Επιστροφή στο χωριό για μια νέα ζωή από την αρχή: Ποιος, πώς και γιατί αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη, ποια εμπόδια συναντά

0
15

Πώς αλλάζει κανείς ολόκληρη τη ζωή του; Θα χρειαστεί να ακούσει προσεκτικά την καρδιά του και μετά να κάνει έναν πολύ καλό και πρακτικό σχεδιασμό, μας απαντούν εκείνοι που το έχουν επιτύχει

Πολλοί το ονειρεύονται. Κάποιοι το κάνουν πραγματικότητα. Νέοι άνθρωποι, κατά κύριο λόγο, λαχταρούν μια ζωή πιο ήσυχη, πιο γειωμένη, πιο αυθεντική και στρέφονται στους πατρογονικούς τόπους τους. Η βασική αιτία εγκατάστασης σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές είναι «η επιστροφή στις ρίζες», αναμφίβολα όμως στις αιτίες της μετακίνησης περιλαμβάνονται οι οικονομικοί παράγοντες.

Σήμερα, ένας κυρίαρχος λόγος είναι η κατακόρυφη αύξηση του κόστους στέγασης στα αστικά κέντρα και ειδικά στην Αθήνα. Πολλοί στον «γυρισμό» βρίσκουν μια ευκαιρία εσωτερικού επαναπροσδιορισμού, αλλά παράλληλα δίνουν πνοή σε τόπους οι οποίοι αλλιώς θα ερήμωναν. Ομως η ζωή στο χωριό δεν είναι ειδυλλιακή.

Οι ελλείψεις σε βασικές υποδομές (μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση) θέτουν εμπόδια. Εκείνοι που δίνουν τη μάχη να στεριώσουν στη νέα τους ζωή ζητούν σήμερα τη στήριξη της Πολιτείας. Μιλήσαμε με εννιά από αυτούς και ακούσαμε μερικές πολύ γοητευτικές και συνάμα αληθινές ιστορίες επιστροφής.

«Κουβαλάς την καταγωγή σου»

Η Φωτεινή Γάλλου, με σπουδές στο Μarketing και εμπειρία ζωής στην πόλη, πήρε μια απόφαση που ούτε η ίδια φανταζόταν στα νεανικά της χρόνια: να επιστρέψει στο χωριό της, στην Πρώτη Σερρών, και να ξεκινήσει από το μηδέν μια εφημερίδα. «Αν κάποτε μου έλεγαν ότι θα ξεκινούσα μια εφημερίδα στο χωριό, θα αντιδρούσα», παραδέχεται.

«Το χωριό ήταν πάντα σημαντικό μέρος της ζωής μου, καθώς εκεί είναι το πατρικό μου και η οικογένειά μου. Δεν νιώθω ότι έφυγα ακριβώς, όπως ούτε ότι επέστρεψα. Το “κουβαλάς” το χωριό, όπου κι αν είσαι. Στο χέρι σου είναι αν θα το αντιμετωπίσεις ως βάρος ή ως βάση».

Η ιδέα γεννήθηκε ανάμεσα στην πίεση της μεγαλούπολης και την ανάγκη να κάνει κάτι δικό της. Χωρίς ιδιαίτερη προϋπηρεσία στον Τύπο, αλλά με ένστικτο και αποφασιστικότητα, δημιούργησε τα «Χωριάτικα», για να μιλήσει για τη σύγχρονη ζωή στην ελληνική επαρχία, με αλήθεια και συναίσθημα. Το χωριό για εκείνη δεν είναι απλώς τόπος. Είναι βάση, αλλά και πρόκληση. Η επιστροφή δεν συνοδεύεται μόνο από ρομαντισμό.

«Οταν επιστρέφεις, υπάρχει η παγίδα να μπεις ξανά στον ρόλο που είχες ως παιδί. Το να επιστρέφεις ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα πια και να χτίζεις μια νέα καθημερινότητα στο χωριό με τους δικούς σου όρους είναι μια δοκιμασία», αναφέρει η Φωτεινή.

Η καθημερινότητα μπορεί να μην έχει το άγχος της πόλης, αλλά δεν είναι και απλή. «Το χωριό δεν συνδέεται με ρουτίνες – κάθε μέρα με τα “Χωριάτικα” είναι διαφορετική». Κι ενώ υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες (τριθέσια σχολεία, έλλειψη υποδομών, προβλήματα σύνδεσης) εκείνη επιμένει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η νοοτροπία. Η επιχειρηματικότητα σε μικρές κοινωνίες θέλει θάρρος. «Δεν ζητάμε ευνοϊκή μεταχείριση, ζητάμε ευκαιρίες».

Με στήριξη από τους ανθρώπους και πίστη στον σκοπό, η Φωτεινή χτίζει κάτι που ξεπερνά την ίδια. Και όταν τη ρωτούν αν θα σύστηνε σε άλλους να επιστρέψουν, είναι ξεκάθαρη: «Το χωριό πρέπει να είναι συνειδητή επιλογή. Δεν χρειάζεται να είσαι δυνατός. Χρειάζεται να είσαι έτοιμος να ψάξεις για τη δύναμή σου».

«Οι μέλισσες μου έδειξαν τον δρόμο»

Ο Στράτος Σαραντουλάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά η καρδιά του ποτέ δεν ανήκε στην πόλη. Δεν μπόρεσε ποτέ να συντονιστεί με τους ρυθμούς της, ενώ από το σχολείο ακόμα ονειρευόταν ένα μικρό σπιτάκι σε μια πλαγιά. Παρότι έκανε δύο απόπειρες να επιστρέψει στην πατρογονική του γη, την Κρήτη, η ζωή τον κρατούσε πίσω στην πρωτεύουσα. Μέχρι που γεννήθηκε ο γιος του. Τότε πήρε την οριστική απόφαση να εγκαταλείψει την καριέρα του ως προγραμματιστής και να εγκατασταθεί στο χωριό της γυναίκας του, στην Ηπειρο.

Η εγκατάσταση του Στράτου στα Ρουμάνια της Αρτας συνέπεσε με την αρχή της οικονομικής κρίσης. Χωρίς πολλές επαγγελματικές επιλογές, στράφηκε στη μελισσοκομία. «Ξεκίνησα να “οργώνω” τις πλαγιές της Πίνδου ψάχνοντας για μελισσοτόπια. Κάπως έτσι έφτασα στα Ρουμάνια, έναν σχεδόν ξεχασμένο οικισμό με λιγότερους από δέκα κατοίκους», αφηγείται.

Τα Ρουμάνια, χτισμένα στις πλαγιές πάνω από τη λίμνη Πουρναρίου, μοιάζουν με σκηνικό από άλλη εποχή. «Οταν πέφτει η στάθμη της λίμνης, αποκαλύπτονται τα βυθισμένα κτίρια, με πιο εντυπωσιακό όλων το παλιό Δημοτικό Σχολείο. Ενα φθινοπωρινό πρωινό, με την ομίχλη και τις στέγες να ξεπροβάλλουν από τα νερά, είναι σαν να βλέπεις φαντάσματα του παρελθόντος», περιγράφει ο Στράτος.

Παρά την ομορφιά και τη μοναδικότητα του τοπίου, οι προκλήσεις δεν λείπουν. Η πρόσβαση στην περιοχή είναι αρκετά δύσκολη, καθώς το μέρος είναι δυσπρόσιτο, με στενούς τσιμεντένιους και χωμάτινους δρόμους. Ειδικά τον χειμώνα η περιοχή μπορεί να παραμείνει αποκλεισμένη για μέρες. Οταν αυτοί οι δρόμοι υποστούν ζημιές από την κακοκαιρία, αυτές δεν επιδιορθώνονται, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι κάτοικοι με προσωπική εργασία και έξοδα.

«Ο μέσος όρος ηλικίας εδώ είναι πολύ υψηλός και έτσι όταν κάποιος χρειάζεται να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, κάποιες φορές δεν μπορεί να προσεγγίσει ούτε ταξί», λέει ο Στράτος. «Κι όμως, κάποιοι επιλέγουν να μείνουν. Ο κυρ Ηλίας, 90 χρόνων, το λέει ξεκάθαρα: “Καλύτερα να πεθάνω αύριο κάτω από ένα δέντρο παρά να ζω σε ένα διαμέρισμα μόνο και μόνο για να έχω κοντά το νοσοκομείο”».

Τι θα έλεγε σε κάποιον που σκέφτεται την επιστροφή στο χωριό; «Πρέπει να είσαι αυτάρκης, να αντέχεις τη μοναξιά και να ξέρεις ότι η επαφή με τη φύση σημαίνει και επαφή με τη φθορά και τον θάνατο. Ωστόσο, για όσους το τολμήσουν η φύση θα είναι πάντα εκεί να τους αποζημιώνει».

«Μαθαίνεις να ζεις με λιγότερα»

Από τη Θεσσαλονίκη, ο Δημήτρης Παυλίδης άφησε πίσω του τη ζωή της πόλης για να χτίσει μια νέα καθημερινότητα με κέντρο τη φύση. Δεν ήταν απόφαση της στιγμής, αλλά αποτέλεσμα εσωτερικής ανάγκης. «Περίμενα το Σαββατοκύριακο για να ζήσω και έτσι αποφάσισα να κάνω “Σαββατοκύριακο” την καθημερινότητά μου», εξηγεί. Χωρίς ρίζες σε κάποιο χωριό, διάλεξε ο ίδιος τον τόπο του, στους Πάδες Κόνιτσας.

«Ηθελα περισσότερο χώρο, ουσία και χρόνο για τον εαυτό μου». Η ζωή στο χωριό έχει άλλους ρυθμούς. «Ξυπνάς με τους ήχους της φύσης, λειτουργείς χωρίς ρολόι και μαθαίνεις να ζεις με λιγότερα». Μαζί με τον συνέταιρό του Κώστα δημιούργησαν έναν ξενώνα που έγινε και το σπίτι τους. Η καθημερινότητα δεν είναι ποτέ ίδια: από το κόψιμο ξύλων μέχρι τη δημιουργία πεζοπορικών διαδρομών για τους επισκέπτες.

Οι προκλήσεις, φυσικά, δεν λείπουν: «Το Ιντερνετ είναι κακό, οι μεταφορές ελλιπείς και η πρόσβαση στις υποδομές υγείας δύσκολη. Η βιωσιμότητα ξεκινά από την προσβασιμότητα», σημειώνει και προσθέτει ότι η γραφειοκρατία κάνει την επιχειρηματικότητα ακόμα πιο απαιτητική.

«Πληρώνουμε ΕΦΚΑ λες και δουλεύουμε στο κέντρο της Αθήνας». Σύμφωνα με τον Δημήτρη, η ανταμοιβή τού να μένεις σε ένα τέτοιο μέρος είναι ουσιαστική. «Η μεγαλύτερη χαρά είναι οι σχέσεις που χτίζουμε με ανθρώπους από παντού». Σε όποιον σκέφτεται να κάνει το ίδιο, έχει μία συμβουλή: «Να το κάνει συνειδητά. Το χωριό θέλει τον χρόνο του για να σε δεχτεί, αλλά όταν το κάνει, σε κρατάει για πάντα».

Ενα παιδικό όνειρο με άρωμα βοτάνων

Ο Χαράλαμπος Μακροκάνης και η Αλεξάνδρα Σπυροπούλου αποφάσισαν να κυνηγήσουν ένα αυθεντικό όνειρο. Δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ. Το όνειρο τους περίμενε από την παιδική τους ηλικία, στις πλαγιές γύρω από την Κυπαρισσία, με τη μυρωδιά της ρίγανης να τους οδηγεί.

«Η αγάπη μας για τα βότανα γεννήθηκε από πολύ μικρή ηλικία, όταν πηγαίναμε με τις γιαγιάδες μας να μαζέψουμε ρίγανη», εξομολογούνται. Μετά τις σπουδές τους, η ιδέα να επιστρέψουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους δεν άργησε να ωριμάσει.

«Θέλαμε να κάνουμε κάτι που αγαπάμε, να δείξουμε στον κόσμο τη μοναδικότητα των βοτάνων που παράγουμε εδώ. Ετσι ανοίξαμε τη δική μας επιχείρηση».

Το Λαντζουνάτο είναι το μικρό χωριό απ’ όπου κατάγονται. Δεν μένουν σε αυτό ολόκληρο τον χρόνο, αλλά είναι η έδρα της καλλιέργειάς τους, άρα και το δεύτερο σπίτι τους. «Η ζωή στο χωριό προσφέρει ηρεμία, ποιότητα, γαλήνη. Σε φέρνει κοντά στη φύση και σου θυμίζει ποια είναι η ουσία», λένε χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η καθημερινότητα στην ύπαιθρο δεν είναι πάντα ειδυλλιακή. Η έλλειψη υποδομών, η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και οι δυσκολίες στις μεταφορές είναι σοβαρά εμπόδια.

«Χρειάζονται λύσεις για να γίνει η ζωή πιο βιώσιμη στα χωριά. Οπως τηλεϊατρική, περιοδικές επισκέψεις γιατρών, και σταθερά δρομολόγια mini bus για σύνδεση με τις πόλεις. Επίσης, κίνητρα για νέους που θέλουν να επιστρέψουν και να δημιουργήσουν στον τόπο τους».

Η επιχείρησή τους, που βασίζεται στην καλλιέργεια και τυποποίηση ρίγανης και άλλων αρωματικών φυτών, αποτελεί πια παράδειγμα για το πώς η επιστροφή στην επαρχία μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία – αρκεί να υπάρχει μεράκι, υποστήριξη και πίστη.

Η ζωή στα 1.200 υψόμετρο

Η Βασιλική Κοϊμτζίδου μεγάλωσε στη Γερμανία και έκανε τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα στη Θράκη, με δικές της επιχειρήσεις σε τουρισμό και αγροτική παραγωγή. Το 2020, στα 28 της, αποφασίζει να μετακομίσει στο ορεινό Πετρίλο της Καρδίτσας, ένα χωριό στα 1.200 μέτρα, «για περισσότερη απομόνωση και ποιότητα ζωής χωρίς άγχος». Από εκεί αναπτύσσει ξανά τις επιχειρήσεις της, αυτή τη φορά στις κορυφές των Αγράφων.

«Κάτι με οδηγούσε όπως η βελόνα της πυξίδας. Είχα βρει το νόημα της ζωής, εξελισσόμουν κι εδώ απλά ολοκληρώθηκα. Η καθημερινότητα είναι υπέροχη γιατί ζω εδώ που επέλεξα συνειδητά και κάνω μια δουλειά που αγαπώ με τον αγροτουρισμό και τον εναλλακτικό τουρισμό. Εχω τη φάρμα μου, μένω δίπλα στο ποτάμι μέσα στο δάσος και ακούω όλο τον χρόνο τα πουλιά να κελαηδούν και τον ήχο του τρεχούμενου νερού», λέει η ίδια.

Η Βασιλική δεν έφερε απλώς τις επιχειρήσεις της στο χωριό – φέρνει και κόσμο. Μέσα από το Agrafa Heritage, τον φορέα που έχει δημιουργήσει, δουλεύει για την επανακατοίκηση των ορεινών περιοχών και οργανώνει το Stefaniada Lake Festival, ένα πολιτιστικό γεγονός με σημαντική ανταπόκριση από τους ντόπιους. «Με στήριξαν όλοι. Οι χωριανοί, ο δήμος, η περιφέρεια. Αυτή η στήριξη είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην επαρχία», εξηγεί.

Η ζωή στο χωριό δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Η έλλειψη συγκοινωνίας, οι κακοί δρόμοι, η ασταθής πρόσβαση σε ρεύμα και Ιντερνετ είναι μερικά από τα προβλήματα που θέτει με σαφήνεια. «Χρειαζόμαστε σοβαρή υποδομή, όχι απλές υποσχέσεις. Αν θέλουμε επανακατοίκηση, πρέπει να υπάρξουν σχεδιασμός, κίνητρα και επένδυση».

Νέα αρχή στο παλιό καφενείο

Η απόφαση του Χάρη Μπακιρτζίδη να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, τις Καρυές Λακωνίας, και να αναλάβει το καφενείο του παππού του εκεί, είχε μια βαθιά προσωπική διάσταση. Οχι απλώς ως επιχειρηματική κίνηση, αλλά ως μια επιστροφή στις ρίζες, για να αναζωογονήσει μια παράδοση που έχει ψυχή. «Η πόλη έχει ρυθμούς και ευκαιρίες, αλλά χάνεις εύκολα τον εαυτό σου», λέει ο Χάρης, εξηγώντας ότι το χωριό του προσφέρει μια αίσθηση σκοπού και ουσίας.

Η καθημερινότητά του είναι απλή και αληθινή. Κάθε μέρα ξεκινά με τον ήχο του καφέ που βράζει στο καφενείο και τις πρώτες καλημέρες από συγχωριανούς. Υπάρχουν ρυθμοί, αλλά δεν είναι βιαστικοί. Υπάρχει δουλειά, αλλά είναι δουλειά που σε γεμίζει γιατί βλέπεις χαμόγελα, ακούς ιστορίες, ζεις μέσα στον τόπο και όχι απέναντί του. Βέβαια, δεν είναι όλα ειδυλλιακά.

Οι δουλειές δεν σταματούν, ειδικά σε μια επιχείρηση όπως το καφενείο που είναι ζωντανός οργανισμός. Αλλά υπάρχει ηρεμία, υπάρχει ποιότητα ζωής. Και αυτό είναι, όπως λέει ο ίδιος, ανεκτίμητο.

Τι λείπει; «Θα ήθελα να υπάρχει καλύτερη υποστήριξη σε επίπεδο υποδομών, ειδικά για ανθρώπους που κάνουν μια συνειδητή επιλογή να ζήσουν και να δημιουργήσουν εδώ. Είτε αφορά την υγεία, την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, είτε ακόμα και απλές υπηρεσίες, όλα αυτά παίζουν ρόλο στο να νιώσεις ότι μπορείς να μείνεις και να προχωρήσεις», λέει ο Χάρης συμπληρώνοντας ότι «αν γίνουν μικρές κινήσεις από την πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση θα δούμε πολλούς νέους ανθρώπους να δίνουν ζωή στα χωριά. Υπάρχει ανάγκη, υπάρχει όραμα, αλλά χρειάζεται στήριξη».

Εκείνοι που πήραν τα βουνά

Για τον Μιχάλη Γιαχαλή και την Πόπη Παυλοπούλου η αλλαγή πορείας δεν ήταν επιστροφή στα πάτρια εδάφη -αφού δεν έχουν καταγωγή από τη Λακωνία ή την Αρκαδία-, αλλά μια επιλογή καρδιάς και συνείδησης. Αναζητώντας μια ζωή πιο ουσιαστική, πιο κοντά στη φύση και τον αυθεντικό εαυτό τους, βρέθηκαν στην ορεινή Λακωνία, όπου αποφάσισαν να ριζώσουν και να δημιουργήσουν.

Από αυτή την ανάγκη γεννήθηκε και το εγχείρημά τους «Η Φάση είναι Mountains», μια πλατφόρμα δραστηριοτήτων στη φύση, με σκοπό να προσφέρουν σε άλλους τη δυνατότητα να ζήσουν όσα εκείνοι βιώνουν στα βουνά: ηρεμία, ενδοσκόπηση, σύνδεση με το περιβάλλον. Αν και οι ρυθμοί τους παραμένουν γρήγοροι λόγω των υποχρεώσεων της δουλειάς, η καθημερινότητα δίπλα στη φύση τούς χαρίζει κάτι πολύτιμο: χώρο να αναπνεύσουν, να ακούσουν τον εαυτό τους.

Η εγκατάστασή τους σε έναν τόπο που δεν ήταν δικός τους από καταγωγή είχε επιπλέον προκλήσεις: χρειάστηκε επιμονή, συνέπεια και ειλικρίνεια για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της κοινότητας. Με τη στήριξη της Vamvakou Revival -θερμοκοιτίδα επιχειρήσεων με χρηματοδότηση από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος- βρήκαν όχι μόνο στήριξη, αλλά και τον τρόπο να μετατρέψουν το όραμά τους σε πραγματικότητα.

«Το να παραμείνουν νέοι άνθρωποι στην ύπαιθρο χρειάζεται έμπρακτη ενίσχυση, όχι μόνο ηθική. Βέβαια, όσο οι κοινότητες μεγαλώνουν, μπορούν να πιέζουν για να αλλάξουν κάποια πράγματα κι αυτό δίνει ελπίδα σε όλους. Τις καλές συνθήκες τις δημιουργείς, δεν τις βρίσκεις ποτέ έτοιμες». Για όσους σκέφτονται να κάνουν το ίδιο, συμβουλεύουν αυστηρή προετοιμασία και ανοιχτά μάτια. «Δεν είναι ρομαντικό σενάριο. Θέλει ρεαλισμό, σχέδιο και αντοχή. Αν όμως έχει πάθος, αξίζει. Είναι μια ζωή με βάθος και νόημα».

Φωτογραφία: Shutterstock

πηγη: https://www.protothema.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ