Ο «Ζόρικος πιτσιρικάς» που έσωσε με τη βάρκα του 73 ανθρώπους από την κόλαση της φωτιάς στο Μάτι και ως ελάχιστη ανταπόδοση της πράξns του, κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη – Η ιστορία της ζωής του μέσα από τα λόγια της αδερφής του και γνωστής τραγουδίστριας Σοφίας Αρβανίτη
Το φως ενός μικρού προβολέα φωτίζει το πρόσωπο μιας γυναίκας. Σήμερα λάμπει περισσότερο από τις άλλες φορές, με εκείνη την ακαθόριστη λάμψη που διοχετεύεται από την ψυχή στο πρόσωπο εκπέμποντας την εικόνα της ευτυχίας.
Κλείνει τα μάτια, πιάνει το μικρόφωνο, η μουσική σκηνή γεμίζει από νότες, εκείνη τραγουδά την «Παλιοσκυλού» ή αλλιώς την προσωπική της ιστορία: «Μηχανόβιος αδελφός/ ζόρικος από μικρός/ που καβάλαγε τ’ αστέρια/ τάιζε και τα περιστέρια. Ολα ήταν φτωχικά όταν ήμασταν παιδιά/ μου την πέφταν οι γειτόνοι, δάσκαλοι και ποιος γλιτώνει/ όνειρο από μικρή να ξεφύγω από κει…». Πού και πού ανοίγει τα μάτια όχι για να δει το κοινό, αλλά έναν άνδρα που στέκει στην μπάρα, μάρτυρας της αλήθειας της, συνένοχος του τραγουδιού της, συνοδοιπόρος της ζωής της. Τα βλέμματά τους μένουν ενωμένα μέχρι το κομμάτι να τελειώσει, και ύστερα ο Κώστας Αρβανίτης, αδελφός της Σοφίας Αρβανίτη, τη χειροκροτά δυνατά. Κάτι σαν υπόκλιση στους στίχους μιας αγάπης που ξεκίνησαν να γράφονται από τα παιδικά τους χρόνια στα προσφυγικά του Χαλανδρίου…
Κάποτε στο Χαλάνδρι
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου 2019. Ενα αυτοκίνητο στέκει με alarm επί της λεωφόρου Κηφισίας. Ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, μάτια υγρά πάνω σε ζεστό χαμόγελο. Καμία τυπική χειραψία, κενό συστάσεων, μια παρήγορη αγκαλιά, υποκατάστατο της λέξης «συλλυπητήρια» που τόσο μισώ. Η νεκρική σιγή της άδειας πόλης απλώνεται γύρω μας, σαν συνοδεία τού μέσα της, κι ύστερα η φωνή της, αντίλαλος μιας ζωής που θέλει να μελετά: «Μου κάνει καλό να μιλάω για τον Κώστα. Δεν ήταν απλώς ο αδελφός μου, ήταν το μοναδικό πλάσμα με ένα απόλυτα κοινό παρελθόν, το σημαντικότερο στήριγμα της ζωής μου. Να, εδώ γεννηθήκαμε, το πατρικό μου βρίσκεται σε προσφυγικό οικισμό. Οι παππούδες μου ήταν από τη Μικρά Ασία, δύσκολα χρόνια, κι όμως, εκεί, σε εκείνα τα δύσκολα ήταν κρυμμένη τόση ομορφιά».
Ξανά alarm. Παρκάρισμα των αναμνήσεων, τα βήματά μας μάς οδηγούν σε μια πολύχρωμη εσωτερική αυλή με ροκ μελωδίες και άρωμα βασιλικού. Λευκό παγωμένο κρασί, το σήμερα τρέχει ζαλισμένο στο χθες μέσα από τις μνήμες της Σοφίας: «Εγώ κι ο Κώστας παιδιά. Πώς πέρασαν τα χρόνια… Και οι δύο ατίθασοι, αλλά εκείνος ένα παιδάκι που δεν κόντραρε ποτέ τα δικά μου “θέλω”, εξαλείφοντας έτσι κάθε ίχνος παιδικής ζήλιας κι ανταγωνισμού. Πάντα προστατευτικός: τον θυμάμαι να με συνοδεύει χειμώνες στο μπαλέτο, κάποιες φορές που η μαμά είχε δουλειά. Οικογένεια βιοπαλαιστών, η μητέρα μας, για να βοηθήσει την οικογένειά της, είχε έρθει νεαρή κοπέλα από τη Μυτιλήνη και δούλευε ως βοηθός της μεγάλης ηθοποιού Κυβέλης, ο Μικρασιάτης πατέρας μας εργαζόταν ως κλειθροποιός. Η χαρά μας όλη εκείνα τα χρόνια ήταν τα Σαββατοκύριακα, όταν πηγαίναμε οικογενειακώς βόλτα στην εξοχή για περίπατο, να μαζέψουμε χόρτα και μανιτάρια, η ευτυχία του Κώστα ήταν ωστόσο από τότε η θάλασσα. Δίπλα της έμοιαζε να χάνεται, ήταν ικανός να περνά εκεί ώρες ατέλειωτες. Μάζευε κοχύλια, ψαράκια, τα περιεργαζόταν, έλεγε πως “η θάλασσα είναι και θα είναι πάντα το καταφύγιό μου”. Ο αδελφός μου ήταν ένα αλλιώτικο παιδί, άκρως συναισθηματικό. Ο κολλητός του στο Δημοτικό ήταν ένα πιτσιρίκι από την Κένυα, ο Σαμουήλ. Ο Κώστας ήταν από τα ελάχιστα παιδιά του σχολείου που τον έκαναν παρέα. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας για παιχνίδι και φαγητό, ο Κώστας δεν καταλάβαινε πώς το χρώμα ενός ανθρώπου μπορεί να γεννήσει επιφύλαξη και αποκλεισμό».
Ο αποχωρισμός
Ακόμη μια γουλιά κρασί, χωρίς πάγο, οι νερωμένες μνήμες δεν ταιριάζουν στη Σοφία ακόμη κι αν εμπεριέχουν ίχνη ή τόνους δυσκολιών: «Ο πρώτος μας αποχωρισμός συνέβη στα χρόνια της εφηβείας όταν οι γονείς αποφάσισαν πως δεν μπορώ πλέον να κοιμάμαι στον ίδιο χώρο με τον αδελφό μου. Οτι “το κορίτσι πρέπει να έχει το δικό του δωμάτιο”. Στο σπίτι δεν υπήρχε άλλο κι έτσι ο Κώστας μετακόμισε στον καναπέ του σαλονιού χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στα 19 μου έφυγα από το σπίτι. Μια εκκολαπτόμενη τραγουδίστρια με σπουδές χορού. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα μακριά από το πατρικό μου, στη Νέα Σμύρνη, κι ένα υπόγειο το οποίο γέμισα με μπάρες και καθρέφτες. Εκεί έκανα ατέλειωτες πρόβες γιατί το όνειρό μου ήταν να συνδυάσω το τραγούδι με τον χορό. Λίγο αργότερα ξεκίνησα να δουλεύω σε μεγάλες πίστες ανοίγοντας το πρόγραμμα. Ο Κώστας ποτέ δεν μου είπε κάτι παραπάνω από τη φράση: “Αδελφή, τράβα τον δρόμο σου. Εμείς ακολουθούμε”. Ερχόταν στα μαγαζιά για να με δει, με θαύμαζε σιωπηλά, το ίδιο κι εγώ. Εκείνος είχε μείνει πίσω στο Χαλάνδρι, στήριγμα της οικογένειας, καθώς όταν χάσαμε τον πατέρα μας ήταν μόλις 20 ετών. Ανέλαβε το κλειδαράδικο στο Χαλάνδρι, ανέπτυξε την επιχείρηση και εν συνεχεία επεκτάθηκε και σε συστήματα ασφαλείας. Αυτό ήταν το επάγγελμά του. Ψαράς ήταν από χόμπι. Αν είχε όνειρα; Να κάνει την πόλη του καλύτερη μέσα από την ενασχόλησή του με τα κοινά και να ταξιδέψει μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα για καταδύσεις, πότε μόνος και πότε με την οικογένειά του. Εκανε και τα δύο. Από τα 19 του, είχε τις βάρκες του, έμενε μέσα στη θάλασσα ώρες ατέλειωτες. Επλεκε δίχτυα, έριχνε παραγάδια, μερόνυχτα με ένα δόλωμα στα χέρια και αρμύρα στο κορμί. Αυτό ήταν το φευγιό του, η ελευθερία του. Πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, εκείνο το παιδικό “η θάλασσα είναι και θα είναι πάντα το καταφύγιό μου” έγινε απόλυτη πραγματικότητα. Ο Κώστας μετακόμισε στη Νέα Μάκρη με τη γυναίκα του τη Χρύσα και τον γιο τους τον Δημήτρη. Μαζί, πήρε κι ένα επαγγελματικό αλιευτικό σκάφος για να μπορεί να ψαρεύει στ’ ανοιχτά συντροφιά με την οικογένειά του, με τους φίλους του ή μόνος με το αγαπημένο του σκυλί. Εκεί, αγκαλιά με τη θάλασσα, ήταν πλέον αληθινά ευτυχισμένος».
«Ο Κώστας έπραξε το αυτονόητο»
Το ημερολόγιο γράφει 23 Ιουλίου 2018. Ο Κώστας έχει τα γενέθλιά του, τα πάντα στο σπίτι της Νέας Μάκρης είναι έτοιμα για να υποδεχθούν την οικογένεια και τους φίλους του στην καθιερωμένη γιορτή της χρονιάς: «Οπως κάθε χρόνο, εκείνη την ημέρα ήμασταν καλεσμένοι στον αδελφό μου. Θα ψήναμε στον κήπο, θα βάζαμε δυνατά μουσική, θα χορεύαμε, θα γελούσαμε και θα περνάγαμε όμορφα. Ημουν σχεδόν έτοιμη να ξεκινήσω μαζί με τη μητέρα μου όταν ο Κώστας μού τηλεφώνησε και μου είπε: “Το Μάτι έχει πάρει φωτιά. Μοιάζει ανεξέλεγκτη. Πάω να βοηθήσω γιατί ο κόσμος είναι στη θάλασσα… Μια θάλασσα που βράζει τυλιγμένη σε πυκνό καπνό”. Στην αρχή δεν κατάλαβα το μέγεθος του κακού. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, άλλωστε, ο Κώστας έτρεχε να βοηθήσει τους πυροσβέστες σε φωτιές που ξεσπούσαν στη γύρω περιοχή. Ηλπιζα πως κι αυτή τη φορά θα συμβεί κάτι ανάλογο και πως ο αδελφός μου μετά από λίγο θα τηλεφωνούσε και θα μου έλεγε: “Ολα καλά. Ξεκινήστε! Το πάρτυ αρχίζει!»».
Το τηλεφώνημα αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Η Σοφία το καταλαβαίνει λίγο αργότερα μέσα από έκτακτα τηλεοπτικά δελτία που καταγράφουν το μεγάλο κακό. Τηλεφωνεί στον Κώστα ξανά και ξανά. Εκείνος δεν απαντά. Εκείνη ανησυχεί. Μαζί του είναι η γυναίκα του, ο γιος του και ο βοηθός και φίλος του, ο Αιγύπτιος Μαχμούτ. Κανείς δεν απαντά, κανείς δεν δίνει σημεία ζωής. Μετά από πολλά τηλεφωνήματα, στην άλλη άκρη της γραμμής ακούει μία άγνωστη φωνή να της λέει: «Ο Κώστας δεν μπορεί να σας μιλήσει. Είναι μέσα στα κύματα με τον γιο του και σώζουν κόσμο. Είναι όμως καλά… Μην ανησυχείτε». «Ηταν το πρώτο καΐκι που βγήκε πριν ακόμα βγει το λιμενικό», λέει η Σοφία και συνεχίζει: «Οπως μου είπε μετά ο Κώστας, παρότι ήταν ακόμη μέρα, δεν μπορούσαν να δουν τίποτε από τον καπνό. Εριξαν σημαδούρες, τραβούσαν τον κόσμο προς τη βάρκα, τους ανέβαζαν πάνω από την κουπαστή σαν τα ψάρια. Νέους, γέρους, μωρά παιδιά. Ολοι έκλαιγαν, άλλοι τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Μέχρι τις 2 τα ξημερώματα ο Κώστας έκανε συνεχή δρομολόγια από το Μάτι στη Ραφήνα και πάλι πίσω καταφέρνοντας να σώσει 73 ανθρώπους. Αυτά μου είχε πει. Τίποτε άλλο. Στιγμή δεν ένιωσε ήρωας, παρά μόνο άνθρωπος που έκανε αυτό που όφειλε να κάνει και το οποίο έκανε σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Αυτό πιστεύω κι εγώ. Ενας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης θα έκανε αυτό που έκανε ο Κώστας. Δυστυχώς όμως σήμερα οι περισσότεροι έχουμε κλειστεί στα διαμερίσματά μας, έχουμε σφραγίσει τις καρδιές μας και επικοινωνούμε κυρίως μέσα από ψυχρές οθόνες. Η ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, το να αγγίζεις τον άλλον και να του μιλάς κοιτώντας τον στα μάτια, έχει πάει περίπατο.
Ενας άνθρωπος ήταν ο αδελφός μου έτσι όπως δυστυχώς έχουν ξεχάσει να είναι σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι. Και κάτι ακόμη: Μέσα στη βάρκα ο Κώστας δεν έβαζε μόνο ανθρώπους, αλλά και ζώα που καιγόντουσαν ζωντανά. Δεν έκανε διαχωρισμό ανάμεσα σε ανώτερη και κατώτερη ύπαρξη ζωής. Ολα και όλοι μέσα στον “Ταξιάρχη”. Αρκεί να ζούσαν». Τον άνθρωπο ή τον ήρωα Κώστα Αρβανίτη δεν τον ξέχασε σχεδόν κανείς από εκείνους που έσωσε το μοιραίο απόγευμα της 23ης Ιουλίου. Τον αναζήτησαν στο μαγαζί του στο Χαλάνδρι, τον ευχαρίστησαν ξανά και ξανά, έγιναν φίλοι σαν να γνωρίζονταν από πάντα κρατώντας στα χείλη τους την υπόσχεση πως δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ.
«Σοφία, γύρνα γρήγορα πίσω…»
Εναν χρόνο μετά, στις 23 Ιουλίου του 2019, ο Κώστας δεν αισθάνεται καλά. Η αρρώστια που τον χτύπησε πριν από 3,5 χρόνια έχει απλωθεί σε σημείο τέτοιο που αποκλείει κάθε ελπίδα για ζωή: «Ο αδελφός μου έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο στο συκώτι μετά από εξετάσεις. Εκανε δύο χειρουργεία, το πρώτο πριν από δύο χρόνια και το δεύτερο πριν από οκτώ μήνες, και κάθε φορά παίρναμε μία ανάσα ότι τη γλιτώσαμε», λέει η Σοφία και συνεχίζει: «Πριν από λίγο καιρό, μετά από εξετάσεις, μάθαμε ότι η κατάστασή του ήταν πλέον πολύ σοβαρή. Παρ’ όλα αυτά, όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψε στιγμή να δουλεύει πηγαίνοντας στο μαγαζί με το αγαπημένο του σκυλί πάνω στο ντεπόζιτο της μοτοσικλέτας, να ψαρεύει και να πιστεύει ότι ίσως καταφέρει να ζήσει. Στα τέλη Ιούλη μπήκε στο νοσοκομείο. Την Παρασκευή 9 Αυγούστου καθόμουν δίπλα του. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι χάλασε το κινητό μου: “Πετάξου και αγόρασε ένα κινητό, αλλά γύρνα γρήγορα πίσω”, μου είπε. Ηταν η πρώτη και η τελευταία φορά στη ζωή του που μου ζητούσε κάτι με αγωνία. Λίγες ώρες μετά έφυγε από τη ζωή. Αυτό που με συνθλίβει, αυτό για το οποίο είμαι συντετριμμένη, είναι ότι ένας άνθρωπος που λατρεύω είναι πλέον αδύνατον να γίνει αποδέκτης της λατρείας μου. Πρέπει να υποχρεώσω τον εαυτό μου να συνεχίσει να ζει, να γράφω μουσική και στίχους, να παίζω κιθάρα, να χαζεύω τη θάλασσα, γνωρίζοντας ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Τι κρατάω από εκείνον; Το μότο της ζωής του να μου υπαγορεύει πως “Οσα εμπόδια κι αν υπάρχουν εγώ βαδίζω ανεμπόδιστα, δηλαδή ελεύθερα. Σαν να μην υπάρχουν. Κι ας είναι η ζωή γεμάτη από αυτά…”».