Κυριακή 26 Μαΐου 2024 μνεία της του Παραλύτου θεραπείας στη Βηθεσδά, εορτή Αγίων Αποστόλων Κάρπου και Αλφαίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, χοροστάτησε στον Όρθρο και προεξήρχε της Θείας λειτουργίας στον ΙΝ Γενεσίου Θεοτόκου Καρδάμαινας με συλλειτουργό τον Αρχιερατικό επίστροπο π. Αντώνιο Κασιώτη.
Έψαλλε χορός Ιεροψαλτών υπό τον Πρωτοψάλτη του ΙΝ Σάββα Παναγιώτου, Ηλίας Δανάς, Ευάγγελος Παλούμπης κ.α.
Παρόμτες ήταν μεταξύ άλλων ο άρχων του πατριαρχείου και πρ. Δήμαρχος Θεοδόσης Βαρκάς, ο υπ. Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Παναγιώτης Κουνάκης, ο πρ. Πρόεδρος Καρδάμαινας Νίκος Πόγιας, ο κ. Δήμος Σχουλλής που ήρθε για τις καθιερωμένες του διακοπές από την Αυστραλία κ.α.
Η θεραπεία του παράλυτου στη Βηθεσδά
Μετά από αυτά, ήταν εορτή των Ιουδαίων, και ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα.
Υπάρχει λοιπόν στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατική πύλη μια κολυμπήθρα που επονομάζεται εβραϊκά Βηθεσδά και έχει πέντε στοές.
Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πλήθος οι ασθενείς: τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι, που περίμεναν την κίνηση του νερού.
Γιατί άγγελος Κυρίου κάθε τόσο κατέβαινε στην κολυμπήθρα και ταραζόταν το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που έμπαινε μετά την ταραχή του νερού γινόταν υγιής από οποιοδήποτε νόσημα τότε τον κατείχε.
Ήταν λοιπόν κάποιος άνθρωπος εκεί που είχε τριάντα οχτώ έτη με την ασθένειά του.
Όταν ο Ιησούς είδε αυτόν κατάκοιτο, και επειδή γνώριζε ότι ήδη πολύ χρόνο έχει εκεί, του λέει: «Θέλεις να γίνεις υγιής;»
Του αποκρίθηκε ο ασθενής: «Κύριε, άνθρωπο δεν έχω να με βάλει στην κολυμπήθρα όταν ταραχτεί το νερό. Ενώ λοιπόν εγώ προσπαθώ να έρθω, άλλος κατεβαίνει πριν από εμένα».
Του λέει ο Ιησούς: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».
Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος και πήρε το κρεβάτι του καί περπατούσε. Ήταν τότε Σάββατο εκείνη την ημέρα.
Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στον θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δε σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι σου».
Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εκείνος που με έκανε υγιή, εκείνος μου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».
Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε: Πάρε το και περπάτα;»
Αλλά αυτός που γιατρεύτηκε δεν ήξερε ποιος είναι, γιατί ο Ιησούς ξέφυγε, επειδή υπήρχε πλήθος σ’ εκείνον τον τόπο.
Μετά από αυτά τον βρίσκει ο Ιησούς μέσα στο ναό και του είπε: «Δες, έχεις γίνει υγιής. Μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο».
Έφυγε ο άνθρωπος και ανάγγειλε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι εκείνος που τον έκανε υγιή.
Και γιατί ο Ιησούς αφού άφησε τους άλλους πλησίασε εκείνον που ήταν για τριάντα οχτώ χρόνια ασθενής και γιατί τον ρώτησε αν θέλει να γίνει υγιής; Όχι βέβαια για να μάθει αυτό που ρωτούσε (διότι αυτό ήταν περιττό φυσικά για τον Παντογνώστη Θεό),αλλά για να δείξει την καρτερία του ασθενούς αυτού και για να καταλάβουμε ότι γι’ αυτό άφησε τους άλλους και πήγε σε αυτόν. Τι έκανε ο ασθενής; «Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει(:αποκρίθηκε σε Αυτόν ο ασθενής και είπε: ‘’Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στην κολυμβήθρα αμέσως μόλις αναταραχτούν τα νερά της· και ενώ προσπαθώ να πλησιάσω εγώ μόνος μου, προλαβαίνει άλλος και κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα’’)»[Ιω. 5,7].
Γι’ αυτό ο Χριστός τον ρώτησε: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγιής;)», για να μάθουμε αυτά. Και δεν του είπε «Θέλεις να σε θεραπεύσω;»(διότι ο ασθενής δεν είχε ακόμη καταλάβει ποιος ήταν ο Ιησούς και τι μπορούσε να του προσφέρει), αλλά «Θέλεις να γίνεις υγιής;»[χωρίς δηλαδή, εξαρχής άμεση αναφορά στη δική Του θεραπευτική επενέργεια].
Ήταν εκπληκτική η υπομονή του παραλυτικού, επειδή ήταν παράλυτος για τριανταοκτώ έτη και κάθε έτος είχε την ελπίδα ότι θα απαλλαγεί από την ασθένεια και επέμενε, χωρίς να παραιτείται από την προσπάθειά του· διότι αν όχι τα παρελθόντα, τουλάχιστον τα μέλλοντα δεν ήσαν ικανά, εάν δεν ήταν καρτερικός, να τον απομακρύνουν από τον τόπο αυτόν. Σκέψου, ακόμη, σε παρακαλώ, πόσο έπρεπε να επαγρυπνούν εκεί και οι υπόλοιποι ασθενείς, διότι ο καιρός κατά τον οποίο ταρασσόταν το νερό δεν ήταν φανερός. Και οι μεν χωλοί και ακρωτηριασμένοι μπορούσαν να παρατηρούν, οι τυφλοί όμως πώς έβλεπαν; Ίσως να καταλάβαιναν από τον θόρυβο που γινόταν.
Ας αισθανθούμε ντροπή, αγαπητοί μου, ας αισθανθούμε ντροπή και ας στενάξουμε για την πολλή μας ραθυμία. Για τριανταοκτώ έτη επέμενε εκείνος ο παραλυτικός, χωρίς να πετυχαίνει αυτό που ήθελε, όμως δεν εγκατέλειπε απογοητευμένος την προσπάθεια και δεν απομακρυνόταν από εκεί. Και δεν πετύχαινε τον σκοπό του, όχι από τη δική του αμέλεια, αλλά για το γεγονός ότι παρεμποδιζόταν από τους άλλους και υφίστατο τη βία τους, χωρίς εντούτοις να αδιαφορεί για μια μελλοντική του θεραπεία, έστω και κάτω από τις συνθήκες αυτές. Εμείς όμως εάν επί δέκα μέρες μόνο επιμένουμε να παρακαλούμε για κάτι και δεν το επιτύχουμε, στη συνέχεια αδιαφορούμε να επιδεικνύουμε την ίδια προθυμία και θέρμη στις παρακλήσεις μας. Και πλησίον μεν των συνανθρώπων μας επιμένουμε τόσο πολύ χρόνο, στρατευόμενοι, ταλαιπωρούμενοι και προσφέροντας δουλικώς τις υπηρεσίες μας, χάνοντας πολλές φορές στο τέλος και αυτήν την ελπίδα, πλησίον όμως του Κυρίου μας, από τον Οποίον μπορούμε να επιτύχουμε αμοιβή πολύ μεγαλύτερη από τους κόπους μας, δεν ανεχόμαστε να επιμένουμε με την πρέπουσα προθυμία.