μου να φτιάχνω μια παρουσία της κοντά μου. Πριν τρία χρόνια είχα πέσει στην θάλασσα με το κινητό μου τηλέφωνο και έχασα τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της. Δεν ενημέρωσα κανένα κοινό γνωστό μας για το συμβάν. Ήταν τα πιο σκοτεινά χρόνια της ζωής μου εκείνα που ακολούθησαν.  Χαθήκαμε κ’ οι δυο. Εγώ και η Ζυράννα.  Μα πια είχα πεισμώσει και ήξερα πως ο νέος αριθμός μου θα έφτανε στην αξιόλογη συγγραφέα.

Θυμάμαι μια άλλη περίοδο που ρωτούσα τον Γιώργο τί του έλεγε η μούσα μου στα τηλέφωνα που τον έπαιρνε. Μια φορά του είχε πει χρόνια πολλά για την γιορτή μου. Μια άλλη φορά του είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για το δικό μου κείμενο στην γνωστή εκδήλωση για τον Γιώργο Χρονά. Χαιρόμουν πολύ που ήξερα έστω και έμμεσα πως η λατρεμένη μου Βεατρίκη, η Ζυράννα, παρακολουθούσε την πορεία μου στον χώρο της λογοτεχνίας. Πάνω απ’ το διαμέρισμα που έμενα, έμενα στο σπίτι του Γιώργου, ζούσε η Νανά. Η Νανά ήταν επιστήθια φίλη της Ζυράννας. Την είχα πετύχει στο ασανσέρ και είχε μιλήσει με καλά σχόλια για το τελευταίο μου τότε βιβλίο. Την πίστευα και γνώριζα καλά πως δεν μου κοινοποιούσε μόνο τη δική της άποψη αλλά και την άλλη. Την άποψη της Ζυράννας. Ήξερα επίσης, με τον κρύφιο τρόπο που μαθαίνουμε καλά τους ανθρώπους μας, σαν ψυχολόγοι ολκής, ότι ο Γιώργος δεν μου έλεγε όσα του μηνούσε  η Ζυράννα για να τα πει σ’ εμένα. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα και με αρκετές φανταστικές επιδαψιλεύσεις λεπτομερειών είχα μια τηλεπαθητική επαφή μ’ αυτήν που ήταν η μεγάλη αναζήτηση της ζωής μου.

Είχε περάσει το πείσμωμα μου να την εντοπίσω. Είχε γίνει διακαής μου πόθος το αντάμωμα μας. Δεν με πείραζε όμως και η προοπτική τα πράγματα να έμεναν ως είχαν.  Ένα πρωί που ξύπνησα καθόμουν και  την σκεφτόμουν. Δεν ήταν μια τυχαία προσήλωση στην αναπόληση της μορφής και του έργου της. Είχα στα χέρια μου όσα άρθρα είχα γράψει γι’ αυτή σε έντυπα και διαδίκτυο. Να σας πω την αλήθεια προσέβλεπα πολύ σ’ αυτό εδώ το κείμενο. Αυτό που διαβάζω και διαβάζετε.  Πίστευα πως θα έφτανε στα χέρια της Ζυράννας και πως θα με καλούσε να μιλήσω για το βιβλίο της που επρόκειτο να κυκλοφορήσει.   Αποφάσισα να εμπλουτίσω τις εμπνεύσεις μου και με πιο παλιές καταγραφές μου για την ίδια.

Βίωνα το φαινόμενο Ζυράννα με πολλούς τρόπους. Η Μεγάλη Παλαιά ήταν η FataMorganaμου.  Η απτή πλαναισθησία μου- είχα τη δύναμη πια να την κάνω ορατή σε οποιοδήποτε πεζόδρομο γύρω από την Ερμού. Είναι οι αγαπημένοι της δρόμοι. Ειδικά οι λιγότερο γνωστοί. Μερικές φορές δεν θέλει να την βλέπουν. Όταν μιλάει με τα παλιά κτήρια των Αθηνών, με τα δέντρα και τα νυχτοπούλια. Νυκτιπόλος από τα γεννοφάσκια της.  Την υλοποιούσα με την δύναμη τη σκέψης μου. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήτανε μόνο κάτι. Ήτανε σαν να δρόσιζες με υγρό σφουγγάρι το διψασμένο στόμα κάποιου ταξιδιώτη της ερήμου.  Είχα γράψει σε παλιές σημειώσεις πως ακόμη και μπροστά μου η Ζυράννα δεν μου άφηνε την δυνατή εντύπωση της παρούσας.   Έμοιαζε με αντικατοπτρισμό θεάς καταχθόνιας. Από την σκιά της Γης προβαλλόταν στην δική μου πραγματικότητα. Έτσι την αντιλαμβανόμουν.

Οι σκέψεις μου για την Ζυράννα την εποχή που δεν ήταν μπορετό να την έχω δίπλα μου, συνέτειναν ασυνείδητα στην ενεργοποίηση μηχανισμών για το οριστικό και αιώνιο ξανασμίξιμο μας.  Διάβαζα ένα κείμενο μου για την Μεγάλη Παλαιά. Ότι γεννήθηκε μια νύχτα που η Σελήνη φανερώθηκε στον ουρανό με την σκοτεινή, αθέατη πλευρά της. Ότι τη μεγάλωσαν λύκοι και ότι η συγγραφέας θυμόταν από την περιπλάνηση της στα άβατα των επιβλητικών αυτών αγριμιών, τους μαστούς που τη θήλασαν και τις γούνες που τη ζέσταναν. Θυμόταν τη βάπτιση της σε παράξενα νερά. Το στέγνωμα σε ανέμους ζεστούς και ομιλητικούς. Ήμουν ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού του Γιώργου Χρονά. Έβλεπα συννεφιασμένο καιρό πάνω απ’ την οθόνη του υπολογιστή, μούχρωμα απόλυτα συγχρονισμένο με τους αναπαλμούς στο σώμα μου. Ήξερα απ’ το Facebookόλους τους φίλους της Ζυράννας απ’ την εποχή της συγκατοίκησης της μαζί  τους στο σπίτι στην Οδό Πανός. Δείλιαζα πάντως να κάνω κάτι για την  επανεκκίνηση της σχέσης μας.  Μέσα στα τρία σκοτεινά μου χρόνια η ζωή μου άλλαξε κατά πολύ. Νέα πρόσωπα , νέες συνήθειες, περισσότερη αφοσίωση στο έργο μου. Αυτή τη φορά ήξερα πως θα βρισκόμασταν σε ασύμπτωτες τροχιές με την παλιά μου φίλη και αρραβωνιαστικιά. Συνέχισα να αφήνω τα πράγματα ως είχαν.

Τόσες πολλές μελέτες για το έργο της Ζυράννας είναι γιατί η αγορά αρέσκεται να κάνει τα μεγάλα έργα τέχνης εμπορεύματα για να μπορούν να ζούνε κι άλλοι μελετώντας τη δουλειά ενός συγγραφέα- στην προκειμένη περίπτωση. Η Ζυράννα είναι μαγεία και η ανάλυση  των γραπτών της  καταλύει τη μαγεία τους. Δεν έχεις πολλά να γράψεις για τα έργα τέχνης. Είναι από μόνα τους αυθύπαρκτα και ανεξιχνίαστα αινίγματα. Η θεωρία ενός θεωρητικού της λογοτεχνίας έχει για εφαλτήριο την από  την αρχή επαλήθευση της. Πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία.   Άποψη που φέρει μέσα της σαν δισυπόστατη δομή το τεχνούργημα και τον  καλλιτέχνη του. Την  επινόηση και το αξίωμα. Προσωπικά θεωρώ πως την ποίηση και την πεζογραφία τις πλησιάζεις μόνο με πυρετώδεις και οιστρηλατημένες γραφές που εκπηγάζουν από  τα αρχικά τους σκιρτήματα. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εδώ, μ’ αυτό το κείμενο.

Μια φορά ήμουν καλεσμένος σε μια παρουσίαση ποιητικής συλλογής ενός γνωστού μου από το Facebookκαλλιτέχνη. Θα πήγαινα μαζί με το Γιώργο Χρονά. Ο Γιώργος μου είπε ότι θα ήταν εκεί και ο Γιώργος Ευσταθίου.  Ήταν ένας ακόμη συγκάτοικος της γνωστής παρέας του σπιτιού στην Οδό Πανός. (Τα κοινοβιακά χρόνια είχαν  σαφέστατα περάσει.)  Είχα σκεφτεί τότε, πως αφού θα ήταν και ο Ευσταθίου εκεί, θα μπορούσε να είναι και η Ζυράννα.  Δεν ήταν όμως. Παραλίγο να την έβλεπα. Προτίμησε να πάει σινεμά αντί να παραβρεθεί στην λογοτεχνική βραδιά. Έμαθα απ’ τον Χρονά πως πολύ σύντομα θα πηγαίναμε στη γιορτή  που θα έκανε αυτή τη φορά ο  Ευσταθίου για ένα δικό του βιβλίο.  Θα είχαμε μαζί μας και την μεγάλη Μούσα μας. Αυτό ήτανε το δικό μου καρδιοχτύπι. Η επανένταξή μου στην ιεροπρεπή αύρα της.

Όταν ήρθε ο καιρός για το βιβλίο του Γιώργου Ευσταθίου ήμουν στην Κω. Μετρούσα το βάθος από τη ζωή στο θάνατο. Αν τέλειωνε το μέτρημα θα τέλειωνε κ’ η ζωή μου. Δεν ξέρω γιατί δεν  κατάφερα να προσηλωθώ στον στόχο μου και οι υπολογισμοί μου διακόπηκαν από την ανάγκη για επιστροφή στην Αθήνα και τις ηδονές της.  Είδα μια φωτογραφία της Λούπας μου και μούσας μου από την πρεμιέρα μιας θεατρικής παράστασης. Τυχαία κάποιος την ανάρτησε στο Facebook. Ήταν ακόμη πιο όμορφη από τότε που την είδα τελευταία φορά. Πήγα κι εγώ θέατρο , επίσης σε πρεμιέρα κάποιας παράστασης γνωστής ηθοποιού. Είχαν μαζευτεί πολλοί διάσημοι άντρες και διάσημες γυναίκες των Αθηνών στο Φουαγιέ. Όλοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα και τα μάτια τους φαίνονταν πιο μαύρα απ’ ότι ήταν. Κατάμαυρη μάσκαρα σκίαζε τα πρόσωπα των υπερηλίκων. Τον φοβήθηκα λίγο όλο αυτό τον εσμό των αμόρφωτων ανθρώπων.  Ένιωθα σαν θνησιμαίο σε κυκλοτερή αγέλη από ύαινες….Και τότε φαντάστηκα πάλι την Μεγάλη Παλαιά να κάνει εμφάνιση με τα λιτά μωβ –αποχρώσεις λαμπερές και σκοτεινές- ρούχα της και  να σκεδάζει τις αδηφάγες μαύρες ακτίνες του σκότους. Έμεινα για αρκετή ώρα μ’ αυτή τη φαντασία στη σκέψη. Με «ξύπνησε» το κουδούνι που καλούσε τους θεατές να καθίσουν στα καθίσματα τους …γλυκιά μου Ζυράννα…

Είχε συννεφιάσει για τα καλά. Απόγευμα Μαρτίου του 2017.  Μόνο Ζυράννα στο μυαλό μου. Ήμουν στο σπίτι του Γιώργου Χρονά  και δείλιασα να του ζητήσω το τηλέφωνο της φίλης μου. Η συννεφιά ήταν υγρή και βοηθούσε την απομόνωση και την παραίτησή μου στην σπηλιά μου των ψυχικών αντηχήσεων. Κάπου μέσα μου σ’ ένα ηφαίστειο εκρήξεων, θορύβων, τσιριχτών εξαρτήσεων, ουρλιαχτών επιθυμιών, αδικαίωτων αιτημάτων- όλα αυτά μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά- διάλεξα να νιώσω τον ανυπόφορο πόνο του επιθανάτιου ρόγχου της σχέσης μου με την μεγάλη συγγραφέα. Και όσα σκέφτηκα μέχρι τώρα για εκείνη ας αναγνωστούν σαν οι απαραίτητες εξιδανικεύσεις  για να μπορέσω να την έχω όσο πιο κοντά μου γινόταν.

Φώτης Θαλασσινός

Η πρώτη δημοσίευση έγινε αποκλειστικά στο http://www.vivlioparousiasi.gr/

Λίγα λόγια για το βιβλίο :

Το όγδοο βιβλίο μου Θα μπεις σ’ έναν κόσμο είναι ένα βιβλίο με ιστορίες. Όλα τα γραπτά των ανθρώπων κρύβουν ιστορίες μέσα τους. Ακόμη και τα πιο επιστημονικά απ’ αυτά. Αν χρησιμοποιούσα τον όρο διήγημα θα περιόριζα ασφυκτικά την δυναμική των κειμένων μου να είναι αυτά που είναι. Λογοτεχνικά, φανταστικές βιογραφίες, ανθρωπιστικά, μαγικές συναντήσεις με ανώνυμους μυστήριους ανθρώπους. Στο βιβλίο μου διατηρείται αναλλοίωτη η λάμψη και το θελξικάρδιο σκότος του κόσμου μας πριν την απομάγευση του. Στο βιβλίο μου ο πόνος δεν εξωραΐζεται και παραμένει σαν ανεπούλωτη πληγή στα μάτια των αναγνωστών του. Οι πληγές είναι αιτήματα προς τον κόσμο για να κάνει κάτι γι’ αυτές και να προοδεύσει. Πολλά λογοτεχνικά βιβλία υπάρχουν για να παρηγορούν , για να λειαίνουν τις αιχμηρές αλήθειες σε πιο εύπεπτες. Υπάρχουν και στο δικό μου βιβλίο τέτοιες συνιστώσες. Υπάρχουν όμως και οι άλλες. Η καταγγελία όλου αυτού του εσμού που περιθωριοποιεί και στιγματίζει. Μετά την καταγγελία ένα βήμα πιο βαθιά υπάρχει το «Ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησε». Υπάρχουν λογοτέχνες που κατορθώνουν να κάνουν αυτό το βήμα, να γνωρίζουν τα άρρητα και τα αόρατα και να προσφέρουν σε κάθε μελαγχολία ένα νηπενθές. Πως όλα δηλαδή γίνονται για κάποιο λόγο. Αυτοί οι σπάνιοι λογοτέχνες αποκαλύπτουν αυτό το λόγο και δίνουν πάτημα στους κατατρεγμένους να σταθούν όρθιοι.

Θα αναφερθώ πέρα από τις παραπάνω σκέψεις μου και σε κάποια από τα κείμενα του βιβλίου μου. Σε μια ιστορία μου μια γυναίκα γίνεται η δική μου Μόργκαν Λε Φέι, η γνωστή μάγισσα και αδερφή του Βασιλιά Αρθούρου. Γίνεται δηλαδή το εξωπραγματικό φυσικό φαινόμενο που είναι ομοούσιο με το πνεύμα της έμπνευσης. Κυνηγάω αυτή τη γυναίκα όπως όλοι μας κυνηγάμε αισθητηριακά σκιρτήματα για να συγκινούμαστε και να έχουμε ερείσματα έργου. Σε μια άλλη ιστορία μια ορκισμένη πολεμίστρια του καλού ισορροπεί με συγκλονιστική δυσκολία μεταξύ ναζιστικών ιδεωδών και αλληλεγγύης. Ο εξτρεμιστικός αναρχισμός είναι βίαιος και δεν μπορεί να ευαγγελίζεται ουτοπικές κοινωνίες μέσα από βίαια βασανιστήρια για τους αντιφρονούντες. Αν καθένας από εμάς ξεχωριστά είχε για βασικό γνώμονα της ζωής του την αγάπη θα είχαμε σωθεί συλλογικά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η συγκεκριμένη τύπισσα , η πολεμίστρια είναι τόσο εθισμένη με την ιδέα της κάθαρσης της κοινωνίας από τους κακούς αυτού του κόσμου που τελικά εγκλωβίζεται στο ρόλο της και φτάνει έως και την ενοχοποίηση των αθώων. Αλλού πιο μέσα στο βιβλίο ασχολούμαι με αλαφροΐσκιωτους, με ψυχωσικούς, με ομοφυλόφιλους, μάγισσες και αγόρια. Ας μην γίνω πιο συγκεκριμένος. Προτιμώ να αφήσω καθαρό το στοίχημα μου για την θετική έκπληξη του αναγνώστη. Εύχομαι σε όλους να απολαύσουν την ανάγνωση του Θα Μπεις Σ’ έναν Κόσμο και να προβληματιστούν πάνω στα θιγόμενα θέματά του.

Φώτης Θαλασσινός.

 

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Στον Φώτη Θαλασσινό βλέπω τον σύγχρονο παγκόσμιο εκπρόσωπο της λογοτεχνικής Κω. Κεφάλαιο που δεν απαξιώνεται ούτε και αναλλώνεται. Φώτη, μας φωτίζεις και έτσι μας απομυθοποιείς…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ