Η εμφάνιση κόντρα στη Δανία που του χάρισε το προσωνύμιο «Φάντομ» – Το Κύπελλο με την Καστοριά – Η μετακίνηση από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό και ο επικός τελικός του 1988 – Κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με τους «Λόρδους»
«Όλοι είμαστε τερματοφύλακες στη ζωή… Όλοι φυλάμε κάτι». Οκτώ λέξεις όλες κι όλες, μα μοιάζουν σαν τη μεγαλύτερη ωδή που έχει ειπωθεί για τους τερματοφύλακες όλου του κόσμου.
Κι έχουν βγει από τα χείλη ενός από τους κορυφαίους που έχουν γνωρίσει τα ελληνικά γήπεδα: Του Νίκου Σαργκάνη ο οποίος σε ηλικία 70 ετών άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή χτυπημένος από την επαράτη νόσο.
Ακόμη όμως και σ’ αυτήν τη μάχη, την πιο σημαντική της ζωής του, δεν φοβήθηκε, δεν σταμάτησε να παλεύει μέχρι την τελευταία στιγμή γιατί έτσι είχε μάθει από μικρός.
Η… τρέλα της στιγμής που τον έκανε τερματοφύλακα
Γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1954 στη Ραφήνα, με την οικογένεια του να… μετακομίζει στα Ιλίσια όταν ήταν 7 χρονών κι εκεί μετά από λίγο ήρθε σε επαφή με το μαγικό κόσμο του ποδοσφαίρου…
Όχι κατευθείαν ως τερματοφύλακας. Αυτό προέκυψε αρκετά αργότερα και ήταν προϊόν του εκνευρισμού του μετά από μια ήττα, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος.
«Ο τερματοφύλακας που είχαμε δεν πήγε καλά σ’ ένα ματς κι από τα νεύρα μου πήγα στον συγχωρεμένο τον προπονητή μου Χρήστο Ρίμπα και του λέω θέλω να παίξω τερματοφύλακας.
’Τρελός είσαι;’, μου είπε και εγώ του απάντησα: Μόνο τρελοί παίζουν τερματοφύλακες. Κι έτσι πήγα και κάθισα κάτω από τα γκολπόστ χωρίς καν να έχω γάντια, αλλά μόνο τη θέληση μου να του αποδείξω ότι μπορώ. Κι όταν τελείωσε το ματς ήμουν σαν… σφαχτό!
Χέρια, πόδια, πρόσωπο ήταν γεμάτα στα αίματα. Κι όταν γύρισα σπίτι και με είδε ο πατέρας μου, μου είπε ‘δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις στο γήπεδο’. Κάτι που μου επανέλαβε την άλλη μέρα το πρωί όταν με ξύπνησε για να πάω στη δουλειά και είδε το ματωμένο από τις πληγές σεντόνι».
Όσοι νομίζουν ότι διάβασαν κάτι λάθος να επαναλάβουμε ότι 14χρονος τότε Σαργκάνης τα πρωινά δούλευε για να βοηθήσει την οικογένεια του, το μεσημέρι έβρισκε τρόπο για να πάει στην προπόνηση και το βράδυ πήγαινε σχολείο.
«Όποιος το ακούει μου λέει ότι ‘δεν γίνεται αυτό’ κι εγώ τους απαντώ ότι με τη θέληση όλα γίνονται. Η δουλειά ήταν ανάγκη για την οικογένεια, η προπόνηση για ψυχαγωγία δική μου και το σχολείο υποχρέωση. Κι αυτό γινόταν για 5-6 χρόνια…»
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια όμως το ταλέντο του είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό και όταν τη σεζόν 1976-1977 με τον ίδιο βασικό ο Ηλυσιακός κατέκτησε την άνοδο στη Β’ Εθνική (χωρίς να δεχθεί γκολ εντός έδρας!) είχε φτάσει η ώρα για το μεγάλο άλμα.
Η Καστοριά, που εκείνη την εποχή ήταν μία από τις καλές ομάδες της περιφέρειας, τον είχε εντοπίσει και τον έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες δίνοντας του την ευκαιρία να συστηθεί και στο κοινό της Α’ Εθνικής. Έπαιξε φυσικά στο ξερό γήπεδο της Καστοριάς.
«Έπαιξα τρία χρόνια και ήταν όλα υπέροχα. Εκπληκτικά παιδιά, μια φανταστική παρέα που έγινε η πρώτη επαρχιακή ομάδα η οποία κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας όταν επικρατήσαμε με 5-2 του Ηρακλή στη Νέα Φιλαδέλφεια».
Η συμφωνία με τον ΠΑΟΚ που έμεινε στη μέση κι ο Ολυμπιακός
Στα 25 του χρόνια ο Σαργκάνης δεν ήταν πλέον ο νεαρός ταλαντούχος, αλλά ένας έτοιμος τερματοφύλακας έτοιμος για το υψηλότερο επίπεδο.
Ο αείμνηστος Γιώργος Παντελάκης, ο πρόεδρος-δημιουργός του μεγάλου ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ‘70, είχε κινηθεί πιο γρήγορα απ’ όλους και συμφώνησε με τους «γουναράδες», αλλά και τον ίδιο τον Σαργκάνη ο οποίος έφυγε για διακοπές στη Σκιάθο ως παίκτης του Δικεφάλου.
«Κατά τη διάρκεια των διακοπών μου με πήραν τηλέφωνο οι άνθρωποι της Καστοριάς και με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε το ενδεχόμενο να παίξω στον Ολυμπιακό. ‘Κολυμπώντας’ τους απάντησα, αλλά τους υπενθύμισα ότι είχαμε δώσει τα χέρια με τον ΠΑΟΚ. ‘Κατέβα το απόγευμα στον Πειραιά να υπογράψεις’ ήταν η απάντηση που μου έδωσαν κι αυτό έκανα… Για μένα ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή της πορείας μου.
Για τον αγώνα που είχα κάνει, την υπομονή, τον τρόπο που διαχειρίστηκα όλες τις προκλήσεις παρά το νεαρό της ηλικίας μου. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να είσαι από πιτσιρικάς οπαδός της ομάδας και να ρωτάνε ‘θέλεις να παίξεις στον Ολυμπιακό;».
Η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό
Στον Ολυμπιακό έμεινε πέντε χρόνια κατακτώντας τίτλους και κερδίζοντας τη θέση του βασικού τερματοφύλακα στην Εθνική ομάδα (θα αναφερθούμε παρακάτω), ωστόσο όταν το πενταετές συμβόλαιο του τελείωσε οι ερυθρόλευκοι, σύμφωνα με τον ίδιο, μάλλον δεν πίστευαν ότι μπορούσε να συνεχίσει στο ίδιο υψηλό επίπεδο και το καλοκαίρι του 1985 φόρεσε τα πράσινα του Παναθηναϊκού (μαζί με τον Νίκο Βαμβακούλα) ακολουθώντας τον δρόμο που είχαν πάρει νωρίτερα οι Γιάννης Κυράστας, Μάικ Γαλάκος.
«Ο Ολυμπιακός μου έκανε προτάσεις οι οποίες δεν με ικανοποιούσαν, δεν ήταν αντάξιες της προσφοράς μου αλλά και των όσων μπορούσα να δώσω. Όταν λοιπόν με προσέγγισε ο Παναθηναϊκός, τα περιθώρια είχαν στενέψει πολύ, σκέφτηκα την οικογένεια μου κι αποφάσισα να απαντήσω θετικά. Πόσο εύκολο ήταν; Καθόλου! Η μεταγραφή αυτή δεν ήτανε καθόλου εύκολη και ειδικότερα εκείνες τις εποχές.
Τότε αν βλέπανε παίκτη του Ολυμπιακού να συζητάει με παίκτη του Παναθηναϊκού αμέσως κυκλοφορούσαν διάφορα περίεργα», είχε εξιστορήσει ο ίδιος για το χρονικό της μεταγραφής στον αιώνιο αντίπαλο για να συμπληρώσει:
«Το μόνο που με διευκόλυνε στην όλη υπόθεση της μεταγραφής μου ήτανε ότι στην Εθνική ομάδα είχα συμπαίκτες πολλά παιδιά του Παναθηναϊκού, με τους οποίους είχα πολύ καλές σχέσεις και ειδικότερα με τον κουμπάρο μου, τον συγχωρεμένο, τον Γιάννη Κυράστα. Αυτό βοήθησε στην προσαρμογή μου, αλλά το ψυχολογικό ήταν πολύ βαρύ. Έμεινα εκεί πέντε χρόνια, τίμησα τη φανέλα με τον καλύτερο τρόπο και έτσι αγαπήθηκα και από τον κόσμο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού».
Ο περίφημος τελικός του 1988 και η απόπειρα δωροδοκίας
Στη μέση της θητείας του στον Παναθηναϊκό, οι πράσινοι έφτασαν στον τελικό του Κυπέλλου όπου αντίπαλος τους ήταν ο Ολυμπιακός σ’ ένα απόλυτο ντέρμπι αιωνίων και στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση Γιώργου Βαρδινογιάννη, Γιώργου Κοσκωτά (που .
Ο τελευταίος είχε εμφανιστεί σαν σίφουνας στα μέσα της προηγούμενης σεζόν κάνοντας 20 μεταγραφές και ονειρευόταν τον πρώτο του ερυθρόλευκο τίτλο.
Ο τελικός είχε ανάψει πολύ πριν τη σέντρα που έγινε το βράδυ της 8ης Μαΐου 1988 μπροστά σε 80.000 φίλους και των δύο ομάδων που είχαν γεμίσει ασφυκτικά το Ολυμπιακό Στάδιο.
Οι φήμες για παράνομες προσεγγίσεις, τρελά πριμ και διάφορες τέτοιες «ομορφιές» έδωσαν άγρια ομορφιά στον αγώνα, ενώ τα όσα έγιναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο τον μετέτρεψαν σε… ροντέο!
Ο ΠΑΟ προηγήθηκε στο 33’ 1-0 με πέναλτι του Σαραβάκου, ο Ολυμπιακός ισοφάρισε επίσης με πέναλτι (που έκανε ο Σαργκάνης) στο 59’ με τον Φούνες και στο 79’ ο Μπατσινίλας άφησε τους πράσινους με 10 παίκτες (χαστούκισε τον Τσαλουχίδη) με το ματς να οδηγείται στην παράταση.
Εκεί στο 96’ ο Βαμβακούλας έπιασε τη μπάλα αψυχολόγητα μέσα στην περιοχή και ο Φούνες διαμόρφωσε το 1-2, ωστόσο στο 102’ ο Χρήστος Δημόπουλος ισοφάρισε σε 2-2 (και πανηγύρισε κάνοντας άσεμνες χειρονομίες προς τους ερυθρόλευκους οπαδούς) για να φτάσουμε στα πέναλτι.
Εκεί ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν ο Νίκος Σαργκάνης. Με δικό του πέναλτι ισοφάρισε σε 2-2, αμέσως μετά απέκρουσε την εκτέλεση του Μηνά Χαντζίδη και με το σκορ στο 4-3 απέκρουσε κι αυτό του Φούνες δίνοντας το Κύπελλο στον Παναθηναϊκό.
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Νίκος Σαργκάνης πέτυχε 6 γκολ στην καριέρα του. Όλα ήταν πέναλτι. Τα τέσσερα ως τερματοφύλακας του Ολυμπιακού και τα άλλα δύο με τον Παναθηναϊκό.
Στα του τελικού ξανά, οι πανηγυρισμοί των πρασίνων ήταν έξαλλοι, και μία από τις πιο δυνατές εικόνες που έχουν μείνει στη μνήμη είναι η αγκαλιά του Γιώργου Βαρδινογιάννη με τον διεθνή τερματοφύλακα ο οποίος βγάζοντας όλη την ένταση (από τις φήμες που είχαν προηγηθεί) του φωνάζει «Πρόεδρε ξέρεις που τους τα… έχωσα».
«Η πίεση που υπήρχε, η ψυχολογική πίεση, δεν θυμάμαι στη ζωή μου να έχω αντιμετωπίσει τέτοια κατάσταση ποτέ. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ήταν δύσκολα με την έννοια ότι τα ντέρμπι είναι ντέρμπι, όπως και να το κάνει.Αλλά αυτό είχε πιάσει φωτιά πολύ νωρίτερα από τον αγώνα. Εκεί θέλει αυτοσυγκέντρωση, θέλει γερά νεύρα, γιατί καταλαβαίνεις ότι και τα συνθήματα από την Κερκίδα πυροδοτούσαν έτσι την κατάσταση. Ήταν ένα πολύ πολύ δύσκολο παιχνίδι, αλλά μ’ αρέσουν τα δύσκολα», είχε πει πριν από λίγα χρόνια στο αφιέρωμα που το είχε ετοιμάσει η Super League.
Ωστόσο σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Σούπερ Γκολ» είχε αποκαλύψει ότι πριν τον τελικό ο Κοσκωτάς (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε διαφύγει στις ΗΠΑ μετά το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει) τον είχε προσεγγίσει προσφέροντας του το αστρονομικό (για την εποχή) ποσό των 170 εκατομμυρίων δραχμών προκειμένου να έχει μειωμένη απόδοση.
Η αυλαία στον Αθηναϊκό
Το καλοκαίρι του 1990 αποχαιρετά τον Παναθηναϊκό και μετακομίζει σε ηλικία 36 ετών στον Αθηναϊκό , όπου η απίθανη παρέα που είχε δημιουργήσει ο Γκερντ Πρόκοπ έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου (έχασε από τον ΠΑΟ) και πήρε ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο με την ομάδα του Βύρωνα να κληρώνεται με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Κανείς δεν πίστευε ότι ο Αθηναϊκός (που έχει το προσωνύμιο Λόδροι) θα μπορούσε να κοντράρει τους «κόκκινους διαβόλους», ωστόσο το πρώτο ματς στη Λεωφόρο έληξε 0-0, το ίδιο σκορ είχαμε στο Ολντ Τράφορντ με τον γερόλυκο Σαργκάνη μετά από τρομερες επεμβάσεις να λυγίζει στην παράταση όπου οι Άγγλοι επικράτησαν με 2-0.
«Και μόνο που μπαίνεις στο Ολντ Τράφορντ και βλέπεις το λάβαρο του Αθηναϊκού είναι σημαντικό. Γιατί εκεί στο μουσείο της Γιουνάιτεντ είναι η ιστορία του ποδοσφαίρου», είχε πει για την τελευταία ευρωπαϊκή του παράσταση που ήταν αντάξια ενός θρύλου.
Και εγένετο… Φάντομ
Σε συλλογικό επίπεδο άφησε το δικό του τεράστιο αποτύπωμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Με την Εθνική ομάδα μπορεί να μην ευτύχησε να πάει σε μια μεγάλη διοργάνωση (το 1980 στο πρώτο μας Euro οι επιλογές ήταν οι Κωνσταντίνου, Πουπάκης και το 1994 στο πρώτο μας Μουντιάλ είχε κρεμάσει τα γάντια του), αλλά άφησε ιστορία με τις εκπληκτικές του εμφανίσεις. Ειδικά στο ντεμπούτο του στην Κοπεγχάγη, εκεί που γεννήθηκε ο μύθος του ελληνικού… φάντομ!
Στις 15 Οκτωβρίου 1980 η Εθνική αντιμετωπίζει τη Δανία στην Κοπεγχάγη και ο Σαργκάνης είναι ο βασικός τερματοφύλακας καθώς ο Λευτέρης Πουπάκης στις προπονήσεις που είχαν προηγηθεί είχε τραυματιστεί στο μηνίσκο.
Ο Αλκέτας Παναγούλιας φτιάχνει ψυχολογικά τον 26χρονο Σαργκάνη ο οποίος σπάει τα νεύρα των Δανών με τις απίθανες επεμβάσεις τους και ο Ντίνος Κούης στο 50’ με εκτέλεση φάουλ πάγωσε κι άλλο το γήπεδο διαμορφώνοντας το 0-1.
Οι Δανοί πίεσαν ασφυκτικά έχασαν ευκαιρίες με κορυφαία αυτήν του μεγάλου σταρ τους Άλαν Σίμονσεν λίγο πριν το φινάλε.
Ο άσος της Γκλάντμπαχ βρέθηκε μόνος του στο ύψος του πέναλτι κι έπιασε το βολέ με τον Σαργκάνη να απογειώνεται και να διώχνει με το ένα χέρι.
«Ο Σεπ Πιόντεκ (προπονητής της Δανίας) μου είπε ότι δεν παίζαμε επί ίσοις όροις καθώς σήμερα είχαμε φέρει μαζί μας ένα ελληνικό… φάντομ», είχε αποκαλύψει στους Έλληνες απεσταλμένους ο Παναγούλιας κι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ένα από τα πλέον πετυχημένα παρατσούκλια που έχει γνωρίσει το ελληνικό ποδόσφαιρο.
«Να είμαστε ρεαλιστές… Δεν πιστεύαμε ότι θα μπορέσουμε να τελειώσει ένα τέτοιο παιχνίδι υπέρ της Ελλάδας. Λίγο οι συγκυρίες, η καλή αμυντική λειτουργία, η δική μου καλή μέρα και το γκολ του Κούη συνετέλεσαν για να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο αποτέλεσμα που νομίζω ότι πρώτη φορά η Ελλάδα είχε κάνει τέτοια νίκη. Εγώ δεν κατάλαβα τι είχε γίνει. Δεν κατάλαβα το μέγεθος της νίκης. Το κατάλαβα όταν επιστρέψαμε στο αεροδρόμιο και μας περίμενε ο κόσμος για να μας σηκώσει στα χέρια…».
Με την Εθνική όμως πρωταγωνίστησε και σ’ ένα ακόμη επικό για την εποχή αποτέλεσμα, καθώς στην προκριματική διαδικασία του Euro 1984 ήταν βασικός (και ανίκητος) στο 0-0 με την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ. Ένα ιστορικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα που δεν είχε κάποιο στόχο, αλλά κόστισε τους Άγγλους τον αποκλεισμό τους από την τελική φάση.
Η επέμβαση που θύμισε Μπανκς
Αυτή ήταν συνοπτικά η ζωή του Νίκου Σαργκάνη. Του παιδιού που έγινε από μια τρέλα της στιγμής τερματοφύλακας και έκανε πραγματικότητα τα πιο… τρέλα όνειρα του. Με στιλ και αρχοντιά ενός τζέντλεμαν, με πάθος και αυταπάρνηση ενός πραγματικού μαχητή.
Κι απ’ όλες τις απίθανες εικόνες που μας είχε χαρίσει εντός γηπέδων, αφήσαμε ως επίλογο την «ελληνική απόκρουση του αιώνα».
Την Πρωταπριλιά του 1984 στο παλιό Γ. Καραϊσκάκης ο Ολυμπιακός υποδέχθηκε τον ΟΦΗ και με το σκορ στο 1-0 (29’ Μητρόπουλος) οι Κρητικοί ετοιμάστηκαν να πανηγυρίσουν την ισοφάριση με τον Βλαστό να πιάνει την κεφαλιά στην κενή εστία. Μόνο που ο Σαργκάνης πρόλαβε από το πρώτο δοκάρι να βρεθεί πίσω και με απίθανο τρόπο να διώξει σε κόρνερ… Δευτερόλεπτα αργότερα ο Θαλής Τσιριμώκος (επιθετικός του ΟΦΗ) πήγε τον αγκάλιασε και τον φίλησε μη πιστεύοντας τι είχε συμβεί. Το ίδιο κι οι οπαδοί στις κερκίδες αλλά κι οι χιλιάδες που είδαν το βράδυ το συγκεκριμένο στιγμιότυπο.
Αφού κρέμασε τα γάντια του συνέχισε μέχρι το τέλος να υπηρετεί το ποδόσφαιρο. Δούλεψε «σκληρά» στις εθνικές ομάδες, ήταν μέλος του επιτελείου της Ολυμπιακής ομάδας του 2004, έφτιαξε τη δική του Ακαδημία τερματοφυλάκων με στόχο να βοηθήσει τα νέα παιδιά και να βγάλει τον νέο Σαργκάνη.
Καλές πτήσεις στον παράδεισο Φάντομ!
Η καριέρα του Νίκου Σαργκάνη
Σεζόν
|
Ομάδα
|
Συμμ.
|
Γκολ
|
69-77
|
Ηλυσιακός
|
89 | – |
77-80
|
Καστοριά | 78 | – |
80-85
|
Ολυμπιακός | 144 | 4 |
85-90
|
Παναθηναϊκός | 85 | 2 |
90-92
|
Αθηναϊκός | 37 | – |
Εθνικές | |||
1972
|
Νέων
|
2
|
–
|
80-91
|
Ανδρών
|
58
|
–
|
Οι τίτλοι που κατέκτησε στην καριέρα του
Πρωταθλήματα: 1980-81, 1981-82, 1982-83 (Ολυμπιακός), 1985-86, 1989-90 (Παναθηναϊκός)
Κύπελλα: 1979-80 (Καστοριά), 1980-81 (Ολυμπιακός), 1985-86, 1987-88, 1988-89 (Παναθηναϊκός)
Πρώτη συμμετοχή στην Α’ Εθνική: Καστοριά –Πιερικός 3-1 στις 11.09.1977
Πρώτο γκολ: Ολυμπιακός – Ηρακλής 3-1 27.01.1985