Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)

0
8

Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης και η μεταστροφή του Κώττα – Ο Κώττας στην Αθήνα – Ο Παύλος Μελάς και άλλοι αξιωματικοί στη Μακεδονία με τον Κώττα – Η προδοσία και το τραγικό τέλος, ποιος ήταν ο προδότης;

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως είχαμε υποσχεθεί, και ολοκληρώνουμε το εκτενές αφιέρωμα στον πρωτοπόρο του Μακεδονικού Αγώνα Καπετάν Κώττα. Θα δούμε τη συνάντησή του με τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, την κάθοδό του στην Αθήνα, τη γνωριμία του με τον Παύλο Μελά και άλλους αξιωματικούς, τη μετάβασή τους στη Μακεδονία και το τραγικό τέλος του Κώττα μετά από προδοσία. Αναπάντητο ερώτημα μέχρι σήμερα: ποιος πρόδωσε τον Κώττα;

Ο Μητροπολίτης Γερμανός και ο καπετάν Κώττας

Το 1900 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καστοριάς ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Στη μακεδονική πόλη επικρατούσε χάος και τρόμος. Στην πόλη υπήρχε πλήθος πατριαρχικών φυγάδων.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Γερμανός Καραβαγγέλης και Γκέλεφ

Ο δυναμικός Γερμανός δεν έμενε αδρανής. Ήρθε σε επαφή με το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι. Έπειτα, αναζήτησε στηρίγματα για τη δράση που σχεδίαζε. Μαθαίνοντας για τον Καπετάν Κώττα, επιδίωξε και κατάφερε να τον συναντήσει με τη μεσολάβηση του Σταύρου Τσάμη ενός ιερέα από το Πισοδέρι. Η συνάντηση έγινε στο χωριό Τίρνοβο (Πράσινο) απέναντι από τη Ρούλια. Δεν γνωρίζουμε ακριβή ημερομηνία (τέλος του 1901 ή αρχές του 1902) και διήρκησε μια ολόκληρη νύχτα.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης

Ο Γερμανός είπε στον Κώττα, ότι οι σλαβόφωνοι ήταν Έλληνες, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ότι η γη τους ήταν γεμάτη από αρχαία ελληνικά αγάλματα και νομίσματα. Του είπε ακόμα, ότι οι Βούλγαροι δεν θα μπορούσαν να ελευθερώσουν τη Μακεδονία, αφού δεν μπόρεσαν να απελευθερώσουν τη χώρα τους (θυμίζουμε ότι αυτό έγινε χάρη στη ρωσική στήριξη, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878). Ο Κώττας πείστηκε και υποσχέθηκε ότι θα αγωνιστεί για τον Ελληνισμό. Σε αντάλλαγμα, ο Γερμανός υποσχέθηκε οικονομική ενίσχυση στην ομάδα του Κώττα και ότι θα στείλει τους γιους του στην Αθήνα για να σπουδάσουν. Ο ένας από αυτούς, ο Σωτήριος Κώττας έκανε λαμπρή καριέρα στον Στρατό, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Επιστρέφουμε στον Γερμανό Καραβαγγέλη που κατάφερε να στρατολογήσει έναν σπουδαίο οπλαρχηγό, τον καπετάν Βαγγέλη, από το Στρέμπενο (Ασπρόγεια) και με τη μεσολάβηση του Κώττα, τον Γκέλεφ (Βαγγέλη), πρώην δάσκαλο από τα Τίρσια (Τρίβουνο).

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης

Ο Γκέλεφ χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Κώττα, ο οποίος απελευθέρωσε τη σύζυγο και την κουνιάδα του, τις οποίες κρατούσε ομήρους ο αρχικομιτατζής Τσακαλάροφ στο Μακροχώρι. Στη μάχη που ακολούθησε Κώττας και Γκέλεφ κοντά στο χωριό Όστιμα, κατανίκησαν τους κομιτατζήδες. Ενθαρρυμένος από όλα αυτά, ο Καραβαγγέλης άρχισε τις περιοδείες στα χωριά της περιφέρειάς του. Κυκλοφορούσε πάντα έφιππος και οπλισμένος με τη συνοδεία ενός σωματοφύλακα, του Εμίν. Ο Γερμανός πέτυχε να μεταστρέψει πολλούς χωρικούς από την Εξαρχία στο Πατριαρχείο. Για πρώτη φορά, τα πράγματα έδειχναν ευοίωνα για τον Ελληνισμό.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο αρχικομιτατζής Vasil Chakalarov

Οι εξεγέρσεις του 1902 και του 1903 και ο Καπετάν Κώττας

Θορυβημένοι οι Βούλγαροι από τις ελληνικές επιτυχίες έστειλαν στην Μακεδονία τον Αύγουστο του 1902 τον βερχοβιστή (της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής που είχε έδρα τη Σόφια) Αντισυνταγματάρχη Γιαγκόφ. Στην πρώτη του συνάντηση με τους τοπικούς ηγέτες της ΕΜΕΟ, αυτός ζήτησε να ξεσηκωθούν άμεσα οι σλαβόφωνοι. Έλαβε την απάντηση ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει πριν λάβουν έγκριση από το κέντρο της ΕΜΕΟ στο Μοναστήρι. Ο Γιαγκόφ επιχείρησε να ξεσηκώσει ο ίδιος τα χωριά. Τα μέλη της ΕΜΕΟ, με επικεφαλής τον Τσακαλάροφ αντέδρασαν. Γιαγκόφ και Τσακαλάροφ διαπληκτίστηκαν και αντάλλαξαν βαριές ύβρεις. Μάλιστα ο πρώτος κατηγόρησε τον δεύτερο για ατασθαλίες. Ο Γιαγκόφ επιχείρησε να προσεγγίσει μόνος του τον Κώττα παρά την προειδοποίηση του Τσακαλάροφ ότι υπήρχε σχέδιο από την ΕΜΕΟ για δολοφονία του. Ο Γιαγκόφ συνάντησε τον Κώττα και του ανέφερε για σχεδιαζόμενη εξέγερση εναντίον των Τούρκων. Αυτή η πρόταση ενθουσίασε τον Κώττα, ο οποίος ήθελε αρχικά να διώξουν τους Τούρκους από τη Μακεδονία, όπως αναφέραμε.

Όταν όμως με 400 άνδρες επιχείρησε να καταλάβει τη Φλώρινα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1902 αντίκρισε ισχυρή τουρκική φρουρά ειδοποιημένη μάλλον από την ΕΜΕΟ. Ακολούθησε κίνηση προς την Καστοριά, όμως και εκεί υπήρχε μεγάλη τουρκική δύναμη που κινήθηκε εναντίον του Κώττα. Στη μάχη στην Κλεισούρα που ακολούθησε, ο Κώττας με τους άνδρες του σκότωσαν 50 Τούρκους. Ο Γιαγκόφ απογοητευμένος από τις εξελίξεις έφυγε για τη Σόφια, αφού πρώτα δώρισε τα όπλα του στον Κώττα! Η εξέγερση έλαβε διαστάσεις στην Ανατολική Μακεδονία, όμως σύντομα καταστάλθηκε και εκεί.

Όμως ο επαναστατικός αναβρασμός στη Μακεδονία δεν σταμάτησε. Νέα σώματα συγκροτήθηκαν, ιδιαίτερα μετά τη χορήγηση αμνηστίας σε 2.000 επαναστάτες Τον Απρίλιο του 1903 μια σειρά από βομβιστικές επιθέσεις συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη. Η ΕΜΕΟ ωστόσο θεωρούσε ότι δεν μπορεί να γίνει καμία επανάσταση, καθώς υπήρχε ελλιπής προετοιμασία. Τελικά αποφασίστηκε να ξεκινήσει η εξέγερση στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν), γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία ως «Εξέγερση του Ίλιντεν».

Το κέντρο της εξέγερσης ήταν η Δυτική Μακεδονία. Αρχικά οι επαναστάτες σημείωσαν επιτυχίες καταλαμβάνοντας την Κλεισούρα, το Νυμφαίο (Νέβεσκα τότε) και το Κρούσοβο, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες. Οι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις όμως, ως τα τέλη του Αυγούστου 1903 ανέτρεψαν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Τα θύματα της εξέγερσης ήταν οι άμαχοι ντόπιοι: 2.000 νεκροί, 22 χωριά τελείως κατεστραμμένα και 40.000 άστεγοι. Στην ελληνική συνοικία του Κρουσόβου, άτακτοι Τούρκοι προέβησαν σε θηριωδίες.

Ο Κώττας πήρε μέρος στην εξέγερση του Ίλιντεν. Πιθανότατα μετά από συνεννόηση με τον Καραβαγγέλη είχε σαν στόχο την αποφυγή καταστροφών στην περιοχή του. Με 1.000 άνδρες οχύρωσε τη διάβαση της Βίγλας. Έτσι, όταν τουρκικά στρατεύματά από τη Φλώρινα επιχείρησαν να περάσουν από εκεί συνάντησαν ισχυρή αντίσταση και οπισθοχώρησαν. Παράλληλα ο Κώττας επιχείρησε να εξοντώσει τη μοναδική τουρκική φρουρά που βρισκόταν στην περιφέρειά του, στο χωριό Πόπλι (Λευκώνας) των Πρεσπών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Κώττας δέχτηκε πρόσκληση σε γεύμα από τους πρόκριτους του χωριού Γερμάν (Άγιος Γερμανός). Επρόκειτο όμως για παγίδα, καθώς στο χωριό στάθμευε τσέτα (συμμορία κομιτατζήδων) υπό τους Κοκάρεφ και Ιλίεφ. Ο Κώττας με τους άνδρες του, καθ’ οδόν προς τον Άγιο Γερμανό συνάντησαν τυχαία ένα τουρκικό τάγμα που είχε ξεκινήσει από τη Ρέσνα για να βοηθήσει την πολιορκούμενη φρουρά. Η σύγκρουση είχε διάρκεια τρεις ώρες. Παρά το αριθμητικό πλεονέκτημα των Τούρκων ηττήθηκαν στη μάχη χάνοντας 28 άνδρες. Αλλά και ο Κώττας έχασε τον Σπύρο Παρασκευαΐδη, υπαρχηγό του, γενναίο μαχητή. Η βουλγαρική τσέτα παρακολουθούσε τη μάχη ελπίζοντας σε ήττα του Κώττα. Δέκα μέρες αργότερες η τσέτα διαλύθηκε από τους Τούρκους.

Ο Κώττας καταλαβαίνοντας βέβαια ότι η πρόσκληση ήταν παγίδα έλυσε την πολιορκία στο Πόλπι και με 600 άνδρες κινήθηκε προς τα Κορέστεια . Στα χωριά της περιοχής μοίρασαν τα τρόφιμα που είχαν μαζέψει από τον κάμπο της Φλώρινας. Πάντως, όλα τα χωριά της περιοχής του Κώττα έμειναν αλώβητα από τη μανία των Τούρκων.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Κώττα για τους κομιτατζήδες ήταν ο απαγχονισμός από την τσέτα των Τσακαλάροφ και Κλιάσεφ, του προέδρου και του αγροφύλακα του χωριού Μπρεσνίτσα (Βατοχώρι), ενώ αυτός πολεμούσε στη Βίγλα και τις Πρέσπες. Επίσης, οι ίδιοι κομιτατζήδες σκότωσαν εν ψυχρώ τον πατέρα και τον άρρωστο αδελφό του Γιάννη Ζάικου, φίλου και συμπολεμιστή του Κώττα.

Ο Κώττας δεν το ξέχασε και όταν έμαθε ότι ένας άλλος αρχικομιτατζής και εχθρός του, ο Ποπτράικοφ κρυβόταν τραυματισμένος στην Ποσδιβίστα έστειλε εκεί δύο άνδρες του που τον συνέλαβαν. Ο Ποπτράικοφ αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε από τον Κώττα στον Γερμανό.

Ο Κώττας στην Αθήνα – Παύλος Μελάς και άλλοι Έλληνες αξιωματικοί στη Μακεδονία

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η επίσημη ελληνική κυβέρνηση ήταν απούσα. Η ήττα του 1897 της απαγόρευε να κάνει κινήσεις που θα προκαλούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μόνο ο Ίωνας Δραγούμης, Γραμματέας του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι τότε, παρακολουθούσε τις εξελίξεις στη Μακεδονία και προσπαθούσε να οργανώσει κάποια ελληνική δράση εκεί. Η εξέγερση του Ίλιντεν και η πίεση της κοινής γνώμης όμως ανάγκασαν την κυβέρνηση Θεοτόκη να αναλάβει δράση. Σημαντικότερη ενέργειά της ήταν η αποστολή επιτροπής αξιωματικών που θα ερευνούσε την κατάσταση στη Μακεδονία όπου και θα μετέβαινε. Επικεφαλής της τοποθετήθηκε ο Λοχαγός Αλέξανδρος Κοντούλης. Τα υπόλοιπα μέλη ήταν ο Λοχαγός Αναστάσιος Παπούλας (γνωστός στη συνέχεια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία), ο Υπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς. Παράλληλα, αυτοί θα πλαισιώνονταν από τέσσερις υπασπιστές: τους Κρητικούς Ευθύμιο Καούδη, Γέωργιο Περάκη και Γεώργιο Δικώνυμο – Μακρή και τον Απόστολο Τράγκα ή Ρουμελιώτη, από την Ακαρνανία. Στο μεταξύ, ο Κώττας ήθελε να έρθει στην Αθήνα για να συνομιλήσει με Έλληνες αρμόδιους και να δει τους γιους του που σπούδαζαν στην πρωτεύουσα. Με τη βοήθεια του Καραβαγγέλη πέρασαν μαζί με τους υπαρχηγούς του Παύλο Κύρου και Σίμο Ιωαννίδη και δύο ακόμα άνδρες, από τα σύνορα που βρίσκονταν τότε στη Θεσσαλία. Στις 18 Φεβρουαρίου 1904 ο Κοντούλης και ο Μελάς γνώρισαν τον Κώττα στο σπίτι του ένθερμου πατριώτη Στέφανου Δραγούμη, πατέρα του Ίωνα και εντυπωσιάστηκαν από την αγέρωχη και ειλικρινή στάση του Κώττα και του πρότειναν να τους συνοδεύσει στην αποστολή τους. Ο Κώττας δέχτηκε αμέσως. Σε αναγνώριση της προσφοράς του η ελληνική κυβέρνηση του έδωσε τιμής ένεκεν τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού, μια στολή κι ένα σπαθί.

Η ομάδα συναντήθηκε στο χωριό Αγιόφυλλο. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1904 πραγματοποιήθηκε ο εφοδιασμός και ο εξοπλισμός της. Λόγω ομίχλης και πυκνής χιονόπτωσης δεν κατάφεραν να περάσουν στη Μακεδονία, κάτι που έγινε στις 9 Μαρτίου στη συμβολή του Αλιάκμονα με τον παραπόταμό του Γρεβενιώτη.

Μετά από κοπιαστική πορεία έφτασαν στη Μονή Τσιριλόβου κοντά στην Καστοριά. Εκεί είχαν προγραμματίσει συνάντηση με τον Καραβαγγέλη ο οποίος δεν πήγε, φοβούμενος ότι οι Τούρκοι τον παρακολουθούν. Έστειλε όμως έμπιστο άνθρωπό του που θα τους οδηγούσε στο Γκαμπρές (Γάβρος). Καθ’ οδόν, ο Κώττας ζήτησε επίμονα να κάνουν μια στάση στο Σίστεβο (Σιδηροχώρι) για να δώσει μια λίρα στη χήρα του συμπολεμιστή του Ιωάννη Παπαναστασίου που σκοτώθηκε από τον Τσακαλάροφ αφήνοντας ορφανά επτά παιδιά. Η γυναίκα δέχτηκε συγκινημένη την προσφορά, μπροστά στους έκπληκτους Έλληνες αξιωματικούς. Στις 15 Μαρτίου έφτασαν στο Γκαμπρές.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
O Δημήτριος Νταλίπης

Τους φιλοξένησε στο σπίτι του ο Δημήτριος Νταλίπης. Την επόμενη μίλησαν με τους πρόκριτους του χωριού. Ο Κώττας είπε με γλαφυρό τρόπο τους κατοίκους του να επιλέξουν τον ωραίο και καθαρό δρόμο για την Ελλάδα, που απείχε τρεις μέρες τότε και όχι τον γεμάτο αγκάθια δρόμο προς τη Βουλγαρία που απείχε τριάντα μέρες. Τους έδειξε αρχαία μακεδονικά νομίσματα τονίζοντας ότι είχαν ελληνικές και όχι βουλγαρικές επιγραφές. Όταν έφτασαν στη Ρούλια, ο Κώττας πήγε τους αξιωματικούς στο σπίτι του. Αυτοί εντυπωσιάστηκαν από το ότι ήταν το πιο φτωχικό απ’ όλα, κάτι που έδειχνε την εντιμότητά του. Ακολούθως επισκέφτηκαν την Όστιμα, το Ζέλοβο και το Ορόβνικ (Καρνές). Εκεί τους συναντούσαν και επιτροπές από άλλα χωριά, όπως το Πισοδέρι. Οι Έλληνες αξιωματικοί τους εμψύχωναν και τους μιλούσαν με ενθουσιασμό. Στο Ζέλοβο, παρουσιάστηκε διαφωνία μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών για τον τρόπο δράσης. Ο Κοντούλης και ο Μελάς ήθελαν να γίνει ο αγώνας από ντόπιους μαχητές με εφοδιασμό από την Αθήνα, ενώ ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης πίστευαν ότι πρέπει το ελληνικό κράτος να στείλει ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία. Οι διαφωνίες σταμάτησαν, όταν έφτασε στο Καρνές μυστικός πράκτορας από το προξενείο του Μοναστηρίου με μήνυμα, σύμφωνα με το οποίο οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί τη δράση τους και ο Παύλος Μελάς έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στην Αθήνα. Αυτός αρνήθηκε, απείλησε ακόμα και να παραιτηθεί από το στράτευμα, τελικά πείστηκε να γυρίσει στην πρωτεύουσα. Λίγο αργότερα, νέα είδηση, ότι τουρκικό απόσπασμα από τη Φλώρινα πλησίαζε τα Κορέστεια υποχρέωσε τους τρεις αξιωματικούς να μεταβούν στην περιοχή του καπετάν Βαγγέλη που είχε κέντρο το Στρέμπενο. Επισκέφτηκαν πολλά χωριά και στις 8 Μαΐου 1904 επέστρεψαν στην Αθήνα.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο Καπετάν Κώττας

Το τραγικό τέλος ενός ήρωα

Οι τέσσερις υπασπιστές των αξιωματικών δεν έφυγαν από την περιοχή των Κορεστείων, ούτε και ο Κώττας, που συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Καούδη. Πάντως, ο Καπετάν Κώττας είχε πλέον μόνο 25 άνδρες, μαζί με αυτούς του καπετάν Βαγγέλη που είχε πάει στο Μοναστήρι για να προσπαθήσει να αποφυλακίσει ένα φίλο του. Η λυσσαλέα προπαγάνδα της ΕΜΕΟ σε βάρος του Κώττα άρχισε να αποδίδει καρπούς.

Οι Βούλγαροι διέδιδαν ότι ο Κώττας κρατούσε για τον εαυτό του λίρες από τους Έλληνες αξιωματικούς και ότι αποσπάσματα από την Ελλάδα θα παραμέριζαν τους ντόπιους οπλαρχηγούς. 12 άνδρες του τον εγκατέλειψαν. Τρεις μέρες αργότερα όμως σκοτώθηκαν όλοι από τουρκικό απόσπασμα στη Μικρά λίμνη των Πρεσπών. Σε μια τελευταία συνάντηση με τον Κοντούλη (26 Απριλίου 1904), πριν αυτός αναχωρήσει για την Αθήνα ζητήθηκε από τον Κώττα να συναντήσει τον, επικίνδυνο κομιτατζή Μήτρο Βλάχο. Ο Κώττας είπε ότι θα το κάνει σε ένα μήνα το πολύ.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο Μήτρο Βλάχος

Στο μεταξύ, ο Μήτρο Βλάχος με 30 άνδρες πήγε στη Ρούλια, το χωριό του Κώττα και εξανάγκασε τους κατοίκους της να προσχωρήσουν στην Εξαρχία. Επίσης εκδίωξε τον Έλληνα δάσκαλο. Όταν ο Κώττας επέστρεψε στη Ρούλια επιδίωξε να συναντήσει τον αρχικομιτατζή. Η συνάντηση έγινε στην Όστιμα και κράτησε όλη τη νύχτα. Δημιούργησε όμως υποψίες στους συμπολεμιστές του Κώττα. Ο Δικώνυμος, ο Περάκης και μερικοί άντρες του καπετάν Βαγγέλη τον εγκατέλειψαν. Στο Ζέλοβο συνάντησαν τον Παύλο Κύρου και όλοι μαζί πήγαν στην Καστοριά. Ο Καούδης είχε ορκιστεί να πεθάνει μαζί με τον Κώττα και δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει. Ο Κώττας τον αποδέσμευσε και σε δέκα μέρες ο Καούδης με τους υπόλοιπους άντρες του καπετάν Βαγγέλη έφυγαν από κοντά του. Ο Δημήτριος Νταλίπης και ο Σίμος Ιωαννίδης ήταν οι τελευταίοι που άφησαν τον Κώττα μια μέρα πριν τη σύλληψή του. Στις 22 Ιουνίου 1904 τουρκικό απόσπασμα τον συνέλαβε σε μια μυστική κρύπτη στη Ρούλια, μαζί με τρεις άνδρες που είχε στρατολογήσει. Λίγο πριν, Βούλγαροι κομιτατζήδες σκότωσαν τον καπετάν Βαγγέλη σε ενέδρα, καθώς επέστρεφαν από το Μοναστήρι με τον φίλο του που είχε αποφυλακιστεί. Λίγο μετά τη σύλληψη του Κώττα ομάδα κομιτατζήδων μπήκε ανενόχλητη στη Ρούλια. Πήγαν στο σπίτι του και ξυλοκόπησαν τη σύζυγό του Ζωή και την κόρη του Σοφία για να μάθουν πού κρύβει ο Κώττας τη στολή του Έλληνα Ανθυπολοχαγού και τα χρήματα. Τελικά, η σύζυγός του Κώττα τους έδειξε το μέρος όπου ο Κώττας είχε κρυμμένη τη στολή. Οι Βούλγαροι άρχισαν να πατούν το πηλήκιο και έσυραν τις δύο γυναίκες έξω από το χωριό, για να τις κρεμάσουν στο ίδιο δέντρο που είχαν κρεμάσει τον αδελφό της Ζωής ένα χρόνο πριν. Η ξαφνική εμφάνιση ενός τουρκικού αποσπάσματος έσωσε τις δύο γυναίκες. Οι Τούρκοι καταδίωξαν τους κομιτατζήδες και πήραν τη στολή. Η Ζωή και η Σοφία βρήκαν καταφύγιο στην Καστοριά. Ο Κώττας μεταφέρθηκε στις φυλακές της Καστοριάς, της Κορυτσάς και τελικά του Μοναστηρίου. Δικάστηκε εκεί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρά τις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι, δεν έγινε εφικτό να αποφυλακιστεί. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 βγήκε από τη φυλακή σιδηροδέσμιος για να απαγχονιστεί. Κατάφερε να εξουδετερώσει τους φρουρούς του και δραπέτευσε. Ακολούθησε καταδίωξη στα στενά δρομάκια του Μοναστηρίου. Δυστυχώς, ο Κώττας έπεσε πάνω σε μια τουρκική περίπολο και συνελήφθη. Οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ όπου και εκτελέστηκε. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ζήτω η Ελλάδα!».

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
Ο Καπετάν Κώττας

Ποιος πρόδωσε τον καπετάν Κώττα;

Είναι βέβαιο ότι οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Κώττα μετά από προδοσία. Ποιος τον πρόδωσε όμως; Ο Αθανάσιος Η. Γκάντος θεωρεί πιθανό να τον πρόδωσε ο Μητροπολίτης Γερμανός, ο οποίος είχε αυταρχικό και ευέξαπτο χαρακτήρα και πίστευε στη συνεργασία με τους Τούρκους για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων και ίσως ενοχλήθηκε από τη συνάντηση Κώττα – Μήτρο Βλάχου που έγινε χωρίς να ενημερωθεί. Αυτό πιθανότατα τον δυσαρέστησε. Έχει γραφτεί ότι ο Χιλμή πασάς, γενικός επιθεωρητής Μακεδονίας απείλησε με απαγχονισμό τον Καραβαγγέλη αν δεν του αποκάλυπτε πού κρύβεται ο Κώττας. Αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Κώττας προδόθηκε από τους κομιτατζήδες, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι ο Παύλος Κύρου οδήγησε τους Τούρκους στην κρυψώνα του Κώττα, νομίζοντας ότι εκεί βρίσκεται ο Μήτρο Βλάχος. Σωστά γράφει ο Α.Η. Γκάντος ότι αν και ο Μήτρο Βλάχος ήταν ελληνόβλαχος και παλαιός συμπολεμιστής του Κώττα, πλέον ήταν αντίπαλοι και προκαλεί απορίες η συνάντηση των δύο ανδρών.

Καπετάν Κώττας: Ο Παύλος Μελάς, η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα (Β’ μέρος)
O Παύλος Κύρου

Να προσθέσουμε κάτι που ίσως «λέει» πολλά. Ο Μήτρο Βλάχος ήταν αυτός που πρόδωσε τον Παύλο Μελά το 1904. Γιατί να μην ήταν αυτός που πρόδωσε και τον Κώττα; Η σύλληψή του τελευταίου μετά τη συνάντησή του με τον Μήτρο Βλάχο, μάλλον καθιστά τον αρχικομιτατζή πλέον, βασικό ύποπτο της προδοσίας…

Ο Κώττας ήταν πρωτοπόρος του Μακεδονικού Αγώνα. Σε μια εποχή που το ελληνικό κράτος απουσίαζε έδωσε σχεδόν μόνος του αγώνα για τη Μακεδονία, ενάντια στον βουλγαρικό επεκτατισμό. Ο Σίμος Ιωαννίδης, ο Παύλος Κύρου και ο Δημήτριος Νταλίπης, πρωτοπαλίκαρα του Κώττα, συνέχισαν τον αγώνα του. Ο γιος του Σωτήριος, όπως αναφέραμε έφτασε μέχρι τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Πολέμησε και διακρίθηκε στη Μικρά Ασία και κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-1941.

Πηγές: ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Η. ΓΚΑΝΤΟΣ, «ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΤΤΑΣ: – Ένας πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα», περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 122, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006.

«ΑΦΑΝΕΙΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ», Επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 2008.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ