Από τα άγνωστα ανθρώπινα «αποκαΐδια» της φλεγόμενης Σμύρνης | Γράφει ο Γιώργος Μαστορόπουλος

0
22

 

 ΑΠΟ  ΤΑ  ΑΓΝΩΣΤΑ  ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ «ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ» ΤΗΣ  ΦΛΕΓΟΜΕΝΗΣ  ΣΜΥΡΝΗΣ   

Όταν ήμουν μαθητής Δημοτικού στο Φιλώτι τής Νάξου, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εμφανιζόταν μερικές φορές «από το πουθενά», ένας άγνωστος πλανόδιος φωτογράφος με τον ξύλινο πτυσσόμενο τρίποδα στον ώμο του και δύο μποκαλάκια με τα ειδικά υγρά για την επιτόπια εκτύπωση. Έβγαζε φωτογραφίες (μαυρόασπρες εννοείται) ατομικές, οικογενειακές κ.ά., κυρίως όμως εστίαζε στα γραφικά πανηγυράκια της εποχής. Την αμοιβή την άφηνε στην προαίρεση των ενδιαφερομένων. Ήταν περίπου σαρανταπεντάρης, βαθυοκουρεμένος, με τιράντες για να κρατούν το παντελόνι και πάνινα παπούτσια. Τα λόγια του ελάχιστα. Τα απολύτως απαραίτητα. Σε πολύ χαμηλό, σχεδόν ψιθυριστό, τόνο. Απέφευγε να απαντά στις επίμονες ερωτήσεις (την εποχή εκείνη της κλειστής ακόμα νησιώτικης κοινωνίας), για το ποια ήταν η πατρίδα του, αν είχε οικογένεια κ.ά. Ήταν κλειστός. Θεόκλειστος. Μοναχικός. Το μόνο που μάθαμε ήταν το όνομά του, «κυρ Τάσος», και το επώνυμό του από την σφραγίδα που έβαζε στο πίσω μέρος των φωτογραφιών: «Foto ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΥΚΙΔΗΣ”. Τίποτα άλλο. Το 1960 η πολύτεκνη  οικογένειά μου, πλην του πατρός, μετακομίσαμε στην Αθήνα, στον προσφυγικό οικισμό του Υμηττού, όπου όλοι οι γείτονές μας, (αρκετοί απ’ αυτούς τουρκόφωνοι Καραμανλήδες), προέρχονταν κυρίως από τα μέρη των Αδάνων (και γενικότερα της Κιλικίας),  Παμφυλίας, Πισιδίας, Ικονίου και Καππαδοκίας, ενώ στους γειτονικούς προσφυγικούς Δήμους Βύρωνα και Καισαριανής οι ταλαίπωροι άνθρωποι ήταν κυρίως από τα μέρη της Ιωνίας. Οι συγκλονιστικές εμπειρίες μου παραμένουν ολοζώντανες. Κάποια μέρα συνάντησα τυχαία τον κυρ-Τάσο να κάθεται κατάμονος σε ένα ακραίο παγκάκι του Ζαππείου μαζί με τα «συμπράγαλά» του. Με ταύτισε εύκολα γιατί ήμουν ο «ανήσυχος» γιος του ιερέα του χωριού. Κυρ-Τάσο, πες μου σε παρακαλώ, εδώ που είμαστε οι δυο μας: Ποιος είσαι; Που μένεις; Ποια είναι η πατρίδα σου; Γιατί αρνείσαι να μας το πεις; Τι μυστικό κρύβεις; Ώ της απρόσμενης εκπλήξεως! Ήταν η στιγμή να ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει: «Όταν καιγόταν η Σμύρνη ήμουν έξι χρονών. Τον πατέρα μας τον σκότωσαν. Μέσα στο χάος και τον πανικό στην παραλία, χάθηκε η επαφή με τα μεγαλύτερα αδέλφια και τους υπόλοιπους συγγενείς μου. Η μάνα μου με κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Βρεθήκαμε στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο μέσα σε ένα πλεούμενο. Στη μέση της διαδρομής η μανούλα μου ξεψύχησε. Την αναποδογύρισαν και την έριξαν νεκρή στη θάλασσα. Μπροστά στα μάτια μου!! Εκείνη τη στιγμή, Γιώργο, η ζωή σταμάτησε για ‘μένα». Ο αμίλητος μυστηριώδης κυρ-Τάσος ξέσπασε σε ασυγκράτητους λυγμούς ενώ κοιτούσαν ανυποψίαστοι οι διαβάτες. Για ‘κείνον, και για χιλιάδες άλλους δυστυχισμένους ανθρώπους, οι φλόγες της Σμύρνης δεν έσβησαν ποτέ.

Γεώργιος Μαστορόπουλος, αρχαιολόγος, εκ Βουρλών (Κλαζομενών) Σμύρνης Μ. Ασίας.

Κως 26 Αυγούστου 2025

 

27 Αυγούστου 1922: Η Καταστροφή της Σμύρνης – Η χειρότερη σελίδα της Νεοτέρας Ελλάδος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ