Ιω. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: Ζίζυφος ο εδώδιμος (Zizyphus sativa) ή Ζίζυφος ο γιουγιούμπα (Zizyphus jujuba), κοινώς τζιτζυφιά ή τζιτζιφιά
Γράφει ο
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων
Ο Ζίζυφος ο εδώδιμος (Zizyphus sativus) ανήκει στη Συνομοταξία των Αγγειοσπέρμων (Magnoliophyta), στην Ομοταξία των Δικοτυληδόνων (Magnoliopsida), στην τάξη των Ροδωδών (Rosales), στην Οικογένεια των Ραμνοειδών (Ramnaceae), στο Γένος Ζίζυφος (Zizyphus) και στο είδος εδώδιμος (sativus).
Πρόκειται για φυλλοβόλους θάμνους ή μικρά δένδρα (ύψους 4,00 – 10,00 μ.), με συνήθως αγκαθωτά κλαδιά. Η τζιτζυφιά απαντά στις εύκρατες και στις θερμές περιοχές της γης.
Ως προς την ονομασία του φυτού, αυτή προέρχεται από την αραβική λέξη ζιζούφ, η οποία σημαίνει λωτός. Μάλιστα ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι ο λωτός, ο οποίος αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου (Οδύσσεια: ι 92-105), ο οποίος επιχωρίαζε στη χώρα των Λωτοφάγων και ο οποίος ήταν τόσον εύγεστος, ώστε, όσοι επισκέπτες της χώρας αυτής τον εδοκίμαζαν, ελησμονούσαν την πατρίδα των και δεν επέστρεφαν σε αυτήν ποτέ, ήταν ο καρπός της τζιτζυφιάς, δηλ. τα τζίτζυφα.
Τα φύλλα του φυτού αυτού είναι γυαλιστερά-πράσινα, ωοειδή-οξεία (μήκους 0,02-0,07 μ. και πλάτους 0,001-0,003 μ.), με τρεις εμφανείς φλέβες στη βάση αυτών και μία λεπτή, οδοντωτή στο περιθώριο. Τα άνθη του είναι μικρά (πλάτους 0,005 μ.), με πέντε δυσδιάκριτα κιτρινοπράσινα πέταλα.
Ο καρπός της τζιτζυφιάς είναι μία εδώδιμη δρύπη (διαστ.0,015 – 0,03 μ.). Ο καρπός όταν είναι ανώριμος έχει απαλό, πράσινο χρώμα, ως προς τη σύσταση και τη γεύση ομοιάζει με μήλο, η γεύση όμως αυτού έχει χαμηλότερη οξύτητα. Όταν ωριμάζει ο καρπός γίνεται καφέ έως μαύρος και τελικά ζαρωμένος και ομοιάζει με μικρό χουρμά. Υπάρχει ένας μόνον σκληρός πυρήνας, παρόμοιος με ένα κουκούτσι ελιάς, ο οποίος περιέχει δύο σπόρους. Ο καρπός της τζιτζυφιάς συλλέγεται κατά το φθινόπωρο.
Γνωστά είναι περίπου πενήντα (50) είδη, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι τα επόμενα:
1) Ζίζυφος ο εδώδιμος (Zizyphus sativus)
Το είδος αυτό (ύψους 3,00-5,00 μ.) κατάγεται πιθανώς από την Κίνα, αλλά έχει εγκλιματισθεί στις θερμότερες χώρες της νοτίου Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντά ως ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο. Ο κορμός του φέρει κλαδιά ανώμαλα και στρεβλά, με χρώμα σκούρο κοκκινωπό. Τα φύλλα του είναι γυαλιστερά και κυρίως μικρά, βραχύμισχα και στη βάση αυτών φύονται παράφυλλα ακανθωτά. Οι καρποί του είναι δρύπες, ωοειδείς, εδώδιμοι, σαρκώδεις και σκουρόχρωμοι, με έναν πυρήνα.
2) Ζίζυφος ο κεντροφόρος (Zizyphus spina)
Είναι δένδρο ικανού μεγέθους, ιθαγενές της Συρίας και της Αιγύπτου, σπανίως δε απαντά και στην Ελλάδα.
3) Ζίζυφος ο λωτός (Zizyphus lotus)
Πρόκειται για θάμνο ικανού αναστήματος, ο οποίος απαντά ως αυτοφυής σε πολλές περιοχές της γης και στην Ελλάδα τον συναντούμε στις εκτάσεις που εκτείνονται παρά τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο καρπός του είναι αποστρογγυλωμένος κατά το μάλλον ή ήττον, μικρός κατά το μέγεθος, έχει υπόξινη γεύση και είναι εδώδιμος.
4) Ζίζυφος η ζιζυφιά (Zizyphus jujuba)
Πρόκειται για φυτό θαμνώδες ή δενδρώδες, φυλλοβόλο, με ακανθωτά κλαδιά και μπορεί να φθάσει μέχρι και τα δέκα (10,00) μ. Προτιμά ξηρές περιοχές με καλή αποστράγγιση. Αναπτύσσεται αρκετά καλά και σε υγρές περιοχές και υγρά εδάφη. Είναι δένδρο ανθεκτικό στο ψύχος και για να ωριμάσουν οι καρποί του θέλει μακρύ και ζεστό καλοκαίρι.
Η τζιτζυφιά παλαιότερα απαντώταν συχνά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Σήμερα απαντά κυρίως σε κήπους, σε μεμονωμένα δένδρα και συστάδες. Σε πολλές χώρες (π.χ. Κίνα) η τζιτζυφιά καλλιεργείται εντατικά για τους καρπούς της, τα τζίτζυφα, τα οποία καταναλώνονται ωμά και αποξηραμένα. Στην Κίνα τα τζίτζυφα δεν χαίρουν μεγάλης εκτιμήσεως μόνον ως καρποί εδώδιμοι, αλλά εκτιμώνται μεγάλως και για τις φαρμακευτικές των ιδιότητες και χρήσεις.
Τα τζίτζυφα είναι πλούσια σε πολλές βιταμίνες, κυρίως του συμπλέγματος Β. Δηλαδή αποτελούν μία εξαιρετική πηγή βιταμίνης Β 6. Εκατόν (100) γραμμάρια τζίζυφα μας παρέχουν το 20 % της συνιστώμενης ημερησίας πρόσληψης βιταμινών Β 6 και 16 % της βιταμίνης Β 5. Παρέχουν ακόμη βιταμίνη Α και βιταμίνη Β 2 και Β 3.
Επίσης τα τζίτζυφα περιέχουν μεταλλικά στοιχεία. Τα εκατό (100) γραμμάρια τζίτζυφα μας προσφέρουν το 40 % της συνιστώμενης ημερησίως πρόσληψης χαλκού και 16 % καλίου. Αποτελούν επίσης μία καλή πηγή μαγνησίου, σιδήρου, μαγγανίου, ασβεστίου, ψευδαργύρου και φωσφόρου.
Παλαιότερα για την χώρα μας η τζιτζυφιά είχε περιορισμένη καλλιεργητική αξία, επειδή υπήρχε μικρή ζήτηση των καρπών της, ιδιαίτερα σε επίπεδο Λαϊκών Αγορών, αλλά παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως καλλωπιστικό φυτό.
Σήμερα το δένδρο αυτό εμφανίζει ενδιαφέρουσα καλλιεργητική και οικονομική αξία, για τους καταναλωτές εκείνους, οι οποίοι αναζητούν νέες γεύσεις και καρπούς χωρίς χημική επιβάρυνση και με υψηλή θρεπτική και διαιτητική αξία και με φαρμακευτική δράση. Ένεκα των λόγων αυτών υπάρχει τελευταία αυξημένη ζήτηση και ενδιαφέρον για το φυτό αυτό.
Αρχαία Γραμματεία
1) Όμηρος (περίπου 8ος αι. π.Χ.)
Στην Οδύσσεια του Ομήρου (Οδύσσεια: ι 92-105) αναφέρεται ότι ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του επεσκέφθησαν μεταξύ άλλων και το νησί των Λωτοφάγων.
Ορισμένοι σύντροφοι έφαγαν λωτούς, ήτοι τζίτζυφα, με αποτέλεσμα να λησμονήσουν την πατρίδα των και να μην θέλουν να επιστρέψουν σε αυτήν. Ο Οδυσσέας τότε τους υποχρέωσε διά της βίας να επιστρέψουν στο πλοίο των.
«Ουδ΄ άρα Λωτοφάγοι μήδονθ΄ ετάροισιν όλεθρον
ημετέροις, αλλά σφι δόσαν λωτοίο πάσασθαι.
των δ΄ ός τις λωτοίο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
ουκέτ΄απαγγείλαι πάλιν ήθελεν ουδέ νέεσθαι
αλλ΄ αυτού βούλοντο μετ΄ ανδράσι Λωτοφάγοισι
λωτόν ερεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι».
(Όμηρος, Οδύσσεια ι 92-97).
Ήτοι:
«Και οι Λωτοφάγοι δεν μελέτησαν κακό στους συντρόφους μας
κανένα, μοναχά τους έδιναν λωτό ν΄ απογευτούνε.
Μα αν του λωτού το μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
πιά δεν γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ΄ έλεε να διαγείρει.
Το ΄χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτό να γεύεται κι ολότελα το γυρισμό ξεχνούσε».
(Ν. Καζαντζάκης – Ι. Κακριδής, Ομήρου Οδύσσεια ι, 92-97, μετάφραση, Αθήνα 1976, σ. 121).
2) Ορειβάσιος (περίπου 320-400 μ. Χ.)
Σχετικά με τη χρήση των ζιζύφων για θεραπευτικούς σκοπούς βλ. Ορειβάσιος, Σύνοψις 4, 13, 6, 7.
(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001), σ. 144).
Λαϊκή Ιατρική
1) «Εις πάθος ανθρώπου
Χιλόν με το γυμνοκρίθαρον βάλε, σταφίδας χορίς τα κούκουδα και συρικά, ήτοι τζίτζιφα και δαμάσκηνα και φυνίκια 2 ή 3 και βράσετα, βάλε μαστίχη και ζάχαρι γι μέλι, ωσάν βράσουν, να πείνη (ο ασθενής και ιαθήσεται)».
(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001), σ. 143-144.
2) «Περί δροσάτο τζιτζήφων
Έπαρε μίαν κούπαν τζήτζηφα και βάλε νερόν έως δύο ήμισι λαϊνια και ας βράσουν έως να μίνι το ένα λαϊνι και να κολύσουν και τα τζήτζηφα. Και κατευασέτα, να τα σουρόσις και βάλε ζάχαριν ώσι θέλις και βάλετα να ψηθούν, έως να κολά, όταν την πιάνης και κατευασέτο και είνα θαυμαστόν».
(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ.α., σ. 159).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Π. Αναγνωστόπουλος, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τ. 6 (Αθήναι, αν. χρ. εκδ.), σ. 214.
Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 26 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 393.
Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν – Φυτολογικόν Λεξικόν, τ. 4 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 1581-1582, Εκδόσεις ΠΗΓΑΣΟΣ.
Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).
Δ. Ν. Παπαγιαννόπουλος, Ζίζυφος ο κοινός (), ΜΕΕ, τ. ΙΒ ΄(Αθήναι, αν. χρ. εκδ.), σ. 51.
Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).
Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).
Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).
Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).
Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817, Λειψία 1823. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, Αρχαιολόγου, (Αθήναι 2022).—–
J. Pitton de Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700-1702, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειο 2003).
Πηγη: rodiaki.gr/