Η διαδρομή του αμφιλεγόμενου μεγιστάνα ακριβώς 195 χρόνια από τη γέννησή του: κορυφαίος τραπεζίτης και επιχειρηματίας με μυθική περιουσία, χαρακτηρίστηκε ως ο δεύτερος σπουδαιότερος Ελληνας του 19ου αιώνα μετά τον βασιλιά Γεώργιο Α’ – Κατηγορήθηκε για τα Λαυρεωτικά και την πτώχευση του 1893, αλλά άφησε ολόκληρη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος
Επιτομή -μάλλον το χαρακτηριστικότερο ελληνικό παράδειγμα- του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, ο οποίος αρνήθηκε τα σχέδια του γιατρού πατέρα του να τον διαδεχθεί στο επάγγελμα. Eφτιαξε σε ελάχιστο χρόνο μια μυθική περιουσία χρησιμοποιώντας, κατά πολλούς, κάθε θεμιτό, αλλά και αθέμιτο μέσο. Κάτι που τον έθεσε στο στόχαστρο της αυστηρότερης κριτικής. Ο ίδιος όμως ήταν που δώρισε ολόκληρη την περιουσία του στο κράτος και την ελληνική κοινωνία. Μέρος της οποίας μάλιστα ξεκίνησε να αξιοποιείται ενώ ήταν ακόμη εν ζωή, και το μεγαλύτερο μετά θάνατον. Με την αποφασιστική συμβολή της συζύγου του, Ιφιγένειας. Μάλιστα, το αποτύπωμα της πολυεπίπεδης και πολυδάπανης κοινωνικής προσφοράς του είναι απολύτως ορατό ακόμα και σήμερα σε πολλά σημεία της Αθήνας και πέραν αυτής.
Κατηγορήθηκε ανελέητα ότι υπήρξε ένας σκληρός κερδοσκόπος δανειστής της Ελλάδος, επίσης ότι στον βωμό του χρήματος οδήγησε τους χιλιάδες μικρομετόχους της εταιρείας μεταλλείων του Λαυρίου μέσα από μια μεθοδευμένη χρηματιστηριακή φούσκα σε οικονομική καταστροφή, ακόμη και ότι εξώθησε τη χώρα στην πτώχευση του 1893. Από την άλλη, ουδείς μπόρεσε να αμφισβητήσει τη δράση του ως ευεργέτη. Εθνικός ευεργέτης. Πολλοί βεβαίως απέδωσαν τις σπουδαίες δωρεές του σε μια προσπάθεια ακριβώς για να θολώσει τα νερά. Μίλησαν για «προπέτασμα καπνού» με ευεργεσίες για να καλύψει το ότι στην προσπάθεια να αυξήσει τον πλούτο του «πατούσε επί πτωμάτων».
Το ξεκίνημα
Ο Ανδρέας Συγγρός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από 195 ακριβώς χρόνια, στις 12 Οκτωβρίου 1830. Οι γονείς του, Δομένικος και Νικολέτα, ήταν από το Λιθί της Χίου, παντρεύτηκαν το 1820, έζησαν τη φρίκη της σφαγής του νησιού το 1822, αλλά γλίτωσαν. Μετά από περιπλανήσεις σε Τήνο, Μύκονο και Κωνσταντινούπολη, καθώς ο Δομένικος Τσιγγρός ήταν επιφανής γιατρός με σπουδές στην Πίζα, επέστρεψαν στην Ανδρο το 1834.

Τα δύο παιδιά τους, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας, φοίτησαν στην ξακουστή τότε Σχολή του Θεόφιλου Καΐρη και μετέπειτα, όταν αυτή έκλεισε, στο Σχολαρχείο της Ερμούπολης της Σύρου. Ηταν ο καθοριστικός σταθμός για τη μετέπειτα πορεία του Ανδρέα. Αντί να συνεχίσει τις σπουδές του, εντάχθηκε το 1845 ως μαθητευόμενος υπάλληλος στην επιχείρηση του Θεόδωρου Ροδοκανάκη και τρεις μήνες αργότερα ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις 15 ετών. Εκεί έπιασε δουλειά στην επιχείρηση ενός μεγαλέμπορου υφασμάτων και μεταξιού, του Νικόλαου Δαμιανού, ως «τρίτος γραμματικός». Σύντομα, με το ταλέντο και τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του κέρδισε την εμπιστοσύνη του εργοδότη του. Τόσο, ώστε όταν ο προϊστάμενός του παραιτήθηκε, το 1847, ο Δαμιανός τον όρισε στη θέση του. Και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση της εταιρείας, μόλις 19 ετών, καθώς ο Δαμιανός αρρώστησε βαριά και πέθανε.
Ηταν το «διαβατήριο» για την εισχώρησή του στην κυρίαρχη τότε τάξη των μεγαλεμπόρων, τραπεζιτών και όλων των τότε ισχυρών του χρήματος της Πόλης.
Οι πρώτες του επιτυχίες αφορούσαν λίαν κερδοφόρες ναυλώσεις πλοίων για μεταφορά προαγορασμένων σε χαμηλές τιμές προϊόντων. Με δύο από αυτές τριπλασίασε την περιουσία του. Το 1855 αγόρασε το 4% της επιχείρησης Ε.Μ. Βούρος και Σία. Επέκτεινε τις δραστηριότητές του παίρνοντας κρατικές προμήθειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1857 προχώρησε σε εξαγωγές μεταξιού από Μικρά Ασία, Θράκη και Θεσσαλία στη Γαλλία. Κέρδος για την εταιρεία του πάνω από 1 εκατ. φράγκα. Το 1861 ίδρυσε νέα εταιρεία, τη Συγγρός, Κορωνιός και Σία. Διέθετε πλέον μεγάλη ρευστότητα. Ετσι, ξεκίνησε να δανείζει το τουρκικό κράτος με υπέρογκους τόκους, εκμεταλλευόμενος την άμεση ανάγκη του για χρήμα.
Το 1867 ο Συγγρός ταξίδεψε στην Αθήνα. Γνώρισε τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Χαρίλαο Τρικούπη, αλλά κυρίως τον ίδιο τον βασιλιά Γεώργιο Α’ και πλήθος άλλων παραγόντων. Ετσι, δύο χρόνια αργότερα, επί πρωθυπουργίας Θρασύβουλου Ζαΐμη, όταν το Ελληνικό Δημόσιο βρέθηκε σε δημοσιονομικό αδιέξοδο, προσέφυγε στον Συγγρό για δανεισμό. Και εκείνος μέσω της εταιρείας του ανταποκρίθηκε προσφέροντας ως πρώτη δόση 6 εκατ. δραχμές. Ιδρυσε επίσης την Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, μέσω της οποίας συνέχισε τον δανεισμό του παραπαίοντος τουρκικού κράτους, με πολύ δυσμενείς όρους, έως και 20%.
Το 1872 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, το 1881, αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας αρκετά τσιφλίκια από τους πανικόβλητους Τούρκους ιδιοκτήτες. Συγχρόνως, μαζί με την Εθνική Τράπεζα ίδρυσε την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, παίρνοντας το προνόμιο αποκλειστικής έκδοσης και κυκλοφορίας χαρτονομίσματος στις «Νέες Χώρες». Ομως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 ματαίωσε τα σχέδιά του και δύο χρόνια αργότερα συγχωνεύτηκε με την Εθνική Τράπεζα. Το 1882 ίδρυσε την Πανελλήνιον Ατμοπλοΐα και δάνεισε τον Δήμο Αθηναίων με 225.000 δραχμές.
Τα Λαυρεωτικά
Τα Λαυρεωτικά θεωρούνται ως το πρώτο μείζον οικονομικό, επιχειρηματικό και χρηματιστηριακό σκάνδαλο στη νεότερη Ελλάδα. Και ο ρόλος του Συγγρού ήταν αρνητικά πρωταγωνιστικός.
Το 1869 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, με πρωτοστατούντα τον υπουργό Οικονομικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, βρισκόταν σε σκληρή διαμάχη με τη γαλλική εταιρεία Roux-Serpieri-Fressynet C.E. που εκμεταλλευόταν τα ορυχεία του Λαυρίου. Επίδικο, οι εκβολάδες των υπολειμμάτων των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν επί του εδάφους θεωρώντας ότι αυτές ήταν εθνικές.

Η κυβέρνηση ανέστειλε τη λειτουργία της εταιρείας. Με νόμο απαγόρευσε τη χρήση των εκβολάδων και φορολόγησε τον Σερπιέρι με 60% στα καθαρά κέρδη του. Εκείνος διαφώνησε, αλλά αντί να προσφύγει στα δικαστήρια, ζήτησε τη συνδρομή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εκείνες απείλησαν μέχρι και με απόβαση πολεμικών πλοίων στη χώρα. Ακολούθησε τεράστια εσωτερική πολιτική αναταραχή.
Παράλληλα, κυκλοφορούσε μια παντελώς αστήρικτη φήμη για την ύπαρξη χρυσού στα μεταλλεία. Ο Σερπιέρι ζήτησε 20 εκατ. δραχμές για να επιστρέψει στο Δημόσιο τα μεταλλεία. Ποσό αισθητά μικρότερο της εκτιμώμενης αξίας τους, εντούτοις απαγορευτικό για τις ισχνές δυνατότητες του ελληνικού κράτους.
Ψάχνοντας για διέξοδο η κυβέρνηση ξεκίνησε να ψάχνει για Ελληνα αγοραστή. Βρέθηκε ο Συγγρός, που αγόρασε το 1873 το 50% της εταιρείας, καταβάλλοντας 11,5 εκατ. φράγκα και μεταβιβάζοντας τις μετοχές στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως. Συνιδιοκτήτης παρέμενε ο Σερπιέρι και δημιούργησαν την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου.
Συγχρόνως, διατήρησε τις φήμες περί κοιτασμάτων χρυσού και προχώρησε στη μετοχοποίηση της εταιρείας. Το αρχικό κεφάλαιό της ορίστηκε στα 14 εκατ. φράγκα, αντιστοιχώντας σε 100.000 μετοχές. Η ζήτηση μετοχών ήταν υπερδεκαπλάσια. Χιλιάδες Αθηναίοι, ελπίζοντας σε γρήγορα και υψηλά κέρδη, έσπευσαν να τις αγοράσουν.
Και καθώς επίσημα χρηματιστήριο δεν υπήρχε, στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», όπου γίνονταν μετοχικές συναλλαγές, παίχτηκε ένα πρώτο δράμα της υποτυπώδους ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς. Μετοχές αξίας 200 δραχμών πωλούνταν έως και 310 δραχμές. Οι πάντες, εύποροι και μη, αγόραζαν μανιωδώς. Πουλούσαν ακόμη και σπίτια, οικόπεδα και χωράφια.
Η χρηματιστηριακή φούσκα έσκασε όταν η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα καθυστερούσε την τρίτη δόση του μερίσματος προς τους μετόχους. Προκλήθηκε πανικός. Η μετοχή συνετρίβη, χιλιάδες πολίτες έχασαν περιουσίες. Το σκάνδαλο ήταν τεράστιο, με βαθύ κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο. Σύσσωμος ο Τύπος κατηγόρησε τον Συγγρό ως υπαίτιο της οικονομικής καταστροφής χιλιάδων πολιτών, χαρακτηρίζοντάς τον αδίστακτο κερδοσκόπο.
Η πτώχευση του 1893
Πιστός στη ρήση του «…άμα μυρισθώ επικερδή επιχείρησιν δεν αντέχω», ο Συγγρός συμμετείχε επιπλέον σε πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων σε έργα όπως ο Σιδηρόδρομος Αθηνών – Λαυρίου, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η αποξήρανση της Στυμφαλίας και η Εταιρεία Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς.
Μπήκε και στην πολιτική. Εφτασε μέχρι το αξίωμα του βουλευτή, όχι παραπάνω. Εξελέγη πολλές φορές, πάντα ανεξάρτητος.
Με τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δεληγιάννη συγκρούστηκε αρκετές φορές. Θεωρείται κύριος υπεύθυνος της κατάρρευσης της κυβέρνησής του. Είχε υποβάλει μάλιστα στον Γεώργιο υπόμνημα, υποστηρίζοντας ότι η παράταση του βίου της εγκυμονούσε κινδύνους για την οικονομία. Αμέσως μετά την πτώση της, ο Συγγρός συμμετείχε με ένα ισχυρό ποσοστό σε δάνειο 16 εκατ. φράγκων προς το ελληνικό κράτος.
Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση Τρικούπη βρέθηκε σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Το δημόσιο χρέος είχε επταπλασιαστεί, οι εξαγωγές σημείωναν απότομη πτώση, ενώ ανέκυψε και η σταφιδική κρίση. Ο Συγγρός κατηγορήθηκε από τον Τύπο και διάφορους πολιτικούς ότι με κερδοσκοπικές κινήσεις και άλλες μεθοδεύσεις το 1893 προσπάθησε να συμβάλει στη χρεοκοπία της χώρας, με απώτερο στόχο να εξαγοράσει την Εθνική Τράπεζα, ιδρύοντας την «Τράπεζα του Κράτους». Οντως, στο πλαίσιο αυτό απέτρεψε τότε τον Γεώργιο να επικυρώσει δανεισμό της Ελλάδος από την Αγγλία με 3,5 εκατ. στερλίνες ώστε να αποφύγει η χώρα μας τη χρεοκοπία. Ο Τρικούπης αναγκαστικά παραιτήθηκε, κέρδισε τις νέες εκλογές τον Οκτώβριο του 1893 και όταν επανήλθε, προσπάθησε να πετύχει νέο δανεισμό από το Λονδίνο, αλλά απέτυχε. Στις 10 Δεκεμβρίου η χώρα πτώχευσε.
Στις εκλογές του 1899, πάντως, ο Συγγρός επανεξελέγη βουλευτής Αττικής με 15.139 ψήφους. Αλλά στις 13 Φεβρουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή μετά από καρδιακό επεισόδιο. Στην πολυτάραχη ζωή του είχε καταφέρει να αποκτήσει και έναν εκτός γάμου γιο, τον Γεώργιο Νομικό, τον οποίο αν και συμπεριέλαβε στη διαθήκη του δωρίζοντάς του τεράστιες εκτάσεις στην Εύβοια και τη Θεσσαλία, δεν τον αναγνώρισε ποτέ.
Ο γάμος
Η Ιφιγένεια Συγγρού, κόρη του Ιωάννη και της Αγλαΐας Μαυροκορδάτου, γεννήθηκε το 1842. Ομορφη και με αρχοντική φυσιογνωμία, σαγήνευσε τον εκ πεποιθήσεως εργένη Ανδρέα Συγγρό. Παντρεύτηκαν ανήμερα το Πάσχα του 1875. Εζησαν μαζί 24 ευτυχισμένα χρόνια χωρίς να αποκτήσουν απογόνους.

Η ίδια αφιέρωσε εξ ολοκλήρου τη ζωή της στην προστασία των παιδιών, ιδίως των ορφανών και των άπορων οικογενειών και θεωρείται η πηγή έμπνευσης και η κινητήρια δύναμη των περισσότερων φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών του Συγγρού.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της ασχολήθηκε με τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του και την ολοκλήρωση των δωρεών του. Εφυγε από τη ζωή το 1921.
Το φιλανθρωπικό έργο του Ανδρέα Συγγρού είναι τεράστιο. Δικαίως του αποδόθηκε, ανεξαρτήτως κινήτρων, ο χαρακτηρισμός του «Εθνικού Ευεργέτη». Στο πλευρό του διαρκώς η σύζυγός του Ιφιγένεια, που μετά τον θάνατό του φρόντισε να το ολοκληρώσει.
Λεωφόρος Συγγρού
Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1898 βάσει των σχεδίων του μηχανικού του Στρατού, Ιωάννη Γενίσαρλη. Νωρίτερα, το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας είχε αποφασίσει να δοθεί το όνομα του Ανδρέα Συγγρού στον υπό κατασκευή δρόμο. Προφανές δέλεαρ. Τότε εκείνος αποφάσισε να τον χρηματοδοτήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελέσει τον μεγαλύτερο δρόμο της πρωτεύουσας. Μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του μερίμνησε για τη διάθεση των απαραίτητων ποσών ώστε το έργο να προχωρήσει.
Ο νέος δρόμος είχε μήκος 5 χιλιόμετρα και πλάτος 28, εκ των οποίων τα 12 ήταν η κύρια οδός και τα 16 τα εκατέρωθεν πεζοδρόμια. Το έργο (κατασκευή, επιχωμάτωση κ.λπ.) απαίτησε δαπάνη 750.000 δραχμών, ενώ περίπου 460.000 δραχμές ξοδεύτηκαν για αποζημιώσεις παροδίων ιδιοκτητών. Η πλήρης κατασκευή και ασφαλτόστρωσή του ολοκληρώθηκαν επί διακυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932).
Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός»
Εξαιτίας των άθλιων συνθηκών λειτουργίας του από το 1850 υπάρχοντος κρατικού νοσοκομείου αφροδίσιων νοσημάτων, ο Συγγρός υποστήριξε την ανέγερση ενός σύγχρονου. Πλην της αρχικής χρηματοδότησης, με τη διαθήκη του άφησε ένα επιπλέον σημαντικό χρηματικό ποσό προς τούτο. Η λειτουργία του ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου 1910 – ήταν τότε το μοναδικό στην Ευρώπη και αρτιότερο στον κόσμο.

Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»
Στις 25 Μαρτίου 1881 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερσή του από τον Γεώργιο τον Α’. Ακριβώς 3 χρόνια μετά έγιναν τα εγκαίνια του θεραπευτηρίου και η επίσημη λειτουργία του ξεκίνησε στις 16 Απριλίου 1884, υπό εφορεία κυριών, με πρόεδρο την Ιφιγένεια Συγγρού. Με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού ολοκληρώθηκε το 1898 ο Οίκος Αδελφών, τα πρώτα 6 διώροφα κτίρια που αποτέλεσαν την πτέρυγα Συγγρού. Αφετηρία εκκίνησης της λαμπρής ιστορίας του «Ευαγγελισμού», που εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο νοσοκομείο των Βαλκανίων.
Δημοτικό Θέατρο Αθηνών
Η κατασκευή του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών στη σημερινή πλατεία Κοτζιά βασίστηκε σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αποφασίστηκε από τον Οθωνα το 1857, αλλά διεκόπη και τελικά το 1887 ο Ανδρέας Συγγρός χρηματοδότησε την ολοκλήρωση του ημιτελούς θεάτρου.

Οταν ολοκληρώθηκε ήταν ένα πανέμορφο θέατρο, με θεωρεία, ζωγραφιστό ταβάνι, μεγάλη πλατεία και καλή ακουστική. Αλλά χωρίς θέρμανση και εξαερισμό. Εγκαινιάστηκε τελικά τον Οκτώβριο του 1888 από τον Γεώργιο. Το 1898, όπως όριζε η δωρεά του Συγγρού, πέρασε στα χέρια του Δήμου Αθηναίων. Γνώρισε σπουδαίες στιγμές και στη σκηνή του εμφανίστηκαν μεγάλα ονόματα, ανάμεσά τους και η θρυλική Σάρα Μπερνάρ.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή παραχωρήθηκε για στέγαση των προσφύγων. Τότε έπαθε μεγάλες ζημιές. Το 1927 έγιναν προσπάθειες ανακαίνισης χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούνιο του 1940, επί δημαρχίας Αμβρόσιου Πλυτά και υπουργού Διοικήσεων Πρωτευούσης Κώστα Κοτζιά, δόθηκε η εντολή κατεδάφισής του.
Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού
Το νεοκλασικό μέγαρο επί της Βασιλίσσης Σοφίας και Ζαλοκώστα ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1872 και ολοκληρώθηκε έναν χρόνο αργότερα. Εργο κι αυτό του Τσίλερ. Ανήκε στον Ανδρέα Συγγρό και εξ αυτού πήρε το όνομά του. Η αγορά του οικοπέδου τού στοίχισε 65.000 δραχμές.
Με τη διαθήκη της Ιφιγένειας κληροδοτήθηκε μετά θάνατον στο Ελληνικό Δημόσιο «ίνα χρησιμεύει διαρκώς ως κατάστημα του Υπουργείου Εξωτερικών». Σήμερα στεγάζει την κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΞ. Το 1976 κηρύχθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού ως προστατευόμενο έργο τέχνης.
Κτήμα Συγγρού
Το Κτήμα Συγγρού, 950 στρεμμάτων, βρίσκεται στα όρια των δήμων Κηφισιάς, Αμαρουσίου και Μελισσίων. Πρώτοι διαδοχικοί ιδιοκτήτες του ήταν οι Βρετανοί αρχαιολόγοι Στιν και Γουίλ. Από τον τελευταίο το αγόρασε ο Συγγρός το 1881. Το κτήμα αποτελούσε ουσιαστικά τον περιβάλλοντα χώρο της μεγαλοπρεπούς Επαυλης Συγγρού. Τη συγκροτούσαν προσεγμένοι κήποι, λιμνούλες, βοηθητικά κτίρια και ένα οργανωμένο σύστημα καλλιέργειας. Σπίτια για τους εργάτες, στάβλοι, αμαξοστάσια, ελαιοτριβείο, αλευρόμυλος. Τα σπουδαιότερα σωζόμενα εξ αυτών είναι το βουστάσιο και ένας μικρός ναός. Ο Αγιος Ανδρέας, δείγμα σπάνιας αρχιτεκτονικής, έργο Τσίλερ, ο μοναδικός ορθόδοξος ναός γοτθικού ρυθμού στην Ελλάδα.

Φυλακές Συγγρού
Οι Φυλακές Συγγρού κατασκευάστηκαν γύρω στο 1888. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της κατασκευής καλύφθηκε από τον Ανδρέα Συγγρό. Σήμερα στη θέση τους βρίσκονται χτισμένες εργατικές (αρχικά προσφυγικές) πολυκατοικίες πίσω από το δημαρχείο Ταύρου.
Μουσείο Ολυμπίας
Το νεοκλασικού ρυθμού Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, που λεγόταν «Σύγγρειον», αναγέρθηκε με δωρεά 220.000 δραχμών του Ανδρέα Συγγρού. Οι ανασκαφές στον χώρο της Ολυμπίας κατέστησαν απαραίτητη την κατασκευή ενός κτιρίου για να στεγάσει τα ευρήματα. Ο Συγγρός την ανέθεσε σε δύο Γερμανούς αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους, τους Ντόρπφελντ Γουίλχελμ και Φρίντριχ Αντλερ. Η ανέγερση ξεκίνησε το 1885 στον λόφο Δρούβα, δυτικά της Αλτεως, και ολοκληρώθηκε το 1888.
Αργότερα, παρουσίασε αρκετές φθορές λόγω των μεγάλων σεισμών που συχνά έπλητταν την περιοχή. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός νέων ευρημάτων από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές επέβαλε την ίδρυση του μεγαλύτερου μουσείου που σήμερα την κοσμεί. Το παλαιό μουσείο επίσης ανακαινισμένο, αλλά και μεγαλύτερο, λειτουργεί ως Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας.
Μουσείο Δελφών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών παρουσιάζει την ιστορία του φημισμένου δελφικού ιερού και του πιο ξακουστού μαντείου του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα και έργα μικροτεχνίας, αφιερώματα των πιστών στο ιερό. Αποτελούμενο από δύο πτέρυγες, αναγέρθηκε το 1903 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Αλμπέρ Τουρνέρ, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, για να στεγάσει τα ευρήματα της μεγάλης γαλλικής ανασκαφής που είχε αρχίσει το 1892. Ακολούθησαν δύο ανακαινίσεις-ανανεώσεις, το 1958 και το 1999, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Πάτροκλου Καραντινού και Αλέξανδρου Τομπάζη.