Πρόκειται για «κιβωτό της Χριστιανοσύνης» αλλά και της ιστορίας των 15 τελευταίων αιώνων – Περιέχει το αρχαιότερο χειρόγραφο της Οδύσσειας
Έρευνα: Γιάννης Παναγιωτακόπουλος
Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την Μονή του Σινά εντείνουν τις ανησυχίες για το μέλλον ενός από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας ιστορίας αλλά και ενός ζωντανού κέντρου της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Αναμένοντας την αποσαφήνιση των επιπτώσεων που θα έχει η απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της αρχαιότερης εν λειτουργία χριστιανικής Μονής, αναλυτές των διεθνών σχέσεων επισημαίνουν ότι σε κάθε περίπτωση η κοινότητα του Σινά μπαίνει σε μία ιδιότυπη ομηρία.
Μεγάλη ανησυχία προκαλείται και για το μέλλον της ιστορικής βιβλιοθήκης της Μονής, η οποία φιλοξένησε ανά τους αιώνες και φιλοξενεί ακόμα κάποια από τα αρχαιότερα χειρόγραφα. Πρόκειται για την δεύτερη, μεγαλύτερης σημασίας βιβλιοθήκη της Χριστιανοσύνης, μετά από αυτή του Βατικανού.
Ο Ιουστινιανός έκτισε μεταξύ των ετών 548-565 μ.Χ. τη Μονή, στο όρος Σινά της Αιγύπτου, στους πρόποδες του όρους του Μωυσέως. Η βιβλιοθήκη της Αγίας Αικατερίνης του Σινά χρονολογείται από την εποχή της κτίσης της Μονής και παραμένει ανέπαφη έως σήμερα, θησαυρίζοντας εξαιρετικά βιβλιακά κειμήλια του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ένα από τα γνωστότερα είναι ο «Σιναϊτικός Κώδικας» ο οποίος μεταφέρθηκε –ευτυχώς- πρόσφατα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου.
O «Σιναϊτικός Κώδικας»
«Το διάσημο χειρόγραφο Codex Sinaiticus, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα, διατηρείται μέχρι σήμερα. Αυτό το χειρόγραφο, μαζί με το Codex Vaticanus, θεωρείται το παλαιότερο αντίγραφο της Αγίας Γραφής (πιστεύεται ότι αυτοί οι δύο κώδικες αποτελούν μέρος των 50 αντιγράφων της Αγίας Γραφής, που αποτέλεσαν παραγγελία του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου για την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη)»(1).
Ο Μ. Κωνσταντίνος παρήγγειλε 50 πολυτελή αντίγραφα της Αγίας Γραφής για να δωρίσει στην πατριαρχική βιβλιοθήκη (2). Η παραγγελία έγινε από το ξακουστό βιβλιογραφικό εργαστήριο της Καισάρειας της Παλαιστίνης, οι δε απαιτήσεις ήταν τόσο υψηλών προδιαγραφών ώστε κάποια απορρίφθηκαν ως κατώτερα. Κάποια από αυτά τα χειρόγραφα ή πιθανώς από εκείνα που τελικώς απορρίφθηκαν, αποτελούν και οι έως σήμερα διασωθέντες κώδικες Codex Sinaiticus και Codex Vaticanus.(3)
Στη βιβλιοθήκη του Σινά βρίσκουμε πλούσιο υλικό μεγάλης ιστορικής αξίας, με παπυρικούς κυλίνδρους, κώδικες, χάρτες, εικόνες κ.ά., που ανά τους αιώνες προστέθηκαν στις συλλογές της. Τόσο ο Ιουστινιανός όσο και πολλοί από τους επόμενους αυτοκράτορες, πατριάρχες και λογίους, δώρισαν στη Μονή σημαντικά χειρόγραφα, τα περισσότερα εκ των οποίων διασώθηκαν με επιμέλεια πολλών αιώνων για να φτάσουν μέχρι τις μέρες μας.
«Στη σιναϊτική βιβλιοθήκη σώζονται περί τα 5000 χειρόγραφα σε μεγάλη ποικιλία γλωσσών (αραβικά, συριακά, γεωργιανά, σλαβικά, μερικά αρμενικά, τρία λατινικά, περσικά, πολωνικά, αιθιοπικά, κοπτικά), την πλειοψηφία των οποίων κατέχουν βεβαίως τα ελληνικά. Τα περισσότερα είναι φυσικά χριστιανικού περιεχομένου, υπάρχουν όμως και αρκετά ποικίλης ύλης της θύραθεν σοφίας: αρχαίων Ελλήνων, ιστορικά, ιατρικά κ.λπ.».
Τα ελληνικά χειρόγραφα χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ποικιλία γραφών, που καλύπτει όλες τις περιόδους εξελίξεως της γραφής από τον 4ο αιώνα.
Κώδικας αραβικὸς παλίμψηστος ΝΕ8, φύλλο 53r: Το νεότερο και ορατὸ με γυμνὸ μάτι κείμενο, μας παρέχει το αρχαιότερο σωζόμενο Ευαγγελιστάριο σε αραβική μετάφραση (τέλη 8ου αἰ.)
Την 25η Μαΐου του 1975, κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών εργασιών μετά από πυρκαγιά στον χώρο της παλαιάς Σκευοφυλακείας, ο τότε Σκευοφύλακας της Μονής αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ανακάλυψε άγνωστη κρύπτη που περιείχε σημαντικότατο πλήθος χειρογράφων. Κατόπιν αιτήσεως της Μονής, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος απέστειλε ειδική ομάδα υπό την ηγεσία του διευθυντή της Παναγιώτη Νικολοπούλου για την ταξινόμηση και συντήρησή τους.
Όπως προέκυψε, επρόκειτο για 36 κομμάτια και 19 σπαράγματα παπύρων, 1148 σώματα κωδίκων εκ των οποίων 305 πλήρεις κώδικες, 20 έντυπα βιβλία και περί τα 200 τεμάχια διαφόρων επιστολών, εγγράφων και καταστίχων, που εκτείνονται χρονολογικώς από τον 4ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Από τους κώδικες, 836 είναι ελληνικοί και οι υπόλοιποι αραβικοί, συριακοί, σλαβικοί, γεωργιανοί, δύο λατινικοί, δύο αιθιοπικοί και ένας εβραϊκός.
Απὸ το αρχαιότερο σωζόμενο αντίγραφο της Κλίμακος
Ανάμεσα στα λεγόμενα «νεοευρεθέντα» χειρόγραφα ξεχωρίζουν οπωσδήποτε τα δώδεκα φύλλα του περίφημου Σιναϊτικού Κώδικος, τμήματα του Ψαλτηρίου που υπεξαίρεσε ο F. Uspenskij κατά τον 19ο αιώνα, τμήματα του Σιναϊτικού σλαβονικού Ευαγγελίου του Βατικανού, τμήματα από το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο της Κλίμακος, τμήμα της Οδύσσειας του 9ου αι., μέρος του οποίου αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη σήμερα γραφή του ομηρικού έπους. (4)
Τμήμα από την αρχαιότερη σωζόμενη σήμερα γραφή του ομηρικού έπους
Σημαντικότατο ρόλο στη διάσωση της βιβλιοθήκης και ολόκληρης της Μονής, ειδικά κατά την ταραγμένη περίοδο του 7ου-8ου μ.Χ. αιώνα, έπαιξε ο σεβασμός που της επέδειξε ο αραβικός κόσμος λόγω της Ιεράς Διαθήκης (Αχτιναμέ) που είχε επικυρώσει κατά την παράδοση ο ίδιος ο Μωάμεθ, για την προστασία της Μονής αλλά και των κοντινών χριστιανικών και εβραϊκών πληθυσμών των πόλεων Αϊλά και Ραϊθώ. (5)
Το πρωτότυπο ειλητάριο του Αχτιναμέ προς την Ιερά Μονή Σινά
Άγνωστο παραμένει αν έχουν μεταφερθεί στη βιβλιοθήκη του Σινά, για λόγους ασφαλείας, χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη της Λαύρας του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα.
Η Μονή του Σινά λειτουργούσε κατά τους Σαββαϊτικούς κανόνες της μοναστικής ζωής, που καθιέρωσε ο Άγιος Σάββας, ο οποίος ίδρυσε τη ομώνυμη μεγάλη Λαύρα του Αγίου Σάββα στην έρημο της Ιερουσαλήμ στις αρχές του 6ου αιώνα. Η Μονή των Ιεροσολύμων τέθηκε επικεφαλής άλλων επτά μοναστηριών της Παλαιστίνης που λειτούργησαν κάτω από το κοινοβιακό «Μοναστικόν Τυπικόν» του Αγίου Σάββα. (6)
«Η μονή του αγίου Σάββα, κατά τον ζ΄ και η΄ αι., φαίνεται ότι διέθετε πλουσία βιβλιοθήκη και καλούς διδασκάλους και κατά συνέπειαν υπήρξε φυτώριον σπουδαίων λογίων ιερωμένων». (7)
Η εισβολή στην Παλαιστίνη του Πέρση Βασιλέα Χορσόη Β΄ το 614 μ.Χ., έδωσε την ευκαιρία σε Άραβες επιδρομείς να λεηλατήσουν άγρια τη Μονή και να κατασφάξουν περίπου 44 μοναχούς, οι οποίοι αργότερα τιμήθηκαν ως μάρτυρες.
Η βιβλιοθήκη και η σχολή της μεγάλης Λαύρας φαίνεται να αναδημιουργείται στη συνέχεια και να λειτουργεί ως το βασικό κέντρο ελληνικών γραμμάτων της Παλαιστίνης, ακόμα και κάτω από την Αραβική Κατάκτηση, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη των σταυροφοριών. (8)
Υπήρξε επί της ουσίας η σχολή εκπαίδευσης των στελεχών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Μοναχοί και μαθητές της υπήρξαν Πατριάρχες των Ιεροσολύμων αλλά και μεγάλοι λόγιοι και Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με πλούσια συγγραφική παραγωγή, όπως οι Ανδρέας Κρήτης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κοσμάς Μελωδός, Στέφανος Σαβαΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μιχαήλ Σύγκελος, Ηλίας Χάραξ κ.ά.
Πολλοί από αυτούς επηρέασαν βαθιά τη Βυζαντινή φιλοσοφία και θεολογία, αλλά και τη βυζαντινή και αραβική αναγέννηση των γραμμάτων και των επιστημών κατά τους 9ο και 10ο μ.Χ. αιώνες.
«Έως το 1834, η βιβλιοθήκη του μοναστηρίου είχε περισσότερα από 1.000 χειρόγραφα. Αν και πολλά έχουν διασκορπιστεί έκτοτε εις διαφόρους ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, μία πλούσια συλλογή εξ αυτών ακόμη υπάρχει εις το Ελληνικόν Πατριαρχείον Ιεροσολύμων.»(9)
Πηγές – Βιβλιογραφία:
1)Από την επίσημη ιστοσελίδα της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά https-://www.sinaimonastery.com.
2)Papademetriou G. C., «The Patriarchal Libraries of Constantinople» The Greek Orthodox Theological Review, 1-4, 2000, σελ. 173.
3)Barbara J. Ilie, «Libraries and Book Culture of the Byzantine Empire». A Master’s Paper for the M.S. in I.S. degree. Advisor: Jerry Saye. University of North Carolina. July 2007, σελ. 14.
4)Από την επίσημη ιστοσελίδα της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά https-://www.sinaimonastery.com.
5)Αθανάσιος Παλιούρας, Ιερά Μονή Σινά, έκδοση της Ιεράς Μονάς Σινά – Ε. Τζαφέρη Α.Ε., Γλυκά Νερά, 1985, σελ. 16.
6) Κυρίλλου Σκιθοπολίτου, Βίος Σάββα, ἔκδ. Ε. Schwartz, Texte und Untersuchungen 49, 2, Leipzig 1939, σελ. 158-159.
7) Soliman Sameh Farouk «Τά Ἑλληνικά Γράμματα εἰς τάς Ἀνατολικάς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου κατά τούς δύο πρώτους αἰώνας τῆς Ἀραβοκρατίας (Ζ’ & Η’)», Ἐθνικόν καί Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, Φιλοσοφική Σχολή, Τμῆμα Φιλολογίας, Τομεύς τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας καί Λαογραφίας, Ἀθήνα 2007, σελ. 118. / Κυρίλλου Σκιθοπολίτου, «Βίος Σάββα», ἔκδ. E. Schwartz, Texte und Untersuchungen 49, 2, Leipzig 1939, σελ. 158-159.
8)Τζούντιθ Χερίν, Η άνοδος και η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α΄, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2017, σελ. 248-249.
9)Soliman Sameh Farouk, αυτόθι, σελ. 127.