Σε χρονογράφημά μας της 23/2/2018 με την επικεφαλίδα «ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΚΩ» έχουμε περιγράψει στο μέτρο που η πένα μας επιτρέπει, τη μορφή του αλησμόνητου επιφανούς Κώου, καθηγητή της Γαλλικής γλώσσας στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο Κω από το 1937 μέχρι το έτος 1956 Νικόλαου Χατζηβασιλείου.
Στο ίδιο χρονογράφημα προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την προσωπικότητά του ως Έλληνα ευπατρίδη, την αντίστασή του κατά του Ιταλικού φασισμού και τις χειμαρρώδεις προσπάθειες και κινήσεις του για την άμεση εγκαθίδρυση ελληνικών αρχών στο νησί κατά τη διάρκεια αποχώρησης των Γερμανών, πριν προλάβουν οι καραδοκούντες ΄Αγγλοι να καταλάβουν και καθυποτάξουν διοικητικά το νησί.
Οι αστραπιαίες κινήσεις του Νικόλαου Χατζηβασιλείου έλαβαν χώρα κυρίως στις 9 Μαϊου 1945, δηλαδή επετειακά σαν αύριο.
Επικαιροποιώντας την αναδημοσίευση του χρονογραφήματος εκείνου, κάνω έκκληση στο Δήμο Κω, να τιμήσει τον Νικόλαο Χατζηβασιλείου τοποθετώντας με δαπάνες του μια προτομή στον αύλιο χώρο του Ιπποκράτειου Γυμνασίου (σήμερα Λυκείου Κω) παραπλεύρως αυτής του άλλου μεγάλου Κώου Γυμνασιάρχη Γαβριήλ Παπαθεοφάνους.
ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΚΩ
Νικόλαος (Νίκος) Χατζηβασιλείου
«…Ο Νίκος Χατζηβασιλείου παραμένει μια αγνοημένη προσωπικότητα της μεσοπολεμικής περιόδου και των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Υπήρξε αγνοημένος για τους νεότερους φυσικά, στο μέτρο που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ο ίδιος να δημιουργήσει τις βάσεις για την υστεροφημία του ή να καλλιεργήσει δημόσιες σχέσεις ….». Με αυτήν την περικοπή στην εισαγωγή του στο βιβλίο « Η δράση ενός Δωδεκανήσιου εκπαιδευτικού μέσα από τα κείμενά του», που εξέδωσε ο πνευματικός όμιλος Κώων «Ο ΦΙΛΗΤΑΣ»,ο καθηγητής Πανεπιστημίου Αχιλλέας Κουτσουράδης, μας φέρνει σε επαφή με έναν πράγματι λησμονημένο Κώον άνδρα, ο οποίος υπηρέτησε με πάθος τις ιδέες του και απήλθε σεμνός μέχρι αφάνειας και ταπεινός μέχρι λησμονιάς.
Πρόκειται για τον αξέχαστο για όλους όσους είχαν την τύχη να υπάρξουν μαθητές του και για όσους άλλους να τον ζήσουν από κοντά, Νίκο Χατζηβασιλείου, τον καθηγητή που δίδασκε Γαλλικά στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο από την απελευθέρωση μέχρι το 1956, όταν λόγοι οικογενειακοί τον ανάγκασαν να ζητήσει μετάθεση στην Αθήνα.
Πολυσύνθετη προσωπικότητα με χαρακτήρα ακέραιο και ψυχή παιδιού γεμάτη γλυκύτητα, βρισκόταν πάντα δεκαετίες μπροστά από την εποχή του. Το ήθος, το ύφος, η ματιά, η κίνηση, η συμπεριφορά του, εκπέμπονταν πάντοτε από θέση πατρική προς οποιονδήποτε και κυρίως προς τους μαθητές του. Δεν έβριζε, δεν απειλούσε, δεν χρησιμοποιούσε βία, δεν οργιζόταν, δεν φώναζε, δεν χειρονομούσε. Μόνο μια λέξη έλεγε σε κάθε αδιάβαστο μαθητή. «Χαλουβά». Σ’ αυτή την λέξη περιείχετο η εκτόνωση της όποιας αδήλωτης κατ’ άλλον τρόπο διαμαρτυρίας του. Γι’ αυτό και οι μαθητές του από τα πρώτα χρόνια της επαναλειτουργίας του Γυμνασίου μετά την απελευθέρωση, του «κόλλησαν» το ομώνυμο με τη διαμαρτυρία του «παρατσούκλι», «χαλουβάς». ΄Ετσι πέρασε σ’ όλες τις τάξεις και σ’ όλους τους μαθητές.
Ο ίδιος το ήξερε πολύ καλά και κατά καιρούς όταν εκτόξευε τον χαρακτηρισμόν αυτόν σε κάποιον μαθητή, συμπλήρωνε: «Ξέρω, εμένα λέτε χαλουβά, αλλά εγώ ήρθα διαβασμένος…..».
Η μορφή με την οποία ασχολείται το παρόν, δεν ήταν ένας απλός καθηγητής που δίδασκε για να κερδίσει τον επιούσιο. Προικισμένος με υψηλό δείκτη ευφυϊας, ποτισμένος με τα αγνότερα των πατριωτικών αισθημάτων, δεμένος με την οικογένειά του με δεσμά που δεν λύνονται ποτέ, αλλά μόνο σπάνε με το θάνατο, δεν μπορούσε παρά να υπηρετήσει με τέλεια αυταπάρνηση και μοναδικό αλτρουϊσμό τις ιδέες της πατρίδας, με κεντρικό στόχο την απελευθέρωση των νησιών μας από την ιταλική μπότα, την «πάση δυνάμει» μόρφωση των νέων και βέβαια την υπηρέτηση με ακραία αυταπάρνηση μέχρι τέλους της πληγωμένης οικογένειάς του, στην οποία προσέφερε τα πάντα.
Γεννήθηκε το 1905 στην πόλη της Κω, επί Τουρκοκρατίας. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει πώς το σουλτανικό φέσι τον διαφεντεύει, ήρθε η μπότα του Ιταλού το 1912. Σαν αιθέρια εισπνοή διαπέρασε όλον τον Ρωμέϊκο πληθυσμό η πίστη πώς ο ομόθρησκος μελανοχίτωνας, δεν θα διαφεντεύει σαν τον προηγούμενο Μογγόλο, αλλά με αδελφική διάθεση και αέρα δημοκρατικής Ευρώπης. Δεν άργησε βέβαια να ξεφτίσει η προβιά του αμνού, να φανεί το πρόσωπο του λύκου και να πιστοποιηθεί πώς «η δευτέρα πλάνη ήταν χείρων της πρώτης».
Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε, πώς ο αγώνας της ζωής του, θα ήταν ένας πολύκορφος Γολγοθάς. Πάθος για την απελευθέρωση των νησιών, χρέος να διατηρηθεί η ελληνική παιδεία κάτω από συνθήκες τραγικές, αγώνας να υπηρετήσει με επάρκεια τα άρρωστα μέλη της οικογένειάς του.
Τρεις μεγαλεπήβολοι στόχοι, που οι συνθήκες μέσα στις οποίες φύτρωσαν και ζητούσαν υλοποίηση, φάνταζαν πως είναι μάλλον «δονκιχωτικοί» παρά ρεαλιστικοί. Κι όμως τους πέτυχε όλους, έστω κι αν χρειάστηκε να ποτίσει τον καθένα με το αίμα της καρδιάς του και να φύγει με ένα απροσδιόριστο παράπονο και έναν αδιόρατο πόνο.
Στον περισσότερο κόσμο, επικρατούσε η εντύπωση πως ήταν ένας απλός καθηγητής μιας ξένης γλώσσας, με υποτιμημένη μάλιστα την σπουδαιότητά της. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως ήταν εκτός από ξεχωριστός άνθρωπος και ένας πολυτάλαντος επιστήμονας με πολύπλευρες σπουδές και γνώσεις. Πτυχιούχος φιλόλογος, διπλωματούχος της γαλλικής γλώσσας, άριστος γνώστης της ιταλικής με πιστοποιημένο τίτλο σπουδών, κάτοχος της λατινικής και της γερμανικής. Σπουδές που πραγματοποιήθηκαν σταδιακά, από το Δημοτικό σχολείο Κω, το Γυμνάσιο Καλύμνου, το Γαλλικό Κολέγιο Ρόδου, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Πίζας Ιταλίας. Οι παραπάνω σπουδές υλοποιούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, περίοδος που η Δωδεκάνησος αποτελεί ιταλική κτήση. Η μετάβασή του στην Ελλάδα για ανώτατες σπουδές γίνεται υπό προϋποθέσεις εισόδου σε ξένη χώρα. Ο πλους διαρκεί τρεις ημέρες κατά μέσον όρο και τα οικονομικά της οικογένειάς του είναι αδύναμα ν’ αντέξουν τη βάρη επιβίωσης και σπουδών.
Βραχίονας οικονομικός στον οποίο στηρίχθηκε, ο πρώτος θείος και νονός του Αχιλλέας Μουζάκης. Άλλη μια μορφή της Κω με προσφορές που παραμένουν κάτω από τη σφραγίδα της αιώνιας μυστικότητας και αφάνειας. ΄Ενας πανέξυπνος έμπορος με εξαιρετική επιχειρηματικότητα, βασισμένη στο δαιμόνιο ένστικτο και στην έμπνευσή του, που του απέφερε πλούτο ικανό να προσφέρει χείρα βοηθείας όπου υπήρχε ανάγκη και κυρίως στην ευρύτερη οικογένειά του, χωρίς να γνωρίζει «η αριστερά τι ποιούσε η δεξιά του».
Αλήθεια ποιος από τον πρώτον επώνυμο ως τον έσχατον ανώνυμο των κατοίκων αυτού του νησιού γνωρίζει ότι ο Αχιλλέας Μουζάκης εγγυήθηκε ατομικώς και βεβαίως με την όλη ακίνητη περιουσία του στην ιταλική τράπεζα Banco di Secilia, για να χορηγηθεί μεγάλο ποσό δανείου για την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής, πέραν βέβαια της προσωπικής του συμβολής, ενώ κατ’ αξίωσή του ουδεμία μνεία γίνεται στην μαρμάρινη πλάκα των ευεργετών του Ναού;
Με κινητήριο μοχλό την προσφορά του θείου του, ο Νίκος Χατζηβασιλείου κατάφερε να επιβιώσει και ν’ αποπερατώσει τις σπουδές του.
Η μοίρα όμως του είχε πάμπολλα- μαύρα- μαντάτα γραμμένα στα δεφτέρια της και χαιρέκακα του έστελνε ένα-ένα κατά καιρούς, έτσι για να μην μπορεί ποτέ να λησμονήσει ή να αποβάλει από τα παραπονεμένα μάτια τη θλίψη του.
Το έτος 1929 απεβίωσε ο πατέρας του κατά τη διάρκεια εγχειρήσεως.
Το έτος 1933 έγινε ο μεγάλος σεισμός της Κω κατά τον οποίο και σκοτώθηκαν περίπου 600 άτομα από την κατάρρευση μεγάλου αριθμού παλαιών κατοικιών.
Μέσα στα θύματα και η μητέρα του. Θάνατος που από ατύχημα εξελίχθηκε σε τραγωδία. Ο ίδιος βρισκόταν στην Αθήνα φοιτώντας στην φιλοσοφική σχολή. Η μόνη αδελφή του και μοναχοκόρη της οικογένειας η Μαρία, γίνεται μάρτυρας ενός τρομακτικού θεάματος. Ο τοίχος του σπιτιού που κατέρρευσε, καταπλάκωσε και πολτοποίησε το κεφάλι της μητέρας της. Η θέα προκάλεσε τέτοιο σοκ στη Μαρία και το μυαλό της διαταράχθηκε τόσο, ώστε ποτέ δεν επανήλθε στη φυσιολογική του διάσταση και θέση. ΄Ετσι από μιαν εντελώς φυσιολογική γυναίκα, μετεβλήθη σε ένα ανάπηρο πλάσμα που ακούμπησε στην πλάτη του αδελφού της για ισόβια προστασία και υπηρέτηση.
Κατά το έτος 1955 απεβίωσε ο αδελφός του Δημήτρης από εγκεφαλική αιμορραγία.
Μετά τον θάνατον αυτόν επιδεινώθηκε η κατάσταση της αδελφής του Μαρίας και αναγκάσθηκε να ζητήσει μετάθεση σε Γυμνάσιο των Αθηνών, για να είναι ευχερέστερη η παρακολούθησή της από ειδικευμένους γιατρούς.
Το 1962 απεβίωσε και ο έτερος αδελφός του Παναγιώτης από γάγγραινα. ΄Εμεινε μόνος με την άρρωστη αδελφή, να’ναι γι’ αυτήν πατέρας, αδελφός, νοσοκόμος και προστάτης.
Μα το πεδίο στο οποίο έδωσε απίστευτες μάχες σαν φλογοβόλος μαχητής και στο οποίο διέπρεψε και με τους αγώνες του συνέβαλε να σωθεί ο τόπος μας ήταν άλλο.΄Ηταν το πεδίο της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας, της μορφώσεως των παιδιών της εποχής, για να μην νομιμοποιηθεί και μονιμοποιηθεί σαν μάνα γλώσσα η υποχρεωτικώς καθιερωθείσα σαν τέτοια ιταλική.
Έτσι σε συνεργασία με μιαν άλλη ιερή μορφή της Κω τον Αρχιμανδρίτη Φιλήμονα, τοποτηρητή του μητροπολιτικού θρόνου, οργάνωναν και χρηματοδοτούσαν παντοιοτρόπως κρυφά και μυστικά τη λειτουργία των δημοτικών σχολείων και του Ιπποκρατείου Γυμνασίου. Οι φασίστες τον είχαν υπό παρακολούθηση και συνεχώς παρενέβαλλαν προσκόμματα στο έργο του. Το 1937 διδάσκει ως φιλόλογος στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο, αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά και Λατινικά, υπό το άγρυπνο μάτι του Ιταλού επιθεωρητή. Εκείνο το έτος οι Ιταλοί διαπιστώνοντας ότι τρεις διακεκριμένοι καθηγητές του Ιπποκρατείου Γυμνασίου, ξεφεύγουν από την ιταλική εκπαίδευση και στις παραδόσεις των παρεισέφρυαν πατριωτικά συνθήματα, διέταξαν τη μετάθεσή τους στο Νικηφόρειο Γυμνάσιο Καλύμνου, το οποίο χρηματοδοτούσε αποκλειστικά ο Δήμος Καλυμνίων και όχι το ιταλικό κράτος. Οι δυσμενώς μετατεθέντες ήσαν ο Νίκος Χατζηβασιλείου, ο Γαβριήλ Παπαθεοφάνους- ο Γυμνασιάρχης μετά την απελευθέρωση- και ο Κώστας Λουκίδης.
Περί το τέλος του σχολικού έτους 1937, εκλήθησαν όλοι οι καθηγητές να ενταχθούν στη φασιστική οργάνωση «Dopolavoro». Αρνήθηκαν όλοι. Οι μισοί καθηγητές απολύθηκαν και άλλοι από αυτούς ανεχώρησαν οικειοθελώς για την Ελλάδα, ενώ άλλοι εξορίσθησαν ισόβια από την Ιταλική Διοίκηση (Γαβριήλ Παπαθεοφάνους). Ο Νίκος Χατζηβασιλείου απελύθη και έμενε άνεργος στην Κω.
Η ιταλική οικονομική εφορία είχε επείγουσα ανάγκη ενός Ιταλομαθούς υπαλλήλου για να κάνει τον διερμηνέα της διοικήσεως στις συναλλαγές της με το ελληνικό κοινό. Του προσφέρουν τη θέση, αλλά αν και σε άθλια οικονομική κατάσταση ευρισκόμενος αρνείται. Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα τον πιέζει να δεχθεί, διότι από τη θέση αυτή θα προσφέρει υπηρεσίες στο στενάζον ελληνικό στοιχείο.
Υποκύπτει και υπηρετεί ως διερμηνέας σχεδόν μέχρι την άφιξη των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1943. Παρά την σκληρότητά τους οι νέοι κατακτητές επέδειξαν προς το ελληνικό στοιχείο συμπάθεια, προφανώς ένεκα του μίσους που ένοιωθαν πια προς τους πρώην συμμάχους τους Ιταλούς.
Η Ελληνική Κοινότητα με επικεφαλής τον Νίκο Χατζηβασιλείου και τον Αρχιμανδρίτη Φιλήμονα, ζητούν από τον Γερμανικό Διοικητή να τους επιτρέψει ν’ ανοίξουν τα σχολεία, τα οποία είχαν προ πολλού κλείσει οι Ιταλοί. Ο Γερμανός διοικητής το επιτρέπει και τα σχολεία ανοίγουν το 1944 παρά τις σπασμωδικές αντιδράσεις των Ιταλών υπευθύνων της εκπαίδευσης. Τα σχολεία άνοιξαν, αλλά χρήματα και δάσκαλοι δεν υπήρχαν. Ο ρόλος του αναστηλωτή και αναδιοργανωτή ανατίθεται από την Κοινότητα στο Νίκο Χατζηβασιλείου. Παρά τις μύριες αντιδράσεις της ιταλικής πολιτικής διοίκησης, κάλεσε αμέσως όλους τους παυθέντες δασκάλους και καθηγητές, χώρισε τους μαθητές σε τάξεις, διηύθυνε τις εξετάσεις, επέβλεπε τη χορήγηση πιστοποιητικών (ενδεικτικών) φοιτήσεως, μεριμνούσε για τη στοιχειώδη οικονομική εισφορά στους διδάσκοντες και δεν άφηνε να του ξεφύγει τίποτε αναγκαίο και απαραίτητο. Μέχρι το τέλος του 1945, όλα τα σχολεία ήσαν πλήρως οργανωμένα και λειτουργούσαν σχεδόν τέλεια, αλλά πάντοτε υπό ιταλική διοίκηση.
Ο Ιταλός έφορος προσπάθησε κατ’ επανάληψη να τον εμποδίσει απειλώντας τον με απόλυση από τη θέση του διερμηνέα, από την οποία κέρδιζε τον πενιχρό επιούσιο. Ο Νίκος Χατζηβασιλείου δεν υπέκυπτε στις πιέσεις. Στο τέλος τον κάλεσε και του απηύθυνε τη φράση «Professore recolate la vostra posizione, siete impiegato del Governo Italiano» (Καθηγητά κανονίστε τη θέση σας, είσθε υπάλληλος της Ιταλικής Κυβερνήσεως».
Με σθένος ο Νίκος Χατζηβασιλείου του απάντησε : «Vi appretto evi auiniro purchė siete un italiano, un fascista, un idealista: Altretanto pero dovete pensare per une auseno un professore Greco(Σας εκτιμώ και σας σέβομαι, διότι είσθε ένας Ιταλός, ένας φασίστας, ένας ιδεολόγος. Ανάλογα όμως πρέπει να σκεφθείτε και για μένα που είμαι ένας ΄Ελλην καθηγητής).
Ο διευθυντής δεν επέμενε. Ο καθηγητής μας συνέχισε την πατριωτική του δραστηριότητα, η οποία ανεπτύσσετο με γεωμετρική πρόοδο, καθώς βοηθούσε και το κλίμα του εντεινόμενου ελέγχου των Ιταλοκρατούμενων Υπηρεσιών από τους κατακτητές τους Γερμανούς.
30 Ιανουαρίου 1945, ημέρα σημαδιακή. Όλα τα σχολεία προσήλθαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου για την γιορτή των τριών Ιεραρχών. Ο καθηγητής ζήτησε άδεια από τον Διοικητή του για να προσέλθει και ν’ ανάψει ένα κερί. Του δίδεται, αλλά πίσω του εντεταλμένος Ελληνόφων Ιταλός τον παρακολουθεί για να διαπιστώσει το εύρος της συμμετοχής του. Αντί ν’ ανάψει κερί, ανεβαίνει στο υπερυψωμένο στασίδι, δίπλα στον μητροπολιτικό θρόνο και εκφωνεί πύρινο πατριωτικό λόγο, κατά το μείζον εθνεγερτικό και κατά το έλασσον θρησκευτικό. Ο πληροφοριοδότης μεταφέρει τα πάντα στον Διοικητή.
Καλείται σε απολογία παρουσία των Ιταλικών Αρχών με επαπειλούμενες κατηγορίες οι οποίες μπορούσαν να επισύρουν και τον θάνατο για προδοσία. Στη συνεδρίαση μετέχει και ο Γερμανός Κομισάριος κατά διαταγή της στρατιωτικής διοικήσεως των Γερμανών. Ο τελευταίος διετύπωσε την άρνησή του επί της κατηγορίας. Ο καθηγητής αφέθηκε ελεύθερος.
Κατά την άνοιξη του 1945 και ενώ πλέον ο πόλεμος είχε χαθεί για τον ΄Αξονα, οι Ιταλοί επέμεναν να ελέγχουν τις πολιτικές υπηρεσίες, διότι τα Δωδεκάνησα θεωρούντο εδάφη ιταλικά. Εφορία, Δημαρχεία, Κτηματολόγιο, Αστυνομία, Εκπαίδευση, Επαρχείο κ.λ.π. Όλα είχαν Ιταλούς Προϊσταμένους και η επίσημη γλώσσα στην οποία ετηρούντο τα πάσης φύσεως έγγραφα ήταν η ιταλική.
Αυτήν την ιταλική πολιτική διοίκηση έβαλε στόχο να αποξηλώσει, ν’ αναδιοργανώσει και αναστελεχώσει με Έλληνες, «επαναστατικώ δικαίω» και
« de facto », ώστε να μην υπάρξει κενό εξουσίας με την άφιξη των ΄Αγγλων, οι οποίοι «τσουρμάριζαν», ήδη στην απέναντι ακτή της Αλικαρνασσού και αναμένοντο από στιγμή σε στιγμή. Αν εύρισκαν το κενό της πολιτικής εξουσίας οι ΄Αγγλοι ήταν πλέον ή βέβαιο ότι οι ίδιοι θα επαναστελέχωναν τη διοίκηση και αυτό θα εσήμαινε μια νέα κατοχή.
Για να κάμψει κάθε αντίσταση του οργανωμένου ακόμη ιταλικού κράτους οργάνωσε στις 9/5/1945 παλλαϊκό κίνημα με το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού να μετέχει σ’ αυτό, να εφορμά από την αρχή της λεωφόρου Ιπποκράτους και να κατευθύνεται προς τα συγκροτήματα των εκπαιδευτηρίων Δημοτικών και Γυμνασίου της πόλης. Πολλοί πολίτες κρατούσαν πολεμικά όπλα στα χέρια και πυροβολούσαν στον αέρα, ενώ η ορμή του πλήθους και του επικεφαλής Νίκου Χατζηβασιλείου, ήταν άφρενη.
Εφόρμησαν πρώτα στα Δημοτικά Σχολεία τα οποία κατέλαβαν και ακολούθως έφθασαν στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο. Εκεί αντίκρυσαν τον Ιταλό Διοικητή, να έχει τεταμένα τα χέρια του στην κεντρική πύλη, απευθυνόμενος δε στον Νίκο Χατζηβασιλείου του είπε: «gui non si puȯ entrare»( εδώ δεν μπορείτε να μπείτε). Οι ένοπλοι άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα , αλλά ο Ιταλός δεν υπέκυπτε. Αμέσως έστειλε ο Ν. Χατζηβασιλείου ανθρώπους του στον Γερμανό Διοικητή και ζήτησε την παρέμβασή του. Ο τελευταίος προσήλθε αμέσως στο Γυμνάσιο. Ο Ιταλός στη θέα και μόνον του Γερμανού ο οποίος τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος, παρέδωσε το Γυμνάσιο, το οποίο οργανώθηκε πάνω σε όλες τις βάσεις και αρχές της ελληνικής εκπαίδευσης.
Αμέσως μετά εφόρμησαν στην Οικονομική Εφορία για να την μετατρέψουν σε ελληνική υπηρεσία. Όμως οι Ιταλοί είχαν ήδη εξαφανιστεί, ο Νίκος Χατζηβασιλείου απέστειλε ανθρώπους του στο σπίτι του ταμία, τον οποίο προσήγαγαν βιαίως στα γραφεία της Εφορίας και τον ανάγκασαν να παραδώσει το ταμείο και τα βιβλία σε ΄Ελληνες πολίτες.
Ακολούθησε αμέσως πορεία προς τα γραφεία της Ιταλικής Διοικήσεως, ο Προϊστάμενος της οποίας παρέδωσε τα κλειδιά των γραφείων.
Στη συνέχεια έγιναν οι καταλήψεις της Δημαρχίας, του Κτηματολογίου, του τελωνείου και όλων των υπηρεσιών.
Μετά την ολοκλήρωση των καταλήψεων, μετέβη όλο το πλήθος στη Μητρόπολη, όπου εστεγάζοντο τα γραφεία της Ορθοδόξου Κοινότητος και εξέλεξαν δια βοής Δήμαρχο, τον νέο τότε δικηγόρο Γεώργιο Κουτσουράδη ώστε ν’ αποκτήσει ο Δήμος κεφαλή διοικήσεως.
Οι αστραπιαίες αυτές κινήσεις υπό την ηγεσία ενός διορατικού και φλογερού πατριώτη είχαν σαν αποτέλεσμα να έχουν καταληφθεί όλες οι υπηρεσίες μέχρι περίπου την 11η πρωϊνή. Όταν μετά μιαν ώρα στις 12 της ίδιας ημέρας αφίχθησαν οι ΄Αγγλοι από την Αλικαρνασσό, βρέθηκαν προ τελελεσμένων γεγονότων. Ενδεχόμενη παρέμβασή των να ανατρέψουν την «de facto» κατάσταση, θα δημιουργούσε και πάλιν αναταραχή, γι’ αυτό και δεν το επεδίωξαν. Απλά αρκέστηκαν να έχουν την στρατιωτική διοίκηση του νησιού.
Ακολούθως ο ίδιος ο Νίκος Χατζηβασιλείου υπηρέτησε αφιλοκερδώς σε διάφορες θέσεις με πρωταρχικό στόχο την πλήρη κατάργηση της ιταλικής γλώσσας από τις υπηρεσίες και την αντικατάστασή της από την ελληνική και τη στελέχωση όλων των υπηρεσιών από ΄Ελληνες πολίτες.
΄Ετσι μέχρι να ενσωματωθεί επίσημα η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα υπηρέτησε αμισθί, ως διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών της νήσου, ως αρχιγραμματέας του νεοσύστατου Δήμου Κω και πάντοτε ως προϊστάμενος και γενικός διευθυντής όλων των υπηρεσιών της εκπαίδευσης. Με την εγκατάσταση του ελληνικού κράτους και την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών, επανήλθε στην έδρα του ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι το 1956, οπότε και ζήτησε μετάθεση σε γυμνάσιο των Αθηνών, για έναν και μόνο λόγο. Για να παρέχει στην αδελφή του καλύτερες ιατρικές και νοσοκομειακές υπηρεσίες. Το 1975 πέθανε στην Αθήνα και η σωρός του μεταφέρθηκε στην Κω, όπου και ετάφη.
Ατυχώς με το κλείσιμο του βιολογικού του κύκλου έκλεισε και ο κύκλος της μνήμης της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ο ίδιος βέβαια δεν λειτούργησε ποτέ με ιδιοτέλεια και ούτε εστόχευσε σε μεταθανάτια υστεροφημία. Το πάθος του για την ελληνική παιδεία, την ελληνική γλώσσα και την απελευθέρωση του τόπου, ήταν για δεκαετίες ο καθρέπτης μιας φλόγας, αντικάτοπτρο του πόθου και της ελπίδας ενός ολόκληρου νησιού.
Κι όταν «έπαψε να τα σκιάζει όλα η φοβέρα και να τα πλακώνει η σκλαβιά», σαν σκιά αραίωσε την παρουσία του και εντάχθηκε στο ανώνυμο πλήθος.
Αυτό του επέβαλλαν η σεμνότητα, η σωφροσύνη, η ανιδιοτέλεια και η αγάπη του για τον τόπο και την πατρίδα. Αν η συμπεριφορά αυτή του άνδρα, αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης ευγένειας, η υποχρέωση της τοπικής πολιτείας της δημοτικής εξουσίας, της θεσμικής διοίκησης, ήταν η καταγραφή και ανάδειξη του έργου που προσέφερε στον τόπο, ιδίως στα δακρυσμένα χρόνια της τριπλής κατοχής του νησιού, η απότιση φόρου τιμής, η μετάδοση και μεταφορά της ιστορικής συνδρομής του στις επόμενες γενιές.
Ο Νίκος Χατζηβασιλείου υπήρξε φορέας της τοπικής ιστορίας. Αλλά η ιστορία τον λησμόνησε. Οι αρχές τον αγνόησαν. Κάθε επόμενη εξουσία, γνωρίζει όλο και λιγότερα για τον άνθρωπο που έπαιξε πολλές φορές το κεφάλι του κορώνα-γράμματα για την πατρίδα, που στέγνωσε το δάκρυ της ψυχής του για τις ιδέες του, που μάτωσε χίλιες φορές η καρδιά του για να εισπνεύσει ο τόπος οξυγόνο ελευθερίας.
Ακόμη και όσο ζούσε, η ελεύθερη πατρίδα δεν του απέδωσε όσα αξιζε και όσα εδικαιούτο στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Κι αυτό τον πονούσε και τον πονούσε βουβά και αδιαμαρτύρητα όπως κάθε περήφανο άνθρωπο. Στα μελαγχολικά χαμηλωμένα μάτια του, στο σπάνιο χαμόγελό του και στο βαθυστόχαστο και μονίμως αναπολούν βλέμμα του, όποιος ήξερε να διαβάζει έβλεπε ζωγραφισμένο το παράπονο της ζωής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αγνωμοσύνη που όλοι μας σαν τοπική κοινωνία δείχνουμε κατά καιρούς σε πατριώτες, όπως ο Νίκος Χατζηβασιλείου, είναι αβάσταχτη και εξοργιστική σε προσωπικό επίπεδο και ταυτόχρονα ασυγχώρητος τραυματισμός της ιστορίας του τόπου.
Η ιδιαίτερη πατρίδα μας , αν δεν «τρώει», πάντως λησμονεί και αγνοεί τα παιδιά της, ακόμη και αυτά που την αναστήλωσαν και την αναγέννησαν, που την κράτησαν όρθια όταν τσάκιζαν τα κόκκαλά της οι βιαστές της γλώσσας, της ιστορίας, της παράδοσης, της θρησκείας και της αρχοντιάς της.
Αντίθετα τίμησε και τιμά ανθρώπους που ελάχιστα ή καθόλου προσέφεραν σ’ οποιαδήποτε στάση της ιστορίας και της πορείας της.
Δεν αντιλαμβάνομαι πώς η ιταλεπώνυμη τότε οδός (VIALE DI FOSSATI) μέσα από την οποία κύλησε το πλήθος με οδηγό τον Νίκο Χατζηβασιλείου να μην έχει ονομασθεί «αυθωρεί», «οδός Νικολάου Χατζηβασιλείου» ώστε ν’ αποτελεί «τοπόσημο» και σημείο αναφοράς της εθνέγερσης της τοπικής κοινωνίας. Δεν κατέχω τι προσέφερε, στην πόλη της Κω κάποιος Βερροιόπουλος και αν προσέφερε πόσο συγκρίσιμα είναι αυτά με τα όσα προσέφερε ο Νίκος Χατζηβασιλείου σε μια χαώδη εποχή, ώστε να δικαιούται να είναι ανάδοχος κεντρικής οδού της πόλης Κω.
Δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί απαθανατίσαμε τον Στρατηγό Κουρούκλη, δίδοντας το όνομά του σε οδό της πόλης. Απ’ όσο γνωρίζω, το μόνο έργο που προσέφερε, ήταν ο πολυβολισμός και το γκρέμισμα του καμπαναριού της Εκκλησίας του Ευαγγελισμού, ενός μοναδικού αρχιτεκτονήματος, επειδή απλά το σχεδίασαν και το έκτισαν Ιταλοί Αρχιτέκτονες.
Δεν εννοώ πώς και γιατί σε δεκάδες δρόμους της πόλης μας δόθηκαν ονόματα και ιδιότητες προσώπων ξένων προς τον τόπο μας , τα οποία από συμπτώσεις και σκοπιμότητες βρέθηκαν τιμώμενα άνευ προσφοράς.
Για τον Νίκο Χατζηβασιλείου, η τοπική ιστορία σιωπεί, αν δεν λησμονεί. Δεν υπάρχει αναθηματική ή αφιερωματική πλάκα στη λεωφόρο Ιπποκράτους ή στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο(Λύκειο) που να παραπέμπει στα γεγονότα της 9 Μαϊου 1945. Δεν υπάρχει γραφή ή σημάδι που να θυμίζει κάτι από την προσφορά μιας μεγαλειώδους και ταυτόχρονα σεπτής μορφής.
Μέγα λάθος. Πολύ κρίμα.
Γιάννης Κασιώτης
Κως 23 Φεβρουαρίου 2018
Υ.Γ.
Τα ιστορικά στοιχεία του άρθρου έχουν ληφθεί από το βιβλίο «Η δράση ενός δωδεκανήσιου εκπαιδευτικού μέσα από τα κείμενά του» συγγραφής ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΔΗ και εκδόσεως του Πνευματικού Ομίλου Κώων «Ο ΦΙΛΗΤΑΣ».