Δύο οικογένειες που η μοίρα και η τύχη τους γύρισαν την πλάτη.
Είναι κάποιες στιγμές που νομίζεις ότι η ζωή σου παίζει το χειρότερο παιχνίδι, είναι κάποιες στιγμές που κανένας νους δεν μπορεί να χωρέσει.
Δύο οικογένειες που η μοίρα και η τύχη τους γύρισαν την πλάτη, είχαν γνωριστεί πριν μερικά χρόνια, όταν τα δύο τους παιδιά ήταν ακόμα πολύ μικρά.
Πρόκειται για τις οικογένειες της Ελένης Τοπαλούδη και του Άλκη Καμπανού, των δύο παιδιών που έφυγαν τόσο πρόωρα, τόσο άδικα, από τα χέρια ανεγκέφαλων δολοφόνων.
Η μητέρα του αδικοχαμένου Άλκη, το 2003 εργαζόταν στο ίδιο σχολείο, με τον πατέρα της Ελένης Τοπαλούδη. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά οι δύο οικογένειες θρηνούν τα παιδιά τους.
Χθες το πρωί, η μητέρα του Άλκη μέσα από ένα μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επικοινώνησε με την Κούλα Αρμουτίδου, περίγραφοντας όσα θυμόταν από τις κοινές τους – ευτυχισμένες τότε – στιγμές. Ο πατέρας της αδικοχαμένης Ελένης είπε στον ΑΝΤ1: «Πέσαμε από τα σύννεφα γιατί έγραφε μέσα από τα μηνύματα της ότι θυμόταν την Ελένη μας που πήγαινε δευτέρα δημοτικού τότε ποια δασκάλα είχε, σε ποιο νηπιαγωγείο πήγαινε η Κούλα, θυμόταν πολλά πράγματα».
«Κούλα και Γιάννη από σήμερα είστε αδέλφια μου, έχεις μια αδερφή και έναν αδερφό εδώ στην Βέροια. Είμαστε οικογένεια, να το ξέρεις», έγραψε η μητέρα του Άλκη στους γονείς της Ελένης.
Σε ραδιοφωνική της συνέντευξη στην ΕΡΤ Ορεστιάδας, η μητέρα της δολοφονημένης Ελένης Τοπαλούδη, περιέγραψε πως δέχτηκε αίτημα φιλίας στο Facebook από τη μητέρα του Άλκη.
«Χθες το πρωί βλέπω να μου ‘ρχεται αίτημα φιλίας στο facebook. Το ανοίγω και βλέπω μια μαύρη κορδέλα, πού να φανταστώ ότι ήταν η μάνα του Αλκιβιάδη. Ανοίγω, μπαίνω στο προφίλ και τρελάθηκα όταν κατάλαβα ποια είναι κι όταν μου έστειλαν το πρώτο μήνυμα. Σου λέει η μάνα της Ελένης, και έζησε όλη αυτή τη φρίκη, αισθάνθηκε αυτή την ανάγκη να μου γράψει. Και μετά άρχισα να της στέλνω, να της γράφω και να την παρηγορώ γιατί ξέρω τι θα περάσει από τώρα και στο εξής. Προσπάθησα να σκεφτώ πώς ήμουν εγώ εκείνες τις ημέρες. Μόνο σκοτάδι έχω από τότε στο μυαλό μου. Μόνο θυμάμαι ένα άσπρο φέρετρο που φέρανε και έκλαιγα πάνω από αυτό. Ούτε νεκροφίλησα το παιδί μου. Με είχανε χαπακώσει με τα ηρεμιστικά χάπια και ήμουν σαν ένα φυτό, σαν ένα φάντασμα που αλλού πατούσε κι άλλου βρισκότανε. Και σκοτάδι, μαυρίλα είχε καλύψει τον εγκέφαλό μου. Τίποτα δεν θυμάμαι, τίποτα. Μόνο ένα λευκό φέρετρο και στον τάφο του παιδιού μου που είδα ένα χαντάκι ανοιγμένο που θα βάζανε μέσα το παιδί μου. Το στείλανε να ζει μέσα σε ένα λάκκο. Και σηκώθηκα, έφυγα και φώναξα δυνατά «σιγά το θέαμα» και τσίριζα μόνη κι ήρθανε από πίσω κάποιοι φίλοι μου, μ’ αγκαλιάσανε και κλαίγαμε μαζί.»
Η μητέρα της Ελένης έγραψε στο μήνυμα της προς την Μελίνα Κακουλίδου:
«… Ξαφνικά σε ρίχνουν σ’ έναν μαύρο ωκεανό και κάνεις χιλιάδες προσπάθειες να ανέβεις αλλά συνεχώς βουλιάζεις, βουλιάζεις και ποτέ δε θα μπορείς ελεύθερα να κολυμπάς, να επιπλέεις – Μελίνα μου (τεμέτερον Σιμέλα), χαροκαμένη μάνα, κλάψε το παιδάκι σου, αγκάλιασέ το, φίλησέ το, νανούρισέ το, πες του ό,τι δεν πρόλαβες να του πεις κι αποχαιρέτησέ το… Ρούφηξε τα πάντα από τη μορφή του αδικοχαμένου παιδιού σου και σφήνωσέ τα, αποτύπωσέ τα σε όλα τα κύτταρα του εγκεφάλου σου… Από τώρα και στο εξής θα τον κουβαλάς τον Άλκη σου μέσα στην ψυχούλα σου και στην καρδούλα σου… Δολοφόνοι του Άλκη, η κατάρα μας να πέσει πάνω στα κεφάλια σας. Ο άδικος χαμός αυτού του αγοριού να γίνει ο εφιάλτης σας. Μαυροντύσατε μια οικογένεια που δεν σας έφταιξε σε τίποτα. Αγουρόπον μικρόν, Καλόν Παράδεισον να έχς!
Κούλα – Γιάννης»