«Διαφωνώ», του διακεκριμένου Κώου Σταμάτη Αλαχιώτη | Γράφει ο Βασίλης Πης

0
4169

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΑΧΙΩΤΗΣ  ‘‘ΔΙΑΦΩΝΩ ’’  ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ 2024    


Ομολογώ  τέτοια γλώσσα πρώτη φορά διαβάζω. Και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με τη γλώσσα. Αλλά αυτό δεν κάνει και η καλή λογοτεχνία. Σε ξαφνιάζει και σ’  αφήνει στα ήρεμα νερά της φαντασίας. Η καλή λογοτεχνία ενεργοποιεί την φαντασία μας και μας ταξιδεύει στο χώρο και τον χρόνο που ορίζει ο συγγραφέας.  Όμως η Πολωνή ποιήτρια, Β.  Σιμπόρσκα  σημειώνει  ότι ο  χρόνος περνά «σαν ταχυδρόμος μ’ επείγοντα  νέα»

Δεν ξέρω αν μπορώ να μπω  προσωρινά στη θέση του ήρωα και να βιώσω  ως έναν βαθμό, τις καταστάσεις που περιγράφονται στο βιβλίο. Στα χρόνια της στρατιωτικής Χούντας 1967- 1974,  ήμουν  μικρός  και θυμάμαι αμυδρά εκείνα τα γεγονότα,  και έτσι δεν μπορώ να μιλήσω για εκείνη την εποχή. Μόνο μέσα από τα διαβάσματα.

Όμως είναι  ιδιαίτερη χαρά για μένα να διαβάζω το μυθιστόρημα, χρονικό, αληθινή ιστορία, μαρτυρία, μυθοπλασία,   «Διαφωνώ», του διακεκριμένου Κώου συγγραφέα,  π. Πρύτανη και γενετιστή κ. Σταμάτη Αλαχιώτη, με πλήθος δημοσιευμένων επιστημονικών και λογοτεχνικών βιβλίων.

Όταν το πήρα στα χέρια μου, ξαφνιάστηκα με :

 

Οι γνωστικοί τον θαύμαζαν, οι ξιπασμένοι τσανακογλείφτες τον χλεύαζαν.

Ο άνθρωπος του βιβλίου, μοναχικός, στοχαστής και πραγματιστής συνάμα, βίωσε την τοξική ατμόσφαιρα του χουντικού συστήματος του “Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων”, αγωνίστηκε ενάντια στα λασπερά ένστικτα όσων χαμήλωναν τον άνθρωπο -ονειρεύτηκε ένα ανώτερο κόσμο.

 

Το βιβλίο είναι μια κραυγή  αξιοπρέπειας. Ο ήρωας διαφωνεί με ό,τι είναι ενάντια στην αισθητική του αυτονόητου, με ό,τι μικραίνει  τον άνθρωπο, μας λέει ο συγγραφέας.  Και μας υπενθυμίζει ότι είναι καλό να μην ξεχνάμε να διαφωνούμε με το παράλογο, να σκεφτόμαστε και πώς να ισιώνουμε τον μετέωρο βηματισμό μας. Και νομίζω ότι ο συγγραφέας οφείλει να μιλά τη γλώσσα της αλήθειας,  και το αντίθετο της υποκρισίας, να είναι ειλικρινής με την ιστορία και με τον αναγνώστη, και προπαντός με την εποχή του, όταν προσπαθεί ν’ αναδείξει  μι’ ανθρώπινη ιστορία στα χρόνια της δικτατορίας.

Το βιβλίο  είναι ένας ύμνος για εκείνους τους ανυπότακτους που αντιστάθηκαν με όση δύναμη είχαν , δεν σκιάστηκαν  ενάντια στη  τυραννία, την κακεντρέχεια, στην καταπίεση. Και  που παρά τις δυσκολίες και τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν  παραμένουν  ακλόνητοι στην υπεράσπιση των  αξιών που πρεσβεύουν. Διαφωνούν  με κάθε μορφή αδικίας και καταπίεσης.

Όμως η  λογοτεχνία δεν κρίνει•  Αναρωτιέται, θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Καταγράφει. Ίσως μας βοηθάει να διατηρήσουμε το δικαίωμα ακόμα να ονειρευόμαστε. Ίσως μας  παρέχει περισσότερη ελευθερία και αυτογνωσία. Ίσως ο χρόνος που σπαταλάμε στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου  να μας εξοπλίζει με μία βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των ανθρώπων που ζούνε  γύρω μας.   Ίσως είναι σαν μια ασπίδα.

Τα καλά βιβλία «συνασπίζονται»  για να μας  προφυλάξουν, να μας βοηθήσουν  όχι πώς να  δραπετεύσουμε από τη ζωή,  αλλά πώς να βυθιστούμε σε αυτήν και  να κρατήσουν  ζωντανή την ιστορία, ώστε οι άνθρωποι να μην ξεχνούν.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν διδασκόμαστε πως παλαιότερες γενιές, σε δυσκολότερες συνθήκες, άντεξαν, αντέδρασαν και κέρδισαν στη διαδρομή της ιστορίας.     Αν κάτι δικαιώνει την λογοτεχνία στην ιστορία της είναι η εδραίωση της εγγύτητάς του αναγνώστη με τη  ιστορία  του άλλου. Και αυτή η εγγύτητα αρχίζει και θερμαίνεται, σαν κατσαρόλα με νερό στο μάτι της κουζίνας, από την στιγμή που ο αναγνώστης ανοίγει το βιβλίο. Στην πραγματικότητα συναντιέται ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Και μετά την ανάγνωση να μην αναγνωρίζουμε πια τη φωνή τη δική μας, γιατί είναι μια καινούργια φωνή που μας καλεί να ξαναδιαβάσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.

Ίσως γιατί με την λογοτεχνία, επιβιβαζόμαστε σ’ ένα άγνωστο πλοίο που δεν ξέρουμε πού θα μας ταξιδέψει και αυτό,  είναι μαγεία. Ίσως είναι ένας άλλος τρόπος για να ταξιδεύεις  και η απόδειξη ότι η ζωή δεν μας αρκεί, όπως είχε πει ο Φερνάντο Πεσσόα.

Ίσως έχει το χάρισμα  να βλέπει μακριά• να αφουγκράζεται, να διαισθάνεται  κάποια από αυτά που έρχονται, ή αυτά που έγιναν, ή θα μπορούσαν να γίνουν.  Να διαβάσουμε για αυτά που δεν θα ζήσουμε• ίσως αυτό να είναι η λογοτεχνία: ένα ταξίδι που διαρκώς φεύγεις. Και όταν εμείς φύγουμε  από τη ζωή, εκείνοι οι ήρωες, πεισματικά ακόμα ζούνε και θα έχουν ίσως την ευκαιρία για ένα ακόμη ταξίδι.

Οι χώρες είναι οι άνθρωποι  όχι οι τόποι, μας λέει ο Αντόνιο Ταμπούκι. Και τα βιβλία που σωρεύουμε πάνω στην βιβλιοθήκη μας, στο τραπέζι, το γραφείο, ίσως είναι η προβολή της μνήμης μας μέσα σε αυτούς του χάρτινους τοίχους. Αν τα βιβλία είναι η εξωτερική μνήμη των ανθρώπων όπως μας λένε, τότε η καλή λογοτεχνία είναι αυτή που αυξάνει τις ανησυχίες μας,  αυτή που μας συνταράσσει, αυτή που μας ξεβολεύει και αυτή που μας οδηγεί σε ένα νέο νοητικό ορίζοντα.

      Η τέχνη ίσως εφευρέθηκε για να μας ανακουφίζει όταν βρισκόμαστε, – όπως στην σημερινή εποχή – στο κενό των πραγμάτων,  ίσως δίνει νόημα στην ύπαρξη για να βιώσουμε με λιγότερο οδυνηρό τρόπο την ανθρώπινη πραγματικότητα.   «Πιστεύουμε πως γνωρίζουμε τον κόσμο. Τώρα πρέπει να τον φανταστούμε», γράφει ο Κάρλος Φουέντες. Ίσως αυτή την δυνατότητα μας δίνει η λογοτεχνία.  Είμαστε  ‘‘ νησιά ’’, ένας σκοτεινός  ωκεανός  γύρω μας κι αυτή η υπόσχεση για μια αναλαμπή ευτυχίας μάς κρατάει όρθιους να συνεχίσουμε να ζούμε, όπως ο ήρωας του βιβλίου, ο οποίος παρά  τις ταπεινώσεις και τις απειλές, παραμένει σταθερός στις αξίες του και δεν σκύβει. Κι αυτό νομίζω είναι το μήνυμα  του συγγραφέα.

Η  «μοναξιά είναι ο χρόνος που μοιραστήκαμε με τον κόσμο» μας υπενθυμίζει ο Ocean Vuong.

 

 

Β. Ν.  Πης

Συγγραφέας

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ