Τι μέλλει γενέσθαι με τα περιουσιακά στοιχεία της μονής και ποια από αυτά είναι ανάμεσα στα «φιλέτα» που διεκδικεί το αιγυπτιακό Δημόσιο – Τα αιγυπτιακά βακούφια στην Ελλάδα και η ιστορία τους
Στην πράξη, όμως, ελάχιστοι έχουν πρόσβαση στο κείμενο αυτής της εξαιρετικά αμφιλεγόμενης ετυμηγορίας, βάσει της οποίας το αιγυπτιακό κράτος, εντελώς επιγραμματικά, αποκτά νομότυπο δικαίωμα να δημεύσει κατά το δοκούν ακίνητα από το χαρτοφυλάκιο της Μονής Σινά. Στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνονται τουλάχιστον 71 ακίνητα.
Το αραβικό δίκαιο
Ωστόσο, το ζήτημα που εγείρει η απόφαση του Εφετείου, βάσει της οποίας οι ένοικοι και νομείς της μονής ουσιαστικά δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας σε ακίνητα που θεωρούνταν περιουσία του μοναστηριού επί 1.500 χρόνια, πυροδοτεί μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Εκτός του ότι πρόκειται για ένα στριφνό νομικό κείμενο έκτασης 160 σελίδων, με το πρωτότυπο γραμμένο στην αραβική «καθαρεύουσα» και μεταφρασμένο στα αγγλικά, η απόφαση απηχεί τη λογική και την κοσμοθεωρία του αραβικού δικαίου, το οποίο διαφέρει σημαντικά και ουσιαστικά από το ελληνικό.
Ετσι, τίθενται κρίσιμα και δύσκολα ερωτήματα, όπως, φερ’ ειπείν, το εάν στα 71 αμφισβητούμενα ακίνητα συμπεριλαμβάνονται τα μετόχια της μονής στο εξωτερικό, ήτοι όχι μόνο εκτός της Χερσονήσου του Σινά, αλλά και εκτός της αιγυπτιακής επικράτειας εντελώς. Το δε ζήτημα των μετοχίων είναι κομβικής σημασίας, δεδομένου ότι η Μονή διαθέτει περιουσία σε Αίγυπτο, Λίβανο, Ελλάδα και Κύπρο. Αρα είναι εύλογη και βάσιμη η ανησυχία γύρω από την τύχη αυτών των ιδιοκτησιών, όπως π.χ. ο ναός-νεότερο μνημείο της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα.
Βεβαίως, εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η παράμετρος της αξίας: Πόσο αποτιμάται, άραγε, το χαρτοφυλάκιο αυτών των 71 ακινήτων, τα οποία βρίσκονται διεσπαρμένα σε τουλάχιστον τέσσερις χώρες του κόσμου και σε μια ποικιλία από ησυχαστήρια ερημιτών μοναχών σε απόκρημνα σημεία του Σινά, έως παραθαλάσσια οικόπεδα, παμπάλαια κτίρια-μνημεία κ.ο.κ.; Πόσα από αυτά τα ακίνητα είναι «φιλέτα», τα οποία εποφθαλμιούν από κοινού το αιγυπτιακό κράτος και οι επίδοξοι επενδυτές για την ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων στο Θεοβάδιστον Ορος Σινά και με προνομιακή θέα στη μονή; Πόσα και ποια εξ αυτών είναι οικόπεδα άνευ αξίας, είτε επειδή τυγχάνουν υπερβολικά μικρά ή/και υπερβολικά δυσπρόσιτα, κάπου χαμένα στο βραχώδες, σεληνιακό περιβάλλον του Σινά;
Μετόχια και «καθίσματα»
Ακόμη και στο άνυδρο βραχώδες τοπίο που περιβάλλει το ιστορικό μοναστήρι, υπάρχουν π.χ. οι Κήποι των Αγίων Σαράντα, με τις πηγές που υδροδοτούν τη μονή, καθώς επίσης και ορισμένα αρκετά μεγάλα περιβόλια, τα οποία επιτελούν ζωτικής σημασίας ρόλο, καθώς λειτουργούν ως φυσικοί προμηθευτές τροφίμων για τους μοναχούς που εγκαταβιούν στο Σινά. Πολύτιμοι για την επιβίωση της μονής είναι εξίσου οι ελαιώνες των Αγίων Αναργύρων, ενώ αναπόσπαστο κομμάτι της μοναστικής ζωής είναι τα παρεκκλήσια, τα μετόχια και τα «καθίσματα», τα σημεία απομόνωσης για τους ερημίτες μοναχούς, οι οποίοι αποσύρονται από τα εγκόσμια και αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην επικοινωνία με τον Κύριό τους.
Τα ακίνητα αυτού του είδους συνθέτουν το μωσαϊκό από κατακερματισμένα, μικροσκοπικά ακίνητα, τα οποία όμως αποτελούν οργανικό μέλος της Μονής Σινά. Για παράδειγμα, στις ιδιοκτησίες της συμπεριλαμβάνεται η ανδρική σκήτη του Ορους Αγίας Επιστήμης, με ένα εν λειτουργία μοναστικό «κάθισμα». Εκεί βρίσκεται ένα αρχαίο παρεκκλήσι του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα, καθώς και το κελί όπου επί μία διετία (1962-1964) μόνασε ο όσιος Παΐσιος, εξ ου και για πολλούς προσκυνητές, αυτό είναι ένα από τα κορυφαία αξιοθέατα της Μονής Σινά – ασχέτως εάν η πρόσβαση σε αυτό προϋποθέτει μια, σχεδόν μαρτυρική, ορεινή πεζοπορία, έως το υψόμετρο των 1.800 μ.
Αν το απώτερο κίνητρο των Αιγυπτίων, πίσω από τη δικαστική αμφισβήτηση των δικαιωμάτων έγγειας ιδιοκτησίας της μονής είναι η τουριστική αξιοποίηση των πέριξ εκτάσεων, τότε φαντάζει εντελώς ακατανόητο το γιατί το αιγυπτιακό κράτος εποφθαλμιά σπήλαια και ερειπωμένα ασκηταριά, ένας μεγάλος αριθμός από τα οποία βρίσκονται διεσπαρμένα στην οροσειρά του Σινά, σε απόκρημνα σημεία, σε κοιλάδες κ.λπ., οπωσδήποτε όμως και στη Ραϊθώ, το σημείο εξόδου της μονής στη θάλασσα.
Διευρύνοντας τον ορίζοντα αναφοράς πέρα από τη μονή και την εγγύς σε αυτήν περιοχή, ένα από τα ακανθώδη και περίπλοκα ζητήματα που ανακύπτουν από τις τελευταίες νομικές διεργασίες στην Αίγυπτο εστιάζεται στην τύχη των μετοχίων. Των ακινήτων, δηλαδή, που βρίσκονται σε σημεία γενικότερου ενδιαφέροντος για τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, ακόμη και πολύ μακριά από το Σινά και την έδρα του μοναστηριού.
Στην πλειονότητά τους, τα μετόχια προέρχονται από δωρεές πιστών, ή ηγεμόνων, όπως ίσχυε σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη μακραίωνη διαδρομή της η Μονή Σινά απέκτησε μετόχια σχεδόν παντού στην υφήλιο: από τη Γαλλία και τη νότια Ευρώπη έως τη Ρωσία και την Ινδία. Σήμερα πολλά από τα μετόχια της Μονής Αγίας Αικατερίνης παραμένουν σε λειτουργία σε Λίβανο, Κύπρο, Ελλάδα κ.α., λειτουργώντας σαν μικρά «παραρτήματα» του κεντρικού μοναστηριού.

Ενδεικτικά, μετόχια της Μονής Σινά στην Ελλάδα υπάρχουν στην Αθήνα (ναοί και συμπληρωματικοί χώροι στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, στην Αγία Βαρβάρα Αχαρνών, στο Αλεποχώρι Μεγάρων), στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη και τα Ιωάννινα.

Η ελληνική αντίδραση
Σχεδόν εξ αντανακλάσεως, δημιουργείται επίσης μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, ειδικά στην Ελλάδα – λόγω του ομφάλιου λώρου που συνδέει διαχρονικά τη Μονή Αγίας Αικατερίνης με τη χώρα μας. Κι επειδή ο μακραίωνος δεσμός δεν είναι μόνο συμβολικός και θρησκευτικός, αλλά αναπόφευκτα συνεπάγεται κάποιες πολύ σοβαρές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις, η δήμευση της περιουσίας της μονής αναμένεται να οδηγήσει στο εκ νέου άνοιγμα, για μία ακόμη φορά, της συζήτησης για τα αιγυπτιακά -και επί της ουσίας τα μωαμεθανικά, γενικότερα- βακούφια στην Ελλάδα.
Καταρχάς, βακούφι (εξελληνισμός του τουρκικού vakf) στο πλαίσιο του ιερού μουσουλμανικού δικαίου είναι οποιαδήποτε κοινωφελής πρωτοβουλία και οποιοδήποτε αντικείμενο, κινητό ή ακίνητο, δωρίζεται υπέρ της ανθρώπινης κοινότητας και υπέρ ενός ευαγούς σκοπού. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του βακουφίου είναι ότι ταυτίζεται με την ανώτερη, θεία βούληση και, άρα, πολύ δύσκολα μπορεί να πωληθεί, να αλλάξει χρήση -ή ακόμη και να υπαχθεί σε ένα διαφορετικό πλαίσιο διαχείρισης. Εν ολίγοις, κάθε βακούφι θεωρείται «πράγμα του θείου δικαίου» – για τους μωαμεθανούς, εννοείται.
Στην Ελλάδα, κυρίως υπό μορφήν κτηριακών εγκαταστάσεων, υπάρχουν βακούφια τουρκικά και αιγυπτιακά. Η εγκατάσταση των βακουφίων στη χώρα μας χρονολογείται περίπου από την αρχή του 19ου αιώνα και σε πρώτη φάση τελούσαν υπό τουρκο-αιγυπτιακή διαχείριση, εφόσον η Αίγυπτος ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αιγύπτιοι συμμετείχαν ως σύμμαχοι στις τουρκικές πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας, όπως ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο κ.ο.κ. Περί το μέσον του 19ου αιώνα, ανάμεσα στο 1851 και το 1854, στην Αίγυπτο ιδρύθηκε ένας οργανισμός, ειδικά για τη διαχείριση των βακουφίων και η κατάσταση παρέμεινε σταθερή επί μισόν αιώνα και πλέον, περίπου έως το 1912.
Εντέλει συμφωνήθηκε η αναγνώριση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στα αιγυπτιακά βακούφια, κάτι που ίσχυσε κατ’ εξοχήν σε περιοχές όπου υπήρχαν αρκετά ιδρύματα αυτού του τύπου, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Καβάλας, χάρη στο περίφημο και εμβληματικό Ιμαρέτ, ένα μεγάλο πτωχοκομείο που δέσποζε στην ακτογραμμή της πόλης από το 1821, όταν και κατασκευάστηκε από τον Μοχάμεντ Αλι, τον μετέπειτα θεμελιωτή του σύγχρονου κράτους της Αιγύπτου.

Ιμαρέτ και Ερντογάν
Εντούτοις, φαίνεται πως η ειμαρμένη, το «κισμέτ» των μωαμεθανικών και ιδιαιτέρως των αιγυπτιακών βακουφίων στην Ελλάδα προδιέγραφε μόνο περιπέτειες. Οι οποίες δεν σταμάτησαν να περιπλέκουν το βακουφικό status, μεταφέροντας τους κραδασμούς από τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνταν στην ίδια την υπόσταση της Αιγύπτου. Tο 1948, Ελλάδα και Αίγυπτος κατέληξαν σε μια καινούρια συμφωνία, η οποία αφορούσε την αποζημίωση που δικαιούνταν οι πολίτες καθεμίας από τις δύο χώρες, για υλικές ζημιές που υπέστησαν στον πόλεμο. Οι αποζημιώσεις αυτές κάλυπταν αμφότερες τις περιουσίες – τις αιγυπτιακές στην Ελλάδα και των Ελλήνων στην Αίγυπτο.
Περνώντας στη σύγχρονη εποχή, όταν στην Αίγυπτο ανήλθε στην εξουσία ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, με πυλώνες της πολιτικής του τον κρατισμό και τον εθνικισμό, τα αιγυπτιακά βακούφια έγιναν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα. Μάλιστα, έναν χρόνο αργότερα, ο Νάσερ πούλησε στο ελληνικό δημόσιο διάφορα ακίνητα – ακόμη και το μαυσωλείο της μητέρας του Μοχάμεντ Αλι.
Η επόμενη μεγάλη αλλαγή θα γινόταν το 1984, εξ αφορμής μίας ακόμη διακρατικής συμφωνίας. Η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα θα αποζημίωνε την Αίγυπτο επειδή καταπάτησε ορισμένα κτίρια στη Βόρεια Ελλάδα με το ποσό των 72.220.000 δραχμών, ενώ το Ιμαρέτ και το σπίτι του Μοχάμεντ Αλι θα παρέμεναν κτήματα της Αιγύπτου, λόγω της ανεκτίμητης ιστορικής και συμβολικής αξίας τους. Συν τω χρόνω, όμως, η φροντίδα των κτιρίων από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους δεν ήταν η πρέπουσα – κάθε άλλο, μάλιστα. Η αδιαφορία και ο μαρασμός ήταν εμφανής, με οδυνηρό τρόπο, κατ’ εξοχήν στην όψη του Ιμαρέτ, το οποίο είχε αφεθεί επί πολλά χρόνια ως έρμαιο στην επιβολή οποιουδήποτε καταστροφέα, έμβιου και μη.
Προτού η καταστροφή του μνημείου καταστεί ανεπανόρθωτη, επενέβη σωτήρια μια ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία, ψυχή της οποίας ήταν η Αννα Μισσιριάν, μέλος μιας από τις πιο διαπρεπείς και εύπορες επιχειρηματικές οικογένειες της Καβάλας. Το 2001, λοιπόν, η κυρία Μισσιριάν, εκπροσωπώντας την «Ιμαρέτ Α.Ε.» μίσθωσε για 50 χρόνια το Ιμαρέτ από τον Οργανισμό Βακουφίων Αιγύπτου.
Χωρίς τη φειδώ οποιασδήποτε δαπάνης, το Ιμαρέτ αποκαταστάθηκε πλήρως και με υποδειγματικό τρόπο, με την εκτεταμένη χρήση παραδοσιακών υλικών και μεθόδων, με στόχο να λειτουργήσει ως μνημείο-ξενοδοχείο, αλλά και κέντρο μελέτης της μωαμεθανικής κουλτούρας και ινστιτούτο έρευνας του βίου και της πολιτείας του Μοχάμεντ Αλι.
Εντούτοις, παρά το ότι Τούρκοι και Αιγύπτιοι επίσημοι δήλωσαν θαυμαστές του έργου, το πολιτικό παρασκήνιο απεργαζόταν σχέδια ουδόλως ευοίωνα για το Ιμαρέτ και τα βακούφια γενικότερα.
Γύρω στο 2012, όταν στην αιγυπτιακή πολιτική σκηνή η κυρίαρχη δύναμη ήταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα -και, κατά σύμπτωσιν, η Ελλάδα βυθιζόταν στην οικονομική κρίση- ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε να πείσει τον τότε ηγέτη της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, να γίνει εσωτερική ανταλλαγή βακουφίων: Η Τουρκία θα παραχωρούσε στην Αίγυπτο ορισμένα τζαμιά του Καΐρου και η Αίγυπτος θα ανταπέδιδε τη χειρονομία με τη μεταβίβαση του Ιμαρέτ. Τελικώς, η προφορική και καταρχάς συμφωνία, για λόγους μάλλον συγκυριακούς, δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο καθένας, όμως, μπορεί να φανταστεί τι έρεισμα θα αποκτούσε η Τουρκία στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο, ένα διεθνώς προβεβλημένο και αξιοθέατο βακούφι, το Ιμαρέτ της Καβάλας. Οπως ο καθένας μπορεί εύκολα να υποθέσει τι θα σημαίνει μια πιθανή αναθέρμανση αυτού του έμμεσου επεκτατισμού, αυτή τη φορά με επίδικο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης Σινά.